Προπαντός η ακρίβεια, έλεγα. Κι όλο πρόσεχα να 'ναι στενό το διάφραγμα. Όταν προχώρησα στην εμφάνιση το είδα καθαρά: είχα κερδίσει τύπους από στιγμές ή, αλλιώς, «στιγμιότυπα» που, άπαξ κι υπήρξανε μια φορά, τίποτε, ποτέ πια, δε θα μπορούσε να τα κατελύσει.
.
Θεόφραστος Τριανταφυλλίδης, «Δυο παιδιά στην παραλία»,1919, Εθνική Πινακοθήκη
ΚΕΡΚΥΡΑ
Ανοιξιάτικη νύχτα σε μακρινό εξοχικό νεκροταφείο. Το φωτεινό εκείνο σύννεφο από πυγολαμπίδες που αλλάζει ανάλαφρα θέση από τάφο σε τάφο.
ΜΥΤΙΛΗΝΗ
Στα Μυστεγνά, πρωί, ανεβαίνοντας τους ελαιώνες για το εκκλησάκι της Αγίας Μαρίνας. Το βάρος που νιώθεις να σου έχει αφαιρεθεί σαν αμαρτία ή τύψη και χωνεύεται από το χοντρό χώμα, λες και το τραβά η μεγαθυμία των προγόνων.
ΣΚΙΑΘΟΣ
Την ώρα που η μικρή βάρκα μπαίνει στη θαλασσοσπηλιά κι από το εκθαμβωτικό φως άξαφνα βρίσκεσαι κλεισμένος μέσα σε μια παγωμένη γαλαζοπράσινη μέντα.
ΑΝΔΡΟΣ
Στραπουργιές. Φεγγαρόφωτο πάνω στους ανθισμένους γκρεμούς κι ως πέρα στο μυριστικό πέλαγος, ατελεύτητα.
ΜΥΚΟΝΟΣ
Ταρατσάκι. ανάμεσ' από γλάστρες με γεράνια ένας ρόδινος τρούλος, λευκά τόξα, κατάρτια υφαίνοντας τον ουρανό, η Δήλος.
ΠΑΡΟΣ
Κτήμα «Έλητας». Δειλινό. Πάπιες και χήνες. Κάποιος, πάνω στ' αλώνι, αποκοιμισμένος, με μια πελώρια ψάθα στο κεφάλι και τα πόδια μισάνοιχτα.
ΚΥΘΝΟΣ
Η ράχη της νησίδας «Πιπέρι» ασύμμετρα τριγωνική, όπως φαίνεται το δειλινό από την Κανάλα.
ΣΕΡΙΦΟΣ
Παραπλέοντας το νησί μες στο καταμεσήμερο. Καίνε τα γυμνά σου μπράτσα πάνω στην κουπαστή. Κι ολοένα, μία μέσ' απ' την άλλη, ξετυλίγονται οι μικρές αγκαλιές εωσότου τέλος απλώνεται η μεγάλη με το λευκό στέμμα στην κεφαλή.
ΑΙΓΙΝΑ
Η ώρα έντεκα, να φυσά στον ανήφορο της Παλιοχώρας. Ερημία.
ΣΠΕΤΣΕΣ
Άγιοι Ανάργυροι. Στα ρηχά ο διάφανος βυθός όλο τρυπίτσες κι από πάνου το πεύκο, γέρικο, σπασμένο, αδειάζοντας ευωδιές σαν να ξεπληρώνει παλιό χρέος.
.
Μιχάλης Οικονόμου, «Υδρα»,1930, Εθνική Πινακοθήκη
ΥΔΡΑ
Μεγάλη Παρασκευή. Παπάδες κι αγόρια με ξαφτέρυγα, στις βάρκες. Το πλήθος μ' αναμμένα κεριά. Ω γλυκύ μου έαρ...
ΠΑΤΜΟΣ
Ανοιχτόχρωμα τα τρεμάμενα κύματα και σκούρος, βαρύς, αντίκρυ, ο κωνικός βράχος. Ακούγεται το ντουκ ντουκ ενός μπενζινοκάικου που περνάει χωρίς να φαίνεται.
ΡΟΔΟΣ
Στην παλιά ελληνική συνοικία. Ό,τι παίρνει το μάτι σου από τις μισάνοιχτες πόρτες: ξυπόλυτα μωρά και πελώρια μπανανόφυλλα. Στο βάθος, απλωμένες μπουγάδες και μία γάτα.
ΚΥΠΡΟΣ
Στο «Σουλτάν Τεκέ» λίγο πιο έξω από τη Λάρνακα. Οι σκιές από τα φύλλα που μετατοπίζονται με τον άνεμο ρυθμικά και μοιάζουν με κρησάρα που δουλεύει ασταμάτητα όπως ακριβώς η συνείδηση.
ΑΙΓΙΝΑ
Χαρμάνι από αρμπαρόριζα και γιασεμί, τα μεσάνυχτα.
ΣΠΕΤΣΕΣ
Η πλώρη χτυπώντας, με το σκαμπανέβασμα, πάνω στα κύματα. Κάθε φορά, κι η αφρόσκονη καταπρόσωπο.
ΖΑΚΥΝΘΟΣ
Δειλινό στο Ακρωτήρι, στο παλιό σπίτι του Διονυσίου Σολωμού. Μπρος από το μεγάλο, στρογγυλό, πέτρινο τραπέζι του κήπου. Δέος και σιωπή. Και συνάμα υπόκωφη, παράξενη παρηγοριά.
ΜΥΤΙΛΗΝΗ
Μια κουταλιά γλυκό βύσσινο μετά τον απογεματινόν ύπνο.
*
ΧΙΟΣ
Πυργί. Από τη λάβρα έξω, μέσα στην υγρή δροσιά της εκκλησιάς. Σ' όλο το σώμα η αίσθηση του ασβέστη, με τις μισοσβησμένες τοιχογραφίες.
ΣΙΦΝΟΣ
Δώμα με κυματωσιές. Αρμοσμένο το γυμνό σώμα, σαν από τότε, θα 'λεγες, που γεννήθηκες μες στη λειψανοθήκη του ήλιου.
ΚΑΛΥΜΝΟΣ
Μια συναγρίδα ψητή με πολύ εκλεκτό λάδι και λεμόνι.
***********
~ Οδυσσέας Ελύτης - Αποσπάσματα από το έργο του "Ο μικρός ναυτίλος"
Αντικλείδι