Τι να σκέφτεται; Το θάνατο που
πλησιάζει; Τις στιγμές της ζωής του που πέρασαν; Τη μεξικανική
επανάσταση που αφήνει πίσω του μισοτελειωμένη; Ότι κι αν είναι αυτό, στο
βλέμμα του φανερώνεται ένας άνδρας χαμογελαστός ήρεμος και
συμφιλιωμένος με το θάνατο που τον περιμένει στην επόμενη στροφή.
Υπήρξε υπολοχαγός του Εμιλιάνο Ζαπάτα, ο οποίος το 1910 μαζί με τον Πάντσο Βίγια και τον Πασκουάρ Ορόζκο διατέλεσαν
πρωτεργάτες της εξέγερσης των φτωχών αγροτών στο Μεξικό του 1910. Ο
λαός αγανακτισμένος μετά από εκατοντάδες χρόνια καταπίεσης και
εξαθλίωσης, ξέσπασε σε σφοδρή επανάσταση ζητώντας το αυτονόητο: αναδασμό
της γης και απαλλοτρίωση των οργανωμένων κτημάτων που είχαν οδηγήσει σε
αναγκαστική πείνα εκατομμύρια κόσμο. Ο Φορτίνο εκτελέστηκε από τον
ομοσπονδιακό στρατό το 1917 για τη συμμετοχή του στον «απελευθερωτικό
στρατό του Νότου» . Λίγο πριν τη στιγμή της εκτέλεσής του ζητάει ένα
τελευταίο πούρο και το καπνίζει μπροστά από το απόσπασμα χαμογελώντας
στο Βραζιλιάνο φωτογράφο Agustin Victor-Casasola, που έκλεισε στο φακό του το τελευταίο χαμόγελο του επαναστάτη. Ο βραζιλιάνος δημοσίευσε τη φωτογραφία με τη λεζάντα «Ο
Φορτίνο Σαμάνο καπνίζει το τελευταίο τσιγάρο πριν από την εκτέλεσή του.
Βλέπουμε έναν άνθρωπο σε ειρήνη με τον εαυτό του και με τον θάνατο».
Ο Φορτίνο Σαμάνο καπνίζει και σκέφτεται..
Όταν ο τραγουδοποιός Θανάσης Παπακωνσταντίνου ανακάλυψε
αυτή την φωτογραφία του Φορτίνο Σαμάνο δημοσιευμένη ανάμεσα στις 5
κορυφαίες στιγμές του φωτορεπορτάζ, υποκινημένος πάντα από την έλξη του
για τα ιστορικά γεγονότα ως πηγή θεματολογίας, σκάρωσε το ομώνυμο
τραγούδι. Ο Διονύσης Σαββόπουλος χαρίζει τη φωνή του στα τραγούδια του
δίσκου συμβάλλοντας στο επιτυχημένο αποτέλεσμα του δίσκου που φιλοξενεί
το άσμα, με τίτλο “ο Σαμάνος”.
«Όταν διάβασα τη
λεζάντα της φωτογραφίας», σχολιάζει ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου,
«ανατρίχιασα. Η στάση του Φορτίνο Σαμάνο δεν έχει καμία σχέση με τη
σημερινή πραγματικότητα. Ίσως γι’ αυτό με συγκίνησε. Οι τωρινοί
άνθρωποι, με τη συμβολή της τηλεόρασης, έχουμε υποστεί δύο σημαντικές
ήττες: Από τη μια, έχουμε εθιστεί στον πόνο και στον θάνατο των άλλων
–μέχρι και ζωντανή αναμετάδοση πολέμων έχουμε παρακολουθήσει– και από
την άλλη, ακριβώς επειδή νομίζουμε ότι είμαστε πάντα στη θέση του θεατή,
όταν χτυπήσει την πόρτα μας κάποια συμφορά ή ο ίδιος ο θάνατος
ξαφνιαζόμαστε και τρομάζουμε».
Ο Φορτίνο Σαμάνο καπνίζει και σκέφτεται:
Οι στίχοι του ομώνυμου τραγουδιού
μοιάζουν με θεατρικό παιγμένο σε τρεις πράξεις από τρεις διαφορετικούς
πρωταγωνιστές και συνάμα αφηγητές: τον ίδιο τον Σαμάνο, τον εκτελεστή
του και το τελευταίο πούρο που του καίει τα χείλια.
Ο Φορτίνο Σαμάνο καπνίζει και σκέφτεται:
«Είμαι ότι δεν έζησα, είμαι η βροχή που θα `ρθει
να δροσίσει άγνωστων γυναικών το κορμί.
Βράδυ στα κρεβάτια τους πως στενάζουν ξαναμμένες
ποιος Σαμάνος έφερε τούτη τη βροχή…»
Ο στρατιώτης με τ’ όπλο σημαδεύει και σκέφτεται:
«Με μια κίνηση απλή θα του κλέψω ότι έχει ζήσει
είμαι ένας μικρός θεός, είμαι ένα στοιχειό.
Πάνω από το αίμα του αύριο εδώ την ίδια ώρα
ερπετά θα σέρνονται όπως κάνω κι εγώ…»
Το τελευταίο τσιγάρο κι εκείνο σκέφτεται:
«Θα γίνω γέλιο να κρυφτώ σε παιδιά που ξεφαντώνουν
ο καιρός θα χάνεται ώσπου κάποιο απ’ αυτά
θα φωνάξει «Λιμπερτά!» κι όπως θα κοιτάει τις κάννες
θα βρεθώ στα χείλη του σαν τσιγάρο ξανά…»