« Όσο πολύ και αν είναι το νερό,
δεν μπορεί να σβήσει την φλόγα της αγάπης.
Και αυτοί ακόμα οι ποταμοί δεν μπορούν
Και αυτοί ακόμα οι ποταμοί δεν μπορούν
να την πλημμυρίσουν και να την πνίξουν.
Εάν πλημμυρισμένος από αγάπη
Εάν πλημμυρισμένος από αγάπη
ο άνδρας δώσει όλη την περιουσία του,
δια να την εξαγοράσει,
θα τον ελεεινολογήσουν
και θα τον εξευτελίσουν οι άλλοι.
Διότι η αγάπη δεν αγοράζεται»
Διότι η αγάπη δεν αγοράζεται»
( Άσμα Ασμάτων κεφ. 8).
Ύμνος στην ομορφιά της νύμφης
Όμορφη, όμορφη, όμορφη που ’σαι αγάπη μου!
Όμορφη, όμορφη, όμορφη που ’σαι αγάπη μου!
Τι όμορφη που είσαι, τι όμορφη που είσαι!
Γλυκιά σαν του περιστεριού και τρυφερή η ματιά σου.
Καμιά, καμιά από τις όμορφες δεν παραβγαίνει εμπρός σου.
Εσύ ’σαι κρινολούλουδο,
εσύ ’σαι κρινολούλουδο κι εκείνες είναι αγκάθια.
Ίδια με κόκκινη κλωστή τα κόκκινά σου χείλη.
Σα ρόδι που το κόψανε στη μέση,
μου φαντάζει πίσω από το πέπλο σου το ροδομάγουλό σου.
Τα δυό σου στήθια μοιάζουνε δίδυμα ζαρκαδάκια,
που να βοσκήσουν βγήκανε μες στα ανθισμένα κρίνα.
Φίλα με, φίλα με, μ’ όλα τα φιλιά που έχεις μες στο στόμα.
Μέθα μεσ’ στης αγκάλης σου το πιο γλυκό κρασί.
Και τ’ όνομά σου, άρωμα, μύρο χυμένο κάτω.
Όλων των μύρων τ’άρωμα, κι η ευωδιά είσαι εσύ.
Ναι πιο πολύ κι από το κρασί μεθώ όταν μ’άγγίζεις.
Να σ’ αγαπάνε , άντρα μου, αυτό μονάχα αξίζεις.
Όμορφη, αψεγάδιαστη, είσαι αγαπημένη.
Αχ, μου ’χεις κλέψει την καρδιά, αγάπη μου, αδελφή μου.
Μ’ένα σου βλέμμα μοναχά, μια χάντρα στο λαιμό σου.
Μέλι κερήθρας στάζουνε τα δυο γλυκά σου χείλη.
Μέλι και γάλα αργοκυλούν στη γλώσσα σου από κάτω.
Κήπος κλειστός, ολάνθιστος είσαι αγαπημένη,
πηγή με γάργαρο νερό, παράδεισος από δροσιές,
παράδεισος από ροδιές, το κάθε σου αυλάκι.
Κανέλα, μοσχοκάλαμο κι ο νάρδος με τον κρόκο,
και ρίζες αρωματικές του Λίβανου και σμύρνα και αλόη,
και όποιο μύρο πεις, σε ’σένα ευωδιάζουν.
Σήκω Βοριά, έλα Νοτιά φυσήξτε τα κλωνιά μου,
να ξεχυθούν, να σκορπιστούν παντού οι ευωδιές μου.
Σήκω Βοριά, έλα Νοτιά φυσήξτε τα κλωνιά μου
να ξεχυθούν, να σκορπιστούν παντού τα αρώματά μου.
Σήκω Βοριά, έλα Νοτιά, φυσήξτε τα κλωνιά μου
να ξεχυθούν, να σκορπιστούν παντού τα αρώματά μου
Κι ας κατεβεί ο άντρας μου στο κήπο που ’ν δικός του,
για να γευτεί όποιο καρπό απ΄τα κλαδιά του θέλει,
για να γευτεί όποιο καρπό απ’ τα κλαδιά μου θέλει.
