Μια περιήγηση στην κρίση με οδηγό τον Προφήτη Δαβίδ - Point of view

Εν τάχει

Μια περιήγηση στην κρίση με οδηγό τον Προφήτη Δαβίδ



Η κρίση είναι μια έννοια επίκαιρη. Την ακούμε κατά κόρον τα τελευταία χρόνια, και την ερμηνεύουμε ως εθνική καταστροφή, τραγωδία, υποδούλωση ή ό,τι άλλο πιο δραματικό, με τη βοήθεια και των ΜΜΕ που παίζουν τον δικό τους ρόλο στην όλη υπόθεση. Αυτή η κρίση θα μας απασχολήσει κι εδώ, με μια κάπως διαφορετική θεώρηση.

Ας αρχίσουμε με τη σημασία της λέξης. Πώς ορίζουν την κρίση τα λεξικά; Βέβαια ‘κρίση’ στην ελληνική γλώσσα σημαίνει και άλλα πράγματα (π.χ. νοητική κριτική ικανότητα, απόφαση δικαστηρίου ή επιτροπής κτλ). Η ‘κρίση’ όμως που μας ενδιαφέρει στην παρούσα συζήτηση ορίζεται ως εξής:

  • Διατάραξη της ομαλής πορείας, κακή λειτουργία (Μπαμπινιώτης)
  • Κορύφωση μιας δύσκολης εξελικτικής πορείας με επιδείνωση όλων των αρνητικών φαινομένων, από το ξεπέρασμα της οποίας εξαρτάται η επιστροφή στη φυσιολογική κατάσταση (Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής ΑΠΘ). 

Μια τέτοια κρίση μπορεί να είναι ατομική, συλλογική, εθνική ή και παγκόσμια, όπως διαπιστώνουμε στην εποχή μας. Τα χαρακτηριστικά και οι ιδιότητές της μπορεί να διαφέρουν κατά περίπτωση, αλλά υπάρχει μια βασική ‘ανατομία’ της κρίσης, όπως θα δούμε στη συνέχεια. 

Στη σκέψη των περισσοτέρων η σημερινή κρίση έχει οικονομικές διαστάσεις, κυρίως διότι αυτές είναι που προβάλλονται από τα Μέσα (τόσα χρωστάμε, τόσα θα χάσουμε, επί τόσα χρόνια θα πληρώνουμε, κ.ο.κ.) και αυτές έχουν ένα άμεσο και μετρήσιμο αντίκρισμα στην καθημερινή μας ζωή. Αυτό που συνειδητοποιούμε όλο και περισσότερο είναι ότι η κρίση αποκαλύπτει την ανθρώπινη αφροσύνη, ατομική, συλλογική, εθνική, παγκόσμια. Κι έτσι, ανάλογα με την οπτική γωνία, μπορεί κανείς να δει την κρίση σε διάφορα επίπεδα:

  • Σαν μια επιχείρηση κερδοσκοπίας σε επίπεδο αγορών και δανειστών, με θύματα ολόκληρες χώρες
  • Σαν ένα στρατηγικό παιχνίδι κυριαρχίας μεταξύ χωρών, ηπείρων και νομισμάτων
  • Σαν μια σειρά από δημόσιες ευθύνες ή ολιγωρίες ή λανθασμένους χειρισμούς μιας ή περισσοτέρων διαδοχικών κυβερνήσεων μιας χώρας
  • Σαν κορύφωση ενός αθροίσματος κακών προσωπικών και κοινωνικών συνηθειών που διαμορφώθηκαν στη χώρα μας μέσα σε ένα στρεβλό καθεστώς δεκαετιών.

Η ύπαρξη ευθυνών σε ένα ή πολλά άλλα επίπεδα σε καμία περίπτωση δεν ακυρώνει την δική μας υποχρέωση ή ευθύνη, μικρότερη ή μεγαλύτερη, στον χώρο που βρισκόμαστε ο καθένας μας. Έτσι π.χ., η αίσθηση της κοινωνικής αδικίας ή της παγκόσμιας εκμετάλλευσης δεν μπορεί να αποτελεί δικαιολογία για την όποια προσωπική μου ανομία. Άλλο τώρα ότι τα κραυγαλέα αρνητικά παραδείγματα, ιδίως των μεγαλυτέρων και ισχυροτέρων, μολύνουν την γενική ατμόσφαιρα, ιδίως όταν περνούν ατιμώρητα. Πού θα βρούμε λοιπόν ‘αντισώματα’ που θα μας προστατεύσουν από τον λοιμό; Χρειαζόμαστε κάποιο ανώτερο κριτήριο και σημείο αναφοράς.



Είπαμε ότι η σημερινή κρίση προβάλλεται κυρίως ως οικονομική έννοια. Ωστόσο, κάθε τόσο ακούμε ή διαβάζουμε τη γνώμη κάποιου ότι έχει και διαστάσεις εθνικές, πολιτισμικές, κοινωνικές, πνευματικές… Και η συζήτηση συνήθως σταματάει εκεί. Ακόμη και οι λεγόμενοι άνθρωποι του πνεύματος φαίνεται να διστάζουν να βάλουν ‘δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων’ και να πουν ξεκάθαρα τι εννοούν ως ‘πνευματική κρίση’ ή ‘κρίση αξιών’. Εξάλλου, υπάρχει και η μοντέρνα πρακτική της ‘πολιτικής ορθότητος’, δηλ. να μη λέμε πράγματα που ίσως να θίγουν κάποιους άλλους, όσο στραβές, λανθασμένες ή και τελείως παράνομες ή ανήθικες είναι οι απόψεις και τακτικές τους—μια εκδήλωση υποκρισίας και συσχηματισμού με όσα συμβαίνουν γύρω μας. Τι συμβαίνει λοιπόν; Υπάρχει πνευματική διάσταση στη σημερινή κρίση; Και τι θα είχε να μας πει ο Προφήτης και Βασιλιάς Δαβίδ, που έζησε πάνω από 3000 χρόνια πριν, για ένα τόσο σύγχρονο και καυτό θέμα;

Οφείλω μια εξήγηση. Δεν είμαι βιβλικός θεολόγος ούτε ειδικός ερμηνευτής. Επειδή έμαθα να ψάλλω από μικρή ηλικία, είχα την ευκαιρία να διαβάσω πολλές φορές τους ‘Ψαλμούς’ στα πλαίσια των εκκλησιαστικών ακολουθιών. Στο κείμενό τους συναντούμε ορισμένες φράσεις που είναι τόσο επίκαιρες και ταιριαστές με την τρέχουσα πραγματικότητα που να δικαιούνται τον τίτλο του ‘διαχρονικού’. Θα τολμούσα να πω, χωρίς υπερβολή, ότι ο Δαβίδ τα έχει πει όλα στους Ψαλμούς του. Μια συστηματική ανάγνωση θα μας πείσει. Και επειδή οι Ψαλμοί χρησίμευσαν ως πηγή έμπνευσης και διδασκαλίας σε όλους τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς, θα επεκτείνουμε τη σταχυολόγηση και σε κάποια άλλα κείμενα.




