Η Ομορφιά που από το γράμμα «S» παραπέμπει στο γράμμα «I» H ομορφιά δεν είναι κληρονομικό προνόμιο, μπορεί να κατακτηθεί, μαζικοποιείται: «Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, ποια είναι η ομορφότερη στον κόσμο;» ρωτάει η κακιά μητριά της Χιονάτης, για να εισπράξει μια απάντηση που θα την οδηγήσει στη γνωστή επιχείρηση εξόντωσης εκείνης που της αμφισβητεί το πρωτείο της ομορφιάς.
Στην «Πεντάμορφη και το Τέρας» πάλι μαθαίνουμε ότι η ομορφιά δεν εξαρτάται από εξωτερικά χαρακτηριστικά, παρ’ όλο που η Πεντάμορφη αναμφισβήτητα τα διαθέτει, αλλά από την εσωτερική ομορφιά, την ομορφιά της ψυχής. Βεβαίως και σε αυτό το παραμύθι το Τέρας μεταμορφώνεται σε όμορφο πρίγκιπα πριν φιλήσει την Πεντάμορφη.
Εν τέλει και στα δύο αυτά παραμύθια το «ωραίο» ταυτίζεται με το «καλό» και το κάλλος του προσώπου και του σώματος παραπέμπει στην καλοσύνη της ψυχής. Παράλληλα η ομορφιά παρουσιάζεται ως απόλυτη και διαχρονική, μια αίσθηση που γεννιέται επίσης συχνά από την αισθητική απόλαυση μπροστά στην ακινησία των αγαλμάτων και των εικαστικών έργων τέχνης εν γένει.
Υπάρχει εν τούτοις ένας απόλυτος και ενιαίος κανόνας της ανθρώπινης ομορφιάς που ισχύει διαχρονικά και πέρα από γεωγραφικούς και πολιτισμικούς διαχωρισμούς; Το ότι η απάντηση είναι αρνητική συνάγεται αυτομάτως από την απλή παράθεση των ανθρώπινων μορφών που παρήγαγε η τέχνη ανά τους αιώνες ή και κατά την ίδια χρονική περίοδο αλλά σε διαφορετικές περιοχές της Γης.
Για να μείνουμε στον δυτικό πολιτισμό και στη σύγχρονη εποχή θα ήταν χρήσιμο να κάνουμε έναν διαχωρισμό ανάμεσα στην ιδέα της ομορφιάς και στην εικαστική (ή και λογοτεχνική) αναπαράσταση του ωραίου αφενός και στις πρακτικές καλλωπισμού αφετέρου.
H ομορφιά είναι πολιτισμικό προϊόν και γι’ αυτόν τον λόγο μπορούμε να την προσεγγίσουμε με όρους ιστορικότητας. «Το όργιο ανεκτικότητας, ο ολοκληρωτικός συγκρητισμός και ο απόλυτος και αέναος πολυθεϊσμός της ομορφιάς», που κατά τον Ουμπέρτο Εκο χαρακτηρίζουν τη σημερινή ιδέα της ομορφιάς (Ιστορία της Ομορφιάς, Αθήνα, Καστανιώτης, 2004, σ. 428), αποτελούν κατάληξη μιας σειράς ιστορικών αλλαγών που συνέβησαν μέσα στον 20ό αιώνα και αφορούν κοινωνικές δυναμικές και πολιτισμικές ρήξεις.
Για παράδειγμα, είναι εύκολο να εντοπίσουμε την αλλαγή στο γυναικείο πρότυπο ομορφιάς που εξελίχθηκε μέσα στον προηγούμενο αιώνα από την ακινησία και την παθητικότητα στην πρωτοβουλία και στη δράση. Ορατές είναι επίσης οι αλλαγές ως προς τα όρια ανάμεσα στο γυναικείο και στο ανδρικό πρότυπο ομορφιάς (π.χ., στυλ unisex), ενώ ταυτόχρονα παρατηρείται ο πολλαπλασιασμός και κατακερματισμός του αρχικά ενιαίου προτύπου σε ιδιαίτερες, εξατομικευμένες εκδοχές ομορφιάς που συνδέονται όλο και σαφέστερα με την αυτοεκπλήρωση.