(Άσμα Ασμάτων κεφ.4. Μεταγραφή: Λευτέρης Παπαδόπουλος)
Όταν για πρώτη φορά διάβασα το ποίημα αυτό στα αγγλικά, από τη μετάφραση που έκανε η ραβίνος Σέφα Γκόλντ, από το εβραϊκό κείμενο, σε κάποια σημεία άρχισαν να βγαίνουν από μέσα μου οι λέξεις μόνες τους. Αποφάσισα λοιπόν να το μεταφράσω ολόκληρο κάνοντας όμως με τον εαυτό μου μια συμφωνία. Όπου το ποίημα αποδίδεται στα ελληνικά έτσι όπως αναβλύζει από μέσα μου δεν θα το αλλάξω κι ας μην είναι η μετάφραση πολύ πιστή.
Το άσμα ασμάτων είναι ένας ύμνος στον έρωτα. Και μάλιστα στον έρωτα έξω από το γάμο και τις κοινωνικές συμβάσεις. Για πολλά χρόνια αποτέλεσε σημείο αντιπαράθεσης ανάμεσα στους ραβινικούς κύκλους για το αν πρέπει αυτό το ποίημα που τραγουδιόταν στις ταβέρνες και στα καπηλειά να συμπεριληφθεί στον κανόνα που απαρτίζει τα βιβλία της Βίβλου (Τορά). Τελικά επικράτησε η άποψη του ραβίνου Ακιβά και πράγματι το άσμα ασμάτων αποτελεί ένα από τα βιβλία αυτού που στον Χριστιανικό κόσμο ονομάζεται Παλαιά Διαθήκη. Το σημαντικότερο επιχείρημα του, που έκρινε αυτήν την διαμάχη ήταν: «Αν όλη η Τορά είναι άγια τότε, το άσμα ασμάτων είναι τα άγια των αγίων».
Μέσα σε αυτό το κείμενο δεν αναφέρεται ούτε μια φορά το όνομα του Θεού. Βρίσκεται όμως παντού. Σε κάθε λέξη σε κάθε γράμμα σε κάθε αναστεναγμό. Είναι η αναζήτηση της ανθρώπινης ψυχής να ενωθεί με τον δημιουργό της, να γίνει ένα με αυτόν και η λαχτάρα του δημιουργού να δεχθεί πάλι κοντά του την ψυχή αυτή, που είναι η ίδια του η ουσία.
Δεν υπάρχει, νομίζω, καλύτερος τρόπος να εκφραστεί αυτό, παρά με λέξεις παρμένες από την ορολογία την ερωτική. Και μάλιστα από μια βουκολική ερωτική ορολογία επειδή αυτό ήταν το περιβάλλον εκείνη την εποχή στην Ιουδαία.
Κεφάλαιο 1.
Γυναίκα
Ω! δωσ’ μου τα φιλιά απ’ το στόμα σου
Γιατί η γλυκιά σου αγάπη είναι καλύτερη κι απ’ το κρασί,
Οι χυμοί σου είναι μυρωδάτοι
Η παρουσία σου αναβλύζει σαν το λάδι,
Γι’ αυτό όλες οι κοπελιές σε θέλουν.
Πάρε με μαζί σου, ας τρέξουμε αντάμα!
Ο βασιλιάς με έφερε στα δώματα του.
Ας αγαλλιάσουμε και ας χαρούμε στην αγάπη σου
Κάθε χάδι πιότερο κι απ’ το κρασί ευφραίνει,
Κάτι ξέρουνε αυτές, που σ’ αγαπάνε τόσο.
Είμαι μελαχρινή και όμορφη, Ω! θυγατέρες της Ιερουσαλήμ,
Μαυρούλα σαν τ’ αντίσκηνα του Κεντάρ,
Πλουμιστή σαν του Σολομώντα τα υφαντά,
Δεν φταίω εγώ που μαύρισα έτσι,
Γιατί ο ήλιος με έβαλε στο μάτι,
Τα αδέλφια μου με μάλωσαν
Και μ’ έβαλαν τ’ αμπέλια να φυλάω.
Δεν θα το έκανα μονάχη μου.
