Την κοίταζε με μάτια που πρόδιδαν την αγωνία του.
«Θα ‘ρθεις;» της είπε όσο πιο ψιθυριστά μπορούσε από φόβο μήπως οι λέξεις την τρομάξουν.
Προέταξε το χέρι του σε μια προσπάθεια να την βοηθήσει να πάρει τη σωστή απόφαση.
Εκείνη δεν έδειξε καμιά πρόθεση να κουνηθεί ή να μιλήσει.
Μόνο ένιωθε τις γροθιές στο στομάχι, το σφίξιμο στην καρδιά, τον χορό των αμφιβολιών μέσα στο κεφάλι της.
Σφυροκοπούσε η λογική το συναίσθημα κι εκείνο λύγιζε από το βάρος της απάντησης που έπρεπε να δώσει πρώτα στον ίδιο της τον εαυτό κι ύστερα σ’ εκείνον.
Παιδί της λογικής, μαθημένη μια ζωή να τετραγωνίζει το συναίσθημα, της ήταν δύσκολο να μάθει να το ακολουθεί κι όπου βγάλει.
Προσπαθούσε πάντα να του βάλει λουρί, να το τιθασέψει, να το χώσει σε καλούπια περασμένων ερώτων ώστε να κουμπώνει τέλεια στα μέτρα της.
Είχε σταματήσει να διασκεδάζει με τις συναισθηματικές εκπλήξεις, τις μεγάλες εντάσεις, τα μεγάλα πάθη.
Φοβόταν το μετά τους, τις σκοτεινές μέρες των χωρισμών, τους πόνους της ψυχής, το αναστέναγμα της καρδιάς.
Ο χρόνος την είχε βρει χαμένη στη μάχη του έρωτα. Μετρούσε περισσότερες πληγές παρά όμορφες στιγμές, περισσότερα ηττημένα μοναχικά βράδια παρά μπλεγμένα ερωτικά ξημερώματα.
Δεν έβρισκε πια τίποτα κοινό με τον νεανικό εαυτό της. Οι εποχές που έντυνε τις μέρες με έρωτες, τις νύχτες με ηδονές και τις στιγμές με εντάσεις ήταν ένα μακρινό παρελθόν, αναμνήσεις μιας εποχής που δεν είχε τη διάθεση να ζήσει ξανά.
Την τρόμαζε η αστάθεια του έρωτα. Τα «ίσως» και τα «ποιος ξέρει το μετά» του.
Ήθελε σιγουριά, ασφάλεια, ταξίδια χωρίς φουρτούνες.
«Έλα, κορίτσι μου» σχεδόν την ικέτεψε σε μια προσπάθεια να την βγάλει από τις σκέψεις της καθώς έβλεπε τα μάτια της να σκοτεινιάζουν όλο και περισσότερο.
«Μια βόλτα μόνο σου ζητώ. Δεν μπορώ να σου πω τον ακριβή προορισμό, ούτε εγώ τον ξέρω. Είναι ό,τι πιο ειλικρινές έχω να σου προφέρω.»
Αυτή η τελευταία πρόταση την ώθησε να μιλήσει.
«Η ειλικρίνεια και ο έρωτας δεν κάνουν παρέα. Ο έρωτας είναι κλέφτης της αλήθειας.
Παραποιεί την πραγματικότητα, θέτει το συναίσθημα πάνω από την λογική, σε βάζει να λες λόγια μεγάλα, κουβέντες που αργότερα θα αναιρέσεις ή ο χρόνος θα σε κάνει να ξεχάσεις.
Σε παροτρύνει να παραδίδεις τον συναισθηματικό εαυτό σου στα χέρια κάποιου άλλου.
Είναι αλήτης ο έρωτας, μωρό μου. Κι εγώ χόρτασα αλήτες.
Αυτή τη φορά θέλω το καλό παιδί. Εκείνον τον έρωτα που θα γεννήσει τρυφερότητα όχι σκέτο πάθος, ουσία όχι σκέτη συνουσία.
Θέλω την ένταση της ολικής επαφής όχι το παροδικό ρίγος της απλής επαφής. Θέλω βόλτα διαρκείας. Εσυ θέλεις;»
Ήταν η σειρά του να μείνει σιωπηλός.
