Είναι που το αίμα σου δεν έχει σταματήσει να τρέχει. Είναι που
θολώνει η εικόνα του τριαντάφυλλου – ακόμα κι εκείνου που ματώνει. Είναι
που το αγκάθι μοιάζει τόσο μικρό και το μαχαίρι πλέον τόσο ακίνδυνο.
Είναι που η αιμορραγία σου μοιάζει να μην έχει αρχή. Ούτε και τέλος.
Μόνο ροή… Αστείρευτη. Σαν ποτάμι.
Ένα ποτάμι που συνεχώς αλλάζει. Χρώμα και μορφή. Τη μία μοιάζει
διάφανο γάργαρο νερό, έτοιμο να σε ξεδιψάσει… Μα σαν κλείσεις τα μάτια
σου μεταμορφώνεται σε αιμάτινο λουτρό…
Είναι η αμέσως επόμενη στιγμή. Εκείνη που ανοίγεις τα μάτια
αντικρίζοντας το ματωμένο εαυτό σου. Είναι κι αυτή η αγωνία… – να
ψάχνεις μανιωδώς την πληγή. Μα δε βρίσκεις τίποτα. Όσο κι αν αγωνιάς.
Όσο κι αν ψάχνεις. Δε θα τη βρεις. Δεν υπάρχει. Επάνω σου δεν υπάρχει
πληγή μα συνεχίζεις να αιμορραγείς…
Κι όσες φορές κι αν μπεις κάτω απ’ το ντους δεν είναι αρκετές. Όσο κι
αν τρίβεις το δέρμα σου δεν καθαρίζει. Παρά ματώνει περισσότερο. Κι όσο
κι αν νομίζεις πως σε λούζει καθαρό νερό στην πραγματικότητα λούζεσαι
με αίμα…
Αίμα διάφανο στα μάτια σου και στα μάτια των άλλων. Μόνο εσύ το
ξεχωρίζεις. Μόνο εσύ μπορείς να το καταλάβεις. Από τη μυρωδιά του… Το
κόκκινο ζει στα δικά σου μάτια.
Κι έρχεται η στιγμή που προσπαθείς να ξεφύγεις. Να βγεις έξω απ’ το
πηχτό υγρό που κολλάει ‘πάνω σου. Τα αργά βήματά σου, η αίσθηση καθώς
κυλάνε στο δέρμα σου οι σταγόνες, τα κόκκινα αποτυπώματα που αφήνεις
πίσω σου, το πορφυρό σου βλέμμα και η γεύση της θάλασσας · κατοικεί και
καθρεφτίζεται στα μάτια σου…
Στην άκρη του ποταμού υπάρχει μια παιδική χαρά. Έρημη. Ακούγονται
χαρούμενες παιδικές φωνές. Τις φέρνει ο άνεμος από το παρελθόν. Αντηχούν
μέσα σε μια εικόνα εγκαταλελειμμένη…
Έχεις φοβηθεί ποτέ το ίδιο σου το αίμα; Όταν πλησιάζει το πρόσωπό
σου; Έχεις χαράξει το δέρμα σου για ν’ αδειάσεις τις φλέβες σου; Έχεις
αρνηθεί ποτέ το αίμα που κυλάει μέσα σου;
Σας αγαπώ πάντα,
Η «Θεά».