Πες μου μονάκριβή μου αγάπη,
Που βόσκεις τα πρόβατά σου,
Που τα ξεκουράζεις στην κάψα του μεσημεριού;
Γιατί να χάνομαι ανάμεσα στα κοπάδια των συντρόφων σου;
Άνδρας
Εσύ απ’ τις γυναίκες η πιο όμορφη,
Αν ψάχνεις,
Τα χνάρια των προβάτων πάρε στο κατόπι,
Κι άσε τις κατσίκες να βοσκήσουν δίπλα στις τέντες των βοσκών,
Σε βλέπω αγάπη μου σαν μια φοράδα,
Ανάμεσα στου Φαραώ τα άρματα.
Τα μάγουλά σου όμορφα σαν πολύτιμα πετράδια
Στο λαιμό σου χάντρες ένας γύρος
Χρυσά σκουλαρίκια θα σου φτιάξω χτυπημένα με ασήμι.
Γυναίκα
Όταν ο πρίγκιπας ξαπλώσει δίπλα μου,
Η γλύκα απ’ τ’ άρωμα μου θ’ αρχίσει να ξεχύνεται,
Όλη νύχτα ανάμεσα στα στήθη μου θα τον κοιμήσω,
Ένας σωρός από μύρο,
Μπουμπούκια χέννας από τα αμπέλια του Έιν Γκεντί.
Άνδρας
Πόσο όμορφη είσαι αγάπη μου,
Τα μάτια σου σαν περιστέρια.
Γυναίκα
Και πόσο όμορφος είσαι αγάπη μου,
Πόσο ντελικάτος,
Όπου κι αν ξαπλώσουμε το κρεβάτι μας πάνω στην πρασινάδα,
Από κέδρο η στέγη μας και τα δοκάρια της από έλατο
Κεφάλαιο 2.
Είμαι το ρόδο του Σαρόν
Μια παπαρούνα στα λιβάδια.
Άνδρας
Σαν παπαρούνα αναμεσίς στ’ αγκάθια,
Έτσι είναι η αγάπη μου ανάμεσα στις άλλες.
Γυναίκα
Και ο αγαπημένος μου, μπροστά στους άλλους άνδρες,
Σαν τη μηλιά τη ξέχωρη απ’ όλα τ’ άλλα δένδρα.
Στον ίσκιο του να κάθομαι ποθώ
Κι απ’ τα γλυκά του φρούτα να χορταίνω.
Στο καπηλειό με έσυρε
Κι η αγάπη το λάβαρο κατοχής του επάνω μου
Σκέπασε με με μπουμπούκια,
Ζωντάνεψε με με μήλα
Γιατί καίγομαι από έρωτα.
Το αριστερό του χέρι προσκεφάλι μου
Το δεξί του μπράτσο μ’ αγκαλιάζει,
Θυγατέρες της Ιερουσαλήμ, ορκιστείτε μου
Στις γαζέλες και στα ελάφια του αγρού,
Μην βιάσετε την αγάπη, μέχρι να ωριμάσει.
Η φωνή του αγαπημένου μου: Μα νάτος που ξαγνάντεψε!
Πηδώντας πάνω απ’ τα βουνά, ροβόλησε απ’ τους λόφους
Σαν τη γαζέλα η αγάπη μου, σαν τ’ άγριο ελάφι,
Πίσω απ’ το φράχτη κάθεται και κρυφοβλέπει
Από παράθυρα κλειστά και από στενά πατζούρια
Ο αγαπημένος μου με καλεί:
Άνδρας
Σήκω καλή μου, ομορφούλα μου
Ξεκίνα
Γιατί ο χειμώνας τέλειωσε
Βροχές περάσανε και πάνε
Λουλούδιασαν όλοι οι αγροί,
Τραγούδια στον αέρα
Απ’ τα τρυγόνια τα γλυκόλαλα
Ηχούν σ’ όλο τον κάμπο.
