"Το Άσμα Ασμάτων". Έργο της Ελένης Τσερκάσοβα.
Το Άσμα Ασμάτων είναι το κόσμημα της Παλαιάς Διαθήκης και, μαζί με το Ευαγγέλιο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, το κέντρο της θείας Αποκάλυψης.
Περιέχει ένα συγκλονιστικό μήνυμα που εκφράζεται με ασυνήθιστη τόλμη: ο Χριστός, μονογενής Υιός του Θεού. τρέφει για την Εκκλησία του, για την Ύπεραγία Μητέρα του, που εικονίζει την Εκκλησία, και για τον καθένα μας, μιαν αγάπη τόσο βαθιά, τόσο δυνατή, τόσο προσωπική όσο και ο νεαρός σύζυγος για την αγαπημένη του. Κάθε χριστιανός καλείται σε αυτό το μυστήριο του γάμου με την Εκκλησία, στην ένωση μαζί της.
Αυτή η αγάπη είναι για τον Χριστό, αλλά και για μας, πηγή άμετρης, πλουσιοπάροχης, ανεξάντλητης χαράς.
Ο Χριστός περιμένει από μας μιαν αγάπη όμοια με εκείνη που νιώθει η αγαπημένη για τον αγαπημένο της, μιαν αγάπη που έχει όλη τη δροσιά της πρώτης αγάπης.
Εκστατικός από χαρά, ατενίζει την ομορφιά της συμβίας του, ομορφιά που είναι στην πραγματικότητα έργο δικό του, αντανάκλαση της λαμπρότητάς του -το ίδιο εκστατική από χαρά και κείνη, ατενίζει την ομορφιά του Αγαπημένου της: «ιδού ει καλή, η πλησίον μου, ιδού ει καλή, οφθαλμοί σου περιστεραί» (Ασμ. Ασμ. 1, 14) -«ιδού ει καλός ο αδελφιδός μου και γε ωραίος» (Άσμ. Ασμ. 1,15).
Εκείνος νιώθει χαρά και ευφροσύνη να βρίσκεται μαζί μας, να είναι μαζί μας, αλλά και για μας δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά από το να τον νιώθουμε σύντροφο μας, να είμαστε ένα μαζί του, σε μια διαρκή ανταλλαγή αγάπης, μέσα στην πνοή του Αγίου Πνεύματος που μας θεώνει: «εξεγέρθητι, βορρά, και έρχου, νότε, διάπνευσον κήπον μου και ρευσάτωσαν αρώματά μου» (Ασμ. Ασμ. 4,16).
Βέβαια, στο Άσμα, η ανθρώπινη αγάπη χρησιμοποιείται αλληγορικά και το λεκτικό της πρέπει να ερμηνεύεται πνευματικά. Όμως. οι πνευματικές πραγματικότητες δεν είναι λιγότερο πραγματικές από τις υλικές, απτές, πραγματικότητες. Ούτε και η αγάπη είναι λιγότερο αληθινή, λιγότερο δυνατή, αν η ομορφιά που τη διεγείρει και την τρέφει είναι η πνευματική ωραιότητα του Άλλου και όχι τα φυσικά θέλγητρά του.
Η ομορφιά του συζύγου και της συζύγου του Άσματος δεν βρίσκεται στη σωματική όψη. Το Άσμα την επικαλείται μόνο και μόνο για να συμβολίσει την εσωτερική ομορφιά, την ομορφιά της αγάπης εκείνης που φτάνει να προσφέρει ακόμα και τη ζωή της στον Άλλον, αλλά και την ομορφιά της ταπείνωσης, της υπομονής και της γλυκύτητας…
Αυτή η αγάπη, για μιαν αγνή καρδιά, που της δόθηκε να έχει «οφθαλμούς ως περιστεράς», είναι πιο ελκυστική από τη φυσική ομορφιά, και όταν την ατενίζεις γίνεται πηγή άφατης χαράς και έκστασης.
