(Δέχεται ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ)
Μια Κυριακή, ο ΄Εντγκαρ γύρισε από την εκκλησία ιδιαίτερα συγκινημένος από το μήνυμα της ημέρας. Πήγε στο δάσος και πέρασε το απόγευμά του διαβάζοντας τη Βίβλο και προσευχόμενος να του δοθεί η δυνατότητα να θεραπεύει τους αρρώστους. Ο νους του ήταν ακόμα γεμάτος από το πάθος της προσευχής, όταν πήγε να κοιμηθεί εκείνη τη νύχτα.
Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, αντελήφθη ότι το δωμάτιό του ήταν πλημμυρισμένο από μια παράξενη ακτινοβολία, πιο λαμπρή κι από το φως της πανσελήνου. Ανασηκώθηκε ξαφνιασμένος και είδε μια μορφή να στέκεται στην άκρη του κρεβατιού του. ΄Ηταν μια γυναίκα και στην αρχή νόμισε ότι ήταν η μητέρα του. ΄Αρχισε να της μιλά, αλλά η μορφή φάνηκε να διαλύεται.
Ο ΄Εντγκαρ πετάχτηκε από το κρεβάτι του και έτρεξε στο δωμάτιο της μητέρας του. Η πρώτη του σκέψη ήταν ότι κάποιος είχε αρρωστήσει και τον χρειαζόταν. ΄Ομως η μητέρα του και ο πατέρας του έμοιαζαν να κοιμούνται και τα παιδιά ήταν ήσυχα. Γύρισε στο κρεβάτι του τρέμοντας, μη γνωρίζοντας τι ήταν αυτό που είδε.
Μόλις ξάπλωσε, η ακτινοβολία επανήλθε, αυξάνοντας συνεχώς τη λαμπρότητά της, μέχρις ότου σκίασε το φως του φεγγαριού. Ξαφνικά η μορφή παρουσιάστηκε πάλι. ΄Ηταν η γυναίκα, και στην πλάτη της διακρινόταν ένα περίγραμμα, όπως τα φτερά των αγγέλων στις εικόνες της Βίβλου. Προσπάθησε να της μιλήσει, αλλά το στόμα του είχε στεγνώσει και η αναπνοή του είχε σταματήσει από το φόβο του.
Η γυναίκα χαμογέλασε. «Μη φοβάσαι. Οι προσευχές σου εισακούστηκαν. Η επιθυμία σου θα εκπληρωθεί, αν παραμείνεις πιστός. Να είσαι ειλικρινής με τον εαυτό σου. Να βοηθάς τους άρρωστους και τους βασανισμένους».
Το φως άρχισε να χάνεται και η μορφή έφυγε. Ο ΄Εντγκαρ έτρεξε έξω στον φεγγαρόλουστο κήπο και έπεσε στα γόνατα, εκφράζοντας τις ευχαριστίες του για το όραμα και την υπόσχεση.
(Η γιαγιά καθοδηγεί την πορεία)
Στις 8 Αυγούστου, εκείνο το καλοκαίρι, πέθανε η γιαγιά ήσυχη και ευχαριστημένη, χαμογελώντας στην ιδέα ότι θα συναντούσε και πάλι τον παπού. Στις τελευταίες ημέρες της, είχε μιλήσει αρκετές φορές σοβαρά με τον ΄Εντγκαρ.
«΄Εντγκαρ, εσύ είσαι διαφορετικός από τα άλλα παιδιά, κατά έναν περίεργο τρόπο, πράγμα που δεν το καταλαβαίνω πολύ καλά. ΄Εχεις χαρίσματα, που δεν σου δόθηκαν χωρίς λόγο. Από μια άποψη, έχεις μια δεύτερη όραση. Πολύ λίγοι μπορούν να δουν και να μιλήσουν στον παπού σου, ή σε εκείνους τους μικρούς φίλους σου, για τους οποίους συνήθιζες να μου μιλάς. Δεν ξέρω ποιος είναι ο σκοπός αυτών των χαρισμάτων, ούτε και εσύ τον γνωρίζεις, μέχρι στιγμής. Αλλά όμως, να είσαι βέβαιος ότι υπάρχει κάποιος σκοπός. Ο Θεός δεν χαρίζει τέτοιες δυνάμεις, έτσι τυχαία. Ποτέ να μην κάνεις κακή χρήση αυτών των δυνάμεων, ούτε να τις εφαρμόσεις με επιπολαιότητα. Ψάξε γι' αυτόν τον σκοπό μέσα στον εαυτό σου, με την προσευχή. Και όταν τον βρεις, να φανείς συνεπής σ' αυτόν. Και ποτέ να μη νιώσεις ντροπή, επειδή είσαι διαφορετικός από τους άλλους».
