Η ζωή της Παναγίας - Point of view

Εν τάχει

Η ζωή της Παναγίας






Για τη ζωή της Παναγίας δε βρίσκουμε πολλά στοιχεία στην Αγία Γραφή. Αυτό συμβαίνει, γιατί η Αγία Γραφή, και ιδιαίτερα η Καινή Διαθήκη, μιλάει μόνο για ό,τι έχει άμεση σχέση με το έργο του Ιησού Χριστού, τη διδασκαλία, το θάνατο και την ανάστασή Του, και δε δίνει λεπτομέρειες για άλλα γεγονότα ή άλλα πρόσωπα, όσο σημαντικά κι αν είναι.

Έτσι, στο ευαγγέλιο διαβάζουμε λίγα γεγονότα από τη ζωή της Παναγίας, ενώ τα περισσότερα είναι γραμμένα σε άλλα πρωτοχριστιανικά βιβλία, που δεν περιλαμβάνονται στην Αγία Γραφή, αλλά διασώζουν πληροφορίες από την αρχαία παράδοση και την ιστορική μνήμη των πρώτων χριστιανών. Τέτοια βιβλία είναι το λεγόμενο «Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου», που μιλάει για την οικογένεια, τη γέννηση και τα παιδικά χρόνια της Παναγίας, και ο «Λόγος του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου περί της κοιμήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου», που αναφέρει τα γεγονότα της κοίμησής Της.

Αυτά τα βιβλία οι φιλόλογοι τα κατατάσσουν στα λεγόμενα «απόκρυφα κείμενα», αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι απόκρυφα, αλλά ορθόδοξα πρωτοχριστιανικά κείμενα. Απόκρυφα κείμενα ή απόκρυφα ευαγγέλια ονομάζονται τα βιβλία που έγραψαν διάφορες αιρετικές ομάδες κατά μίμηση των χριστιανικών τεσσάρων ευαγγελίων, αλλά τα κρατούσαν κρυφά και τα διάβαζαν μόνο οι οπαδοί τους (1). Αυτό δεν ισχύει για τα κείμενα που αναφέρονται στην Παναγία, που ανήκαν στους χριστιανούς, δεν περιέχουν αιρετικές διδασκαλίες, κυκλοφορούσαν φανερά και επιτρεπόταν να τα διαβάσουν όλοι.

Από τις αρχαίες αυτές πηγές μαθαίνουμε τα εξής:



Οι πρόγονοι της Παναγίας

Γονείς της Παναγίας είναι οι άγιοι Ιωακείμ και Άννα. Γονείς της αγίας Άννας ήταν ένα άλλο άγιο ζευγάρι, ο ιερέας Ματθάν και η Μαριάμ (παππούς και γιαγιά της Θεοτόκου). Ο δίκαιος Ματθάν (2) ήταν ιερέας του αληθινού Θεού και ανήκε (όπως όλοι εκείνοι οι άνθρωποι) στη θρησκεία της Παλαιάς Διαθήκης, τη θρησκεία που είχε τις 10 εντολές και τους προφήτες και περίμενε τον ερχομό του Χριστού.

Ο Ματθάν ήταν απόγονος του αρχαίου βασιλιά, προφήτη και ποιητή Δαβίδ, που είχε ζήσει χίλια χρόνια πριν. Γι’ αυτό οι προφήτες έλεγαν πως ο Χριστός θα είναι «υιός του Δαβίδ», δηλ. απόγονος του Δαβίδ. Γι’ αυτό επίσης ο Χριστός γεννήθηκε στη Βηθλεέμ, γιατί ήταν η πατρίδα του Δαβίδ. Ακόμη, οι προφήτες είχαν πει συμβολικά πως «από τη ρίζα του Ιεσσαί» (του πατέρα του Δαβίδ) θα βγει μια «ράβδος» (μια βέργα) που θα ανθίσει και το άνθος της θα είναι ο Χριστός. Η ράβδος αυτή είναι η Παναγία.

Ο Ματθάν και η Μαριάμ απέκτησαν τρεις κόρες, τη Μαρία, τη Σωβή και την Άννα. Η Σωβή μεγαλώνοντας έγινε η μητέρα της αγίας Ελισάβετ, μητέρας του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, ενώ η Άννα μητέρα της Παναγίας. Άρα Παναγία και Ελισάβετ ήταν πρώτες ξαδέρφες, Ιησούς και Ιωάννης δεύτερα ξαδέρφια – όμως δεν είχαν συναντηθεί ποτέ μέχρι τη βάφτιση του Ιησού από τον Ιωάννη στον Ιορδάνη, δεδομένου ότι ο Ιωάννης είχε φύγει στην έρημο από παιδί (ευαγγέλιο κατά Λουκάν, 1, 80).