Η σημερινή κρίση περιγράφεται με οικονομικούς όρους (πτώχευση, χρεοκοπία κτλ). Στην εποχή του Δαβίδ οι ‘κρίσεις’ που αντιμετώπιζε ο λαός και ο βασιλιάς του ήταν κυρίως καταστροφικές επιδρομές εχθρών, λεηλασίες, αιχμαλωσίες και τυραννία από λαούς ειδωλολατρικούς, αλλά και συνωμοσίες και δολοφονικές επιβουλές κατά της ζωής του. Δεν έχει σημασία το περιεχόμενο: τα χαρακτηριστικά των κρίσεων είναι παρόμοια, αποτελούν απειλές κατά της ζωής και της υπόστασης είτε του ιδίου ως προσώπου (π.χ. όταν καταδιώκεται από τον Σαούλ) είτε του λαού του. Βέβαια οι Ψαλμοί, όπως και ολόκληρη η Παλαιά Διαθήκη, αναφέρονται στον ισραηλιτικό λαό. Ας μη ξεχνούμε όμως την βασική αλήθεια ότι ο Ισραήλ και η ιστορία του αποτελούν ‘τύπον του μέλλοντος’, δηλ. είναι ένα διδακτικό υπόδειγμα της ιστορίας του λαού του Θεού, που στην προ Χριστού εποχή είχε στενή εθνική έννοια, ενώ μετά Χριστόν έχει ευρύτερη, παγκόσμια διάσταση. Με το πνεύμα αυτό διαβάζουμε, ερμηνεύουμε και κατανοούμε την Παλαιά Διαθήκη στον χώρο της Ορθόδοξης Χριστιανικής εκκλησίας.



Σχηματικά, μπορούμε να δούμε διάφορα στάδια της κρίσης: αίτια, συνέπειες και αποτελέσματα, διαπιστώσεις, προτάσεις για λύση.

Από τον 1ο ήδη Ψαλμό ο Δαβίδ προβάλλει μια βασική αρχή: «Μακάριος ανήρ ος ουκ επορεύθη εν βουλή ασεβών, και εν οδώ αμαρτωλών ουκ έστη, και επί καθέδρα λοιμών ουκ εκάθισεν. Αλλ’ ή εν τω νόμω Κυρίου το θέλημα αυτού, και εν τω νόμω αυτού μελετήσει ημέρας και νυκτός» [= ευτυχισμένος είναι ο άνθρωπος που δεν βάδισε κατά το θέλημα των ασεβών, και δεν ακολούθησε τον δρόμο των αμαρτωλών, και δεν κάθισε μαζί με διεφθαρμένους ανθρώπους. Αλλά το θέλημά του είναι ο νόμος του Κυρίου, κι αυτόν το νόμο μελετά μέρα και νύχτα].



Ας ξεκινήσουμε από τα αίτια. Για τον ψαλμωδό, όπως και για τους άλλους συγγραφείς της Π. Διαθήκης, ένα και βασικό είναι το αίτιο: η αποστασία από τον Θεό. Η ‘κρίση’ είναι κατά βάθος πνευματική, αποτέλεσμα της απομάκρυνσης από τον ‘Θεόν τον ποιήσαντα’ [βλ. και Ψ. 80]. Όπως λέει η Ωδή του προφήτου Μωυσέως: «Θεόν τον γεννήσαντά σε εγκατέλιπες, και επελάθου Θεού του τρέφοντός σε» [= εγκατέλειψες τον Θεό που σε γέννησε, και λησμόνησες τον Θεό που σε τρέφει] [Ωδή Μωυσέως, Δευτ. λβ΄ 1-43]. Νωρίτερα στο ίδιο βιβλίο [Δευτ. κεφ. δ΄] ο Μωυσής υπενθυμίζει στο λαό του Ισραήλ ποια είναι η διαφορά του από τα άλλα έθνη: άκουσαν οι ίδιοι τον Θεό και έλαβαν τον νόμο που Εκείνος τους έδωσε. Εφόσον τον τηρήσουν, θα μακροημερεύσουν, ενώ αν τον παραβούν, θα καταστραφούν όπως και οι ειδωλολατρικοί λαοί γύρω τους.

Για τον Ισραήλ ο Θεός δεν είναι κάτι απόμακρο. Είναι ‘ο Θεός των πατέρων ημών’, αυτός για τον οποίο τόσα θαυμαστά τους διηγήθηκαν οι πατέρες τους, και πάλι όχι ως θρύλους από κάπου αλλού, αλλά ως άμεση εμπειρία στη ζωή τους ως έθνους: «Όσα ηκούσαμεν και έγνωμεν αυτά, και οι πατέρες ημών διηγήσαντο ημίν» [= όσα ακούσαμε και μάθαμε, και μας τα διηγήθηκαν οι πατέρες μας] [Ψ. 77]. Στον μακρό αυτό ψαλμό απαριθμούνται όλα τα υπερφυσικά σημεία που έγιναν για χάρη του λαού στην Αίγυπτο και κατά την ιστορική Έξοδο από αυτήν.

Γιατί αποστατεί ο άνθρωπος από τον Θεό; Όσο ζούμε στην ευημερία και την αφθονία, έχουμε την ψευδαίσθηση της αυτάρκειας και της αφθαρσίας. Δεν νιώθουμε την ανάγκη να ελπίσουμε ή να πιστέψουμε σε κάποιον Άλλο: «Έφαγεν Ιακώβ και ενεπλήσθη, και απελάκτισεν ο ηγαπημένος, ελιπάνθη, επαχύνθη, επλατύνθη, και εγκατέλιπε Θεόν τον ποιήσαντα αυτόν, και απέστη από Θεού σωτήρος αυτού» [= έφαγε ο Ιακώβ και χόρτασε, κι άρχισε να κλωτσάει ο αγαπημένος, πάχυνε, χόντρυνε, έγινε θρεφτάρι, και εγκατέλειψε τον Θεό που τον έπλασε, και απομακρύνθηκε από τον Θεό τον σωτήρα του] [Ωδή Μωυσέως, Δευτ. λβ΄ 1-43]. Με άλλα λόγια, η ψευδαίσθηση της αφθονίας οδηγεί σ’ αυτό που ο Δαβίδ ονομάζει αφροσύνη: ‘Είπεν άφρων εν καρδία αυτού: ουκ έστι Θεός’ [Ψ. 13], κάτι που μπορεί να μη λέμε με λόγια, αλλά να δείχνουμε με τη συμπεριφορά και τα έργα μας. Γι’ αυτό και ο ιερός Χρυσόστομος, σχολιάζοντας το Δευτερονόμιο, γράφει ότι ο Θεός προβάλλει στους Ισραηλίτες την απειλή της τιμωρίας ως αντίβαρο για την αδιαφορία που θα έδειχναν λόγω της ‘ευπραγίας’ [= καλοπέρασης] που θα είχαν στη γη Χαναάν.