Έδεσε η συκιά καρπό
Καινούργια άγουρα φρούτα,
Τ’ αμπέλια μπουμπουκιάσανε σκορπάνε τ’ άρωμά τους
Σήκω καλή μου, Ω! ομορφούλα μου,
Ξεκίνα
Η περιστέρα μου μες στις σχισμές των βράχων,
Κρυμμένη πίσω απ’ τον γκρεμό,
Άσε με να δω ποια είσαι,
Άσε με να ακούσω τη φωνή σου,
Τη γλυκιά σου τη φωνή,
Τη λαμπερή σου όψη.
Χορός
Πιάστε τις αλεπουδίτσες,
Τις μικρές μαργιόλες που νέμονται τ’ αμπέλια μας
Όταν φουσκώνει ο καρπός.
Γυναίκα
Ο αγαπημένος μου είναι δικός μου και εγώ είμαι δική του.
Βόσκει ανάμεσα στις παπαρούνες.
Πριν να χαράξει η μέρα
Και φύγουν οι σκιές,
Φεύγα αγάπη μου, σκάστο
Σαν τη γοργή γαζέλα και το άγριο ελάφι
Στα κακοτράχαλα τα βουνά.
Κεφάλαιο 3.
Όλη τη νύχτα στο κρεβάτι καρτερώ,
Αυτόν που η ψυχή μου λαχταράει,
Τον ζητώ μα δεν τον βρίσκω.
Σηκώνομαι, στην πόλη τριγυρίζω,
Μέσα σε δρόμους και σε πλατείες
Ψάχνω αυτόν που η ψυχή μου λαχταράει,
Τον ζητώ παντού, μα δεν τον βρίσκω.
Τους φρουρούς συνάντησα, αυτούς που την πόλη φέρνουν βόλτα,
Μην τον είδατε; Μην είδατε την αγάπη μου;
Μόλις που χάθηκαν κι εγώ τον βρήκα,
Τον βρήκα τον αγαπημένο της ψυχής μου,
Τον κρατώ, δεν τον αφήνω
Μαζί μου θα τον πάρω στο πατρικό μου σπίτι,
Στο μέρος που άνοιξα τα μάτια μου.
Θυγατέρες της Ιερουσαλήμ, ορκιστείτε μου
Στις γαζέλες και στα ελάφια του αγρού,
Μην βιάσετε την αγάπη μέχρι να ωριμάσει.
Χορός
Ποιος είναι αυτός που από την έρημο ανατέλλει,
Σαν μια στήλη από καπνό,
Ευωδιάζει από μύρο και λιβάνι
Κι απ’ των εμπόρων τ’ άλλα τα καλούδια;
Γυναίκα
Νάτη του Σολομώντα η κλίνη,
Από εξήντα μαχητές προφυλαγμένη,
Τα παλληκάρια του Ισραήλ,
Στον πόλεμο δοκιμασμένα ένα κι ένα,
Με το ξίφος το καθένα πλάι στο μερί του,
Για να ξορκίσουνε τη νύχτα.
Ο βασιλιάς Σολομών έχτισε ένα μπαλκόνι
Από τους κέδρους του Λιβάνου,
Ασήμι στις κολώνες του,
Χρυσό στις μαξιλάρες, πορφύρα στα ανάκλιντρα
Κι οι κόρες της Σιων που έχουνε τόσες χάρες
Μ’ αγάπη το επενδύσανε.
Ω! θυγατέρες της Σιων,
Ελάτε να καμαρώσετε τον βασιλιά Σολομώντα,
Με το στέμμα που τον στόλισε η μάνα του,
Τη μέρα της παντρειάς του,
Τη μέρα της χαράς του, τη μέρα της καρδιάς του.
Κεφάλαιο 4.
Άνδρας
Τι ωραία που είναι η αγάπη μου;
Τι ωραία!
Τα μάτια σου περιστέρια πίσω απ’ των μαλλιών σου το θαμνάκι,
Τα μαλλιά σου ένα κοπάδι από κατσίκες
Κατηφορίζουν το όρος Γκιλεάντ.
Τα δόντια σου σαν προβατίνες ίδια
Που ξεπροβάλλουν άσπρες φρεσκοπλυμμένες
Όλα λαμπερά κι ατόφια,
Τα χείλια σου άλικη δαντέλα,
Η φωνή σου στάζει μέλι.