Η Θε­ο­τό­κος ή­ταν κό­ρη του πλού­σιου κτη­νο­τρό­φου Ι­ω­α­κείμ και της Άν­νας, που κα­τα­γό­ταν α­πό το βα­σι­λι­κό γέ­νος του Δαυ­ίδ.
Ε­πει­δή ο Ι­ω­α­κείμ και η Άν­να ή­ταν ά­τε­κνοι (η Άν­να ή­ταν στεί­ρα), πα­ρα­κα­λού­σαν για πολ­λά χρό­νια το Θε­ό να τους χα­ρί­σει έ­να παι­δί, με την υ­πό­σχε­ση ό­τι το παι­δί που θα γεν­νη­θεί, θα το α­φι­ε­ρώ­σουν σ' Αυ­τόν. Πρέ­πει να ση­μει­ω­θεί ό­τι η α­τε­κνί­α την ε­πο­χή ε­κεί­νη ή­ταν ντρο­πή-κα­τά­ρα για έ­να αν­δρό­γυ­νο και ό­λοι τους πε­ρι­φρο­νού­σαν μέ­σα στην κοι­νω­νί­α. Α­κό­μα και οι ι­ε­ρείς δεν δέ­χον­ταν τα δώ­ρα που πρό­σφε­ραν στο να­ό του Θε­ού, λό­γω της α­τε­κνί­ας τους. Εξ αι­τί­ας αυ­τού η μεν Άν­να πή­γε μέ­σα στον κή­πο τους, ο δε Ι­ω­α­κείμ ανέβηκε στο βου­νό και ε­κεί με δά­κρυ­α πα­ρα­κα­λού­σαν το Θε­ό να τους χα­ρί­σει έ­να παι­δί και να λύ­σει την α­τε­κνί­α τους. Και ο Θε­ός τους προ­μή­νυ­σε με τον αρ­χάγ­γε­λό Του Γα­βρι­ήλ ό­τι θα συλ­λά­βει η πρώ­ην ά­γο­νος και στεί­ρα Άν­να και θα γεν­νή­σει παι­δί ά­γιο.




Πράγ­μα­τι η Άν­να συ­νέ­λα­βε, και γέν­νη­σε τη Βα­σί­λισ­σα του κό­σμου. Η Εκ­κλη­σί­α μας ε­ορ­τά­ζει το γε­γο­νός αυ­τό της συλ­λή­ψε­ως στις 9 Δε­κεμ­βρί­ου: «η σύλ­λη­ψις της Α­γί­ας Άν­νης, μη­τρός της Υ­πε­ρα­γί­ας Θε­ο­τό­κου».


Η Γέν­νη­ση της Θε­ο­τό­κου
Έ­τσι λοι­πόν συ­νε­λή­φθη και γεν­νή­θη­κε η α­γί­α Παρ­θέ­νος Μα­ρί­α· ό­χι βέ­βαι­α χω­ρίς σαρ­κι­κή συ­νά­φεια των γο­νέ­ων της. Γεν­νή­θη­κε σε εν­νέ­α μή­νες και, ναι μεν ή­ταν καρ­πός της υ­πο­σχέ­σε­ως του Θε­ού, αλ­λά έ­γι­νε με σπέρ­μα αν­δρός με τη συ­νεύ­ρε­ση των γο­νέ­ων της. Μό­νο ο Κύ­ριός μας Ι­η­σούς Χρι­στός γεν­νή­θη­κε α­πό την α­γί­α Παρ­θέ­νο Μα­ρί­α με τρό­πο α­νέκ­φρα­στο και α­νερ­μή­νευ­το, ό­πως Ε­κεί­νος Μό­νος γνω­ρί­ζει, χω­ρίς να υ­πάρ­χει το σαρ­κι­κό θέ­λη­μα.