Η ευημερία δημιουργεί ανέσεις, που δεν έχουν καμία σχέση με την ταλαιπωρία που υπέστη ο παλαιός Ισραήλ στην έρημο επί 40 χρόνια, ή πριν από την Έξοδο επί 400 χρόνια στην Αίγυπτο, υπό συνθήκες δουλείας και καταδυνάστευσης (μπορούμε εύκολα να κάνουμε τον παραλληλισμό με την δική μας τουρκοκρατία, ή ακόμη πιο πρόσφατα με τη Γερμανική κατοχή). Οι ανέσεις είναι το ‘δόλωμα’ που ρίχνει ο διάβολος κάνοντας τον άνθρωπο να χαλαρώνει πνευματικά και ηθικά, και να μη ‘βασανίζεται’ με τη σκέψη ότι υπάρχει Θεός που έχει ‘απαιτήσεις’ πίστης και λατρείας, ορθής συμπεριφοράς και ενάρετης ζωής. Το ‘Να περνάμε καλά’ γίνεται σύνθημα και τρόπος ζωής, έστω κι αν δικαιολογεί και περιλαμβάνει κάθε είδους εκτροπή και αμαρτία. Ο Δαβίδ το επισημαίνει κι αυτό: «Ει εθεώρεις κλέπτην συνέτρεχες αυτώ, και μετά μοιχού την μερίδα σου ετίθεις» [= ‘Αν έβλεπες κλέφτη, έτρεχες κι εσύ μαζί του, κι έπαιρνες μέρος στη ζωή του μοιχού’] [Ψ. 49]

Μια ακόμη συνέπεια της αυτάρκειας είναι η αχαριστία και αγνωμοσύνη. ‘Φυσική’ θα τη λέγαμε. Από τη στιγμή που πιστεύουμε μόνο στις δικές μας δυνάμεις, δεν βλέπουμε κανένα λόγο να ευχαριστήσουμε κάποιον Άλλο για το ότι έχουμε στέγη και τροφή, έχουμε πλούτο, έχουμε ‘διατροφάς και σκεπάσματα’, έχουμε υλικά αγαθά. Οι Πατέρες αποδίδουν μεγάλη αξία στην γεωργική εργασία, που έχει άμεσο αντίκρισμα στη ζωή του ανθρώπου, καθώς τα προϊόντα της μας τρέφουν και μας συντηρούν. Γιατί άραγε; Ο αγρότης περιβάλλεται από τον φυσικό κόσμο, έχει άμεση κοινωνία με τη φύση, και όταν έχει υγιή πνευματικά μάτια ‘διαβάζει’ το βιβλίο της και βλέπει μέσα από την κτίση τον Κτίσαντα. Σε κάθε εκκλησιαστική ακολουθία υπάρχουν δεήσεις για τους ‘ειρηνικούς καιρούς’ και την ‘ευκρασία των αέρων’ που χρειάζονται για να αποδώσει η γη τους καρπούς του μόχθου των ανθρώπων που την δουλεύουν και περιμένουν να ζήσουν από αυτήν. Όταν όμως ο άνθρωπος περιβάλλεται από τσιμέντο και σιδηροκατασκευές, χάνει ακόμη και την οπτική επαφή με τη φύση, βλέπει παντού μόνο έργα των δικών του χειρών, και όχι του Θεού. Πώς λοιπόν να ευχαριστήσει αυτόν που δεν βλέπει; Ένας πνευματικός έλεγε πριν πολλά χρόνια ερμηνεύοντας τον ψαλμικό στίχο «Σχολάσατε και γνώτε ότι εγώ ειμι ο Θεός» [= ‘ελευθερωθείτε από τους περισπασμούς και μάθετε ότι εγώ είμαι ο Θεός’] [Ψ. 45]: πάρτε απόσταση από τα δικά σας έργα και τότε θα συνειδητοποιήσετε ότι άλλος είναι ο Δημιουργός. Όπως αλλού γράφει ο Ψαλμωδός, «Μάθετε ότι Κύριος ο Θεός ημών, αυτός εποίησεν ημάς και ουχ ημείς» [= ‘μάθετε ότι ο Κύριος είναι ο Θεός μας, αυτός μας έπλασε και όχι εμείς’ [Ψ. 99].

Ποιες είναι οι συνέπειες της αποστασίας; Κάποια στιγμή ο άνθρωπος (και ολόκληρος ο λαός) μένει μόνος, και αυτοί που τους νόμιζε για φίλους του βρίσκονται ξαφνικά αντιμέτωποί του, ή δείχνουν το αληθινό υστερόβουλο πρόσωπό τους, επιδιώκοντας φανερά την υποταγή ή την καταστροφή του, κάτι που ο Ψαλμωδός περιγράφει σε πολλά σημεία και με ποικίλους τρόπους:

  • «Εγενήθημεν όνειδος τοις γείτοσιν ημών, μυκτηρισμός και χλευασμός τοις κύκλω ημών» [= Γίναμε ρεζίλι στους γείτονές μας, περίγελως και κοροϊδία στους γύρω μας] [Ψ. 78]
  • «Έθου θλίψεις επί τον νώτον ημών, επεβίβασας ανθρώπους επί τα κεφαλάς ημών» [= Φόρτωσες στη ράχη μας θλίψεις, έβαλες άλλους ανθρώπους πάνω στα κεφάλια μας] [Ψ. 65].
  • «Οι εχθροί μου είπον κακά μοι: πότε αποθανείται, και απολείται το όνομα αυτού;» [= Οι εχθροί μου είπαν κακά για μένα: Πότε θα πεθάνει και θα χαθεί το όνομά του;] [Ψ. 40].
  • «Τον λαόν σου εταπείνωσαν και την κληρονομίαν σου εκάκωσαν» [= ταπείνωσαν τον λαό σου, και κακοποίησαν την κληρονομία σου] [Ψ. 93].
  • «Εξερευνησάτω δανειστής τα υπάρχοντα αυτού, και διαρπασάτωσαν αλλότριοι τους πόνους αυτού» [= θα ελέγξει αναλυτικά ο δανειστής τα υπάρχοντά του, και ξένοι θα αρπάξουν τους κόπους του] [Ψ. 108]. Μας θυμίζει κάτι αυτό;

Ας σημειώσουμε βέβαια ότι ο Θεός μπορεί να χρησιμοποιεί την εχθρική συμπεριφορά των άλλων για την παιδαγωγία μας, για να μας δώσει αφορμές για συνετισμό. Χρειάζεται όμως η ανάλογη ευαισθησία εκ μέρους μας για να το αντιληφθούμε. Χαρακτηριστικό βιβλικό παράδειγμα αποτελεί ο βασιλιάς της Νινευή που, ακούγοντας το κήρυγμα του Προφήτη Ιωνά, κήρυξε γενική νηστεία και μετάνοια, με αποτέλεσμα ο Θεός να ‘μετανοήσει’ και να ακυρώσει την καταστροφή που είχε εξαγγείλει για την πόλη.



Η αντίδραση του Θεού και η επίγνωση του ανθρώπου:

Μέσα στην κρίση η ψευδαίσθηση της αυτάρκειας γίνεται θρύψαλα. Ο Δαβίδ διαπιστώνει την αλήθεια αυτή και ομολογεί: «Ο Θεός απώσω ημάς και καθείλες ημάς… έδειξας τω λαώ σου σκληρά, επότισας ημάς οίνον κατανύξεως» [= Θεέ, μας απώθησες και μας σώριασες κάτω… έδειξες σκληρές δοκιμασίες στον λαό σου, μας πότισες κρασί πικρό] [Ψ. 59].

Σ’ ένα άλλο δραματικό βιβλικό κείμενο ο Προφήτης Μωυσής παριστάνει ανθρωπομορφικά τον Θεό που βλέπει τον εκλεκτό λαό να παραδέρνει, και μονολογεί με πικρία: «Είδε γαρ αυτούς παραλελυμένους και εκλελοιπότας εν επαγωγή και παρειμένους, και είπε Κύριος: πού εισίν οι θεοί αυτών, εφ’ ων επεποίθησαν επ’ αυτοίς;… αναστήτωσαν και βοηθησάτωσαν υμίν, και γενηθήτωσαν υμών σκεπασταί» [= τους είδε παραλυμένους και εξαντλημένους από τις συμφορές και εξασθενημένους, και είπε ο Κύριος: πού είναι οι θεοί τους στους οποίους πίστεψαν;… ας σηκωθούν κι ας σας βοηθήσουν, κι ας γίνουν εκείνοι φύλακές σας] [Ωδή Μωυσέως, Δευτ. λβ΄ 1-43].

