Δεν έχει σημασία «τι» ζητάς, αλλά «πως» το ζητάς! - Point of view

Εν τάχει

Δεν έχει σημασία «τι» ζητάς, αλλά «πως» το ζητάς!




Προχτές, συζητώντας με τον ανιψιό μου, η κουβέντα ήρθε στο θέμα τού πόσο μεγάλη σημασία έχει ο τρόπος που επιλέγεις να παρουσιάσεις ή να ζητήσεις κάτι. Μάλιστα, όπως υποστήριξα, πολλές φορές απ' αυτόν εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό αν η άποψή σου, η πρότασή σου, το αίτημά σου, θα γίνει αποδεκτό ή θα απορριφθεί. Τότε, προς επίρρωση των λεγομένων μου, διηγήθηκα στον ανιψιό μου το ακόλουθο διδακτικό περιστατικό, του οποίου υπήρξα πρόσφατα αυτόπτης μάρτυρας.

Δύο φίλοι, ο Πέτρος και ο Ανδρέας, μανιώδεις καπνιστές και οι δύο, επισκέπτονται κάποιο μοναστήρι. Μαζί με μια μικρή ομάδα άλλων επισκεπτών, παρακολουθούν με ενδιαφέρον τον αγαθό μοναχό που τους ξεναγεί. Ωστόσο, μη έχοντας για αρκετή ώρα ανάψει τσιγάρο, έχουν εμφανώς αρχίσει να νιώθουν το σχετικό σύνδρομο στέρησης της νικοτίνης. Έτσι, κάποια στιγμή ο Πέτρος σκύβει και ψιθυρίζει στον Ανδρέας:

—Να πάρει η ευχή, θα σκάσω αν δεν ανάψω τσιγάρο!

—Κι εγώ το ίδιο, απαντάει ο Ανδρέας Μήπως να ζητούσαμε άδεια από τον μοναχό να κάνουμε ένα τσιγαράκι; Τι λες;

—Καλή ιδέα! Πάω, λέει ο Πέτρος και τρέχει προς τον μοναχό.

Τον πλησιάζει, κάτι του λέει χαμηλόφωνα, εκείνος φαίνεται να του αποκρίνεται, χαμηλόφωνα επίσης, και ο Πέτρος επιστρέφει κοντά στον φίλο του, έχοντας ήδη ανάψει τσιγάρο.

—Ώστε λοιπόν, ρωτάει ο Ανδρέας, μάλλον προεξοφλώντας ότι το δίχως άλλο η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι καταφατική, επιτρέπεται ν' ανάψουμε τσιγάρο;

—Όχι! τον αντισκόφτει ο Πέτρος Άδεια έδωσε σ' εμένα μονάχα ο καλόγερος. Αν θες κι εσύ, πρέπει να πας να του τη ζητήσεις.

Ο Ανδρέας δεν περιμένει να τελειώσει ο Πέτρος Ήδη έχει πλησιάσει τον μοναχό και υποβάλλει, ψιθυρίζοντας σχεδόν, το αίτημά του, βέβαιος ότι θα γίνει αποδεκτό. Ο μοναχός φαίνεται να του απαντάει σιγανά, και ο Ανδρέας απομακρύνεται και επιστρέφει κοντά στον φίλο του, πλην με σκυμμένο το κεφάλι και χωρίς να έχει ανάψει τσιγάρο.

—Δεν μου το επέτρεψε, ψελλίζει απογοητευμένος.

Τέλος, η ξενάγηση τελειώνει και οι δύο φίλοι βρίσκονται στην αυλή του μοναστηριού.

—Καλά, ξεκινάει ο Ανδρέας, που τον τρώει η απορία, αλλά και πάει να σκάσει από το κακό του, επειδή ο μοναχός επέτρεψε στον φίλο του ν' ανάψει τσιγάρο την ίδια στιγμή που το απαγόρεψε σ' αυτόν. Πώς εσένα σου έδωσε άδεια κι εμένα όχι; Τι του είπες;

—Είναι απλό, απαντάει ο Πέτρος Τον ρώτησα: «Άγιε πατέρα, όταν καπνίζω, μπορώ να προσεύχομαι;» «Βεβαίως, τέκνο μου, προσεύχεσαι εν παντί τόπω και χρόνω!» μου απάντησε. Καλά, εσύ τι του είπες;

—Εεε χμ…, μορφάζει ο Ανδρέας Εγώ τον ρώτησα: «Άγιε πατέρα, όταν προσεύχομαι, μπορώ να καπνίσω;» «Όχι, τέκνο μου, ασέβεια μεγάλη! Ν' ανάψεις τσιγάρο τη στιγμή που προσεύχεσαι;»

Pages