Τα μάγουλα σου ρόδια φουσκωμένα,
Πίσω απ’ τις μεταξένιες μπούκλες σου,
Ο λαιμός σου πλασμένος αψεγάδιαστος
Σαν κάστρο απόρθητο του Δαυίδ,
Χίλιες ασπίδες κρέμονται
Και πανοπλίες ηρώων.
Τα βυζάκια σου δυο ελάφια, δίδυμες γαζέλες,
Που βόσκουν ανάμεσα στα αγριολούλουδα.
Πριν να χαράξει η μέρα
Και οι σκιές να φύγουν,
Μονάχος μου θα ανέβω στο όρος του Μύρου,
Στο λόφο με το λιβάνι.
Είσαι πανέμορφη, καλή μου
Τίποτα πάνω σου δεν είναι περιττό.
Έλα μαζί μου νυφούλα μου,
Κατέβα από τον Λίβανο
Κι απ’ της Αμάνα τα υψώματα,
Απ’ το Σενίρ και απ’ την Ερμών, κατέβα,
Απ’ τα βουνά των λιόπαρδων
Κι απ’ τη φωλιά του λιόντα.
Την καρδιά μου άρπαξες,
Αδελφή ψυχή, νυφούλα μου,
Μου την έκλεψες με μια ματιά
Με μια ματιά που μούριξες,
Σαν χάντρα μαλαματένια.
Σιρόπι είναι η αγάπη σου,
Αδελφή ψυχή, νυφούλα μου,
Πόσο, κι απ’ το κρασί καλύτερη!
Λάδι μυρωμένο απ’ της ανατολής τα μπαχάρια.
Τα χείλη σου νυφούλα μου στάζουν μέλι,
Μέλι και γάλα φυλάς κάτω απ’ τη γλώσσα σου,
Και τα ρούχα σου σκορπάνε τ’ άρωμα του Λιβάνου.
Κήπος φραγμένος η αγάπη μου,
Μυστική πηγή, κρυμμένη κρήνη.
Τα υγρά χωράφια σου περιβόλι με ροδιές
Φορτωμένες με ζουμερά φρούτα
Ανθισμένη χέννα και νάρδο,
Μύρο και κανέλλα, σαφράνι και αλόη,
Τα πιο εκλεκτά αρώματα σε πλημμυρίζουν.
Είσαι μια ολόδροση πηγή,
Πηγάδι με αθάνατο νερό,
Που από το Λίβανο αναδύεται.
Γυναίκα
Ξύπνα Βοριά κι εσύ Νοτιά φυσήξτε!
Περάστε από τον κήπο μου
Και τα ακριβά του αρώματα,
Στην πλάση όλη χαρίστε.
Νάρθει κι ο ακριβός μου στον κήπο του,
Να φάει και να χορτάσει.
Κεφάλαιο 5.
Άνδρας
Μπήκα μέσα στον κήπο μου,
Αδελφή ψυχή, νυφούλα μου
Και μάζεψα απ’ όλα,
Μύρο, άνθη και αρώματα
Κι απ’ την κερήθρα δάγκωσα,
Αυτή που σαν το νιο κρασί
Χτυπάει στο κεφάλι.
Γιορτάστε χωριανοί και πιείτε, μέχρι
Που από τον έρωτα να ζαλιστείτε.
Γυναίκα
Εγώ κοιμόμουνα μα η καρδιά μου ξαγρυπνούσε,
Μα να! ο ήχος του αγαπημένου μου που μου χτυπά την πόρτα:
Άνδρας
Άνοιξε αδελφή ψυχή, αγαπούλα μου,
Πουλάκι ακριβό μου
Όλη τη νύχτα μούσκεψα και τα μαλλιά μου στάζουν.
Γυναίκα
Μα μόλις τα ρούχα μου έβγαλα
Και πλύθηκα στα πόδια,
Είναι σωστό τόσο γοργά
Να βρωμιστώ και πάλι;
Όμως έφτασε η αγάπη μου και σίμωσε κοντά μου
Και η καρδιά μου ρίγησε βαθειά στα σωθικά μου.