Και αλλού, στην ίδια ωδή, διαπιστώνει: «Έθνος απολωλεκός βουλήν εστι, και ουκ έστιν εν αυτοίς επιστήμη, ουκ εφρόνησαν συνιέναι» [= είναι λαός ανόητος και η σοφία ολότελα τους λείπει, και δεν έχουν φρόνηση για να καταλάβουν] [Ωδή Μωυσέως].

Η γενικευμένη ατμόσφαιρα της ανομίας και η εχθρική καταπίεση δημιουργεί την αίσθηση της καθολικής απογοήτευσης και απόγνωσης από όλα τα κοσμικά και ανθρώπινα. Αυτήν εκφράζει ο Δαβίδ σε πολλούς στίχους του, καθώς φθάνει να απογοητευθεί από κάθε ανθρώπινη ελπίδα, και να πιστεύσει ότι μόνο ο Θεός μπορεί να τον σώσει στη δύσκολη περίσταση που περνάει: «Σώσον με Κύριε ότι εκλέλοιπεν όσιος, ότι ωλιγώθησαν αι αλήθεια από των υιών των ανθρώπων. Μάταια ελάλησεν έκαστος προς τον πλησίον αυτού. Χείλη δόλια εν καρδία, και εν καρδία ελάλησε κακά»     [= Σώσε με, Θεέ μου, διότι εξαφανίσθηκαν οι ενάρετοι άνθρωποι, διότι λιγόστεψαν οι αληθινές κουβέντες ανάμεσα στους πολλούς ανθρώπους. Μάταια μιλάει καθένας προς τον πλησίον του, με δόλια χείλη και με κακία στην καρδιά] [Ψ. 11].

Ψ. 13: «Πάντες εξέκλιναν, άμα ηχρειώθησαν, ουκ έστι ποιών χρηστότητα, ουκ έστιν έως ενός» [= Όλοι ξεστράτισαν, όλοι εξαχρειώθηκαν, δεν υπάρχει ούτε ένας που να διαπράττει το αγαθό].

Ψ. 4: «Υιοί ανθρώπων, έως πότε βαρυκάρδιοι; Ινατί αγαπάτε ματαιότητα και ζητείτε ψεύδος;» [= Υιοί των ανθρώπων, ως πότε θα είστε σκληρόκαρδοι; γιατί αγαπάτε την ματαιότητα και ζητείτε το ψεύδος;].

Ψ. 145: «Μη πεποίθατε επ’ άρχοντας, επί υιούς ανθρώπων, οις ουκ έστι σωτηρία» [= μην έχετε πεποίθηση σε άρχοντες, σε υιούς ανθρώπων, στους οποίους δεν υπάρχει σωτηρία], δηλ. με άλλα λόγια, δεν υπάρχουν ανθρώπινες λύσεις.

Εξάλλου, ένα από τα στοιχεία της κρίσης είναι το έλλειμμα ηγεσίας, κρατικής και πνευματικής, που θα οδηγήσει τον λαό προς την έξοδο: «Ουκ έστιν εν τω καιρώ τούτω άρχων, ουδέ προφήτης, ουδέ ηγούμενος» [= δεν υπάρχει στον καιρό μας άρχοντας, ούτε προφήτης, ούτε ηγέτης] [Ωδή ζ’]. Η έλλειψη αυτή επιδεινώνει την κατάσταση, και δεν αφήνει να φαίνεται φως στον ορίζοντα.

Μέσα στη γενική ατμόσφαιρα της ανομίας και της απογοήτευσης, ο Δαβίδ ελπίζει και πιστεύει ότι αυτή η κατάσταση δεν θα κρατήσει για πολύ. Με την ελπίδα αυτή απευθύνει προς τον Θεό ένα ερώτημα (που το συναντούμε με παρόμοια μορφή και στο βιβλίο της Αποκάλυψης): «Έως πότε αμαρτωλοί, Κύριε, καυχήσονται, φθέγξονται και λαλήσουσιν αδικίαν, λαλήσουσι πάντες οι εργαζόμενοι την ανομίαν;» [= μέχρι πότε, Κύριε, θα καυχώνται οι αμαρτωλοί, θα ανοίγουν το στόμα τους και θα διδάσκουν την αδικία, θα μιλούν όσοι διαπράττουν την ανομία;] [Ψ. 93].

Συνήθως ως άνθρωποι ζούμε μέσα σε μια ψεύτικη, εικονική πραγματικότητα: «Εν εικόνι διαπορεύεται άνθρωπος, πλην μάτην ταράττεται, θησαυρίζει και ου γινώσκει τίνι συνάξει αυτά» [= σαν μια εικόνα περνάει ο άνθρωπος, αλλά μάταια ταράζεται, θησαυρίζει, και δεν ξέρει για ποιον τα μαζεύει όλα αυτά] [Ψ. 38]. Είμαστε κλεισμένοι σε ένα δωμάτιο που περιβάλλεται από βαριές κουρτίνες, και η μόνη πραγματικότητα που γνωρίζουμε είναι εκείνη του κλειστού δωματίου, που την έχουμε διαμορφώσει όπως θέλουμε εμείς. Η κρίση είναι το τράβηγμα της κουρτίνας, που μας δείχνει πώς είναι τα πράγματα έξω από το δωμάτιο, και που φανερώνει πόσο ψεύτικες ήταν οι πεποιθήσεις που είχαμε όσο ζούσαμε ανέμελοι μέσα σ’ αυτό.

Η απομάκρυνση από τον Θεό δεν είναι χωρίς συνέπειες: «Ει επελαθόμεθα του Θεού ημών και ει διεπετάσαμεν χείρας ημών προς Θεόν αλλότριον, ουχί ο Θεός εκζητήσει ταύτα;» [= αν λησμονήσαμε το όνομα του Θεού μας και απλώσαμε τα χέρια μας προς ξένο θεό, δεν θα μας ζητήσει ο Θεός το λόγο;] [Ψ. 43]. Η ερώτηση αυτή μας θυμίζει τον Άσωτο γιο της παραβολής: ‘Εις εαυτόν δε ελθών…’. Η απόγνωση μπορεί να οδηγήσει σε επίγνωση, σε συνειδητοποίηση της κατάστασής μας, και αυτό είναι το πρώτο βήμα για μετάνοια και αλλαγή πορείας: «Αμαρτίας νεότητός μου και αγνοίας μου μη μνησθής» [Ψ. 24].

Ποια είναι λοιπόν η αλήθεια; «Εάν μη Κύριος οικοδομήσει οίκον, εις μάτην εκοπίασαν οι οικοδομούντες. Εάν μη Κύριος φυλάξη πόλιν, εις μάτην ηγρύπνησεν ο φυλάσσων» [= αν δεν χτίσει ένα σπίτι ο Κύριος, μάταια κοπιάζουν οι οικοδόμοι. Αν δεν φυλάξει μια πόλη ο Κύριος, μάταια αγρυπνάει ο φύλακας] [Ψ. 126]

Και αλλού: «Δεύτε και ίδετε τα έργα του Θεού, ως φοβερός εν βουλαίς υπέρ τους υιούς των ανθρώπων» [= ελάτε να δείτε τα έργα του Θεού, που η βούλησή του είναι φοβερή και ανώτερη από τους ανθρώπους] [Ψ. 65].

