A'
Αν υπάρχει κάτι που χαρακτηρίζει ως ιδιόμορφο τον ελληνικό πολιτισμό, αυτό είναι η φιλοσοφία-του. Είναι βέβαια γεγονός ότι ως όρος και ως έννοια η φιλοσοφία, αποτελεί δημιούργημα του ελληνικού πνεύματος. Ως τάση όμως του ανθρώπινου νου, υπήρχε και σε παλαιότερους πολιτισμούς, έστω κι αν στους πολιτισμούς εκείνους, η φιλοσοφική διάθεση δεν είχε την πρωτογενή αυτάρκεια, που απέκτησε με το θεωρητικό δαιμόνιο των Ελλήνων. Όμως δεν είναι απλώς αυτή, η έστω προηγμένη φιλοσοφική διάθεση, ό,τι ξεχωρίζει ως ιδιοπρόσωπο τον ελληνικό πολιτισμό.
Το ξεχωριστό του ελληνικού κόσμου, το διατύπωσε, ήδη «προσωκρατικά», ο Παρμενίδης ορίζοντας ότι, οι ελληνικές «θεωρίες» ήσαν και «ευκυκλείς». Πέρα δηλαδή από το γνωσιολογικό στοιχείο του «αληθούς», είχαν και το μορφολογικό στοιχείο, της αισθητικής αρτιότητας, όπως η (ωραία) τελειότητα ενός κύκλου. Ο δε Σπύρος Κυριαζόπουλος υπενθύμισε ότι «η Ελλάδα είδε τον κόσμο μορφολογικώς». Στον παλαιόθεν ελληνικό τρόπο αναζήτησης τής αλήθειας, η αισθητική διάθεση είχε δηλαδή κυρίαρχο ρόλο. Στην προσπάθεια ερμηνείας, με άλλα λόγια, τού κόσμου, την φιλοσοφία-της, το ελληνικό πνεύμα εισάγει, ισάξιο της θεωρίας, και το αισθητικό στοιχείο.[1] Γι’ αυτό και στην Ελλάδα, ο θεώμενος το κάλλος λαός, τη φιλοσοφία-του την μετατρέπει σε ποίηση, και δραματοποιημένη την απαγγέλλει μέσα στα κοίλα των θεάτρων.
Αυτά για την προ Χριστού ελληνική φιλοσοφία. Ουδέν όμως άλλαξε και για την μετά Χριστόν. Τούτο καταδεικνύει ο «τρόπος» των μεγάλων φιλοσόφων, ιδίως της Καππαδοκίας, που η εκκλησία ονόμασε εκκλησιαστικούς Πατέρες. Έτσι, όταν π.χ. ο Γρηγόριος ο Θεολόγος και ο Μέγας Βασίλειος έκαναν το απάνθισμα της σοφίας του Ωριγένη, δεν το ονόμασαν σύνοψη, ας πούμε, είτε θεολογικής θεωρίας, είτε ηθικής φιλοσοφίας. Το ονόμασαν «Φιλοκαλία»![2] Που σημαίνει την αγάπη για το ωραίο. Για να δηλώσουν ότι στον ελληνικό τρόπο, ο θεϊκός λόγος προσλαμβάνεται και με την αισθητική-του διάσταση επίσης.
Της φιλοκαλίας λοιπόν αυτής αδιάψευστος, αλλά και θριαμβικός μάρτυρας, είναι η κορυφοβατούσα ποιητική στην υμνογραφία σύνολης της Μεγάλης Εβδομάδας. Όπου ο Χριστός δεν είναι ο «θλιμμένος» Θεός, όπως είναι λ.χ. η πρόσληψή-του από τη δυτική κοσμοαντίληψη, αλλά ο «κάλλει ωραίος παρά πάντας ανθρώπους». Γι’ αυτόν δε δεν σύρεται θρήνος, έστω και «μεγαλειώδης», όπως του, όντως μεγάλου, Μπαχ, αλλά «ήχος καθαρός εορταζόντων», όπως αναφωνεί ο υμνωδός της Μεγάλης Δευτέρας. Πέρα από την κατάφαση ζωής που εκφράζει η (φιλοσοφική) κοσμοαντίληψη αυτών των ύμνων, εκείνο το «κάλλει ωραίος», και το «ήχος καθαρός», είναι την αισθητική διάθεση του υμνωδού που κηρύσσουν, ή, αν θέλετε το «ευκυκλές» της ηθικής θεωρίας-του!
