John William Waterhouse, Ophelia (1894)
Μια
αληθινή ιστορία θα σας πω. Λίγο μακάβρια ίσως, λίγο θλιβερή, μα
σημαντική, όπως θα δείτε. Ήταν ένα κρύο πρωινό του Δεκέμβρη του 1579,
στο Στάτφορντ της Αγγλίας, όταν μια νεαρή κοπέλα βγήκε να μαζέψει νερό.
Τον καιρό εκείνον έπρεπε να βγεις έξω και να κουβαλήσεις το νερό σπίτι
σου, από τα πηγάδια, όπου αυτά υπήρχαν, ή αν δεν υπήρχαν, από τις λίμνες
και τους ποταμούς. Και αν έκανε κρύο η μεταφορά του νερού ασφαλώς
γινόταν ακόμα δυσκολότερη.
Η
κοπέλα κουκουλώθηκε στα ρούχα της και βγήκε έξω, ο κουβάς στο ένα της
χέρι. Ο αέρας μαστίγωνε το έδαφος, τα χορτάρια παράδερναν στη δίνη του.
Άρχισε να βαδίζει αργά στο λασπωμένο έδαφος, η σκέψη της στον ποταμό.
Κάποιοι που την είχαν δει, λίγες μέρες πριν, ισχυρίζονται πως βίωνε μια
έντονη ερωτική απογοήτευση. Άλλοι όμως λένε πως κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Η
κοπέλα συνέχιζε τον δρόμο της, το βλέμμα της μισόκλειστο, ο ορίζοντας
θολός. Παγερές σταγόνες περιέλουσαν το πρόσωπό της. Το ποτάμι ήταν
κοντά.
Source |
Κάποια
στιγμή έφτασε στον προορισμό της. Ήταν ο ποταμός Εϊβον, απόμερος,
κατάφυτος με ψηλά χορτάρια και πυκνές ιτιές. Οι σημερινοί κάτοικοι της
περιοχής ισχυρίζονται πως οι όχθες του, ειδικά τις βροχερές μέρες,
γίνονται ιδιαίτερα απότομες.
Η κοπέλα έσκυψε πάνω απ’ το ποτάμι. Παρατήρησε για μια στιγμή την αντανάκλασή της, μα γρήγορα εκείνη χάθηκε με μια ριπή του ανέμου. Βύθισε τα γόνατά της στη λάσπη και έριξε μέσα τον κουβά. Τα νερά του ποταμού φάνταζαν βαθιά και σκοτεινά, σαν άναστρος ουρανός. Το κρύο πάγωνε τις αισθήσεις. Ο κουβάς ήταν ασυνήθιστα βαρύς στα χέρια της. Η αντανάκλαση της φάνηκε πάλι στο νερό, για μια στιγμή μονάχα. Το χώμα έφυγε κάτω από τα πόδια της…
Η κοπέλα έσκυψε πάνω απ’ το ποτάμι. Παρατήρησε για μια στιγμή την αντανάκλασή της, μα γρήγορα εκείνη χάθηκε με μια ριπή του ανέμου. Βύθισε τα γόνατά της στη λάσπη και έριξε μέσα τον κουβά. Τα νερά του ποταμού φάνταζαν βαθιά και σκοτεινά, σαν άναστρος ουρανός. Το κρύο πάγωνε τις αισθήσεις. Ο κουβάς ήταν ασυνήθιστα βαρύς στα χέρια της. Η αντανάκλαση της φάνηκε πάλι στο νερό, για μια στιγμή μονάχα. Το χώμα έφυγε κάτω από τα πόδια της…
Richard Westall's Ophelia, engraved by J. Parker |
Λίγες
ώρες μετά, οι κάτοικοι του Στάτφορντ βρήκαν το σώμα της να επιπλέει,
νεκρό, στην επιφάνεια του ποταμού. Περίλυποι, το μάζεψαν και το
μετέφεραν στην οικογένειά της. Αυτός ο καταραμένος ποταμός, απηνής,
αχόρταγος, ακόρεστος, πως ανήλεα καταπίνει κάθε ομορφιά!
***
Ένας
από τους κατοίκους του Στάτφορντ ήταν ο δεκαπεντάχρονος, τότε, Γουίλιαμ
Σαίξπηρ. Έμαθε για το περιστατικό και φαίνεται η σκέψη του χάραξε μια
πολύ δυνατή εικόνα στη μνήμη του. Αυτό, σε συνδυασμό ίσως με ένα άλλο,
παλιότερο συμβάν, της πρώιμης παιδικής του ηλικίας – το οποίο όμως είναι
θέμα για κάποια άλλη ιστορία. Δε θα ξεχνούσε τη νεαρή αυτή κοπέλα, που
επέπλεε στο ποτάμι, σαν απόκοσμη βάρκα με προορισμό έναν άλλο κόσμο.
Μπορεί να μην την είχε δει με τα δικά του μάτια, μα η εικόνα της
παρουσιαζόταν ανάγλυφη στη φαντασία του – σαν πίνακας ζωγραφικής.
Θα μπορούσε να τελειώσει εδώ η ιστορία μας. Μα θα είχαμε ξεχάσει το πιο σημαντικό όλων.
Το όνομα της κοπέλας που πνίγηκε ήταν Κάθριν Άμλετ.
John Everett Millais - Ophelia |
«Υπάρχει
μια ιτιά δίπλα στο ποτάμι, που τα ωχρά της φύλλα φαίνονται στο διάφανο
νερό… Εκεί αυτή έφτιαχνε πλεξίδες από αγριόχορτα, τσουκνίδες, μαργαρίτες
και ορχιδέες, που οι βλάσφημοι βοσκοί αποδίδουν με ένα όνομα χυδαίο και
οι συνετές παρθένες ονομάζουν Δάχτυλα του Νεκρού... Εκεί έπλεκε
πλεξίδες και ανέβηκε να τις περάσει στα κλαδιά. Ένα κλαδί, που τη
ζήλεψε, έσπασε, και μαζί με τ’ ανθισμένα της τρόπαια έπεσε και η ίδια
στο ρυάκι...
Τα
ρούχα της απλώθηκαν και σαν νεράιδα, για λίγο, την κράτησαν στην
επιφάνεια. Σ’ αυτό το χρονικό διάστημα τραγούδησε παλιούς σκοπούς, σα να
μην καταλάβαινε τον επικείμενο χαμό της, ή σα να ήταν υδρόβιο πλάσμα
και να ζούσε μέσα στο υγρό στοιχείο… Δεν μπορούσε όμως αυτό να διαρκέσει
πολύ: τα ρούχα της, καθώς μούσκευαν, βάραιναν και τράβηξαν την
κακόμοιρη κοπέλα από το μελωδικό της τραγούδι κάτω στον βούρκο του
θανάτου…»
Σαίξπηρ – απόσπασμα από το «Άμλετ».