Με τις μυρμηγκοφωλιές
εκατομμυρίων κατοίκων που συγκροτήθηκαν τους τελευταίους αιώνες,
ξεχάσαμε ότι πόλη σημαίνει φρούριο, κάστρο, περιτοίχισμα για να
προστατεύει τους κατοίκους. Γι' αυτό και η Νεά-πολη (το φράι-μπουργκ)
δήλωνε πάντα τους οικισμούς που χτίζονται εκτός των τειχών, κυρίως για
εμπορικούς λόγους. Η Αθήνα, για παράδειγμα, διαθέτει το βασικό της
φρούριο, την Ακρόπολη -που μετράει την ηλικία της με χιλιετηρίδες- και
τη νεά-πολή της με ιστορία μόνο διακοσίων ετών. Κατά συνέπεια, το ρεύμα
των τουριστών που ολοένα ρέει και δεν σταματάει ενδιαφέρεται για την
«παλαιά πόλη», για τα αθάνατα βράχια και τα αθάνατα έργα, όχι για τον
άσημο κοσμάκη στους δρόμους και το οικιστικό τερατούργημα των προαστίων,
που από ψηλά θυμίζει ψιλοκομμένο πατσά, ο οποίος κάλυψε το Λεκανοπέδιο
και τώρα σκαρφαλώνει στα γύρω βουνά.
Άρα, ηθική συνήθεια του ντόπιου Αθηναίου είναι να συναναστρέφεται το
κατώτερο όχι το ανώτερο, να διαβάζει δρόμους, κτίσματα, πλατείες, πάρκα
σάμπως να αποτελούν σουσούμια της προσωπικής του ιστορίας και
οικογένειας. Δηλαδή να μην είναι «τουρίστας» στην ίδια του την πόλη.
Καθώς τα τουριστικά γκρουπ περνούν πλάι μας με τους χάρτες στα χέρια και
δεν μας κοιτάνε, δεν πρέπει να μας πειράζει η σκέψη ότι γεννηθήκαμε από
φτωχά αρχίδια, αυτή άλλωστε είναι η αλήθεια: η Ακρόπολη είναι το μυθικό
μας κέντρο και ολόγυρα τα έργα και τα κάτεργα δύο αιώνων. Νιώθουμε ότι η
πόλη φωνάζει διαρκώς «παρούσα» από το βάθος πολλών αιώνων, ενώ το δικό
μας «παρών», τσουρούτικο και ψιλοσυκοφαντημένο, νιώθει αμηχανία και
στραβοδίβουλη διάθεση.
Αν με μια παρέα περάσεις μπροστά από το Ηρώδειο και θυμηθείς ότι εκεί
έπεσαν πολλά κορμιά το '21 για να υπερασπιστούν τον Σερμπετζέ,
πιθανότατα όλοι θα σε κοιτάξουν με δυσφορία. Ούτε μια πινακίδα ούτε η
παραμικρή νύξη: ο Παρθενώνας μετράει, τα άλλα είναι πενιχρές
λεπτομέρειες. Ανάλογες αντιδράσεις έχουν οι ντόπιοι με τα ονόματα των
δρόμων. Άλλο καζίκι αυτό. Καλά η οδός Πανεπιστημίου, η λεωφόρος
Αλεξάνδρας, η οδός Σταδίου, η Ιπποκράτους. Αλλά τι διάβολο θυμίζει η
οδός Σέκερη; Η οδός Λούκα Νίκα; Τι σημαίνει Πλάκα; Οι αθηναιογράφοι, σαν
τον Καμπούρογλου, για να αποκρύψουν την αρβανίτικη λέξη (που σημαίνει
«παλαιά») σκαρφίστηκαν κάποια μαρμάρινη πλάκα -αρχαία βέβαια- που έδωσε
το όνομά της στην περιοχή. Έτσι ο Μπιθιγκούρας έγινε Κολοκοτρώνης
(μπίθι=κώλος, γκούρα=κοτρώνα), ενώ το Μπιθικότσης παρέμεινε αμετάφραστο
(αυτός που χτυπάει τα πισινά του με τα κότσια). Στην ίδια γραμμή πάντα,
όταν στην τηλεόραση ακούμε για κάποιον νεαρό ότι λέγεται
«Γκουρομπάρδης», ο παλιός της παρέας μπορεί να μας θυμίσει ότι η λέξη
σημαίνει «Λευκο-πετρίτης» (γκούρα=κοτρώνα, μπάρδης=λευκός).