Εκείνη τα ήθελε όλα κι εκείνος δεν ήταν σίγουρος αν μπορούσε να τα δώσει. Την ήθελε σαν τρελός, αυτό ήταν το μόνο που ήξερε. Δεν μπορούσε να υποσχεθεί κάτι παραπάνω.
Στη βόλτα του έρωτα πάντοτε κυκλοφορούσε μόνος. Δεν του είχε τύχει ποτέ πριν να θέλει κάποια δίπλα του.
Συνήθιζε να κάνει μόνο στάσεις, μικρές παύσεις, προτιμούσε τα σύντομα διαστήματα ερωτικής αναμπουμπούλας.
Πρώτη φορά ήθελε συνοδηγό στη μηχανή του. Να τον κρατά από τη μέση, να σκύβει μπροστά για τα του δώσει ένα φιλί, να ταξιδεύουν μαζί και όπου βγάλει.
Κοιτάχτηκαν ξανά και ο κόσμος του καθενός ήρθε και στάθηκε μπροστά στα μάτια του.
«Θα ‘ρθεις;» φώναζαν θολά, γεμάτα δίψα.
Ήταν εκείνη τη στιγμή που ο θεός Έρωτας τους άκουσε και τους έφερε σε απόσταση αναπνοής, αντιμέτωπους τον καθένα με τους φόβους και τις επιθυμίες του.
Φιλήθηκαν. Άλλοτε τρυφερά, άλλοτε με πάθος.
Δεν χρειάστηκε να απαντήσει κανείς στην ερώτηση. Ήρθαν τα μέσα τους και κούμπωσαν με τα έξω. Έγιναν φιλιά υγρά που έλεγαν όσα μόνο ο έρωτας μπορεί να πει χωρίς να χρειαστεί να μιλήσει.
Ήταν η καλύτερη βόλτα που είχαν πάει ποτέ. Κι είχαν κάνει μόνο ένα βήμα.
Καμιά φορά -ή πολλές φορές- ένα βήμα είναι το μόνο που χρειάζεται για να φέρει μπροστά σου τον κόσμο όλο.
Ένα βήμα… Θα ‘ρθεις;
«Θα ‘ρθεις;» της είπε όσο πιο ψιθυριστά μπορούσε από φόβο μήπως οι λέξεις την τρομάξουν.
Προέταξε το χέρι του σε μια προσπάθεια να την βοηθήσει να πάρει τη σωστή απόφαση.
Εκείνη δεν έδειξε καμιά πρόθεση να κουνηθεί ή να μιλήσει.
Μόνο ένιωθε τις γροθιές στο στομάχι, το σφίξιμο στην καρδιά, τον χορό των αμφιβολιών μέσα στο κεφάλι της.
Σφυροκοπούσε η λογική το συναίσθημα κι εκείνο λύγιζε από το βάρος της απάντησης που έπρεπε να δώσει πρώτα στον ίδιο της τον εαυτό κι ύστερα σ’ εκείνον.
Παιδί της λογικής, μαθημένη μια ζωή να τετραγωνίζει το συναίσθημα, της ήταν δύσκολο να μάθει να το ακολουθεί κι όπου βγάλει.
Προσπαθούσε πάντα να του βάλει λουρί, να το τιθασέψει, να το χώσει σε καλούπια περασμένων ερώτων ώστε να κουμπώνει τέλεια στα μέτρα της.
Είχε σταματήσει να διασκεδάζει με τις συναισθηματικές εκπλήξεις, τις μεγάλες εντάσεις, τα μεγάλα πάθη.
Φοβόταν το μετά τους, τις σκοτεινές μέρες των χωρισμών, τους πόνους της ψυχής, το αναστέναγμα της καρδιάς.
Ο χρόνος την είχε βρει χαμένη στη μάχη του έρωτα. Μετρούσε περισσότερες πληγές παρά όμορφες στιγμές, περισσότερα ηττημένα μοναχικά βράδια παρά μπλεγμένα ερωτικά ξημερώματα.
Δεν έβρισκε πια τίποτα κοινό με τον νεανικό εαυτό της. Οι εποχές που έντυνε τις μέρες με έρωτες, τις νύχτες με ηδονές και τις στιγμές με εντάσεις ήταν ένα μακρινό παρελθόν, αναμνήσεις μιας εποχής που δεν είχε τη διάθεση να ζήσει ξανά.