(Ο νέος όρος «θεραπεία με υποβολή»)
Η Γκέρτρουντ τον παρηγορούσε. «Είμαι σίγουρη, πως όταν θα έρθει ο καιρός, θα μάθεις τι ακριβώς πρέπει να κάνεις, ΄Εντγκαρ. Δεν μπορώ να το εξηγήσω, αλλά έχω την ακλόνητη πεποίθηση, πως μεγάλες δυνάμεις συγκεντρώνονται για να εκπληρώσουν κάτι, και ότι εσύ θα είσαι ένα μέρος αυτής της εκπλήρωσης.
Κατά τη διάρκεια του χειμώνα, ένας υπνωτιστής, ο καθηγητής Χαρτ, ήρθε να επιδείξει την ικανότητά του στο τοπικό θέατρο. Εκείνη την εποχή, υπήρχε τρομερή αύξηση του ενδιαφέροντος γύρω από τον υπνωτισμό. ΄Οχι μόνο σαν μια διασκέδαση, αλλά και σαν μία πιθανή μέθοδο για την ιατρική. Πολλοί σπουδαίοι γιατροί τον είχαν αποδεχτεί με ενθουσιασμό. Οι εφημερίδες και τα περιοδικά δημοσίευαν μεγάλα άρθρα πάνω σ' αυτό το θέμα, και ο νέος όρος «θεραπεία με υποβολή» είχε γίνει πασίγνωστη φράση. Σχολές εμφανίστηκαν σε όλα τη χώρα για να διδάξουν τη νέα επιστήμη, και οι ψυχολόγοι επέδειξαν θερμό ενδιαφέρον γι' αυτόν τον τομέα.
(Θεραπεύοντας το πρόβλημα στη φωνή του, με βοηθό τον Αλ Λέυν)
Ο ΄Εντγκαρ πέρασε στο πρώτο στάδιο πολύ εύκολα. ΄Επειτα ο Λέυν είπε ήρεμα : «Τώρα πέρασε τον εαυτό σου σε έναν βαθύ ύπνο, σε έναν πλήρη ύπνο, σε μια βαθιά κατάσταση ύπνωσης».
Ο ΄Εντγκαρ πήρε μερικές βαθιές αναπνοές και έπειτα ολόκληρο το σώμα του χαλάρωσε. Με τρεμάμενη φωνή, ο Λέυν μουρμούρισε : «Ο υποσυνείδητος νους σου κοιτάζει μέσα στο σώμα σου. Κοιτάζει μέσα στο λαιμό σου. Θα μας πει τι συμβαίνει με το λαιμό σου και τι πρέπει να κάνουμε για να θεραπεύσουμε την ανωμαλία.»
Μετά από μια στιγμή ακούστηκε η φωνή του ΄Εντγκαρ καθαρή και φυσική.
«Ναι, βλέπουμε το σώμα. Το πρόβλημα είναι μια μερική παράλυση των φωνητικών χορδών, που οφείλεται σε νευρική ένταση. Για να απομακρύνετε την κατάσταση αυτή, το μόνο που χρειάζεται είναι να δώσετε την υποβολή στο σώμα για να αυξηθεί η κυκλοφορία του αίματος στην προσβλημένη περιοχή, για ένα μικρό χρονικό διάστημα».
