Πανδώρα
Ποιο είναι το μεγαλύτερο καλό για τον άνθρωπο Όμηρε;
Λένε πως κάποτε έγινε ένας αγώνας ανάμεσα στον Όμηρο και στον Ησίοδο για το πρωτείο. Να κριθεί, τέλος πάντων, στους έλληνες, ποιος από τους δύο μεγαλύτερους είναι ο πιο μεγάλος. Η επιτροπή κρίσης, εκεί κάπου στην Αυλίδα ή στις Θήβες, κάθισε με σεβασμό τους δύο σοφούς στο θρονί τους, και άρχισε να τους ερωτά. Ήθελαν να μετρήσουν, ποιος θα δώσει τις πιο φρόνιμες αποκρίσεις στα ζητήματα.
Ρωτήσανε τον Ησίοδο, και αποκρίθηκε ζυγιασμένα. Οι θέσεις που έλαβε, φανέρωναν τον άνθρωπο με την πλούσια πείρα που έζησε στον κόσμο ζωντανός. Που έκαμε, και έπαθε, και έμαθε.
Ρωτήσανε και τον Όμηρο. Ο γλυκός αοιδός με τη λευκή κεφαλή και τα άδεια μάτια, που κάποια ερμηνεία θέλει να επιμένει πως έχασε το φως του γιατί δεν άντεξε το πολύ κακό που αντίκρυσε στον κόσμο, τους άκουσε μειλίχια.
Πες μας, λοιπόν, αστέρι στις θάλασσες και ήλιε στα βουνά, του είπανε. Πες μας, ποιο είναι το μεγαλύτερο στον άνθρωπο καλό.
«Άριστο σε όλους και σε όλες», αποκρίθηκε ο Όμηρος, «είναι ο άνθρωπος ποτέ να μη γεννιέται!».
Η επιτροπή έμεινε καγκελόξυλο. Ένας πονηρός όμως ανάμεσα στους κριτές, ένας ελληνικά πονηρός, ένας μικρός Οδυσσέας, σκόρπισε την ταραχή που γέννησε η σπαθιά του Ομήρου με μια δεύτερη ερώτηση.
Κανένας, του λέει, δεν μας ζήτησε γνώμη, αν θέλουμε να μας γεννήσει ή όχι. Να μας ειπείς, λοιπόν, ποιο είναι το δεύτερο στον άνθρωπο καλό, που να το κρατά και στο χέρι. Το πάντων αιρετώτατον.
Εκείνο που να μπορούμε δηλαδή να το διαλέγουμε κιόλας. «Το δεύτερο στον άνθρωπο καλό», είπε ο Όμηρος, «είναι όταν γεννηθεί ο άνθρωπος, αμέσως να πεθαίνει».
Αυτή η απόκριση κρύβει τη βία της ανάγκης και την αλυπησιά του χάρου. Και κάνει τον Όμηρο να γίνεται ο πρώτος τιμητής του θεού, όπως ο Κάιν είναι ο πρώτος φονιάς του ανθρώπου. Όσο και να εξερευνά κανείς στη χώρα του θρήνου, δεν θα βρει πικρότερη θέση. Όπως δεν πρόκειται να βρει γυναίκα πιο ωραία από την ωραία Ελένη, που και κείνη την έπλασε ο Όμηρος. Ωστόσο εμείς μπορούμε να γνωρίζουμε πως πίσω από τον Όμηρο δεν μιλάει ο Όμηρος, αλλά το συλλογικό πνεύμα της Ελλάδας.
Τα λόγια του είναι η δημοτική απήχηση του πνεύματος ενός λαού απάνου σ’ ένα ερώτημα που αγωνίζεται να κλείσει όλα του ανθρώπου τα υπάρχοντα. Είναι μία απόκριση ίδια με τη λύση που προσπαθεί να δώσει σήμερα η θεωρία του ενιαίου πεδίου, όπου μέσα σ’ ένα τύπο οι φυσικοί αγωνίζουνται να κλείσουν όλους τους νόμους της φύσης.
Άλλωστε το ξέρουμε, διακόσιους χρόνους τώρα κοντά, πως ο Όμηρος δεν υπήρξε.
Το αθάνατο όνομά του είναι το δημοτικό τραγούδι των παλαιών ελλήνων.