Σύμ­φω­να με την πα­ρά­δο­ση, η Πα­να­γί­α γεν­νή­θη­κε στην Ι­ε­ρου­σα­λήμ. Μά­λι­στα οι πα­τέ­ρες της α­γι­ο­τα­φι­κής α­δελ­φό­τη­τας δεί­χνουν στους προ­σκυ­νη­τές τον τό­πο γέν­νη­σης της Θε­ο­τό­κου, που βρί­σκε­ται κον­τά στην προ­βα­τι­κή κο­λυμ­βή­θρα. Ο­νο­μά­στη­κε Μα­ριάμ (Μα­ρί­α ε­ξελ­λη­νι­σμέ­νο) που ση­μαί­νει Κυ­ρί­α, Ελ­πί­δα.
Η Εκ­κλη­σί­α μας ε­ορ­τά­ζει τη γέν­νη­ση της Θε­ο­τό­κου στις 8 Σε­πτεμ­βρί­ου: «το Γε­νέ­θλιον της Υ­πε­ρα­γί­ας Δε­σποί­νης η­μών Θε­ο­τό­κου και α­ει­παρ­θέ­νου Μα­ρί­ας».





Η εί­σο­δος της Θε­ο­τό­κου στον Να­ό
Ό­ταν η Μα­ρί­α έ­φθα­σε τον τρί­το χρό­νο της η­λι­κί­ας της, την έ­φε­ραν οι γο­νείς της -σύμ­φω­να με την υ­πό­σχε­σή τους-στο Να­ό, και την πα­ρέ­δω­σαν στους ι­ε­ρείς. Σύμ­φω­να με το έ­θι­μο, τη συ­νό­δευ­σαν λαμ­πα­δο­φο­ρού­σες «παρ­θέ­ναι των Ε­βραί­ων».
Α­φού την πα­ρέ­λα­βε ο ι­ε­ρέ­ας και προ­φή­της Ζα­χα­ρί­ας, πα­τέ­ρας του Ι­ω­άν­νου Προ­δρό­μου,κι­νού­με­νος α­πό τη θεί­α βου­λή, την ο­δή­γη­σε στο ε­σω­τε­ρι­κό και α­γι­ώ­τε­ρο μέ­ρος του Να­ού, στα ά­για των Α­γί­ων. Ε­κεί έ­ζη­σε δώ­δε­κα χρό­νια και α­ξι­ω­νό­ταν κα­θη­με­ρι­νά θεί­ες φα­νε­ρώ­σεις, ε­νώ θεί­ος άγ­γε­λος-ο Αρ­χάγ­γε­λος Γα­βρι­ήλ-της έ­φερ­νε συ­νε­χώς ου­ρά­νια τρο­φή. Έ­τσι, ζών­τας μέ­σα στο χώ­ρο της α­γι­ό­τη­τας, ε­τοι­μα­ζό­ταν ο «έμ­ψυ­χος να­ός εις κα­τοί­κη­σιν του Κυ­ρί­ου».
Η Εκ­κλη­σί­α μας ε­ορ­τά­ζει το γε­γο­νός με την ε­ορ­τή των Ει­σο­δί­ων στις 21 Νο­εμ­βρί­ου: «μνή­μη της εν τω Να­ώ Ει­σό­δου της Θε­ο­μή­το­ρος»


