Μιλώντας για μένα στους άλλους, ή για τους άλλους, έχω συνηθίσει να χάνομαι.
Πέρα από τις σπάνιες εκείνες φορές, στις οποίες ο λόγος γίνεται ασφαλές όχημα των ιερών εκφάνσεων κι επιδιώξεων της ψυχής μου, τις πλείστες υπηρετεί την ανάγκη για υπεκφυγή, και επίκριση των άλλων.
Φροντίζει για την μηχανιστική επανάληψη των αυτοεπιβεβαιωτικών μου αναπαραστάσεων και των πάγιων νοητικών μου κατασκευών, υποθάλπει την ηθική μου πενία, υποβοηθά την απώλεια της ψυχικής μου ενάργειας και συνειδητότητας.
Καθώς μεγαλώνω κι ανακαλύπτω σταδιακά την ιαματική δύναμη και την μεταμορφωτική επίδραση της σιωπής, της παραφύλαξης, της συγκέντρωσης του νου στην καρδιά, της εγκάρδιας προσευχής, όλο και περισσότερο μειώνεται η επιθυμία μου να βρίσκομαι με άλλους.
Ακόμα και με τους πιο καλούς κι αξιόλογους φίλους μου.
Ανακαλύπτω πως σχεδόν σε κάθε απόπειρα φιλικής συζήτησης, όλα τα ουσιαστικά έχουν ήδη ειπωθεί, ή σκόπιμα αποσιωπούνται.
Το μόνο που, κατ’ εμέ, έχει αξία είναι ό,τι βιώνεται προσωπικά στο κέντρο της καρδιάς.
Αυτό όμως είναι εξαιρετικά δύσκολο να επικοινωνηθεί με λέξεις, ακόμα και στο πλαίσιο της πιο έμπιστης εκμυστήρευσης.
Προτιμώ και ευαρεστούμαι όταν γίνομαι μάρτυρας μιας εγκάρδιας αποκάλυψης στην αίθουσα του γραφείου μου.
Μιας ειλικρινούς κι απροκάλυπτης κατάθεσης πόνου, μιας στιγμής αλήθειας απ’ αυτόν που διακατέχεται από την επιθυμία ψυχικά να θεραπευτεί.
Να ακουμπήσει σε μένα με θάρρος την ύπαρξή του, για να την συντροφεύσω.
Αντίθετα, αυτό που τείνουμε να ονομάζουμε «συζητήσεις με τους άλλους» όλο και λιγότερο με γεμίζουν.
Περισσότερο με αποπροσανατολίζουν, σκορπίζοντας την βούληση της ψυχής μου για ενότητα. Με αποκεντρώνουν από την ουσία.
Με αποσταθεροποιούν, αδειάζοντάς με από το πολύτιμο απόσταγμα των στιγμών της καρδιακής επίγνωσης, που πάντοτε λαμβάνουν χώρα στην εκπληρωμένη σιωπή της μοναχικότητας.
Οι κουβέντες –ακόμα και με τους καλύτερους «άλλους»- είναι συχνά νοητικές, και γι’ αυτό στερούν την ψυχή που λαχταρά να αυτοαποκαλύπτεται από τον εαυτό της.
Την κάνουν να αιμορραγεί.
Ό,τι δεν προέρχεται, ή δεν σκοπεύει στο πλήρωμα της καρδιάς, καταντά ανούσιο αφού υπηρετεί το ξόδεμά της.
Ό,τι δεν με γεμίζει, με αδειάζει.
Ό,τι ακαριαία δεν με πλουτίζει, κι άλλο με φτωχαίνει.
Όλο και περισσότερο συνειδητοποιώ πως υπάρχει όλο και λιγότερος χρόνος, στιγμές δημιουργικής ησυχίας, για χάσιμο.
Ό,τι παλαιότερα με έκανε για λίγο να ξεχαστώ, τώρα απειλητικά με πονάει, με κουράζει.
Τελευταία, με βρίσκω κυρίως όταν γράφω, αυτά που ήδη γεύεται η ψυχή μου, και ό,τι ποθεί να κοινωνήσει.
Οι συζητήσεις μου φαίνονται συνήθως -με τα παραπάνω κριτήρια- άσκοπες, γι’ αυτό βλαπτικές.
Εκτός, αν αβίαστα μεταγγίζουν τον πόνο, την θλίψη, την χαρά των ψυχών που αναγεννήθηκαν, ή βιάζονται να αναστηθούν.
