Ανάμεσα στην εξουσία και στο σεξ δεν καθιερώνεται ποτέ σχέση, παρά
μονάχα με τρόπο αρνητικό: απόρριψη, αποκλεισμός, άρνηση, φραγμός ή ακόμα
απόκρυψη ή προσωπείο. Η εξουσία δεν έχει τη “δύναμη” να κάνει τίποτε
στο σεξ και στις ηδονές, εκτός από το να του λέει όχι. Αν φτιάχνει κάτι,
είναι απουσίες και κενά. Εξαφανίζει στοιχεία, εισάγει ασυνέχειες,
χωρίζει ότι είναι ενωμένο, χαράζει σύνορα. Οι ενέργειες της παίρνουν τη
γενική μορφή του ορίου και της έλλειψης.
Η εξουσία είναι, βασικά, εκείνο που υπαγορεύει στο σεξ τον νόμο του. Πράγμα που σημαίνει πρώτα-πρώτα ότι το σεξ βρίσκεται τοποθετημένο απ’ αυτήν κάτω από ένα καθεστώς δυαδικό: θεμιτό και αθέμιτο, επιτρεπόμενο και απαγορευμένο. Πράγμα που σημαίνει, παραπέρα, ότι η εξουσία ορίζει στο σεξ μια “τάξη” που λειτουργεί ταυτόχρονα σαν μορφή νοητότητας: το σεξ αποκρυπτογραφείται με βάση τη σχέση του προς το νόμο.
Πράγμα που σημαίνει, τέλος, ότι η εξουσία δρα ορίζοντας τον κανόνα: η ενέργεια της εξουσίας πάνω στο σεξ γίνεται με τη γλώσσα ή μάλλον με μια πράξη Λόγου που, απ’ αυτό το ίδιο το γεγονός ότι εκφέρεται, δημιουργεί μια κατάσταση δικαίου. Μιλάει και είναι ο κανόνας.
Την καθαρή μορφή εξουσίας τη βρίσκει κανείς στο λειτούργημα του νομοθέτη. Και ο τρόπος ενέργειάς της αναφορικά προς το σεξ είναι νομικο-διασκεπτικού τύπου.
Δεν θα πλησιάσεις, δεν θ’ αγγίξεις, δεν θα αναλώσεις, δεν θα δοκιμάσεις ηδονή, δεν θα μιλήσεις, δεν θα φανείς. Σε τελευταία ανάλυση, δεν θα υπάρχεις παρά μόνο στη σκιά και στη μυστικότητα. Πάνω στο σεξ, η εξουσία εφαρμόζει μόνο ένα νόμο απαγορευτικό. Σκοπός της: ν’ απαρνηθεί το σεξ τον εαυτό του.
Μέσα της: η απειλή της τιμωρίας που δεν είναι άλλη από την εξάλειψή του. Απαρνήσου τον εαυτό σου, αλλιώς βγαίνεις από τη μέση. Μην εμφανίζεσαι, αν δεν θες να εξαφανιστείς. Η ύπαρξη σου δεν θα διατηρηθεί παρά μόνο με το τίμημα της εκμηδένισης της. Η εξουσία δεν περιορίζει το σεξ, παρά με μια απαγόρευση που παίζει με την εναλλαγή ανάμεσα σε δυό ανυπαρξίες.
Αυτή η απαγόρευση υποτίθεται ότι παίρνει τρεις μορφές: να βεβαιώνει πως αυτό δεν επιτρέπεται, να εμποδίζει αυτό να ειπωθεί, να αρνιέται ότι αυτό υπάρχει.
Μισέλ Πωλ Φουκώ
Η εξουσία είναι, βασικά, εκείνο που υπαγορεύει στο σεξ τον νόμο του. Πράγμα που σημαίνει πρώτα-πρώτα ότι το σεξ βρίσκεται τοποθετημένο απ’ αυτήν κάτω από ένα καθεστώς δυαδικό: θεμιτό και αθέμιτο, επιτρεπόμενο και απαγορευμένο. Πράγμα που σημαίνει, παραπέρα, ότι η εξουσία ορίζει στο σεξ μια “τάξη” που λειτουργεί ταυτόχρονα σαν μορφή νοητότητας: το σεξ αποκρυπτογραφείται με βάση τη σχέση του προς το νόμο.
Πράγμα που σημαίνει, τέλος, ότι η εξουσία δρα ορίζοντας τον κανόνα: η ενέργεια της εξουσίας πάνω στο σεξ γίνεται με τη γλώσσα ή μάλλον με μια πράξη Λόγου που, απ’ αυτό το ίδιο το γεγονός ότι εκφέρεται, δημιουργεί μια κατάσταση δικαίου. Μιλάει και είναι ο κανόνας.
Την καθαρή μορφή εξουσίας τη βρίσκει κανείς στο λειτούργημα του νομοθέτη. Και ο τρόπος ενέργειάς της αναφορικά προς το σεξ είναι νομικο-διασκεπτικού τύπου.
Δεν θα πλησιάσεις, δεν θ’ αγγίξεις, δεν θα αναλώσεις, δεν θα δοκιμάσεις ηδονή, δεν θα μιλήσεις, δεν θα φανείς. Σε τελευταία ανάλυση, δεν θα υπάρχεις παρά μόνο στη σκιά και στη μυστικότητα. Πάνω στο σεξ, η εξουσία εφαρμόζει μόνο ένα νόμο απαγορευτικό. Σκοπός της: ν’ απαρνηθεί το σεξ τον εαυτό του.
Μέσα της: η απειλή της τιμωρίας που δεν είναι άλλη από την εξάλειψή του. Απαρνήσου τον εαυτό σου, αλλιώς βγαίνεις από τη μέση. Μην εμφανίζεσαι, αν δεν θες να εξαφανιστείς. Η ύπαρξη σου δεν θα διατηρηθεί παρά μόνο με το τίμημα της εκμηδένισης της. Η εξουσία δεν περιορίζει το σεξ, παρά με μια απαγόρευση που παίζει με την εναλλαγή ανάμεσα σε δυό ανυπαρξίες.
Αυτή η απαγόρευση υποτίθεται ότι παίρνει τρεις μορφές: να βεβαιώνει πως αυτό δεν επιτρέπεται, να εμποδίζει αυτό να ειπωθεί, να αρνιέται ότι αυτό υπάρχει.
Μισέλ Πωλ Φουκώ