Ο Ευ­αγ­γε­λι­σμός της Θε­ο­τό­κου
Ό­ταν η Μα­ρί­α έ­γι­νε δε­κα­πέν­τε ε­τών, οι γο­νείς της εί­χαν κοι­μη­θεί, γι' αυ­τό οι ι­ε­ρείς φρόν­τι­σαν να την α­πο­κα­τα­στή­σουν. Προ­έ­κρι­ναν ως κα­ταλ­λη­λό­τε­ρο τον δί­και­ο Ι­ω­σήφ. Η Γρα­φή τον ο­νο­μά­ζει Δί­και­ο: «Ι­ω­σηφ δε ο α­νήρ αυ­τής, δί­και­ος ων..­.» (Ματθ. α­';­19), που ση­μαί­νει πως εί­χε ό­λες τις α­ρε­τές. Ο Γέ­ρον­τας Ι­ω­σήφ ή­ταν χή­ρος και πα­τέ­ρας με ε­πτά παι­διά από την πρώτη του σύζυγο, τη Σαλώμη, με την οποία είχε αποκτήσει 7 παιδιά, τέσσερις γιους (Ιάκωβο, Ιούδα – όχι τον προδότη του Χριστού – Σίμωνα και Ιωσή) και τρεις κόρες, την Εσθήρ, τη Θάμαρ ή Μάρθα και τη Σαλώμη.Αυ­τά εί­ναι τα «θε­τά» ά­δέλ­φια του Ι­η­σού και ό­χι παι­διά της Θε­ο­τό­κου, η ο­ποί­α εί­ναι Α­ει­πάρ­θε­νος, πα­ρέ­μει­νε δη­λα­δή Παρ­θέ­νος και με­τά τη γέν­νη­ση του Κυ­ρί­ου και πο­τέ δεν ήλ­θε σε σαρ­κι­κή ε­πα­φή με τον Ι­ω­σήφ, ό­πως βλά­σφη­μα δι­δά­σκουν οι προ­τε­στάν­τες και άλ­λοι αι­ρε­τι­κοί. Έ­τσι ο αρ­ρα­βώ­να
ς ή­ταν α­πα­ραί­τη­τος, για να κα­λυ­φθεί η υ­περ­φυ­σι­κή γέν­νη­ση του Ι­η­σού με την πα­ρου­σί­α του Ι­ω­σήφ.Κατά μία άποψη, ήταν από την αρχή προγραμματισμένο ο Ιωσήφ να είναι μόνο προστάτης της Παναγίας και να μη γίνει ποτέ αληθινός Της σύζυγος. Ο αρραβώνας έγινε, επειδή, αιώνες πριν, ο προφήτης Ησαΐας και άλλοι προφήτες είχαν πει ότι ο Χριστός θα γεννηθεί από μια παρθένο. Οι ιερείς λοιπόν, που είχαν προφητικό χάρισμα, την αρραβώνιασαν για να ξεγελάσουν το διάβολο, ο οποίος γνώριζε τις προφητείες, αλλά δε θα υποπτευόταν ότι ο Χριστός θα γεννηθεί από μια παντρεμένη. Ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός (ένας μεγάλος άγιος διδάσκαλος της εποχής της Τουρκοκρατίας) συμπληρώνει ότι ο Χριστός «γεννήθηκε από γυναίκα, για να ευλογήσει τη γυναίκα· γεννήθηκε από παρθένο, για να ευλογήσει την παρθενία· και γεννήθηκε από αρραβωνιασμένη, για να ευλογήσει το γάμο».



Ο Ι­ω­σήφ πα­ρέ­λα­βε τη Μα­ριάμ και ήρ­θε στη Να­ζα­ρέτ. Τον τέ­ταρ­το μή­να με­τά την έ­ξο­δό της α­π' το Να­ό, ο Αρ­χάγ­γε­λος Γα­βρι­ήλ πα­ρου­σι­ά­στη­κε μπρο­στά της λέ­γον­τάς: «Χαί­ρε, κε­χα­ρι­τω­μέ­νη, ο Κύ­ριος με­τά σου, ευ­λο­γη­μέ­νη συ εν γυ­ναι­ξί..­.­». Η επίσκεψή του εξιστορείται στο 1ο κεφάλαιο του κατά Λουκάν ευαγγελίου και, όπως φαίνεται, ο ευαγγελιστής Λουκάς την άκουσε από την ίδια την Παναγία (την οποία γνώρισε προσωπικά και τη ζωγράφισε). Ο άγγελος τη χαιρέτησε και της ανακοίνωσε ότι ο Θεός τη διάλεξε για να γεννήσει τον Υιό Του και Σωτήρα των ανθρώπων. Ο άγγελος δεν έδωσε κανένα κρίνο ή τίποτε άλλο στην Παναγία. Η παράδοση για τον κρίνο είναι ένας μύθος, που προέκυψε από τους ζωγραφικούς πίνακες, που απεικόνιζαν τον ευαγγελισμό στη δυτική Ευρώπη από την εποχή του Μεσαίωνα. Μόνο της μίλησε.


