O μεγάλος Έλληνας στοχαστής και φιλόσοφος Kώστας Aξελός γεννήθηκε στις 26 Ιουνίου 1924 στην Αθήνα και “έφυγε” στις 4 Φεβρουαρίου του 2010. Συνεχίζει να μας οδηγεί μέσα από το σπουδαίο έργο του.
Το πεδίο έρευνας του Αξελού είναι το αόρατο νήμα όλης της ιστορίας, που από δυτική γίνεται παγκόσμια: της ιστορίας αυτής, που θεμελιώθηκε από την Ελλάδα και που μέσω της Ρώμης και του χριστιανισμού οδηγεί στη σημερινή εποχή και, ακόμα περισσότερο, σε εκείνην του αύριο.
Η πολιτική και η τεχνική της, η δημόσια και η ιδιωτική κοινωνική ζωή, η προβληματική ανθρώπινη ζωή, η κοινότητα των ανθρώπων, η δικαιοσύνη, αποτελούν μερικά από τα εξεταζόμενα ερωτήματα του στοχαστή. Όπως έγραψε ο ίδιος ο Αξελός: «Ελλείψει απαντήσεων που δεσμεύουν την ερώτηση, μπορούμε να προσπαθήσουμε να μάθουμε και να ξαναμάθουμε. Σκεπτόμενοι πάνω στη ζωή και ζώντας τους στοχασμούς μας».
ΤΟ ΟΝ (και η ουσία αυτού που είναι). Ένας Κινέζος σοφός περιδιαβάζει με τον μαθητή του. Περνούν ένα γεφύρι. “Ποια είναι η ουσία (ή το είναι) του γεφυριού”; ρωτάει ο μαθητευόμενος φιλόσοφος. Ο δάσκαλός του τον κοιτάει και με μια σπρωξιά τον ρίχνει στο ποτάμι.
Η ΓΛΩΣΣΑ (οντο-λογία: ο λόγος του όντος). Επτά κάτοικοι της Ατλαντίδας ξεκινούν για ένα περίπατο. Ένας ποιητής. Ένας ζωγράφος. Ένας ιερέας. Ένας ληστής. Ένας τοκογλύφος. Ένας ερωτευμένος. Ένας στοχαστής. Φτάνουν στην είσοδο μιας σπηλιάς. “Τι μέρος κατάλληλο για έμπνευση!” αναφωνεί ο ποιητής. “Τι υπέροχο ζωγραφικό θέμα!” λέει ο ζωγράφος. “Τι τόπος πρόσφορος για προσευχή!” ψαλμωδεί ο ιερέας. “Τι ονειρεμένη τοποθεσία για ενέδρα!” ομολογεί ο ληστής. “Μια ανυπέρβλητη κρυψώνα!” μουρμουρίζει ο τοκογλύφος. “Τι καταφύγιο για τον έρωτά μου!” ονειροπολεί φωναχτά ο ερωτευμένος. “Είναι μια σπηλιά!” συμπληρώνει ο στοχαστής.
ΟΙ ΦΩΝΕΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ (το τεχνο-λογικό κι εσχατο-λογικό τέλος και η νέα απ-αρχή). Η χαλιναγωγημένη ατομική ενέργεια ξεχύθηκε επιτέλους αχαλίνωτη και κατέστρεψε κάθε ανθρώπινη ζωή στον πλανήτη. Μόνος διασωθείς ένας κάτοικος ουρανοξύστη στο Σικάγο. Αφού έφαγε και ήπιε ό,τι είχε στο ψυγείο του, διάβασε, είδε κι άκουσε την ιδεατή του βιβλιοθήκη, το φανταστικό του μουσείο και την υπαρκτή του δισκοθήκη, απελπισμένος που έβλεπε πως δεν πέθαινε, αποφασίζει ν’ αυτοκαταστραφεί και ρίχνεται από τον τεσσαρακοστό όροφο στο κενό. Τη στιγμή που περνά μπροστά από το διαμέρισμα του πρώτου ορόφου ακούει το τηλέφωνο που καλεί.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ (και η αγάπη για τη ζωή). Ένας κινέζος μανδαρίνος πρότεινε κάποτε στον κυβερνήτη μιας επαρχίας ένα μέτρο που δεν άργησε να υιοθετηθεί. Την ώρα που το θύμα ακουμπούσε το κεφάλι στο κούτσουρο για να μπορέσει ο δήμιος να το αποκόψει έφτανε καλπάζοντας ένας πλουμισμένος ιππέας και φώναζε: “Σταματήστε! Ο Άρχοντας έδωσε χάρη στον καταδικασμένο”. Εκείνη τη στιγμή της υπέρτατης ευφορίας ο δήμιος έκοβε το κεφάλι του ευτυχισμένου θνητού.
ΘΕΟΣ (ή το ολοκληρωτικό και θεο-λογικό Από-λυτο). Ένας βραχμάνος αρχιερέας καλεί τους αντιρρησίες να πάρουν το λόγο. “Ο Θεός σας είναι φενάκη”, παρατηρεί βίαια κάποιος. “Η θρησκεία σας είναι ψέμα και χίμαιρα κι εσείς, οι ιερείς, το στήριγμα της καταισχύνης. Θεός, θρησκεία και ιερείς πρέπει να καταπολεμηθούν και να εκμηδενιστούν. Τι έχεις να μου πεις, εσύ, αρχιερέα;”. “Κι εσύ δικός μας είσαι”, του απαντά γαλήνια ο βραχμάνος.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΚΑΙ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟ (οι μυθο-λογικές παγίδες). Ένα ζευγάρι κένταυροι αποθαυμάζει το παιδί του που χοροπηδάει από δω κι από κει σε μια παραλία της Μεσογείου. Ο πατέρας γυρνάει προς τη μάνα και τη ρωτάει: “Πρέπει άραγε να του πούμε πως δεν είναι παρά ένας μύθος;”.
Ο ΕΡΩΤΑΣ (η ψυχή, η αρνητικότητα κι ο θάνατος). Ένας γερμανος φοιτητής πάει ένα βράδυ στο χορό. Εκεί βρίσκει μια πανέμορφη κοπέλα με κατακάστανα μαλλιά κι ολόλευκο δέρμα. Γύρω απ’ το λαιμό της μια λεπτή μαύρη κορδέλα μ’ ένα μικρότατο κομπάκι. Ο φοιτητής χορεύει όλη τη νύχτα με την κοπέλα. Την αυγή την πηγαίνει στη σοφίτα του. Όταν αρχίζει να την ξεντύνει η κοπέλα τον θερμοπαρακαλεί να μην της βγάλει την κορδέλα που έχει στο λαιμό.
Μένει γυμνή στην αγκαλιά του με τη λεπτή κορδέλα της. Αγαπιούνται κι ύστερα αποκοιμιούνται. Ο φοιτητής ξυπνάει πρώτος και κοιτάζει το κοιμισμένο πρόσωπο της κοπέλας που, ακουμπισμένη στο άσπρο μαξιλάρι, εξακολουθεί να έχει τη μαύρη κορδέλα στο λαιμό. Με μία κίνηση ακριβείας λύνει τον κόμπο. Και το κεφάλι της κοπέλας κυλάει κατάχαμα.
Τα φιλοσοφικά ανέκδοτα του Κώστα Αξελού δημοσιεύτηκαν τον Μάιο του 1984 στο περιοδικό “η λέξη”