Και ποιος είναι ο Θεός μας; Αυτός που επικαλούμαστε σε ώρα κινδύνου, σε ώρα κρίσης. «Επικάλεσαί με εν ημέρα θλίψεως, και εξελούμαι σε, και δοξάσεις με» [= φώναξέ με σε καιρό θλίψεως, και θα σε γλιτώσω, και θα με δοξάσεις] [Ψ. 49].

Προσοχή όμως: ακόμη και όταν θυμόμαστε τον Θεό, η συμπεριφορά μας μπορεί να είναι ψεύτικη και υποκριτική. Τι λέει ο Ψαλμωδός; «Όταν απέκτεινεν αυτούς, τότε εξεζήτουν αυτόν, και επέστρεφον και ώρθριζον προς τον Θεόν. Και εμνήσθησαν ότι ο Θεός βοηθός αυτών εστι και ο Θεός ο Ύψιστος λυτρωτής αυτών εστι. Και ηγάπησαν αυτόν εν τω στόματι αυτών, και τη γλώσση αυτών εψεύσαντο αυτώ. Η δε καρδία αυτών ουκ ευθεία μετ’ αυτού, ουδέ επιστώθησαν εν τη διαθήκη αυτού» [= όταν τους θανάτωνε ο Θεός, τότε τον αναζητούσαν και επέστρεφαν και σηκώνονταν από τα χαράματα και προσεύχονταν στο Θεό. Και θυμήθηκαν ότι ο Θεός είναι βοηθός τους και ο Ύψιστος λυτρωτής τους. Και τον αγάπησαν με το στόμα τους, και με τη γλώσσα τους έλεγαν ψέματα σ’ αυτόν, ενώ η καρδιά τους δεν ήταν ειλικρινής και ευθεία μαζί του, και δεν εκπλήρωναν με πίστη τις συμφωνίες που είχαν μαζί του] [Ψ. 77].

Η εικονική πραγματικότητα και οι συνέπειές της δεν θα κρατήσουν για πάντα. Όπως λέει και πάλι ένας πνευματικός, η ωραιότερη στιγμή της πίστης είναι όταν χάνονται όλες οι ανθρώπινες παρηγοριές. Έτσι, ο άνθρωπος κάτω από την πίεση της κρίσης επιστρέφει προς τον Θεό και φωνάζει: «Επίστρεψον ημάς, ο Θεός των σωτηρίων ημών, και απόστρεψον τον θυμόν σου αφ’ ημών» [= γύρισέ μας πίσω, Θεέ σωτήρα μας, και απομάκρυνε από μάς τον θυμό σου] [Ψ. 84].

Ο Δαβίδ πιστεύει ακλόνητα ότι η αλήθεια θα αποκαλυφθεί εκεί που γκρεμίζονται τα ανθρώπινα υποκατάστατα: «Ο κατοικών εν ουρανοίς εκγελάσεται αυτούς, και ο Κύριος εκμυκτηριεί αυτούς» [= αυτός που κατοικεί στους ουρανούς θα τους περιγελάσει, και ο Κύριος θα τους χλευάσει] [Ψ. 2], ενώ ο Κύριος δεν θα αφήσει να χαθούν όσοι ταλαιπωρούνται: «Υποστηρίζει Κύριος πάντας τους καταπίπτοντας, και ανορθοί πάντας τους κατερραγμένους» [= υποστηρίζει ο Κύριος όλους όσοι πέφτουν, και ανορθώνει όλους τους καταγκρεμισμένους’] [Ψ. 144]

Και αλλού: «Ιδού οι οφθαλμοί Κυρίου επί τους φοβουμένους αυτόν, τους ελπίζοντας επί το έλεος αυτού, ρύσασθαι εκ θανάτου τας ψυχάς αυτών και διαθρέψει αυτούς εν λιμώ» [= να, τα μάτια του Κυρίου βλέπουν αυτούς που τον φοβούνται, που ελπίζουν στο έλεός του, ότι αυτός θα σώσει τις ψυχές τους από τον θάνατο και θα τους θρέψει στον καιρό της πείνας] [Ψ. 32].

«Επίρριψον επί Κύριον την μέριμνάν σου, και αυτός σε διαθρέψει» [= ρίξε την έγνοια σου στον Κύριο, κι αυτός θα σε θρέψει] [Ψ. 54]

«Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν, οι δε εκζητούντες τον Κύριον ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού» [= οι πλούσιοι πτώχευσαν και πείνασαν, ενώ αυτοί που επιζητούν τον Κύριο δεν θα στερηθούν κανένα αγαθό] [Ψ. 33].

Και καταλήγει στο συμπέρασμα: «Αγαθόν πεποιθέναι επί Κύριον ή πεποιθέναι επ’ άνθρωπον. Αγαθόν ελπίζειν επί Κύριον ή ελπίζειν επ’ άρχουσι» [= είναι καλύτερα να έχει κανείς εμπιστοσύνη στον Κύριο παρά σε άνθρωπο. Είναι καλύτερα να ελπίζει στον Κύριο παρά να ελπίζει σε άρχοντες] [Ψ. 117].

«Εγώ εκοιμήθην και ύπνωσα, εξηγέρθην ότι Κύριος αντιλήψεταί μου… Του Κυρίου η σωτηρία και επί τον λαόν σου η ευλογία σου» [= εγώ κοιμήθηκα κι έπεσα σε ύπνο βαθύ, και σηκώθηκα με την ελπίδα ότι ο Κύριος θα με προστατεύσει… Από τον Κύριο θα έλθει η σωτηρία, και στον λαό σου θα έλθει η ευλογία σου] [Ψ. 3]

«Εγένετο Κύριος καταφυγή τω πένητι, βοηθός εν ευκαιρίαις, εν θλίψεσι» [= ο Κύριος έγινε καταφύγιο του φτωχού, βοηθός σε περιστάσεις και θλίψεις] [Ψ. 9]

«Προωρώμην τον Κύριον ενώπιόν μου δια παντός, ότι εκ δεξιών μού εστιν, ίνα μη σαλευθώ» [= έβλεπα τον Κύριο πάντα μπροστά μου, να στέκεται στα δεξιά μου, ώστε να μη κλονισθώ] [Ψ. 15].

Ο Δαβίδ έχει την πεποίθηση ότι η τελική νικηφόρα έκβαση θα έρθει από τον Θεό, και θα είναι προς όφελος του λαού που θα πιστέψει σ’ Αυτόν:

«Εν τω Θεώ ποιήσομεν δύναμιν, και αυτός εξουδενώσει τους θλίβοντας ημάς» [= με τον Θεό θα φανούμε δυνατοί, και αυτός θα εκμηδενίσει όσους μας θλίβουν] [Ψ. 59]

Κι αν κάποιοι άνθρωποι ή έθνη ολόκληρα μας αδίκησαν, «αποδώσει αυτοίς Κύριος την ανομίαν αυτών, και κατά την πονηρίαν αυτών αφανιεί αυτούς Κύριος ο Θεός» [= ο Κύριος θα τους ανταποδώσει την ανομία τους, και θα τους αφανίσει όπως ταιριάζει στην πονηρία τους] [Ψ. 93].