Η Μα­ριάμ α­κού­γον­τας το χαι­ρε­τι­σμό τα­ρά­χτη­κε. «Μη φο­βά­σαι» της λέ­γει ο Αρ­χάγ­γε­λος «Μη φο­βού Μα­ριάμ εύ­ρες γαρ χά­ριν πα­ρά τω Θε­ώ» (Λουκ. α­'28-30). Γι' αυ­τό θα συλ­λά­βεις και θα γεν­νή­σεις Υι­ό και θα τον ο­νο­μά­σεις Ι­η­σού. «Και ι­δού συλ­λή­ψη εν γα­στρί και τέ­ξη υι­όν, και κα­λέ­σεις το ό­νο­μα αυ­τού Ι­η­σούν» (Λουκ. α­'­31).
Η Παρ­θέ­νος στο ά­κου­σμα αυ­τό ρω­τά­ει τον άγ­γε­λο: «Πως έ­σται μοι τού­το; Ε­πεί άν­δρα ου γι­νώ­σκω;» (Πως θα γί­νει αυ­τό, α­φού δεν γνω­ρί­ζω σαρ­κι­κά άν­τρα;­). Καί ο άγ­γε­λος της λύ­νει την α­πο­ρί­α λέ­γον­τάς της: «Πνεύ­μα Ά­γιον ε­πε­λεύ­σε­ται ε­πί σε και δύ­να­μις Υψίστου ε­πι­σκιά­σει σοι» (Λουκ. α­'­35) (Θα έλ­θει σε σέ­να το Ά­γιο 
Α­πό ε­κεί­νη τη στιγ­μή ο Κύ­ριος μας Ι­η­σούς Χρι­στός σαρ­κώ­θη­κε στη μή­τρα της α­ει­παρ­θέ­νου Μα­ρί­ας γί­α τη σω­τη­ρί­α του ανθρώπινου γέ­νους.
Η Εκ­κλη­σί­α μας ε­ορ­τά­ζει τον Ευ­αγ­γε­λι­σμό στις 25 Μαρ­τί­ου: «ο Ευ­αγ­γε­λι­σμός της Υ­πε­ρα­γί­ας Δε­σποί­νης η­μών Θε­ο­τό­κου και αειπαρ­θέ­νου Μα­ρί­ας».





Η Μα­ριάμ ε­πι­σκέ­πτε­ται την Ε­λι­σά­βετ
Η μα­κα­ρί­α Παρ­θέ­νος Μα­ριάμ, έ­χον­τας μέ­σα στα σπλά­χνα της Αυτόν που δεν τον χω­ρά­ει το σύμ­παν, έ­φυ­γε βι­α­στι­κά α­πό τη Ναζα­ρέτ για κά­ποι­α πό­λη στα ο­ρει­νά της Ι­ου­δαί­ας, ό­που κατοικούσε το ευλο­γη­μέ­νο αν­δρό­γυ­νο, ο Ζα­χα­ρί­ας με την Ελισάβετ. Σκο­πός της ή­ταν να βρει την Ε­λι­σά­βετ, που ή­ταν συγγενής της, και να την συγ­χα­ρεί για την εγ­κυ­μο­σύ­νη της γεροντικής της η­λι­κί­ας, την ο­ποί­α πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε α­πό τον άγ­γε­λο «και ι­δού Ε­λι­σά­βετ η συγ­γε­νής σου και αυ­τή συ­νει­λη­φυί­α υι­όν εν γή­ρει αυ­τής, και
ού­τος μην έ­κτος ε­στίν αυ­τή τη κα­λου­μέ­νη στεί­ρα»(Λουκ. α 38) (και να που η Ε­λι­σά­βετ η συγ­γε­νής σου έ­χει συλ­λά­βει και αυ­τή γιο στα γη­ρα­τειά της, και αυ­τός εί­ναι ο έ­κτος μή­νας της εγ­κυ­μο­σύ­νης γι' αυ­τήν που τη φω­νά­ζα­νε στεί­ρα). Πε­ρισ­σό­τε­ρο ό­μως ή­θε­λε να της δι­η­γη­θεί τα με­γά­λα και θαυ­μα­στά που ευ­δό­κη­σε και έ­κα­με σ' αυ­τήν ο παν­το­δύ­να­μος Θε­ός. «Και ε­γέ­νε­το ως ή­κου­σεν η Ε­λι­σά­βετ τον α­σπα­σμόν της Μα­ρί­ας, ε­σκίρ­τη­σε το βρέ­φος εν τη κοι­λί­α αυτής». Η Ε­λι­σά­βετ μό­λις ά­κου­σε τον χαι­ρε­τι­σμό της Παρ­θέ­νου αι­σθάν­θη­κε ό­τι το ε­ξά­μη­νο βρέ­φος στα σπλά­χνα της σκίρ­τη­σε α­πό χα­ρά. Και με το σκίρ­τη­μα αυ­τό ο Ι­ω­άν­νης ο Πρό­δρο­μος, πριν ακόμα δει το φως του αι­σθη­τού η­λί­ου, προ­φη­τεύ­ει την α­να­το­λή του νο­η­τού Η­λί­ου (του Χρι­στού). Α­μέ­σως τό­τε η γε­ρόν­τισ­σα Ε­λι­σά­βετ, με το φω­τι­σμό του Α­γί­ου Πνεύ­μα­τος, ά­να­γνώ­ρι­σε την Παρ­θέ­νο Μα­ριάμ σαν Μη­τέ­ρα του Κυ­ρί­ου και Θε­ού μας και δο­ξο­λό­γη­σε μεγα­λό­φω­να το Χρι­στό που έ­φε­ρε στα σπλά­χνα της: «και πό­θεν μοι τού­το ί­να έλ­θη η μή­τηρ του Κυ­ρί­ου μου προς με;» (Λουκ. α 43). Και η Παρ­θέ­νος Μα­ρί­α πλημ­μυ­ρι­σμέ­νη α­πό την α­γαλ­λί­α­ση που της έ­δω­σε το Ά­γιο Πνεύ­μα, έ­ψαλ­λε την -ο­νο­μα­σθεί­σα- ω­δή της Θε­ο­τό­κου: «Με­γα­λύ­νει η ψυ­χή μου τον Κύ­ριον και η­γαλ­λί­α­σε το πνεύ­μα μου ε­πί τω Θε­ώ τω σω­τή­ρί μου..­.» (Λουκ. α ­46-47).