Γνωστή η μετάβαση από την Ομόνοια ως το Σύνταγμα, αλλά ποιος γνωρίζει
ότι κάποτε, τον 19 αι., στην Ομόνοια είχε στηθεί κανόνι που έβαλλε κατά
του Συντάγματος λόγω πολιτικών συγκρούσεων της εποχής; Είναι δυνατόν
κάποιος παλιός να περπατήσει στο κέντρο και να μη θυμηθεί τα
Δεκεμβριανά, να πάει παραέξω και να μη θυμηθεί τα προσφυγικά, να περάσει
στην Αλεξάνδρας και να μην του έρθουν στον νου οι φυλακές Αβέρωφ; Να
περάσει από το Πεδίον του Άρεως και να μη θυμηθεί το Ανάθεμα; Η πόλη
μιλάει συνεχώς, το χώμα πονάει και στενάζει, τα ίδια τα κτίρια
παραληρούν, έστω κι αν τα ώτα των περαστικών είναι περήφανα και
καινούργια. Η Αθήνα έγινε μεγάλη, άσχημη και ασυμμάζευτη από επαρχιώτες,
πρόσφυγες και κάθε καρυδιάς καρύδι, οπότε το παραμιλητό της και η μνήμη
της είναι επιλεκτικοί συνειρμοί.
Eικονογράφηση: Κώστας Στανέλλος
Λένε ότι την εποχή των Βαυαρών, όταν η Αττική ήταν ακόμη αμάλαγη από το οικιστικό αλαλούμ, για να οικοδομήσουν τα Ανάκτορα του Όθωνα έσφαξαν ένα μοσχάρι, το κατέκοψαν και έβαλαν τα κομμάτια σε διαφορετικά σημεία. Εκεί όπου το κρέας έμεινε αλώβητο και φρέσκο χτίστηκε η σημερινή Βουλή. Για τον βασιλικό κήπο υπάρχουν πολλές ιστορίες, μια από τις οποίες είναι και του ιστορικού Φίνλεϊ που είχε αγοράσει οικόπεδο στην περιοχή και αποδύθηκε σε πολύχρονους αλλά μάταιους δικαστικούς αγώνες για να το σώσει - τελικά του παραχώρησαν το δικαίωμα να χτίσει στην Πλάκα. Να πούμε και για το σπίτι του Ψύλλα (ποιος Ψύλλας;) στην Πλάκα; Μεγάλο μέρος της βιογραφίας του αφιερώνεται σε αυτή την πολύχρονη διεκδίκηση. Λίγο πιο πάνω, στη Φιλελλήνων, είχε τα άλογά του ο Ροΐδης - εύθικτος, βαρύκοος και πνευματώδης, γεννημένος να γίνει πολύτιμο αγκάθι της εποχής.
Αν μπορούμε να μιλήσουμε για την καλύτερη βόλτα που μπορεί να κάνει κανείς στο κέντρο της πόλης, αυτή ασφαλώς αφορά τον περίγυρο της Ακροπόλεως. Θησείο, Αποστόλου Παύλου -όπου το καλντερίμι του Πικιώνη ψελλίζει ταπεινά καλωσορίσματα-, Ηρώδου του Αττικού και μετά -στο άθλιο άγαλμα του Μακρυγιάννη- αριστερά μέσα προς την Αδριανού. Ο περιπατητής, βέβαια, δεν είναι ποτέ αθώος. Κάθε έξοδος στους δρόμους καταβάλλει έξοδα: το πρωινό που διέθεσε δεν θα ξανάρθει, για να απολαύσει τη στιγμή αναλώνει το χρονικό του απόθεμα επενδύοντάς το ασυναισθήτως στην πόλη. Από αυτά τα χώματα διάβηκαν όλες οι φυλές του Θεού, ακόμη και ο Απόστολος Παύλος. Εντούτοις, ο δρόμος παραμένει ανοιχτός, προσιτός, τρύπιος σε αμφότερες τις άκρες του. Εισόδια, διόδια, τριόδια, εξόδια. Εκεί που περνούν όλοι, τελικά δεν απομένει κανείς. Εκτός από την ίδια την πόλη.