Ο Λέυν σκούπισε το μέτωπό του κι έσκυψε πιο κοντά. «Η κυκλοφορία στην περιοχή αυτή θα αυξηθεί και θα απομακρύνει την ανωμαλία».
Αμέσως η περιοχή στο λαιμό του ΄Εντγκαρ πήρε ένα χρώμα βαθύ κόκκινο που μεταβλήθηκε αστραπιαία σε ένα σκούρο βυσσινί, καθώς η υπνωτική υποβολή έστελνε υπερβολική ποσότητα αίματος στο σημείο αυτό. Μετά από λίγα λεπτά, ο ΄Εντγκαρ είπε :
«Η ανωμαλία θεραπεύτηκε. Δώστε την υποβολή, ώστε η κυκλοφορία να επανέλθει στον φυσιολογικό της ρυθμό και το σώμα να αφυπνιστεί».
(Μετά τη θεαματική θεραπεία του ίδιου του Λέυν)
Μέσα σε δύο εβδομάδες, ολόκληρη η πόλη συζητούσε για τη θαυμαστή βελτίωση της υγείας του Λέυν, ενώ ο ΄Εντγκαρ πήγαινε κρυφά από τους πίσω δρόμους για να αποφύγει τους περίεργους. Κάποια μέρα ο Λέυν του πρότεινε: «Δεν μπορείς να κρύβεσαι άλλο. Εσύ επέμενες ότι θέλεις να βοηθήσεις τους ανθρώπους να βρίσκουν την υγεία και την ευτυχία. Τώρα ξέρεις τον τρόπο. Ετοιμάζω δύο δωμάτια επάνω από εκείνο το κατάστημα, με το όνομά σου στην πόρτα, σαν ένας που κάνει ψυχικές διαγνώσεις. Θα ορίσουμε μια λογική αμοιβή για κάθε «υπαγόρευση», όπως το ονομάζω. Πολλοί άνθρωποι που πιστεύουν ότι οι περιπτώσεις τους είναι χωρίς ελπίδα, σε περιμένουν να αρχίσεις.
«Δεν μπορώ να το δεχτώ», αναστέναξε ο ΄Εντγκαρ. «Το να θεραπεύσω το λαιμό μου και να συμβουλεύσω και μερικές θεραπευτικές αγωγές για σένα, ίσως να ήταν σωστό. Αλλά δεν μπορώ να θεωρήσω τον εαυτό μου περισσότερο έξυπνο από τους καλύτερους γιατρούς, μόνο και μόνο επειδή μιλώ στον ύπνο μου. Δεν μπορώ και δεν θέλω».
Εξομολογήθηκε το βάσανό του στη μητέρα του, ελπίζοντας ότι θα ηρεμούσε τον ταραγμένο του νου. Εκείνη, τον ρώτησε ήρεμα: «Είσαι σίγουρος γιε μου, ότι δεν είναι αυτό το έργο για το οποίο προορίζεσαι; Δεν είναι εκείνο ακριβώς για το οποίο προσευχόσουν σε όλη σου τη ζωή; Κι αυτό που σου υποσχέθηκαν στο όραμά σου;»
«Δεν ξέρω», απάντησε. «Δεν ξέρω τι γίνεται, ή τι λέω όταν κοιμάμαι. Τι θα συμβεί αν συμβουλεύσω ένα φάρμακο που θα σκοτώσει κάποιον; Θα είμαι ένας δολοφόνος».