Κορυφαίο όμως παράδειγμα του τρόπου, όπου, στον παλαιόθεν θεώμενο το κάλλος λαό, ο θεϊκός λόγος έχει και αισθητική σημασία, είναι η ίδια η Θεία Λειτουργία του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, (που θα ακουστεί σε δοξαστικό πρώτο ήχο απόψε) η οποία δεν είναι απλώς μια θρησκευτική και μόνο τελετουργία, αλλά και μια ολοκληρωμένη δραματουργία αισθητικού επίσης χαρακτήρα. Όπως άλλοτε η φιλοσοφία λάμβανε την αισθητική διάσταση δραματικής τέχνης στα κοίλα των θεάτρων, με την ποίηση ενός Σοφοκλή και ενός Αισχύλου. Γι’ αυτό και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο άλλος από τους εκκλησιαστικούς πατέρες, μέγας επίσης και βαθύς γνώστης της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, παρόμοια «έπραξε» όταν συνέθετε αυτή τη Θεία Λειτουργία-του: Ως δραματοποιημένη και μελοποιημένη μεταφορά του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας στον κόσμο της αισθητικής. Ως συγκλονιστική δραματουργία, (τον όρο «δραματουργία» χρησιμοποίησε πρώτος νομίζω ο Χρήστος Γιανναράς) όπου ένας μεγαλειώδης μουσικός διάλογος αναπτύσσεται μεταξύ διακόνου (λιγότερο και του ιερέα,) αφ’ ενός, και ψαλτών αφ’ ετέρου, (μεταξύ των εκπροσώπων τού Θεού και των εκπροσώπων του λαού) ως να συντελεστεί το μέγα μυστήριο της μετουσίωσης των τιμίων δώρων. Ένας μουσικός διάλογος που, ως αισθητικό δημιούργημα, χαρακτηρίζεται από την τέλεια ταύτιση περιεχομένου και μορφής, βασικό δηλαδή αίτημα κάθε καλλιτεχνικής δημιουργίας, και κυρίαρχο χαρακτηριστικό του κάθε έργου τέχνης.
Την αισθητική θεώρηση αυτού του έργου βυζαντινής τέχνης, αλλά και την ελληνότροπη γενεαλογία της μορφής-του, θα τις δούμε στο Β’ μέρος του σημειώματος.
Β’
Η αισθητική θεώρηση ενός έργου τέχνης, προϋποθέτει την αναζήτηση της «Ιδέας» που συμβολίζεται σ’ αυτό, ώστε να διαπιστωθεί αν αυτός ο συμβολισμός είναι και καλλιτεχνικός. Αν μπόρεσε δηλ. να μεταπηδήσει από τον «πεζό» κόσμο της γνωσιολογίας, στον «ποιητικό» (με την Αριστοτελική έννοια) κόσμο της αισθητικής, ώστε να εκφράσει τον συμβολισμό εκείνης της Ιδέας, για να δικαιούται τον τίτλο του «έργου τέχνης».
Ιδέα της Λειτουργίας του Χρυσοστόμου λοιπόν είναι ο συμβολισμός του Μυστικού Δείπνου. Τελούμενου όμως όχι από τον Χριστό, αλλά από άνθρωπο, (τον ιερέα) έχοντα τη Χάρη να μεσολαβεί προς τον Θεό, για την θυσιαστική μετατροπή οίνου και άρτου σε σώμα και αίμα Χριστού. Ο οποίος και αναλώνεται μπροστά στο θυσιαστήριο σε ένα δραματικό, προσωπικό, και ιδίως μυστικό και δογματικό[3] διάλογο, με το πρώτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, προσευχόμενος, να τον αξιώσει να γίνει, στην κυρίαρχη στιγμή του θείου δράματος, αυτός, το μέσο, ώστε να συντελεστεί αναίμακτη η θυσία του Υιού! Ο συμβολισμός είναι σαφής: Ο «μυστικά» (όχι μυστηριακά, γι’ αυτό και όλα γίνονται μπροστά στα μάτια των πιστών[4]) προσευχόμενος ιερέας είναι το μέσο που η Χάρη μετέρχεται για την θεία μετουσίωση.
Παράλληλος διάλογος, μουσικός τώρα, εξελίσσεται μεταξύ διακόνου και ψαλτών ως εκπροσώπων του «μετέχοντος» λαού. Η μετοχή-του όμως συνίσταται απλώς στο να «υμνεί» να «ευλογεί» και να «ευχαριστεί», για όσα υπερκόσμια διαισθάνεται[5] ότι συντελούνται ενώπιον του θυσιαστηρίου: Η θανάτω νίκη επί του θανάτου! Στον μουσικό αυτό διάλογο, και σε διακεκριμένα σημεία, επιταχυνόμενα όσο πλησιάζει η κορύφωση του μυστηρίου, μετέχει κατά διαστήματα με επίσης μουσικό τρόπο και ο ιερέας, π.χ. για να αναγγείλει με το «εξαιρέτως...» ότι ήδη έχει συντελεστεί το θαύμα.