Δημήτρης Λιαντίνης “Τα Ελληνικά”.
Λένε πως κάποτε έγινε ένας αγώνας ανάμεσα στον Όμηρο και στον Ησίοδο για το πρωτείο. Να κριθεί, τέλος πάντων, στους έλληνες, ποιος από τους δύο μεγαλύτερους είναι ο πιο μεγάλος. Η επιτροπή κρίσης, εκεί κάπου στην Αυλίδα ή στις Θήβες, κάθισε με σεβασμό τους δύο σοφούς στο θρονί τους, και άρχισε να τους ερωτά. Ήθελαν να μετρήσουν, ποιος θα δώσει τις πιο φρόνιμες αποκρίσεις στα ζητήματα.
Ρωτήσανε τον Ησίοδο, και αποκρίθηκε ζυγιασμένα. Οι θέσεις που έλαβε, φανέρωναν τον άνθρωπο με την πλούσια πείρα που έζησε στον κόσμο ζωντανός. Που έκαμε, και έπαθε, και έμαθε.
Ρωτήσανε και τον Όμηρο. Ο γλυκός αοιδός με τη λευκή κεφαλή και τα άδεια μάτια, που κάποια ερμηνεία θέλει να επιμένει πως έχασε το φως του γιατί δεν άντεξε το πολύ κακό που αντίκρυσε στον κόσμο, τους άκουσε μειλίχια.
Πες μας, λοιπόν, αστέρι στις θάλασσες και ήλιε στα βουνά, του είπανε. Πες μας, ποιο είναι το μεγαλύτερο στον άνθρωπο καλό.
«Άριστο σε όλους και σε όλες», αποκρίθηκε ο Όμηρος, «είναι ο άνθρωπος ποτέ να μη γεννιέται!».
Η επιτροπή έμεινε καγκελόξυλο. Ένας πονηρός όμως ανάμεσα στους κριτές, ένας ελληνικά πονηρός, ένας μικρός Οδυσσέας, σκόρπισε την ταραχή που γέννησε η σπαθιά του Ομήρου με μια δεύτερη ερώτηση.
Κανένας, του λέει, δεν μας ζήτησε γνώμη, αν θέλουμε να μας γεννήσει ή όχι. Να μας ειπείς, λοιπόν, ποιο είναι το δεύτερο στον άνθρωπο καλό, που να το κρατά και στο χέρι. Το πάντων αιρετώτατον.
Εκείνο που να μπορούμε δηλαδή να το διαλέγουμε κιόλας. «Το δεύτερο στον άνθρωπο καλό», είπε ο Όμηρος, «είναι όταν γεννηθεί ο άνθρωπος, αμέσως να πεθαίνει».
Αυτή η απόκριση κρύβει τη βία της ανάγκης και την αλυπησιά του χάρου. Και κάνει τον Όμηρο να γίνεται ο πρώτος τιμητής του θεού, όπως ο Κάιν είναι ο πρώτος φονιάς του ανθρώπου. Όσο και να εξερευνά κανείς στη χώρα του θρήνου, δεν θα βρει πικρότερη θέση. Όπως δεν πρόκειται να βρει γυναίκα πιο ωραία από την ωραία Ελένη, που και κείνη την έπλασε ο Όμηρος. Ωστόσο εμείς μπορούμε να γνωρίζουμε πως πίσω από τον Όμηρο δεν μιλάει ο Όμηρος, αλλά το συλλογικό πνεύμα της Ελλάδας.
Τα λόγια του είναι η δημοτική απήχηση του πνεύματος ενός λαού απάνου σ’ ένα ερώτημα που αγωνίζεται να κλείσει όλα του ανθρώπου τα υπάρχοντα. Είναι μία απόκριση ίδια με τη λύση που προσπαθεί να δώσει σήμερα η θεωρία του ενιαίου πεδίου, όπου μέσα σ’ ένα τύπο οι φυσικοί αγωνίζουνται να κλείσουν όλους τους νόμους της φύσης.
Άλλωστε το ξέρουμε, διακόσιους χρόνους τώρα κοντά, πως ο Όμηρος δεν υπήρξε.
Το αθάνατο όνομά του είναι το δημοτικό τραγούδι των παλαιών ελλήνων.
Δημήτρης Λιαντίνης “Τα Ελληνικά”.