(Ακολουθεί μακρά περίοδος απώλειας της φωνής του, την οποία τελικά συνέδεσε με την έλλειψη πίστης και την άρνησή του να υπηρετήσει το έργο του)
«Νομίζω πως αρχίζω να καταλαβαίνω», είπε ένα βράδυ στην Γκέρτρουντ. «Η θέληση του Θεού ποτέ δεν επιβάλλεται στον άνθρωπο. Η υπόσχεση είναι εκεί, όπως και ο τρόπος, αλλά ο άνθρωπος πρέπει να κάνει την εκλογή και να φθάσει με τα ίδια του τα χέρια στη χορηγία. Είχα μια δύναμη και τη χρησιμοποίησα με άσχημο τρόπο, γι' αυτό και η δύναμη μού αποσπάστηκε. Δεν ξέρω αν ποτέ θα την αποκτήσω πάλι ή όχι, αλλά το μόνο που ξέρω είναι, ότι ποτέ πλέον δεν πρόκειται να τη χρησιμοποιήσω άσχημα. Συνήθισα να ζητώ σημεία καθοδήγησης κι όταν δεν έπαιρνα απάντηση, άρχιζα να αμφιβάλλω. Η απάντηση βρισκόταν πάντοτε ακριβώς εδώ, στη Βίβλο. ΄Οταν θα βρεθώ πάλι σε αμφιβολία για το μονοπάτι, ξέρω πού να αναζητήσω τα καθοδηγητικά σημεία.»
«Τότε, θα αποκτήσεις πάλι τη δύναμή σου», του είπε η Γκέρτρουντ με απόλυτη βεβαιότητα. «΄Ισως να αργήσει λίγο, αλλά θα έρθει».
........................
΄Ολο το φθινόπωρο και μέχρι τις αρχές του χειμώνα του 1910, ο ΄Εντγκαρ πέρασε πολλές ώρες επάνω στον φανταχτερό καναπέ, εργαζόμενος με τις στίβες των παρακλήσεων για υπαγορεύσεις. Τον βασάνιζε η βραδύτητα, με την οποία ανταποκρινόταν σ' αυτή την τεράστια ανάγκη. Ο αριθμός των υπαγορεύσεων που μπορούσε να δώσει, χωρίς να εξαντληθεί, ήταν περιορισμένος. Ο Λέυν είχε αποκτήσει πείρα στο να σταματά τη διαδικασία, πριν ελαττωθεί όλη η δύναμη του ΄Εντγκαρ. Καμιά πίεση ή διαφωνία δεν μπορούσε να τον κάνει να υποχωρήσει σ' αυτό το σημείο.
Κάθε ταχυδρομείο έφερνε νέες παρακλήσεις και, σχεδόν κάθε ημέρα, άνθρωποι έρχονταν στο γραφείο για προσωπικές υπαγορεύσεις. Παρά την αντίδραση της Γκέρτρουντ και του πατέρα του, άρχισε να δίνει περιπτωσιακά έκτακτες απογευματινές υπαγορεύσεις, σε μια απελπισμένη προσπάθεια να ανταποκριθεί. Προσπάθησαν, χωρίς επιτυχία, να τον εμποδίσουν από το να διαβάζει την αλληλογραφία που έφτανε. Ραντεβού κλείνονταν εβδομάδες ολόκληρες πριν.
(Το περιεχόμενο των υπαγορεύσεων διευρύνεται)
«Συζητούσαμε για το αν οι υπαγορεύσεις έχουν τη δυνατότητα να μας δώσουν και άλλου είδους πληροφορίες, εκτός από τις ιατρικές», του είπε σκεφτικά ο Ντέιβιντ, ένα βράδυ. «Αναρωτιέμαι, αν θα μπορούσες να δίνεις ένα είδος υπαγορεύσεων επαγγελματικού προσανατολισμού, μιλώντας στους ανθρώπους όχι μόνο για την υγεία τους, αλλά και για τον νου και την ψυχή τους. Υποδεικνύεις θεραπευτικές αγωγές για τα άρρωστα σώματα ... γιατί δεν θα μπορούσες να δώσεις συμβουλές που να θεραπεύουν ανθρώπους διανοητικά και πνευματικά ανάπηρους, και να βοηθάς κατεστραμμένες και χαμένες ζωές;»
«Ω, δεν νομίζω», απάντησε ο ΄Εντγκαρ έκπληκτος. «Αυτό μου φαίνεται ότι είναι κάτι πολύ πιο βαθύ.»
«Στοιχηματίζω ότι μπορείς».
«Ο Θεός περπατά δίπλα στον ΄Εντγκαρ Κέυσι, επενέβη η μητέρα του. «Δεν υπάρχει τίποτε που να μην μπορεί να κάνει αυτός, προκειμένου να βοηθήσει τους άλλους».
