Τι απέγιναν τα μηνύματα που δεν στάλθηκαν ποτέ;
Ένας παραλήπτης που δεν έμαθε ποτέ τίποτα
και ένας παρά λίγο αποστολέας
να μην θέλει να μοιραστεί όσα έγραψε.
Σκέψεις που δεν άντεξαν να γίνουν λόγια,
λέξεις που αποθηκεύτηκαν στα «πρόχειρα»,
πρόχειρα που θάφτηκαν στον κάδο ανακύκλωσης
ή μουτζουρώθηκαν σε σημείο που σκίσανε το χαρτί.
Απόψε τριγυρνάω στη πόλη
και ψάχνω πνιγμένες λέξεις
και τις βλέπω παντού γύρω μου.
Τις βλέπω γραμμένες στο τοίχο ανώνυμες,
να αναζητούν απεγνωσμένα διέξοδο.
Να αναζητούν κοινό.
Τις ακούω σε στίχους από τραγούδια,
ακόμα και στην ίδια τη μουσική.
Τις βλέπω σε μισοτελειωμένες κούπες καφέ
και αποτσίγαρα που σβήστηκαν άτσαλα και βιαστικά.
Σε μια σακούλα γεμάτη άδεια μπουκάλια από μπύρες
πεταμένη δίπλα στο κάδο.
Σε ανθρώπους που δεν μιλάνε
και μέσα τους μουρμουράνε όσα δεν στέλνουν.
Προβάρουν τη φανταστική τους συζήτηση.
Είναι στο φανάρι,
σε αφηρημένα πρόσωπα
που περιμένουν να τους κορνάρεις
για να επιστρέψουν στη πραγματικότητα.
Είναι σε μάτια που κοιτάνε
έξω από το παράθυρο στο λεωφορείο
και ξεχνάνε να κατέβουν στη στάση τους.
Είναι σε χείλη
που αραδιάζουν όλα τα ασήμαντα,
μέχρι να δουν
εκείνη τη φυσιογνωμία που μπροστά της σιωπούν.
Αφού είναι εξιδανικευμένη η σιωπή.
Της έχουν δώσει υπόσταση και σημασία.
Είναι μία πειραματική αδιαφορία,
ένα δόλωμα ενδιαφέροντος.
Στην ουσία
δεν είναι τίποτα παραπάνω από λόγια
που δεν ειπώθηκαν
ακόμα και αν τριγυρνούν στο δωμάτιο του μυαλού.
Κουτουλάνε από άκρη σε άκρη στους τοίχους
και πεισματικά δεν βγαίνουν.
Τους αρέσει η κρούση,
η αναβολή και η ματαιότητα.
Τα λόγια αυτά σφηνώνουν στον αυχένα
όπως λέει και ο Θανάσης ή
ξορκίζονται από τα ακροδάχτυλα του χεριού
για να μην στολίσουν ποτέ
τα ενδιαφερόμενα μάτια και αυτιά.
Όσα δεν μπορούν να συμβούν και να διαρρεύσουν
καταδικάζονται σε άγνοια.
Άγνοια αμοιβαία
που αφορά παραλήπτη και αποστολέα.
Μηνύματα
που γράφτηκαν εξ αρχής
για να μην τα διαβάσει κανείς.
Μόνο ο δημιουργός
που ίσως μέσα από αυτά να κάνει την αυτοκριτική του.
Μηνύματα που ξεγυμνώνουν αλήθειες
που κρύφτηκαν σε αμήχανα χαμόγελα,
κρύφτηκαν στη πόλη,
κρύφτηκαν μέσα σου.
Μα όσα δεν στάλθηκαν,
καλύπτουν την αμφιβολία,
την ανασφάλεια και το φόβο της πραγματικότητας.
Προστατεύουν
από τη χειρότερη έκβαση μιας κατάστασης
και ίσως στερούν την καλύτερη.
Είναι μια προσωπική απόφαση
και υπόσχεση να μην ρισκάρεις.
Είτε αποθηκευμένα, είτε όχι
είναι όσα έχεις μάθει νεράκι
έτσι και αλλιώς
και καλείσαι απροειδοποίητα να τα αντιμετωπίσεις μόνος σου.
«Δεν υπάρχει τίποτα
πιο ουσιαστικό και αληθινό αυτή τη στιγμή,
από την αδυναμία μου να αδιαφορήσω για σένα,
αλλά άμα χρειαστεί
θα αγνοήσω όλα όσα θα ήθελα να μάθεις.»
μου είχε πει μια ψυχή.
Ό,τι πιο όμορφο και άσχημο
θέλει να φωνάξει ο άνθρωπος,
το τρώει ο εγωισμός του.
Τολμάει στα αναίμακτα
που του προσφέρουν την ψευδαίσθηση αδρεναλίνης
και θάβει τα «θέλω» του,
απολαμβάνοντας μια μίζερη ασφάλεια.
Ενώ περπατάω στους δρόμους,
αρχίζει να βρέχει καταρρακτωδώς
και τρυπώνω σε μία στοά.
Γυρίζω να στύψω τη ζακέτα μου
και βλέπω γραμμένο
με μαύρο σπρέυ πάνω στα στόρια ενός μαγαζιού
αυτό που έψαχνα όλο το βράδυ.
«Είχα υποσχεθεί όταν νιώσω να μην στο πω.
Για αυτό θα στο γράψω εδώ.»
Επέστρεψα σπίτι μούσκεμα
και σίγουρη πλέον
πως όσα δε μάθαμε
είναι όσα δεν μπορούσαμε να αντέξουμε.