Το φιλί και τα δείγματα τρυφερότητας, που επικαλείται το Άσμα, εικονίζουν τα δώρα που ο Χριστός καταθέτει, στους μυχούς της καρδιάς μας. Υποδηλώνουν τις προσφορές από το άγγιγμα της Χάρης του, που μας κάνουν να νιώσουμε και να δοκιμάσουμε τους ηδονικούς καρπούς του Αγίου Πνεύματος, δηλαδή «αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία. χρηστότητα, αγαθοσύνη, πίστη, πραότητα, εγκράτεια» (Γαλ. 5, 22-23). «Κήπος κεκλεισμένος αδελφή μου νύμφη, κήπος κεκλεισμένος, πηγή εσφραγισμένη, αποστολαί σου παράδεισος ροών μετά καρπού ακροδρύων, κύπροι μετά νάρδων» (Ασμ. Ασμ. 4.12-13).
Όταν ατενίζουμε τη θεϊκή τελειότητα του Χριστού, του Αγαπημένου μας, όταν νιώθουμε στις καρδιές μας την ενδόμυχη σαγήνη και γλυκύτητα των πνευματικών αυτών χαρισμάτων που τον γεμίζουν και που κυλούν από εκείνον σ’ εμάς, ξεχειλίζουμε από μιαν εντελώς άλλης τάξης, αλλ’ ωστόσο πραγματική. χαρά και ηδονή, ασύγκριτα πιο στερεή και πιο βαθιά από εκείνην που νιώθουν οι γήινοι εραστές.
Διακρίνουμε, στα ενδόμυχα τούτα αγγίγματα της θείας χάρης, τις ενδείξεις και την έκφραση της άπειρης τρυφερότητας του Χριστού, που θέλει να ζήσουμε αληθινά τη δική του Ζωή, που θέλει να μην είμαστε πια παρά ένα μαζί του, ένα και μόνο Σώμα που το εμψυχώνει η ίδια Θεία Πνοή, που το διατρέχει η ίδια ουσία, μέσα σε μιαν ανταλλαγή αμοιβαίας αγάπης.
Κάθε κίνηση εσωτερική που το Πνεύμα διεγείρει μέσα μας, κάθε πόθος για το καλό, κάθε καλή έμπνευση που αισθανόμαστε, είναι οι ενδείξεις που γεννά εντός μας ο Αγαπημένος μας από μιαν αγάπη αληθινή, προσωπική, τρυφερή, όσο και αυτή που περιέχεται στα δείγματα τρυφερότητας ενός εγκόσμιου συζύγου προς την αγαπημένη του, αλλά και άπειρα πιο μεγάλη. «Ευώνυμος αυτού υπό την κεφαλήν μου, και η δεξιά αυτού περιλήμψεταί με» (Ασμ. Άσμ. 2,6).
Ο Χριστός δεν περιμένει από μάς να υποταχτούμε σ’ έναν ψυχρό και απρόσωπο ηθικό νόμο. Αλλά κάθε στιγμή της ζωής μας να αρνιόμαστε το θέλημα, τις προτιμήσεις, τις επιθυμίες μας, για να υπάκουμε στο λόγο και τις θεϊκές του εμπνεύσεις, για ν’ αφηνόμαστε με εμπιστοσύνη σε κάθε τι που εκείνος επιτρέπει να μας συμβεί, γιατί τον αγαπούμε, γιατί τον προτιμούμε από κάθε τι άλλο, και γιατί θέλουμε, σε κάθε περίσταση, να του δείχνουμε με τον τρόπο αυτό την αγάπη μας, σε ανταπόδοση της δικής του. Μια αγάπη που θα εκφράζεται με τα λόγια, τις προσευχές και τις πράξεις μας, ακόμα και με τη σιωπή μας, γεμάτη από εμπιστοσύνη και εγκατάλειψη, ενώπιον του.
Η αγάπη του Χριστού για τον καθένα μας είναι απολύτως ακλόνητη και αψεγάδιαστη. Η οικειότητα μαζί του δεν μπορεί να χαθεί, εκτός κι αν πάψουμε εκούσια να επικοινωνούμε, με το θέλημά του και με το Πνεύμα του. Μόνο η δική μας βούληση μπορεί να βάλει φραγμό – ή να υψώσει τείχος- ανάμεσα σε Αυτόν και σε μας. Ο Χριστός μάς κοιτάζει, τότε, με την ίδια αγάπη, αλλά και μες στη θλίψη του ερωτευμένου που διαψεύστηκε, όπως κοίταζε τον Πέτρο μετά την άρνησή του: «και υπεμνήσθη Πέτρος του λόγου του Κυρίου, ως είπεν αυτώ ότι πριν αλέκτορα φωνήσαι απαρνήση με τρις· και εξελθών έξω ο Πέτρος έκλαυσε πικρώς» (Λουκ. 22,61-62).