Προσπάθησε να απορρίψει την ιδέα, αλλά αυτή άρχισε να ριζώνει μέσα του. Το τελευταίο απόγευμα στο Λέξινγκτον, επέτρεψε στον Ντέιβιντ να καθοδηγήσει μια υπαγόρευση για τον εαυτό του. Αντί να ελέγξουν τη σωματική κατάσταση, σχημάτισαν μερικές απλές δοκιμαστικές ερωτήσεις, που είχαν σκοπό να τους δείξουν μέχρι ποιο βαθμό η δύναμή του θα τον βοηθούσε να σχεδιάσει τη ζωή του Ντέιβιντ.
΄Οταν ο ΄Εντγκαρ ξύπνησε, όλοι τον κοιτούσαν με απορία. Ο Ντέιβιντ είπε: «Μπορείς να προσθέσεις και το χάρισμα της προφητείας στον κατάλογο των θαυμάτων σου. Μου είπες πάρα πολλά πράγματα, για το πώς θα έπρεπε να ζω και να κατευθύνω τον εαυτό μου. ΄Επειτα, ανέφερες ότι πρόκειται να εγκαταλείψω το σπίτι μου, και ότι θα επιτύχω σε ένα είδος εργασίας, για το οποίο δεν έχω εκπαιδευτεί, ούτε καν το έχω σκεφτεί ποτέ. Ανάφερες ότι η οικογένειά μου θα αντιδράσει στην αναχώρησή μου, αλλά ότι εγώ θα πρέπει οπωσδήποτε να φύγω, γιατί αυτή η κίνηση θα επηρεάσει όλη μου τη ζωή. Και ακόμη, ότι πρόκειται να παίξω ένα μεγάλο ρόλο στη βοήθεια του έργου σου, στο μέλλον, αλλά εγώ ήδη έχω πάρει την απόφασή μου γι' αυτό.
(η Εθνική Εταιρεία των Ερευνητών)
Τον Μάιο του 1927 το όνειρο του ΄Εντγκαρ προχώρησε κατά ένα βήμα με τη δημιουργία της Εθνικής Εταιρείας των Ερευνητών. Ο καθένας που θα τη θεωρούσε σαν έναν οργανισμό για ιδιωτικούς αστυνομικούς, έβγαινε από την πλάνη του, διαβάζοντας τον υπότιτλο: Για να μπορέσουμε να εκδηλώσουμε την αγάπη μας προς τον Θεό και τον ΄Ανθρωπο.
Σε γενικές γραμμές, η ιδέα ήταν η εξής : Η ενασχόληση με γενικές ψυχικές έρευνες και η προσφορά για πρακτική εφαρμογή κάθε γνώσης, που αποκτάται μέσω των ψυχικών φαινομένων. Οραματιζόταν ένα εκτεταμένο δίκτυο μαθητών, που θα ενδιαφέρονταν για τις υπαγορεύσεις και για άλλες ψυχικές εκδηλώσεις, και όπου όλοι θα μελετούσαν και θα συνεισέφεραν, οτιδήποτε που θα μπορούσε να μπει σε πρακτική εφαρμοφή στην καθημερινή ζωή.
Το πιο σημαντικό για τον ΄Εντγκαρ ήταν ότι το όραμά του περιελάμβανε και το νοσοκομείο του. Σε συνδυασμό με αυτό, μπορούσε να υπάρχει και μια επιτελική ομάδα, μια βιβλιοθήκη αποκρυφιστικών θεμάτων, ένα θησαυροφυλάκιο για να φυλάγονται τα αντίγραφα των υπαγορεύσεων, και ένα προσωπικό, που θα μελετά και θα αντιπαραβάλλει τα δεδομένα. ΄Ηταν παράλογο να θεωρηθεί ότι η πλατιά γνώση, που προερχόταν από τον Κέυσι, προοριζόταν να χρησιμοποιηθεί μόνον από ένα πρόσωπο και έπειτα να ξεχαστεί. Η σωστή μελέτη αυτών των χιλιάδων υπαγορεύσεων, οπωσδήποτε θα αποκάλυπτε μια γνώση απαραίτητη στον καθένα.