Στη συ­νέ­χεια η Μα­ριάμ έ­μει­νε τρεις μή­νες κον­τά στην Ελισάβετ,και έ­πει­τα ε­πέ­στρε­ψε στο σπί­τι της. «Έ­μει­νε δε Μα­ριάμ συν αυ­τή ω­σεί μή­νας τρεις και υ­πέ­στρε­ψεν εις τον οί­κον αυ­τής» (Λουκ. α­'­56).


Οι αμ­φι­βο­λί­ες του Ι­ω­σήφ και η δι­ά­λυ­σή τους α­πό τον άγ­γε­λο.
Ο Ι­ω­σήφ,με­τά α­πό λί­γο και­ρό, προ­βλη­μα­τί­ζε­ται έν­το­να δι­ό­τι «πριν η συ­νελ­θείν αυ­τούς ευ­ρέ­θη εν γα­στρί έ­χου­σα εκ Πνεύ­μα­τός Α­γί­ου»(Ματθ. α 18­). Αν­θρώ­πι­να ερ­μη­νεύ­ον­τας την α­δι­και­ο­λό­γη­τη εγκυμο­σύ­νη της Πα­να­γί­ας, α­πο­φα­σί­ζει να την δι­ώ­ξει μυ­στι­κά. Επει­δή ή­ταν «δί­και­ος», δεν ή­θε­λε να την δι­α­πομ­πεύ­σει παραδειγμα­τι­κά, ό­πως προ­έ­βλε­πε ο νό­μος. «Ι­ω­σηφ δε ο α­νήρ αυτής, δί­και­ος ων και μη θέ­λων αυ­τήν πα­ρα­δειγ­μα­τί­σαι, ε­βου­λή­θη λά­θρα α­πο­λύ­σαι αυ­τήν»(Ματθ. α­'­19).


Τό­τε πα­ρου­σι­ά­ζε­ται στον Ι­ω­σήφ άγ­γε­λος Κυ­ρί­ου και του λέ­ει: «Ιωσηφ, υι­ός Δαυ­ίδ μη φο­βη­θής πα­ρα­λα­βείν Μα­ριάμ την γυ­ναί­κά σου, το γαρ εν αυ­τή γεν­νη­θέν εκ Πνεύ­μα­τός ε­στιν Α­γί­ου»(Ματθ. α­'20). Έ­τσι ο Ι­ω­σήφ έ­κα­νε ό­πως τον δι­έ­τα­ξε ο άγ­γε­λος και, α­φού πα­ρέ­λα­βε την Παρ­θέ­νο στο σπί­τι του, «ουκ ε­γί­νω­σκεν αυ­τήν» (Ματθ. α­'­25), δεν την γνώ­ρι­σε σαρ­κι­κά πο­τέ ως σύ­ζυ­γο, ού­τε και ό­ταν γέννη­σε τον πρω­τό­το­κο και μο­να­δι­κό γιο της, τον Ι­η­σού.