Με την εκβιομηχάνιση και την παράλληλη δραστική τομή στην αναπαράσταση του Εγώ δημιουργείται μια αγορά ομορφιάς η οποία θα διογκωθεί σταδιακά ως σήμερα περιλαμβάνοντας τόσο τα λεγόμενα «προϊόντα ομορφιάς» (ή «καλλυντικά») όσο και τα «ινστιτούτα καλλονής». Σε αυτά θα προστεθούν οι αισθητικές χειρουργικές επεμβάσεις, οι οποίες θα ξεκινήσουν ως διορθωτικές των δυσπλασιών (κυρίως ρινοπλαστική) για να καταλήξουν σε αναπλάσεις που έχουν ως στόχο την προσέγγιση ενός ιδεατού προτύπου ομορφιάς ή απλώς τη διατήρηση της ομορφιάς (και της νεότητας, βεβαίως).
Στα λεξικά των αρχών του 20ού αιώνα δεν ανευρίσκεται η λέξη «αισθητικός». Το επάγγελμα αυτό όπως και το ινστιτούτο ομορφιάς αποτελούν καινοτομίες των αρχών του 20ού αιώνα. H Helena Rubinstein, ταξιδεύοντας μεταξύ Ευρώπης και Αυστραλίας, δημιούργησε μια κρέμα προσώπου και στη συνέχεια σειρά προϊόντων ομορφιάς για το πρόσωπο και το σώμα.
Τα ινστιτούτα αισθητικής που ίδρυσε στο Λονδίνο, στο Παρίσι και στις ΗΠΑ εγκαινίασαν από τη δεκαετία του 1910 ένα διεθνές πρότυπο το οποίο θα μαζικοποιηθεί τις επόμενες δεκαετίες. H αγορά αυτή της ομορφιάς θα διευρυνθεί με τη διαφήμιση και τα γυναικεία περιοδικά, όπου θα διατυπώνεται και θα διαδίδεται ο κανόνας ομορφιάς της κάθε εποχής.
H συγκριτική ανάγνωση του γυναικείου Τύπου μέσα στον 20ό αιώνα δείχνει τη συνεχή τάση απίσχνασης της γυναικείας σιλουέτας (που από το γράμμα «S» παραπέμπει στο γράμμα «I»), ενώ ταυτόχρονα ενισχύεται ο ερωτισμός και η ομορφιά γίνεται όλο και περισσότερο προκλητική.
Με την εφεύρεση του κινηματογράφου και την έκρηξη της εικόνας κατασκευάζεται ένας καινούργιος κόσμος ηρώων και προτύπων. H «βιομηχανία ονείρων» του Χόλιγουντ παράγει μια σειρά «σταρ», βεντέτες, μορφές παραδειγματικές που λειτουργούν ως πρότυπα και «πρέσβειρες» ομορφιάς.
H «φωτογένεια» είναι τώρα σημαντική παράμετρος της ομορφιάς ενώ η σωματική αισθητική ανανεώνεται μέσα από τον τρόπο που δείχνουμε και κινηματογραφούμε το σώμα και το πρόσωπο. Μέσα στη δεκαετία του ’20 εξάλλου εμφανίζεται η νέα μόδα των διαγωνισμών ομορφιάς (καλλιστείων), με πολλές «Miss» να συνωστίζονται στην εφήμερη δημοσιότητα.
Τις τελευταίες δεκαετίες, όπως έδειξε ο Georges Vigarello (Histoire de la beaute, Παρίσι, 2004), παρατηρείται ένας εκδημοκρατισμός της ομορφιάς: η ομορφιά δεν είναι κληρονομικό προνόμιο, μπορεί να κατακτηθεί, μαζικοποιείται.
Πράγματι, όπως δείχνουν οι στατιστικές, η αγορά των καλλυντικών δεν αποτελεί προνόμιο μιας κοινωνικής τάξης ενώ η πλαστική χειρουργική προσφέρει «ομορφιά για όλους» και καταργεί την ομορφιά ως αποκλειστικό προνόμιο της φύσης.
H κατάκτηση της ομορφιάς επεκτείνεται πλέον σε μεγαλύτερες ηλικίες – μέσω των αντι-γηραντικών προϊόντων – και στο ανδρικό φύλο με τις σειρές καλλυντικών «για άντρες». Καταργείται – ή έστω υπονομεύεται – η έννοια του «ωραίου φύλου» και διαταράσσεται η ευθεία σύνδεση ομορφιάς και νεότητας.
H ομορφιά γίνεται προσιτή και ο καθρέφτης επιβεβαιώνει την ιδιαίτερη επένδυση στην εξατομικευμένη εικόνα της. H Χιονάτη δεν θα χρειαστεί να δαγκώσει το μήλο.