Ευθύς κι εγώ θα σηκωθώ, θα τρέξω για να ανοίξω
Μύρο αλείβω στους καρπούς και στ’ ακροδάκτυλα μου
Και στο κατώφλι γρήγορα, θα πάω να τον προλάβω.
Άνοιξα στην αγάπη μου, αλλά μου είχε φύγει
Και η ψυχή μου πέταξε, καθώς αυτός μιλούσε.
Όλη την πόλη έψαξα μα πουθενά εκείνος
Ρώτησα, κοίταξα παντού, μα απόκριση δεν πήρα.
Κι έπειτα ήρθαν και οι φρουροί, που σεργιανούν στην πόλη
Με βρήκαν και με δείρανε, με χτύπησαν με λύσσα
Και το παλτό μου σκίστηκε, που σκέπαζε τους ώμους.
Ορκιστείτε μου, θυγατέρες της Ιερουσαλήμ
Αν βρείτε τον αγαπημένο μου, πρέπει να του το πείτε,
Ότι από έρωτα καίγομαι γι’ αυτόν.
Χορός
Πόσο ξεχωριστός είναι πεντάμορφη ο έρωτάς σου;
Πόσο ξεχωριστός που θες να μας ορκίσεις;
Γυναίκα
Λάμπει ο αγαπημένος μου, καθώς στη γη πατάει
Και πάνω απ’ όλους υψώνεται σαν πύργος ορθωμένος
Χρυσάφι στο κεφάλι του και τα σπαστά μαλλιά του
Ίδιο κατάμαυρο έχουνε του κόρακα το χρώμα.
Μάτια αγριοπερίστερα, ορμητικά ποτάμια,
Που ρέουν γάλα άφθονο αστείρευτο για πάντα
Στα μάγουλα του κάθονται μπαχάρια μυρισμένα
Και θησαυροί ξεχύνονται από γλυκιές ανάσες,
Τα χείλη του κόκκινοι λωτοί, υγρά ευωδιασμένα.
Τα χέρια του ράβδοι χρυσού με επάνω τους τοπάζι
Το σώμα ελεφαντόδοντο σφιχτό και γυαλισμένο,
Ζαφείρια ενσωματώνονται και τ’ ομορφαίνουν κι άλλο.
Μηροί κολώνες μάρμαρο, σε βάση από χρυσάφι
Μεγάλος σαν τον Λίβανο σαν κέδρος ανδριωμένος.
Το στόμα του είναι λάγνο
Είναι όλος μια ηδονή.
Αυτός είναι ο αγαπημένος μου
Αυτός είναι ο δικός μου
Ω! θυγατέρες της Ιερουσαλήμ.
Κεφάλαιο 6.
Χορός
Που πήγε ο αγαπημένος σου πεντάμορφη;
Προς ποια κατεύθυνση πήγε;
Εμείς θα ψάξουμε μαζί σου.
Γυναίκα
Στον κήπο του κατέβηκε η αγάπη μου
Πάνω στο ανθισμένο το χαλί το μυρωμένο
Θα ξεκουραστεί και θα μαζέψει παπαρούνες.
Είμαι του αγαπημένου μου κι αυτός είναι δικός μου
Βόσκει ανάμεσα στα αγριολούλούδα.
Άνδρας
Όμορφη είναι η καλή μου σαν την Τιρζά
Σαν την Ιερουσαλήμ μεγάλη
Αιώνια σαν τα άστρα του ουρανού,
Στρέψε τα μάτια σου αλλού με θάμπωσες.
Τα μαλλιά σου ένα κοπάδι από κατσίκες
Κατηφορίζουν το όρος Γκιλεάντ.
Τα δόντια σου σαν προβατίνες ίδια
Που ξεπροβάλλουν άσπρες φρεσκοπλυμμένες
Όλα λαμπερά και ατόφια.
Τα μάγουλα σου ρόδια φουσκωμένα
Πίσω από τις μεταξένιες μπούκλες σου,
Υπάρχουν εξήντα βασίλισσες κι ογδόντα παλλακίδες
Κι αμέτρητες νεαρές παρθένες.