Το τα­ξί­δι στη Βη­θλε­έμ και η γέν­νη­σις του Κυ­ρί­ου
Με το δι­ά­ταγ­μα του αυ­το­κρά­το­ρα Καί­σα­ρα Αυ­γού­στου να απογραφεί ό­λος ο πλη­θυ­σμός που ή­ταν κά­τω α­πό την Ρω­μα­ϊ­κή κυρι­αρ­χί­α, ο Ι­ω­σήφ και η εγ­κυ­μο­νού­σα Μα­ριάμ έ­πρε­πε να απογραφούν στον τό­πο της κα­τα­γω­γής τους, στη Βη­θλε­έμ της Ιουδαί­ας. «Ε­ξήλ­θε δόγ­μα πα­ρά Καί­σα­ρος Αυ­γού­στου απογράφεσθαι πά­σαν την οι­κου­μέ­νην»(Λουκ. β'1). Έ­τσι ύ­στε­ρα από έ­να κου­ρα­στι­κό τα­ξί­δι, φθά­νουν στη Βη­θλε­έμ. «­Α­νέ­βη δε και ο Ι­ω­σήφ α­πό της Γα­λι­λαί­ας, εκ πό­λε­ως Να­ζα­ρέτ εις την Ι­ου­δαί­αν εις πό­λιν Δαυ­ίδ ή­τις κα­λεί­ται Βη­θλε­έμ, δια το εί­ναι αυ­τόν εξ οί­κου και πα­τριάς Δαυ­ίδ» (Λουκ. β'4).

Λό­γω της πλη­θώ­ρας των α­πο­γρα­φο­μέ­νων, δε βρί­σκουν που­θε­νά κα­τά­λυ­μα. «Ουκ ην αυ­τοίς τό­πος εν τω κα­τα­λύ­μα­τι»(Λουκ. β'6).

Μό­νο σ' έ­να σταύ­λο βρή­καν λί­γο χώ­ρο για την πα­ρα­μο­νή τους.


Ε­κεί θέ­λη­σε να γεν­νη­θεί ο φι­λάν­θρω­πος και τα­πει­νός Κύ­ριος, ο Λυ­τρω­τής του κό­σμου, ό­που και τον σπαρ­γά­νω­σε η Θε­ο­τό­κος σε μια φάτ­νη των ζώ­ων για να ζε­στα­θεί. «Ε­κει ε­πλή­σθη­σαν αι η­μέ­ραι του τε­κείν αυ­τήν, και έ­τε­κε τον υι­όν αυ­τής τον πρω­τό­το­κον, και εσπαρ­γά­νω­σεν αυ­τόν και α­νέ­κλι­νεν αυ­τόν εν τη φάτ­νη»(Λουκ. β'6-7). Ε­κεί τον προ­σκύ­νη­σαν και οι ποι­μέ­νες.


Η πε­ρι­το­μή του Κυ­ρί­ου
Σε ο­κτώ μέ­ρες α­πό τη γέν­νη­ση, η Παρ­θέ­νος και ο Ι­ω­σήφ έ­κα­ναν, σύμ­φω­να με το νό­μο, την πε­ρι­το­μή του παι­διού και του έ­δω­σαν το ό­νο­μα «­Ι­η­σους». «Και ό­τε ε­πλή­σθη­σαν η­μέ­ραι ο­κτώ του περιτεμείν το παι­δί­ον, και ε­κλή­θη το ό­νο­μα αυ­τού Ι­η­σούς, το κληθέν υ­πό του αγ­γέ­λου προ του συλ­λη­φθή­ναι αυ­τόν εν τη κοι­λί­α» (Λουκ. Β'21).


Η Εκ­κλη­σί­α μας ε­ορ­τά­ζει το γε­γο­νός αυ­τό στις 1 Ι­α­νου­α­ρί­ου.





Ο σα­ραν­τι­σμός της Θε­ο­τό­κου με τον Ι­η­σού
Οι λεπτομέρειες είναι γνωστές. Μετά το τέλος της απογραφής, η αγία οικογένεια έμεινε στη Βηθλεέμ τουλάχιστον ένα δυο μήνες, ίσως και δυο χρόνια, κι έτσι βλέπουμε, 40 μέρες μετά τη γέννησή Του, να φέρνουν τον Ιησού στα Ιεροσόλυμα (κοντά στη Βηθλεέμ) για να «σαραντίσει» η Παναγία στο Ναό, κατά τους θρησκευτικούς κανόνες της Παλ. Διαθήκης (από αυτή την πράξη της Παναγίας προέρχεται το σαράντισμα των σημερινών μανάδων, που ακολουθούν το παράδειγμά της). Εκεί συνάντησε τον προφήτη Συμεών, που πα­ρα­κα­λού­σε το Θε­ό να μην πε­θά­νει πριν δει το Μεσ­σί­α: «Νυν, α­πο­λύ­εις τον δού­λόν σου, Δέ­σπο­τα, κα­τά το ρή­μα σου εν ει­ρή­νη, ό­τι εί­δον οι ο­φθαλ­μοί μου το σω­τή­ριόν σου, ο ητοίμα­σας κα­τά πρό­σω­πον πάν­των των λα­ών, φως εις α­πο­κά­λυ­ψιν ε­θνών και δό­ξαν λα­ού σου Ισ­ρα­ήλ». Τώ­ρα, Κύ­ρι­ε, ας πε­θά­νω, για­τί εί­δα με τα μά­τια μου τον Σω­τή­ρα μας, α­νέ­κρα­ξε. Ο οποίος προφήτεψε το μέλλον του μικρού Χριστού και τον πόνο που θα νιώσει η Μητέρα του, όταν θα Τον δει να σταυρώνεται (κατά Λουκάν, κεφ. 2).