Ύστερα από κάθε σφάλμα. όσο βαρύ και αν είναι, ύστερα από κάθε στιγμή χλιαρότητας, πρέπει να επιστρέψουμε σε κείνον, με την καρδιά συντριμμένη, αλλά και με απόλυτη εμπιστοσύνη, με απόλυτη βεβαιότητα ότι όχι μόνο μας έχει συγχωρήσει αλλά και ότι μας αγαπάει απεριόριστα: «Αναστήσομαι δη και κυκλώσω εν τη πόλει, εν ταις αγοραίς και εν ταις πλατείαις και ζητήσω ον ηγάπησεν η ψυχή μου…» (Άσμ. Ασμ. 3,2), Και ο Κύριος, ενώ εμείς θα είμαστε ακόμη μακριά, θα μας διακρίνει και θα πλημμυρίσει από συμπόνια. Θα τρέξει να μας αγκαλιάσει σφιχτά και να μας καταφιλήσει, όπως ο πατέρας τον άσωτο υιό (Λουκ. 15.20).
Αν επιστρέψουμε σε κείνον, αναγνωρίζοντας την αδυναμία μας, εξομολογούμενοι το αμάρτημά μας, απελπισμένοι ολότελα με τον εαυτό μας, αλλά δείχνοντάς του την απόλυτη εμπιστοσύνη μας και περιμένοντας τα πάντα από κείνον, τότε θα νιώσει μεγαλύτερη χαρά για μας απ’ ό,τι για τα ενενήντα εννέα πρόβατα που δεν οδηγήθηκαν στην απώλεια (Λουκ. 15, 67), κι εμείς θα ξαναβρούμε την όλο φως και στοργή στενή σχέση μαζί του.
Αυτή η εγγύτητα με τον Χριστό μπορεί να γίνει λιγότερο ή περισσότερο «αισθητή» από τις πνευματικές μας αισθήσεις. Αυτό έχει σχετικά μικρή σημασία, ή μάλλον εξαρτάται από τη χάρη του Χριστού. Η φυσική μας αισθαντικότητα δεν μπορεί να αντιληφθεί τίποτε από τις πνευματικές πραγματικότητες. Αν το επιχειρήσει, θα οδηγηθεί σίγουρα στην ψευδαίσθηση. Η πνευματική αισθαντικότητα είναι το αποτέλεσμα μιας μεταμόρφωσης της ύπαρξής μας από το Άγιο Πνεύμα. Και κείνο που το Πνεύμα διεγείρει, πάνω απ’ όλα, μέσα μας όταν αρχίζει να εκδηλώνεται είναι το αίσθημα της μετάνοιας, η συντριβή της καρδιάς, και μια εσωτερική τάση να εμπιστευθούμε αυτό που μας λέει ο Θεός, το λόγο του που περιέχεται στην Αγία Γραφή και μεταδίδεται από την Εκκλησία του.
Μονάχα η πίστη αυτή στο λόγο του Θεού μάς κάνει να γνωρίσουμε ό,τι ο Θεός μάς έχει αποκαλύψει για την ύπαρξή του, ό,τι έχει αποφασίσει ελεύθερα για λογαριασμό μας και ό,τι πραγματοποιεί για μάς. Οι «πνευματικές αισθήσεις» συνίστανται απλώς σε μια πίστη πιο ζωντανή, πιο ενδόμυχη, καλύτερα εναρμονισμένη με το θεϊκό αντικείμενό της, χάρη στην πρόοδο μας ως προς την αγάπη για τον πλησίον.
Πρέπει, λοιπόν, πάνω απ’ όλα, να θεμελιώσουμε την πνευματική μας ζωή πάνω στην πίστη στο λόγο του Θεού. Γιατί για μάς το έχει πει -και πού άλλου το έχει πει καλύτερα απ’ ό,τι στο Άσμα Ασμάτων- κι εμείς το ξέρουμε ότι ο Χριστός μάς αγαπά, ότι θέλει να βρίσκεται διαρκώς κοντά μας, και ότι αφουγκράζεται, όχι μόνο αυτό που του λέμε, αλλά και το κάθε σκίρτημα της καρδιάς μας, καθώς την εμψυχώνει το Άγιο Πνεύμα: «οφθαλμοί αυτού ως περιστεραί επί πληρώματα υδάτων λελουσμέναι εν γάλακτι, καθήμεναι επί πληρώματα υδάτων, σιαγόνες αυτού ως φιάλαι του αρώματος φύουσαι μυρεψικά» (Άσμ. Ασμ. 5, 12-13). «Την έπιθυμίαν των πενήτων εισήκουσεν Κύριος, την ετοιμασίαν της καρδίας αυτών προσέσχεν το ους σου» (Ψαλμ. 9.38).