Μια και μοναδική είναι η περιστέρα μου η ιδανική μου
Μια και μοναδική τόσο φωτεινή, η μάνα της την κανακεύει.
Κάθε παρθένα την φθονεί
Βασίλισσες και παλλακίδες την θαυμάζουν:
Χορός
Ποιος είναι αυτός που ανέτειλε σαν πρωινό αστέρι;
Σαν το φεγγάρι καθαρός και σαν τον ήλιο λάμπει
Αιώνιος σαν τ’ άστρα του ουρανού
Άνδρας
Στις φιστικιές κατέβηκα στο δροσερό ρυάκι
Να δω αν τα αμπέλια ανθίσανε αν κάρπισαν τα ρόδια,
Και ω! πριν το σκεφτώ με κάθισε στο ευγενικό της σώμα.
Κεφάλαιο 7.
Χορός
Γύρνα στριφογύρνα Σουλαμίτ, γύρνα στριφογύρνα
Έτσι να καμαρώσουμε τη λαμπερή θωριά σου!
Γιατί εσείς χαζεύετε την Σουλαμίτ,
Έτσι όπως λικνίζεται μπροστά απ’ το κοινό της;
Άνδρας
Τι λυγερή που περπατάς με τούτα τα σανδάλια,
Κόρη του πρίγκιπα καμαρωτή,
Οι καμπύλες των μηρών σου σαν πολύτιμα πετράδια
Σκαλισμένα από μάστορα λαμπρό,
Ο αφαλός σου του φεγγαριού κανάτα
Πάντα γεμάτη με κρασί,
Η κοιλιά σου ένας σωρός με στάρι,
Κάμπος σπαρμένος παπαρούνες,
Τα βυζάκια σου δυο ελάφια, δίδυμες γαζέλες.
Ο λαιμός σου πύργος από ελεφαντόδοντο,
Τα μάτια σου δυο λίμνες στην Χεσμπόν,
Δίπλα στις πύλες του Μπατ-Ραμπίμ,
Η μύτη σου σαν κάστρο του Λιβάνου
Που γνέφει προς τη Δαμασκό,
Το κεφάλι σου κορώνα σαν το βουνό Καρμέλ,
Βασιλική πορφύρα τα μαλλιά σου,
Τον βασιλιά παγίδεψαν μεσ’ τον πυκνό ιστό τους,
Από όλα τ’ άλλα πιο γλυκιά η γεύση της αγάπης
Σαν λυγαριά το σώμα σου, τα στήθη στάζουν μέλι
Στην λυγαριά θε ν’ ανεβώ, να κόψω απ’ τους ανθούς της
Κι από τα στήθη τ’ άγουρα κρασί για να μεθύσω
Ανασεμιά μεθυστική, μ’ άρωμα από κυδώνι,
Χείλη φτιαγμένα να ξυπνούν κάθε κρυμμένο πόθο,
Σαν το πρωτόβγαλτο κρασί που τα μυαλά σου παίρνει.
Γυναίκα
Έλα κοντά μου αγάπη μου στ’ απέραντα λιβάδια,
Πάνω στο πράσινο χαλί π’ ανθίζουν τα λουλούδια,
Εκεί να κυλιστούμε ολονυχτίς και σαν κλωνάρι πασχαλιάς
Ν’ ανθίσει κι εμάς η αγάπη μας
Ανάμεσα στης παπαρούνας τη φωτιά.
Κι όταν σπίτι γυρίσουμε,
Στοίβα τα εκλεκτά τα νιόκοπα τα φρούτα
Εκεί αγάπη μου θα περιμένω,
Να σου χαρίσω αυτό, που έχω φυλαγμένο.
Κεφάλαιο 8.
Ω! νάσουν αδελφούλης μου, τη μάνα μου νάχες κι εσύ βυζάξει
Τότε δε θα με χλεύαζαν, σαν σε φιλώ στους δρόμους
Στο σπίτι μου θα σε έφερνα στην πατρική εστία,
Κρασί θα σου ΄δινα να πιεις με ρόδο μυρωμένο
Το αριστερό του χέρι προσκεφάλι μου
Το δεξί του μπράτσο μ’ αγκαλιάζει,
Θυγατέρες της Ιερουσαλήμ, ορκιστείτε μου,
Ότι δεν θα βιάσετε την αγάπη μέχρι να ωριμάσει.