Μέσα στην κρίση ο άνθρωπος φθάνει να αντιληφθεί μια μεγάλη αλήθεια: ότι μέσα στον κόσμο δεν είναι αυτόφωτος, αλλά ετερόφωτος. Αυτό εκδηλώνεται με μεγαλειώδη όσο και ποιητικό τρόπο σ’ ένα θαυμάσιο κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης που διαβάζεται στον Εσπερινό της Μ. Πέμπτης. Αφού τις τρεις πρώτες μέρες της Μ. Εβδομάδος ακούσαμε στις ακολουθίες για τις αλλεπάλληλες συμφορές του Ιώβ, και αφού ο Ιώβ πέρασε από την φάση της απόγνωσης και τον σχολιασμό και τις επικρίσεις των φίλων του που ήρθαν να τον παρηγορήσουν, εμφανίζεται ο ίδιος ο Θεός και απευθύνει στον καταταλαιπωρημένο άνθρωπο μια σειρά από καίρια ερωτήματα. Ας δούμε μερικά, σε απλή γλώσσα:

«Απάντησε ο Θεός στον Ιώβ μέσα από θύελλα και σύννεφα: Ποιος είναι αυτός που κρύβει στην καρδιά του το θέλημά του και νομίζει ότι θα μου διαφύγει; Αν είσαι άνδρας, ζώσε τη μέση σου: εγώ θα σε ρωτάω κι εσύ θα μου απαντάς. Πού ήσουν όταν εγώ θεμελίωνα τη γη; Πες μου αν το γνωρίζεις. Ξέρεις ποιος όρισε τα μέτρα της, ποιος τέντωσε πάνω της σχοινί για να τη μετρήσει; Πάνω σε τι κρίκους στηρίζεται; Ποιος έβαλε τον ακρογωνιαίο λίθο της; Όταν γεννήθηκαν τα άστρα, τότε με ύμνησαν μεγαλόφωνα όλοι οι άγγελοί μου. Έφραξα τη θάλασσα με πύλες όταν γεννήθηκε ορμητικά από τα μητρικά σπλάχνα της γης. Εγώ την έντυσα με σύννεφα και τη σπαργάνωσα με ομίχλη, της έβαλα όρια με κλειδαριές και πύλες. Της είπα: ‘Μέχρι εδώ θα έρχεσαι, κι όχι παραπέρα, κι εδώ θα σπάζουν τα κύματά σου.’ Μήπως στη ζωή σου πρόσταξες ποτέ τη μέρα να φανεί; Ή μήπως είπες στην αυγή πού να προβάλει; Ή μήπως εσύ έπλασες ποτέ ζώο που να μιλάει και το έβαλες πάνω στη γη; Μήπως αφαίρεσες ποτέ το φως των ασεβών ή συνέτριψες τα μπράτσα των υπερηφάνων; Μήπως ήρθες στα πέρατα της θάλασσας ή περπάτησες στα ίχνη της αβύσσου; Μήπως σου ανοίχθηκαν φοβισμένες οι πύλες του θανάτου, και οι θυρωροί του Άδη σε είδαν και τρόμαξαν; Ξέρεις, αλήθεια, ως ποιο σημείο εκτείνεται η γη; Πές μου λοιπόν, πόση είναι η έκτασή της; Πού κατοικεί το φως και ποιος είναι ο τόπος του σκοταδιού; Μπορείς τα δυο τους στου δρόμου τους το τέλος να τα πάς, και να τα φέρεις πάλι πίσω στην κατοικία τους; Μήπως ξέρεις ότι φθάνουν σε αριθμό μεγάλο οι μέρες σου;» [Ιώβ λη΄1-21]

Και η ελεγκτική αυτή υπόμνηση του Θεού συνεχίζεται επί τρία ολόκληρα κεφάλαια, με πολλά παραδείγματα από τον φυσικό κόσμο, μέχρι που ο Ιώβ σκύβει ταπεινά το κεφάλι και αναγνωρίζει το μεγαλείο του Θεού, λέγοντας: «Ξέρω ότι μπορείς να κάνεις τα πάντα, και τίποτε δεν σου είναι αδύνατο. Ποιος μπορεί να κρύψει από σένα το θέλημά του και να νομίζει ότι μπορεί να σου διαφύγει; Ποιος θα μου πει αυτά που δεν γνώριζα, τα μεγάλα και θαυμαστά που δεν καταλάβαινα; …Θα σε ρωτήσω, κι εσύ δίδαξέ με. Διότι πρώτα σε γνώριζα μόνο απ’ όσα είχα ακούσει, ενώ τώρα σε είδα με τα μάτια μου» [Ιώβ μβ΄2-5]

Η συνειδητοποίηση αυτή κάνει τον άνθρωπο να ξαναθυμηθεί την Πρόνοια του Θεού και να την ομολογήσει: «Ανοίξαντός σου την χείρα τα σύμπαντα πλησθήσονται χρηστότητος, αποστρέψαντος δε σου το πρόσωπον ταραχθήσονται» [= μόλις ανοίξεις τα χέρια σου, τα σύμπαντα θα γεμίσουν από αγαθά, ενώ αν αποστρέψεις το πρόσωπό σου, θα ταραχθούν] [Ψ. 103]. Τα υλικά αγαθά και όλα τα μέσα για τη συντήρησή μας προέρχονται από τον Θεό, και σ’ Εκείνον μόνο μπορούμε να στραφούμε με εμπιστοσύνη.

Έχοντας δει την πραγματικότητα, ο ταλαίπωρος άνθρωπος μπορεί να ανασηκώσει το κεφάλι, να αντικρίσει τους εχθρούς του και να απαντήσει στις προκλήσεις τους: «Απόστητε απ’ εμού πάντες οι εργαζόμενοι την ανομίαν, ότι εισήκουσε Κύριος της φωνής του κλαυθμού μου. Ήκουσε Κύριος της δεήσεώς μου, Κύριος την προσευχήν μου προσεδέξατο» [= φύγετε μακριά μου όλοι όσοι διαπράττετε την ανομία, διότι άκουσε ο Κύριος το κλάμα μου, άκουσε την δέησή μου και δέχθηκε την προσευχή μου] [Ψ. 6].

Στο αποκορύφωμα της κρίσης λοιπόν ο άνθρωπος θυμάται τον Θεό, αναγνωρίζει τη δική του μικρότητα, δέεται για τη σωτηρία του, ευχαριστεί και ευγνωμονεί γι’ αυτήν:

«Εν τω επικαλείσθαι με εισήκουσάς μου, ο Θεός της δικαιοσύνης μου, εν θλίψει επλάτυνάς με» [= όταν σε επικαλέσθηκα, με άκουσες, Θεέ που φροντίζεις για το δίκαιό μου, μέσα στη θλίψη με παρηγόρησες] [Ψ. 4].

«Εκ θλίψεως επεκαλεσάμην τον Κύριον, και εγένετό μοι εις πλατυσμόν… πάντα τα έθνη εκύκλωσάν με, και τω ονόματι Κυρίου ημυνάμην αυτούς… ισχύς μου και ύμνησίς μου ο Κύριος, και εγένετό μοι εις σωτηρίαν… παιδεύων επαίδευσέ με ο Κύριος, και τω θανάτω ου παρέδωκέ με… εξομολογήσομαί σοι ότι επήκουσάς μου, και εγένου μοι εις σωτηρίαν» [= μέσα στη θλίψη επικαλέσθηκα τον Κύριο, κι έγινε για μένα ανακούφιση… με περικύκλωσαν όλα τα έθνη, και με το όνομα του Κυρίου τους απέκρουσα… δύναμή μου και ύμνος μου ο Κύριος, και έγινε σωτηρία μου… με παιδαγώγησε και με παίδεψε ο Κύριος, και δεν με παρέδωσε σε θάνατο… θα σε ευχαριστήσω και θα σε δοξάσω διότι με άκουσες και έγινες η σωτηρία μου] [Ψ. 117]

«Βοηθός και σκεπαστής εγένετό μοι εις σωτηρίαν, ούτος μου Θεός και δοξάσω αυτόν, Θεός του πατρός μου και υψώσω αυτόν» [= βοηθός και προστάτης μου έγινε και με έσωσε, αυτός είναι Θεός μου και θα τον δοξάσω, Θεός του πατρός μου και θα τον υψώσω] [Ωδή α΄, Έξοδος ιε΄1-19].