Είναι εντυπωσιακή η δεξιότητα του Ιερού Χρυσοστόμου, στην αριστοτεχνική σύζευξη των όσων, ως φυσική συνέχεια των μυστικών ευχών, ο ιερέας εκφέρει «εκφώνως», με όσα εκφωνεί ο Διάκονος, και οι ψάλτες «απαντούν». Αισθητικά δηλ. η δραματουργία εξελίσσεται συγχρόνως σε δυο μορφολογικώς διακεκριμένα μεταξύ-τους επίπεδα, που όμως, και κατά διαστήματα είναι και αριστοτεχνικά αλληλοδιεισδύοντα. (Τα παραδείγματα είναι πλήθος, όχι όμως του παρόντος)
Λέγεται πως, το τι έχει κάνει ο Χρυσόστομος, είναι ότι συντόμευσε την προϋπάρχουσα λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου. Η εκδοχή όμως είναι παραπλανητικά ανακριβής. Ο Χρυσόστομος έκανε σε αισθητικό επίπεδο, ότι ανέκαθεν ο ελληνικός τρόπος γνώριζε άριστα να κάνει: Όπως ο Ικτίνος με «εκλεπτύνσεις μορφής» έδωσε ενεργητική μορφή στον προϋπάρχοντα (πλαδαρό) Δωρικό κίονα, (στην «ένταση» και στον εχίνο του κιονοκράνου, Βλ. Εικόνες), έτσι και ο Χρυσόστομος «εκλέπτυνε μορφικά» τις μακρόσυρτες άρρυθμες μελωδίες των ψαλτών, ως να αναγνώσει ο ιερέας μακροσκελείς μυστικές ευχές, γεγονός που οδηγούσε σε χασμωδία του ρυθμού (ελληνικής επίσης αρετής) στον «μουσικό διάλογο».
Τέτοιο θείο γεγονός, κατόρθωσε εκείνος ο δραματουργός, μεταφέροντάς-το στον αισθητικό κόσμο, να κληροδοτήσει στην ελληνική Ορθοδοξία. Και θλιβεροί επίγονοι εμείς, αλλοτριωτικά παραμορφώνομε τη μυστικότητά-του, (με εκφώνως ανάγνωση μυστικών ευχών, που άλλωστε ουδείς σήμερα κατανοεί) εισάγοντας έτσι ψυχοτεχνικές μεθόδους υποβολής, για να προκαλέσομε τάχα την «κατάνυξη» στο εκκλησίασμα! Λες και έχει η Ορθοδοξία ανάγκη από τέτοια ψυχοτρόπα μηχανεύματα του προτεσταντικού «ευσεβισμού»… Σκιές ξεθωριασμένες μεγάλων προγόνων: Των φιλοκαλούντων εκείνων Πατέρων της ανατολικής Εκκλησίας…
Χάρης Φεραίος
* Διδάκτωρ Αρχιτεκτονικής Μορφολογίας τού ΕΜΠ
Σημειώσεις
[1]. Εξ ου (κατά Πλάτωνα) και η δημιουργία που μας περιβάλλει, ονομάστηκε στην Ελλάδα «κόσμος», δηλαδή κόσμημα.
[2]. Ίδιο επαναλήφθηκε και 1400 χρόνια αργότερα, με την άλλη «Φιλοκαλία», Μακάριου Νοταρά και Νικόδημου Αγιορείτη.
[3]. Ήδη και αμέσως μετά τη «μικρή είσοδο», δηλώνοντας ότι ο Θεός είναι ο «εκ του μη όντος εις το είναι παραγαγών τα σύμπαντα», πιστοποιεί ό,τι πρεσβεύει η ορθόδοξη τριαδική θεολογία: Ότι ο Θεός είναι η «αιτιώδης αρχή» του κόσμου! Συνεπώς μπορεί πρώτον, να υποστασιάζει εαυτόν σε τριάδα προσώπων, και δεύτερον, να επεμβαίνει στον άυλο εαυτό του, ώστε να μετέχει σαρκός, δηλ. να ενανθρωπίζεται. Ό,τι πρόκειται δηλ. να ακολουθήσει συμβολικά επί του θυσιαστηρίου.
[4]. Τα θεόρατα σύγχρονα (κυπριακά) εικονοστάσια, (όχι τέμπλα!) κατάλοιπα της παρακμής του ευρωπαϊκού Μπαρόκ, (και ας ήσαν τα μόνα…) που φράσσουν τη θέα του Ι. Βήματος, καμιά σχέση δεν έχουν με την συμβολική της Ορθοδοξίας.
[5]. Η διαίσθηση ως καλλιτεχνική λειτουργία του ανθρώπινου αισθήματος, αποτελεί βασικό «μηχανισμό» της τέχνης, που την εκμεταλλεύεται ως μέθοδό-της για να υποβάλει στον «θεατή» την «ιδέα» του έργου-της. Άριστος γνώστης της μεθόδου ο Μπετόβεν. ( Ένατη Συμφωνία, πρώτη κίνηση).