Την τρόμαζε η αστάθεια του έρωτα. Τα «ίσως» και τα «ποιος ξέρει το μετά» του.
Ήθελε σιγουριά, ασφάλεια, ταξίδια χωρίς φουρτούνες.
«Έλα, κορίτσι μου» σχεδόν την ικέτεψε σε μια προσπάθεια να την βγάλει από τις σκέψεις της καθώς έβλεπε τα μάτια της να σκοτεινιάζουν όλο και περισσότερο.
«Μια βόλτα μόνο σου ζητώ. Δεν μπορώ να σου πω τον ακριβή προορισμό, ούτε εγώ τον ξέρω. Είναι ό,τι πιο ειλικρινές έχω να σου προφέρω.»
Αυτή η τελευταία πρόταση την ώθησε να μιλήσει.
«Η ειλικρίνεια και ο έρωτας δεν κάνουν παρέα. Ο έρωτας είναι κλέφτης της αλήθειας.
Παραποιεί την πραγματικότητα, θέτει το συναίσθημα πάνω από την λογική, σε βάζει να λες λόγια μεγάλα, κουβέντες που αργότερα θα αναιρέσεις ή ο χρόνος θα σε κάνει να ξεχάσεις.
Σε παροτρύνει να παραδίδεις τον συναισθηματικό εαυτό σου στα χέρια κάποιου άλλου.
Είναι αλήτης ο έρωτας, μωρό μου. Κι εγώ χόρτασα αλήτες.
Αυτή τη φορά θέλω το καλό παιδί. Εκείνον τον έρωτα που θα γεννήσει τρυφερότητα όχι σκέτο πάθος, ουσία όχι σκέτη συνουσία.
Θέλω την ένταση της ολικής επαφής όχι το παροδικό ρίγος της απλής επαφής. Θέλω βόλτα διαρκείας. Εσυ θέλεις;»
Ήταν η σειρά του να μείνει σιωπηλός.
Εκείνη τα ήθελε όλα κι εκείνος δεν ήταν σίγουρος αν μπορούσε να τα δώσει. Την ήθελε σαν τρελός, αυτό ήταν το μόνο που ήξερε. Δεν μπορούσε να υποσχεθεί κάτι παραπάνω.
Στη βόλτα του έρωτα πάντοτε κυκλοφορούσε μόνος. Δεν του είχε τύχει ποτέ πριν να θέλει κάποια δίπλα του.
Συνήθιζε να κάνει μόνο στάσεις, μικρές παύσεις, προτιμούσε τα σύντομα διαστήματα ερωτικής αναμπουμπούλας.
Πρώτη φορά ήθελε συνοδηγό στη μηχανή του. Να τον κρατά από τη μέση, να σκύβει μπροστά για τα του δώσει ένα φιλί, να ταξιδεύουν μαζί και όπου βγάλει.
Κοιτάχτηκαν ξανά και ο κόσμος του καθενός ήρθε και στάθηκε μπροστά στα μάτια του.
«Θα ‘ρθεις;» φώναζαν θολά, γεμάτα δίψα.
Ήταν εκείνη τη στιγμή που ο θεός Έρωτας τους άκουσε και τους έφερε σε απόσταση αναπνοής, αντιμέτωπους τον καθένα με τους φόβους και τις επιθυμίες του.
Φιλήθηκαν. Άλλοτε τρυφερά, άλλοτε με πάθος.
Δεν χρειάστηκε να απαντήσει κανείς στην ερώτηση. Ήρθαν τα μέσα τους και κούμπωσαν με τα έξω. Έγιναν φιλιά υγρά που έλεγαν όσα μόνο ο έρωτας μπορεί να πει χωρίς να χρειαστεί να μιλήσει.
Ήταν η καλύτερη βόλτα που είχαν πάει ποτέ. Κι είχαν κάνει μόνο ένα βήμα.
Καμιά φορά -ή πολλές φορές- ένα βήμα είναι το μόνο που χρειάζεται για να φέρει μπροστά σου τον κόσμο όλο.
Ένα βήμα… Θα ‘ρθεις;