Όλα τα παραπάνω μπορούμε να τα δούμε συνοπτικά σε έναν Ψαλμό, τον 106 (υπάρχουν και άλλοι ανάλογοι, όπως ο 43). Στον Ψαλμό αυτό ο Δαβίδ ανασκοπεί με παραστατικό τρόπο την ιστορία του Ισραήλ και περιγράφει όλα τα στάδια που παρουσιάσαμε:

  • Το αίτιο: Οι ισραηλίτες «παρεπίκραναν τα λόγια του Θεού και την βουλήν του Υψίστου παρώξυναν» [= πίκραναν τον Θεό και εξώργισαν το θέλημα του Υψίστου]
  • Το αποτέλεσμα: «Εταράχθησαν, εσαλεύθησαν ως ο μεθύων, και πάσα η σοφία αυτών κατεπόθη» [= ταράχθηκαν, σάλεψαν όπως ο μεθυσμένος, και όλη η σοφία τους χάθηκε]
  • Η αντίδραση του λαού: «Εκέκραξαν προς Κύριον εν τω θλίβεσθαι αυτούς, και εκ των αναγκών αυτών ερρύσατο αυτούς» [= έκραξαν προς τον Κύριο όταν θλίβονταν, και τους έσωσε από τις δυσκολίες τους] [ο στίχος αυτός επαναλαμβάνεται 4 φορές]
  • Η ανταπόκριση του Θεού: «Απέστειλε τον λόγον αυτού και ιάσατο αυτούς, και ερρύσατο αυτούς εκ των διαφθορών αυτών» [= έστειλε τον λόγο του και τους γιάτρεψε, και τους έσωσε από τις καταστροφές τους]. Η περιγραφή αυτή είναι ταυτόχρονα ιστορική διαπίστωση, αλλά και μεσσιανική προφητεία.
  • Η τελική έκβαση: «Και εξήγαγεν αυτούς εκ σκότους και σκιάς θανάτου, και τους δεσμούς αυτών διέρρηξεν» [= τους έβγαλε από το σκοτάδι και τη σκιά του θανάτου, και έσπασε τα δεσμά τους] [Ψ. 106].

Το ίδιο ακριβώς πνεύμα συναντούμε μερικούς αιώνες αργότερα, στην περίοδο της Βαβυλώνιας αιχμαλωσίας. Τρεις νέοι που επιμένουν να λατρεύουν ‘τον Θεόν των πατέρων’ και να μη προσκυνούν το χρυσό είδωλο του βασιλέα Ναβουχοδονόσορ ρίχνονται δεμένοι στην κάμινο του πυρός. Ο Αζαρίας εκ μέρους των τριών εκδηλώνει τα αισθήματα που τον κατέχουν στη δραματική εκείνη ώρα με μια ιδιαίτερα κατανυκτική προσευχή που καταγράφεται ως η έβδομη βιβλική ωδή [Δανιήλ κεφ. γ΄]. Η ωδή αυτή περιλαμβάνει δοξολογία προς τον Θεό, αναγνώριση της δικαιοσύνης του Θεού και της αμαρτωλής καταστάσεως του λαού του, που τον οδήγησε σε αιχμαλωσία και εξευτελισμό και υποτέλεια, παραδοχή πως ό,τι κι αν συμβεί θα είναι απολύτως σύμφωνο με την δικαία κρίση του Θεού, και τέλος μια δέηση να αποβεί η θυσία αυτή προς δόξα του Θεού: «Δίκαιος ει επί πάσιν οις εποίησας ημίν, και πάντα τα έργα σου αληθινά… Ότι ημάρτομεν και ηνομήσαμεν αποστήναι από σού… και των εντολών σου ουκ ηκούσαμεν… ουδέ εποιήσαμεν καθώς ενετείλω ημίν ίνα εύ ημίν γένηται… Και νυν εξακολουθούμεν εν όλη καρδία και φοβούμεθά σε και ζητούμεν το πρόσωπόν σου, μη καταισχύνης ημάς… Και εντραπείησαν πάντες οι ενδεικνύμενοι τοις δούλοις σου κακά, και καταισχυνθείησαν από πάσης δυναστείας, και η ισχύς αυτών συντριβείη. Και γνώτωσαν ότι συ ει Κύριος Θεός μόνος και ένδοξος εφ’ όλην την οικουμένην» [= ‘Δίκαιος είσαι σε όλα όσα μας έκανες, και όλα τα έργα σου είναι αληθινά… Διότι αμαρτήσαμε και ανομήσαμε με το να φύγουμε από κοντά σου… και δεν ακούσαμε τις εντολές σου… ούτε κάναμε όσα μας πρόσταξες ώστε να μας βγούνε σε καλό… Και τώρα εξακολουθούμε με όλη μας την καρδιά να σε φοβόμαστε και να αναζητούμε το πρόσωπό σου, μη μας αφήσεις να ντροπιαστούμε... Ας ντροπιαστούν όσοι θέλουν το κακό των δούλων σου κι ας καταισχυνθεί όλη η υπεροχή τους, και ας συντριβεί η δύναμή τους. Και ας γνωρίσουν ότι εσύ μόνος είσαι Κύριος και Θεός, και ένδοξος σε όλη την οικουμένη’.

Σε παρόμοιο τόνο είναι γραμμένα και άλλα κείμενα, σε διαφορετικές εποχές και περιστάσεις. Τέτοιο είναι η 2η βιβλική Ωδή του Μωυσέως (Δευτερονόμιο), που επειδή έχει αυστηρό και ελεγκτικό χαρακτήρα διαβάζεται στις εκκλησιαστικές ακολουθίες μόνο στην πένθιμη περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Εκεί, όπως είδαμε ήδη παραπάνω, παριστάνεται να ομιλεί ο ίδιος ο Θεός προς τον λαό και να εκφράζει τη δική του άποψη για την κρίση, τις αιτίες και τις συνέπειές της. Το ίδιο κάνει και ο Προφήτης Ησαΐας στο 1ο κεφάλαιο του βιβλίου του: «Άκουε ουρανέ, και ενωτίζου γη, ότι Κύριος ελάλησεν.  Υιούς εγέννησα και ύψωσα, αυτοί δε με ηθέτησαν.  Έγνω βους τον κτησάμενον και όνος την φάτνην του κυρίου αυτού, Ισραήλ δε με ουκ έγνω και ο λαός μου ου συνήκεν» [=Άκουσε, ουρανέ, και πρόσεξε γη, διότι μίλησε ο Κύριος. Γέννησα γιούς και τους εξύψωσα, αλλά αυτοί δεν με υπάκουσαν. Το βόδι γνωρίζει τον αφέντη του και το γαϊδουράκι το παχνί του κυρίου του, αλλά ο Ισραήλ δεν με αναγνώρισε και ο λαός μου δεν συναισθάνθηκε].