πηγή
Πέρα από τις σπάνιες εκείνες φορές, στις οποίες ο λόγος γίνεται ασφαλές όχημα των ιερών εκφάνσεων κι επιδιώξεων της ψυχής μου, τις πλείστες υπηρετεί την ανάγκη για υπεκφυγή, και επίκριση των άλλων.
Φροντίζει για την μηχανιστική επανάληψη των αυτοεπιβεβαιωτικών μου αναπαραστάσεων και των πάγιων νοητικών μου κατασκευών, υποθάλπει την ηθική μου πενία, υποβοηθά την απώλεια της ψυχικής μου ενάργειας και συνειδητότητας.
Καθώς μεγαλώνω κι ανακαλύπτω σταδιακά την ιαματική δύναμη και την μεταμορφωτική επίδραση της σιωπής, της παραφύλαξης, της συγκέντρωσης του νου στην καρδιά, της εγκάρδιας προσευχής, όλο και περισσότερο μειώνεται η επιθυμία μου να βρίσκομαι με άλλους.
Ακόμα και με τους πιο καλούς κι αξιόλογους φίλους μου.
Ανακαλύπτω πως σχεδόν σε κάθε απόπειρα φιλικής συζήτησης, όλα τα ουσιαστικά έχουν ήδη ειπωθεί, ή σκόπιμα αποσιωπούνται.
Το μόνο που, κατ’ εμέ, έχει αξία είναι ό,τι βιώνεται προσωπικά στο κέντρο της καρδιάς.
Αυτό όμως είναι εξαιρετικά δύσκολο να επικοινωνηθεί με λέξεις, ακόμα και στο πλαίσιο της πιο έμπιστης εκμυστήρευσης.
Προτιμώ και ευαρεστούμαι όταν γίνομαι μάρτυρας μιας εγκάρδιας αποκάλυψης στην αίθουσα του γραφείου μου.
Μιας ειλικρινούς κι απροκάλυπτης κατάθεσης πόνου, μιας στιγμής αλήθειας απ’ αυτόν που διακατέχεται από την επιθυμία ψυχικά να θεραπευτεί.
Να ακουμπήσει σε μένα με θάρρος την ύπαρξή του, για να την συντροφεύσω.
Αντίθετα, αυτό που τείνουμε να ονομάζουμε «συζητήσεις με τους άλλους» όλο και λιγότερο με γεμίζουν.
Περισσότερο με αποπροσανατολίζουν, σκορπίζοντας την βούληση της ψυχής μου για ενότητα. Με αποκεντρώνουν από την ουσία.
Με αποσταθεροποιούν, αδειάζοντάς με από το πολύτιμο απόσταγμα των στιγμών της καρδιακής επίγνωσης, που πάντοτε λαμβάνουν χώρα στην εκπληρωμένη σιωπή της μοναχικότητας.
Οι κουβέντες –ακόμα και με τους καλύτερους «άλλους»- είναι συχνά νοητικές, και γι’ αυτό στερούν την ψυχή που λαχταρά να αυτοαποκαλύπτεται από τον εαυτό της.
Την κάνουν να αιμορραγεί.
Ό,τι δεν προέρχεται, ή δεν σκοπεύει στο πλήρωμα της καρδιάς, καταντά ανούσιο αφού υπηρετεί το ξόδεμά της.
Ό,τι δεν με γεμίζει, με αδειάζει.
Ό,τι ακαριαία δεν με πλουτίζει, κι άλλο με φτωχαίνει.
Όλο και περισσότερο συνειδητοποιώ πως υπάρχει όλο και λιγότερος χρόνος, στιγμές δημιουργικής ησυχίας, για χάσιμο.
Ό,τι παλαιότερα με έκανε για λίγο να ξεχαστώ, τώρα απειλητικά με πονάει, με κουράζει.
Τελευταία, με βρίσκω κυρίως όταν γράφω, αυτά που ήδη γεύεται η ψυχή μου, και ό,τι ποθεί να κοινωνήσει.
Οι συζητήσεις μου φαίνονται συνήθως -με τα παραπάνω κριτήρια- άσκοπες, γι’ αυτό βλαπτικές.
Εκτός, αν αβίαστα μεταγγίζουν τον πόνο, την θλίψη, την χαρά των ψυχών που αναγεννήθηκαν, ή βιάζονται να αναστηθούν.
πηγή