Χορός
Ποια είναι αυτή, που απ’ την έρημο ανατέλλει
Και πάνω στην αγάπη της ξαπλώνει το κορμί της;
Γυναίκα
Σε ξύπνησα κάτω απ’ τη μηλιά,
Σ’ αυτό το ίδιο δένδρο,
Που η μάνα σου έκανε έρωτα
Και σε έπιασε σαν σπόρο.
Μέσ’ την καρδιά σου βάλε με σφραγίδα πυρωμένη
Και κέντησε στο μπράτσο σου για πάντα τη μορφή μου
Η αγάπη είναι θάνατος, το πάθος σε πάει στο μνήμα
Και οι σπίθες γίνονται φωτιά, ηφαίστειο οργισμένο
Θάλασσες δεν την πνίγουνε, ποτάμια δεν τη σβήνουν.
Τιμή δεν έχει η αγάπη, τα πλούτη δεν την αφορούν
Κι αν κάποιος θέλει ν’ αγοράσει, όλοι τον περιφρονούν.
Χορός
Μια αδελφούλα έχουμε μικρούλι κοριτσάκι,
Βυζάκια δεν ωρίμασαν και παίζει με τις κούκλες
Αλλοίμονο, τι θα κάνουμε αν αγαπήσει άνδρα;
Αν ήταν φράχτης περβολιού, θα βάζαμε λουκέτο
Αν ήταν πόρτα ξύλινη, θα βάζαμε δοκάρια.
Γυναίκα
Τοίχος πελώριος είμαι εγώ, τα στήθη μου πυργίσκοι,
Αλλά για τη αγάπη μου παράδεισος θα γίνω
Άνδρας
Ο Σολομών είχε ένα αμπέλι στο Μπααλ-Χαμόν
Και σε δραγάτες το’ δωσε, για να το διαφεντεύουν
Να παίρνουνε το διάφορο και να πουλάν τα φρούτα.
Κράτα το αμπέλι Σολομών, εγώ έχω το δικό μου
Και μόνος μου το συντηρώ, ανάγκη δεν σε έχω.
Εσύ γυναίκα στην αυλή ν’ ακούσω τη φωνή σου, λαχτάρησα,
Καθώς όλοι οι φίλοι μας ακούν την μελωδία!
Γυναίκα
Βιάσου αγαπημένε μου
Γίνε γαζέλα, ελάφι ορμητικό
Κι ανέβα πάνω στα βουνά με τα μπαχάρια
Δύο ξυλογραφίες από λεύκωμα του Ευθύμη Παπαδημητρίου εμπνευσμένο από το "Άσμα Ασμάτων" το οποίο κυκλοφόρησε το 1938 σε 25 μόνο αντίτυπα. Λόγω της προκλητικότητάς του -όπως ήταν φυσικό- τα περισσότερα αντίτυπα καταστράφηκαν και ζήτημα να σώζονται 7 σε ιδιωτικές συλλογές.
Εν τη σκιά αυτού επεθύμησα και εκάθησα και καρπός αυτού γλυκύς εν λαρύγγι μου...
Η ήβη σου κρατήρ τορευτός πλήρης κεκορευμένος οίνου
Δεν είναι ξεκάθαρες οι ερωτικές εικόνες στο Άσμα Ασμάτων;
Όταν διαβάζουμε κάτι είναι πολύ διαφορετικό από όταν το βλέπουμε; Φυσικά η διαφορά είναι ότι όταν διαβάζουμε χωρίς να βλέπουμε,
η φαντασία μας μπορεί να οργιάσει...
άρα το να βλέπουμε περιορίζει λίγο το πεδίο.
Ο Παπαδημητρίου απεικόνησε αυτά που διάβασε
χωρίς φιοριτούρες και κορδέλες,
άρα γιατί να ενοχληθούν αυτοί
που κατέστρεψαν όσα αντιτυπα κατέστρεψαν;
Αποφασίστε ερίφια τι είναι πρέπον και τι όχι...