Εκτός όμως από αυτές τις βιβλικές περιπτώσεις, αξιοσημείωτη είναι και μια πολύ μεταγενέστερη. Πρόκειται για μια εκτενή προσευχή που έγραψε ο πρώτος μετά την Άλωση Πατριάρχης Κων/πόλεως Γεννάδιος (Σχολάριος). Πιστός στο πνεύμα της βιβλικής παράδοσης, ο Πατριάρχης απαριθμεί τα ανομήματα του λαού του Θεού, που τον οδήγησαν στην αιχμαλωσία, ομολογεί την δικαιοσύνη του Θεού, εκφράζει εκ μέρους του λαού την μετάνοια για όσα έπραξε, και δέεται για την σωτηρία του λαού. Λέγεται ότι την προσευχή αυτή τη διάβαζε μετά από κάθε Θεία Λειτουργία, εις επήκοον πάντων.



Ας κάνουμε στο σημείο αυτό κι ένα μικρό ιστορικό σχόλιο. Θυμόμαστε ίσως από τα μαθητικά μας χρόνια ότι στα κρυφά σχολειά της Τουρκοκρατίας, τα ελληνόπουλα μάθαιναν γράμματα από το Ψαλτήρι. Αυτό γινόταν αφενός για λόγους πρακτικούς (τότε δεν κυκλοφορούσαν πολυάριθμα βιβλία, ενώ το Ψαλτήρι ήταν διαθέσιμο στις εκκλησίες, και δεν γεννούσε και υποψίες στους κατακτητές), και αφετέρου διότι, εκτός από γραφή και ανάγνωση, με το περιεχόμενό του δίδασκε και κανόνες ζωής και επιβίωσης στο σκλαβωμένο γένος των Ελλήνων.

Επιμύθιο:

Πώς πρέπει να τελειώσουμε την σύντομη αυτή περιήγηση στους Ψαλμούς με αφορμή την κρίση; Θα μπορούσαμε να μη πούμε τίποτε περισσότερο, και να αφεθούμε στο πνεύμα των κειμένων: τα διδάγματα είναι μάλλον αυτονόητα. Ωστόσο, θα ήθελα να προσθέσω δυο αισιόδοξα επεισόδια, για να κλείσουμε τον λόγο με την ελπίδα.

Το πρώτο περιγράφεται στο προτελευταίο (27ο) κεφάλαιο των Πράξεων, ίσως το πιο δραματικό σε αφήγηση κείμενο της Καινής Διαθήκης, αν εξαιρέσουμε τα χρονικά των Παθών του Χριστού. Ο δέσμιος Απόστολος Παύλος ταξιδεύει δια θαλάσσης προς τη Ρώμη, και το πλοίο χτυπιέται από ‘άνεμον τυφωνικόν, τον καλούμενον Ευροκλύδωνα’ και θαλασσοδέρνεται επί δεκατέσσερα μερόνυχτα, σε βαθμό που οι πάντες χάνουν κάθε ελπίδα ότι θα σωθούν. Μέσα σ’ αυτή την παραζάλη, όπου ούτε οι επαγγελματίες ναυτικοί ούτε οι επιβάτες ξέρουν τί τους γίνεται, ο Απόστολος Παύλος τους διαβεβαιώνει ότι θα σωθούν όλοι και μάλιστα τους παρακαλεί να φάνε διότι έχουν μείνει τόσες μέρες νηστικοί. ‘Μόνο το πλοίο θα χαθεί’, τους λέει. ‘Μου εμφανίσθηκε άγγελος του Θεού που λατρεύω και μου υποσχέθηκε ότι μου χαρίζει ο Θεός όλες τις ψυχές που πλέουν μαζί μου’. Πόσες; Μας το λέει ο συγγραφέας Ευαγγελιστής Λουκάς: διακόσιες εβδομήντα έξι. Πράγματι, ενώ αυτοί δεν παύουν να λαμβάνουν ποικίλα ανθρώπινα μέτρα (πανιά, πηδάλια, άγκυρες, εκβολή των σκευών), μάταια όμως, το πλοίο φτάνει να εξωκείλει στην ακτή, κι ενώ αυτό διαλύεται από τα κύματα, όλοι το εγκαταλείπουν και σώζονται στη στεριά.

Στους χαλεπούς καιρούς που περνούμε οι μεταφυσικές ερμηνείες ή προεκτάσεις στην κρίση μπορεί να ακούγονται απλοϊκές ή περίεργες. Όπως όμως είπαμε παραπάνω, ένα από τα σφάλματά μας στον καιρό της ευημερίας είναι και η ψευδαίσθηση της αυτάρκειας και της αφθαρσίας μας, που η κρίση την κάνει συντρίμμια. Υπάρχουν άραγε σήμερα άνθρωποι τέτοιας πίστης που ο Θεός να τους χαρίσει τις ζωές όλων ημών των υπολοίπων; Ας το ελπίζουμε, κι ας το ευχόμαστε.

Το δεύτερο επεισόδιο είναι παρμένο από τον Συναξαριστή. Διαβάζουμε στο υπόμνημα της 5ης Ιουνίου: «Τη αυτή ημέρα, μνήμη της μετά φιλανθρωπίας επενεχθείσης ημίν φοβεράς απειλής και ανάγκης, εν τη των Βαρβάρων επιδρομή, ότε, μέλλοντας υπ’ αυτών δικαίως αιχμαλωτίζεσθαι και φόνω μαχαίρας παραδίδοσθαι, ο οικτίρμων και φιλάνθρωπος Κύριος, δια σπλάγχνα ελέους αυτού, παρ’ ελπίδα πάσαν ελυτρώσατο ημάς». Αυτοί που κατέγραψαν με τόσο λιτό τρόπο τα γεγονότα δεν τα φαντάσθηκαν: τα βίωσαν προσωπικά και χειροπιαστά, και επέζησαν για να μας τα αφηγηθούν. Δεν αρνούνται τον φόβο, τον πανικό, την απόγνωση, το αδιέξοδο, δεν ισχυρίζονται ότι όλα αυτά πέρασαν εύκολα, όπως δεν αρνούνται και ότι ‘δικαίως’ θα πάθαιναν όλα εκείνα τα δεινά. Ωστόσο, η λύση δόθηκε ‘παρ’ ελπίδα πάσαν’, με τρόπο αναπάντεχο και ανεξήγητο για τα ανθρώπινα δεδομένα. Με θαύμα. Και αυτό ομολογούν, και το θυμόμαστε κι εμείς μέχρι και σήμερα.

Ας κλείσουμε με μια φράση από την υμνολογία της εορτής της Αναλήψεως:

‘Εγώ ειμι μεθ’ υμών, και ουδείς καθ’ υμών’

Τελικά, ή πιστεύουμε ότι Κάποιος είναι μαζί μας, ή δεν το πιστεύουμε. Αυτό είναι το καίριο υπαρξιακό ερώτημα στο οποίο όλοι, καθένας μας προσωπικά, καλούμαστε να απαντήσουμε. 



Σημείωση

Η προσευχή του Πατριάρχου Γενναδίου σε νεοελληνική απόδοση περιέχεται στο βιβλίο του π. Συμεών Κραγιοπούλου με τίτλο ‘Το μυστήριο του πόνου’ (2006).

 Αντώνης Παπαγιάννης
 ιατρός πνευμονολόγος

Pages