Στα νησιά του Σολομώντα, στο νότιο
Ειρηνικό, μερικοί χωρικοί εφαρμόζουν μια μοναδική μέθοδο υλοτομίας. Αν
ένα δέντρο είναι τόσο χοντρό, που δεν μπορεί να κοπεί με τσεκούρι, οι
ντόπιοι το ρίχνουν κάτω βάζοντάς του τις φωνές. (Δε βάζω το χέρι μου στο
Ευαγγέλιο, αλλά ορκίζομαι ότι το διάβασα.)
Γεροδεμένοι ξυλοκόποι σκαρφαλώνουν πάνω
στο δέντρο την αυγή και ξαφνικά αρχίζουν να ουρλιάζουν με όλη τους τη
δύναμη. Συνεχίζουν έτσι για τριάντα ημέρες. Το δέντρο πεθαίνει και
πέφτει. Η θεωρία είναι ότι τα ουρλιαχτά σκοτώνουν το πνεύμα του δέντρου.
Σύμφωνα με τους χωρικούς, η επιχείρηση πετυχαίνει πάντα.
Αχ, αυτοί οι καημένοι, αφελείς και
αγαθοί, με τις παράξενες γοητευτικές συνήθειες της ζούγκλας. Το να
φωνάζεις στα δέντρα είναι πράγματι μια πρωτόγονη εκδήλωση. Κρίμα που δεν
έχουν τα πλεονεκτήματα της σύγχρονης τεχνολογίας και της επιστημονικής
σκέψης.
Εγώ, βέβαια, βάζω τις φωνές στη γυναίκα
μου. Ουρλιάζω στο τηλέφωνο και στη μηχανή που κουρεύω το γρασίδι,
στριγγλίζω στην τηλεόραση, στην εφημερίδα και στα παιδιά μου. Είμαι
γνωστός ακόμη, για το ότι κουνάω τη γροθιά μου και καμιά φορά βάζω τις
φωνές και στον ουρανό.
Αυτός που μένει δίπλα μας βάζει συχνά
τις φωνές στο αυτοκίνητό του. Φέτος το καλοκαίρι τον άκουσα να ουρλιάζει
σε μια σκάλα, σχεδόν όλο το απόγευμα. Εμείς οι μοντέρνοι, οι
πρωτευουσιάνοι, οι μορφωμένοι χωριάτες, ουρλιάζουμε στην κυκλοφορία,
στους διαιτητές, στους λογαριασμούς, στις τράπεζες, στις μηχανές —
ειδικά στις μηχανές. Οι μηχανές και τα συναφή ακούνε τα περισσότερα
ουρλιαχτά.
Δεν ξέρετε πόσο καλό κάνει. Οι μηχανές
και τα πράγματα δεν αντιδρούν. Ακόμη και οι κλωτσιές δε βοηθάνε πάντα.
Όσο για τους ανθρώπους, οι κάτοικοι των νησιών του Σολομώντα ίσως έχουν
δίκιο σ’ αυτό το σημείο. Το να ουρλιάζεις σε έμψυχα όντα, πράγματι
συντελεί στο θάνατο του πνεύματός τους.
Τα ραβδιά και οι πέτρες μπορεί
να ραγίζουν τα κόκαλά μας, οι λέξεις όμως ραγίζουν τις καρδιές μας...
~ Aπόσπασμα από το βιβλίο «Όσα πραγματικά θα έπρεπε να ξέρω τα έμαθα στο Νηπιαγωγείο»