(Στη δύση της ζωής του, άρρωστος πια, ζητά οδηγίες ...)
«Πήγαινε εκεί όπου θα μπορείς να έχεις την κατάλληλη θεραπευτική αγωγή», είπε η υπαγόρευση, προτρέποντάς τον να μπει σε κλινική.
«Πόσον καιρό θα πρέπει να μείνω;» ήταν η επόμενη ερώτηση, και η απάντηση ήρθε απότομα:
«Μέχρι να γίνεις καλά ή να πεθάνεις».
Ο ΄Εντγκαρ και η Γκέρτρουντ πήγαν στο Ροανόκ και για λίγο ο ΄Εντγκαρ φάνηκε να καλυτερεύει. Αλλά δεν μπορούσε να σταματήσει να ανησυχεί για εκείνους που χρειάζονταν τη βοήθειά του και που ήταν αναγκασμένοι να περιμένουν. Τελικά, η αγωνία του τον οδήγησε σε αποπληξία, που άφησε τη μια πλευρά του σώματός του παράλυτη.
Στο Βιρτζίνια Μπιτς, η αφοσιωμένη του βοηθός Μέι ξύπνησε ένα πρωί με δυνατό συναίσθημα ότι έπρεπε να επισκεφθεί τον ΄Εντγκαρ. ΄Οταν έφτασε εκεί, είδε τη μαύρη απελπισία στα μάτια του. Είχε νοσταλγήσει το σπίτι του, τους φίλους του, την όμορφη λίμνη του. Η Μέι έκανε μερικά τηλεφωνήματα και σε λίγο οι φίλοι του έφτασαν με ένα ασθενοφόρο, μάσκες οξυγόνου και όλα όσα χρειάζονταν.
Τον μετέφεραν στο σπίτι, την επόμενη της Ημέρας των Ευχαριστιών και ήταν πιο ευτυχισμένος, αλλά όχι και πιο δυνατός, ξαπλωμένος σε μια θέση από όπου μπορούσε να βλέπει έξω προς τη λίμνη και να παρατηρεί τις πέρκες να πηδούν επάνω από το νερό με την ανατολή και τη δύση του ήλιου. Την πρωτοχρονιά του 1945, η Μέι έκανε την καθημερινή της επίσκεψη. Ο ΄Εντγκαρ κατάφερε με ένα τρεμάμενο χαμόγελο να ψιθυρίσει: «΄Ολα κανονίστηκαν ... Θα γίνω καλά την Παρασκευή 5 Ιανουαρίου».
Το απόγευμα της 3ης Ιανουαρίου, η Μέι στάθηκε στο προσκέφαλό του και τον είδε να αφήνει την τελευταία του, κουρασμένη πνοή. Ξαφνικά, κατάλαβε τι εννοούσε. Το θαύμα της θεραπείας θα γινόταν την Παρασκευή, όπως της είχε πει, αλλά από την άλλη πλευρά του πέπλου, που τόσα είχε κάνει για να το ανασηκώσει.
Εκείνη σήκωσε τα μάτια της, κοιτάζοντας έξω το ηλιοβασίλεμα και είδε το τελευταίο θαύμα. Στο Βιρτζίνια Μπιτς, στο Νόρφολκ και στις γύρω περιοχές της ακτής, ακόμη μιλούν με θαυμασμό για το φαινόμενο που συνόδευσε τη λαμπρή δύση εκείνου του απογεύματος. Μια αχτίδα λαμπρού κόκκινου σηκώθηκε σαν οβελίσκος από τον δίσκο του ήλιου που έδυε. ΄Εφθασε σχεδόν μέχρι το ζενίθ και παράμεινε εκεί, ένα μνημείο στον ουρανό για αρκετή ώρα μετά τη δύση.
΄Εντγκαρ Κέυσι
«Μυστηριώδης ΄Ανθρωπος των Θαυμάτων»
(εκδ. Βουλούκου, Αθήνα 1982