Η πίστη αυτή σε ό,τι ο Θεός μάς έχει αποκαλύψει από τα σχέδια της καρδιάς του, είναι, λοιπόν, ό,τι πιο θεμελιώδες για τις πνευματικές μας αισθήσεις. Μας επιτρέπει να γνωρίσουμε, με μεγάλη βεβαιότητα, τις θεϊκές πραγματικότητες που διαφεύγουν, όπως είναι φυσικό, από τη φυσική νόηση και αισθαντικότητά μας, αλλά που ο Θεός καταδέχτηκε να μας αποκαλύψει.
Το Άσμα Ασμάτων είναι λόγος του Θεού, αποκάλυψη των σχεδίων του για μάς. Αυτή η μεγαλειώδης αποκάλυψη, που ο απόηχός της διαπερνά ολόκληρη τη Βίβλο, θα βρει την ολοκλήρωσή της στα ίδια τα λόγια του Χριστού, που, στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη, θα μας πει ότι ο Πατέρας μάς αγαπά όπως αγαπά τον Υιό του, και ότι εμείς, αγαπώντας τον Υιό, αγαπάμε τον Πατέρα υποκινούμενοι ενδόμυχα από το Άγιο Πνεύμα.
Διαβάζοντας το Άσμα, στο φως της εκκλησιαστικής Παράδοσης και της εμπειρίας των αγίων Πατέρων, μπορούμε να πούμε στον εαυτό μας: Είναι ολοφάνερο πως ο Κύριος ημών Ιησούς μάς αγαπά έτσι, εμάς, που είμαστε το Σώμα του, τα μέλη της Αγίας Συζύγου του, και ο καθένας μας έχει κληθεί να τον αγαπά κι αυτός έτσι, με μιαν αγάπη μοναδική.
Οι χριστιανοί σύζυγοι» που έχουν σφραγίσει την αγάπη τους με τη σφραγίδα του Χριστού, μπορούν να ανακαλύψουν και να βιώσουν αυτή την οικειότητα με τον Χριστό μέσω του μυστηρίου της συζυγικής αγάπης: «οι άνδρες αγαπάτε τας γυναίκας εαυτών, καθώς και ο Χριστός ηγάπησε την εκκλησίαν… το μυστήριον τούτο μέγα εστίν» (Εφεσ, 5, 25, 32). Η αποστολική αυτή ρήση μάς φανερώνει όλο το μεγαλείο του χριστιανικού γάμου, και πόσο πιο κοντινός είναι στο μοναστικό ιδεώδες από την απλώς ανθρώπινη αντίληψη της συζυγικής ένωσης.
Όμως ο μοναχός, καθώς έλεγε και ο πατήρ Παΐσιος από το Άγιον Όρος, είναι «αυτός που προτίμησε τις πνευματικές απ’ όλες τις εγκόσμιες ηδονές», και που κατάλαβε ότι η αγάπη του Χριστού αρκούσε για να γεμίσει η καρδιά του.
Λίγο να νιώσουμε το πόσο ο Χριστός μάς αγαπά, και το πόσο περιμένει τη δική μας αγάπη, κι αμέσως μια τέτοιου είδους αγάπη μπορεί να γεμίσει τη ζωή μας. Εκείνος δεν ικανοποιείται παρά μόνο με ένα ολοκληρωτικό δόσιμο, αποκλειστικό, που περιλαμβάνει ακόμα και το δόσιμο της ίδιας της ζωής. Να τι σημαίνει το τέλος του Άσματος, όπου η παθιασμένη τραχύτητα έρχεται σε αντίθεση με την ειδυλλιακή γαλήνη των διαλόγων που προηγούνται, μόνο και μόνο για να φανερώσει τη δυνατή φλόγα που τους εμψύχωνε απόκρυφα: «Ότι κραταιά ως θάνατος αγάπη, σκληρός ως άδης ζήλος» (Άσμ. Ασμ, 8,6),
Όπως η αγάπη του Χριστού βρήκε την υπέρτατη έκφρασή της στο σταυρικό του θάνατο, έτσι και η αγάπη μας για κείνον βρίσκει την τελειότερη έκφρασή της στο μαρτύριο, ή τουλάχιστον στην πλήρη αποδοχή του πόνου και του θανάτου, κατά την ώρα και τον τρόπο που ο Θεός έχει ορίσει.
Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, οι άγιοι Πατέρες μάς δίδαξαν ότι «αυτός που αγαπά τον Θεό μετέχει στον Χριστό με όλες του τις πράξεις, δηλαδή βάζει σε κάθε τι που κάνει λίγο μαρτύριο» (ρήσεις των πατέρων της ερήμου). Με αυτή την έννοια, που δεν έχει τίποτε το «ντολοριστικό», τον Θεό τον υπηρετείς καλύτερα μόνο μέσω του πόνου (Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, αναφορά του Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά). Η αποδοχή του πόνου, η συγκατάθεσή μας σ’ αυτόν, γίνεται η έκφραση της απόλυτης εσωτερικής γύμνωσης. Όπως το «μυστήριο» του ολοκληρωτικού δοσίματος του εαυτού μας, στον έρωτα. Έλεγε κάποιος από τους Πατέρες: «Η αρρώστια, αν γίνει δεκτή με υπομονή και ευχαριστίες, αποκτά το ίδιο φωτοστέφανο με το μαρτύριο.»
Στον επερχόμενο κόσμο, όταν ο θάνατος θα νικηθεί οριστικά, το ολοκληρωτικό τούτο δόσιμο του εαυτού μας μέσα στην αγάπη θα πραγματωθεί με τη μεταμόρφωση όλης της ύπαρξης, του σώματος και της ψυχής μας, από τη θεϊκή δόξα, πέρα απ’ τον πόνο και το θάνατο. Με αυτή την έννοια, ο ίδιος ο Χριστός, μέσα στη δόξα της Ανάστασης, βρίσκεται σε μία εξίσου «Ουσιαστική» κατάσταση όσο και πάνω στο σταυρό. Όμως, στην τωρινή μας εγκόσμια κατάσταση, η νίκη του Χριστού πάνω στον πόνο και το θάνατο, συνέπειες της αμαρτίας, του εκούσιου αποχωρισμού από τον Θεό, φανερώνεται και επιβεβαιώνεται όχι με την απάλειψή τους αλλά με τη μεταμόρφωσή τους σε ενδείξεις υπέρτατης αγάπης, με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος και τη συναίνεση της δικής μας ελευθερίας. Ο χαρούμενος ζήλος των μαρτύρων, η ζέση τους να χύσουν το αίμα τους για τον Χριστό, είναι η περίτρανη απόδειξή της.
Το Άσμα Ασμάτων είναι ένα ποίημα εμπνευσμένο από το Άγιο Πνεύμα, ένα ποτό που μπορούν να το γευτούν μόνον εκείνοι που έχουν μυηθεί στην αγάπη του Χριστού: «φάγετε, πλησίοι, και πίετε και μεθύσθητε. αδελφοί…» (Άσμ. Ασμ. 5, 1). «Τα άγια τοις αγίοις»! Ας σεβαστούμε το μυστήριο του. Μην ψάχνουμε να τα καταλάβουμε, να τα εξηγήσουμε όλα. Ένας υπερβολικά επεξηγηματικός σχολιασμός του θα κινδύνευε να το αποψιλώσει από τη θεοβλητική του δύναμη, υποβιβάζοντας το σε μια ψυχρή αλληγορία. Είθε το Άγιο Πνεύμα να δώσει να δοκιμάσουμε κι εμείς αυτό που έλεγε ένας γέροντας μοναχός του Αγίου Όρους: «Όταν διαβάζω το Άσμα Ασμάτων, το μυαλό μου δεν καταλαβαίνει πάντα το νόημα κάθε φράσης, η καρδιά μου, όμως, φλογίζεται όπως η καρδιά του Λουκά και του Κλεώπα όταν ο Κύριος τους εξηγούσε τις Γραφές, στο δρόμο προς τους Εμμαούς».
πηγή: Αρχιμ. Πλακίδα Ντεσέιγ,
«2000 Χρόνια μετά»,
εκδ. Ακρίτας, σ. 353-359