Με­τά κοι­τά­ζει τη Θε­ο­τό­κο και της λέ­γει: «Ού­τος κεί­ται εις πτώ­σιν και α­νά­στα­σιν πολ­λών εν τω Ισ­ρα­ήλ και εις ση­μεί­ον αντιλεγόμενον»(Λουκ. β';­34). (Αυ­τός θα γί­νει αι­τί­α να πέ­σουν και να ση­κω­θούν πολ­λοί στο Ισ­ρα­ήλ και θα προ­κα­λέ­σει δι­χο­γνω­μί­α). Και συ­νε­χί­ζει για την Πα­να­γί­α: «Και σου δε αυ­τής την ψυ­χήν διελεύ­σε­ται ρομ­φαί­α»(Λουκ. β';­35). (και σέ­να την ψυ­χή σου θα την δι­α­πε­ρά­σει πό­νος ο­ξύς, σα σπα­θιά), υ­πο­νο­ών­τας τη σταύ­ρω­ση του Γιου της. Η Εκ­κλη­σί­α μας ε­ορ­τά­ζει το γε­γο­νός με την ε­ορ­τή της Υπα­παν­τής, στις 2 Φε­βρου­α­ρί­ου: «η Υ­πα­παν­τή του Κυ­ρί­ου η­μών Ι­η­σού Χρι­στού, εν η ε­δέ­ξα­το Αυ­τόν εις τας αγ­κά­λας αυ­τού ο Δίκαιος Συ­με­ών»

Η προ­σκύ­νη­ση των Μά­γων


Με­τά τη γέν­νη­ση του Ι­η­σού και τον σα­ραν­τι­σμό, η Θε­ο­τό­κος με τον Ι­ω­σήφ πα­ρέ­μει­ναν στη Βη­θλε­έμ. Στο δι­ά­στη­μα αυ­τό, «μά­γοι από α­να­το­λών πα­ρε­γέ­νον­το εις Ι­ε­ρο­σό­λυ­μα»(Ματθ. β'1).
Με­τά την προ­σκύ­νη­ση του Κυ­ρί­ου, οι Μά­γοι ε­πι­στρέ­φουν στην πα­τρί­δα τους, για­τί άγ­γε­λος Κυ­ρί­ου τους ει­δο­ποί­η­σε να φύ­γουν από άλ­λο δρό­μο και να μη πά­νε στον Η­ρώ­δη, που ή­θε­λε να σκοτώσει τον Ι­η­σού. «Και χρη­μα­τι­σθέν­τες κα­τ'; ό­ναρ μη ανακάμψαι προς Η­ρώ­δην, δι' άλ­λης ο­δού α­νε­χώ­ρη­σαν εις την χώραν αυ­τών»(Ματθ. β' 12).





Η φυ­γή στην Αί­γυ­πτο
Πριν ο Η­ρώ­δης δι­α­τά­ξει τη σφα­γή των νη­πί­ων «α­πό δι­ε­τούς και κα­τω­τέ­ρω, κα­τά τον χρό­νον, ον η­κρί­βω­σε πα­ρά των μά­γων»(Ματθ. β' ­16), άγ­γε­λος Κυ­ρί­ου πα­ρου­σι­ά­ζε­ται «κα­τ' ό­ναρ» στον Ι­ω­σήφ και του λέ­γει: «Να πά­ρεις το παι­δί και τη μη­τέ­ρα Του και να φύ­γεις στην Αί­γυ­πτο. Να μεί­νεις ε­κεί, έ­ως ό­του θα σε ε­νη­με­ρώ­σω. Ο Ηρώ­δης θέ­λει να σκο­τώ­σει το παι­δί». «Πα­ρά­λα­βε το παι­δί­ον και την μη­τέ­ρα αύ­τού και φεύ­γε εις Αί­γυ­πτον, και ί­σθι ε­κεί, έ­ως αν είπω σοι. Μέλ­λει γαρ Η­ρώ­δης ζη­τείν το παι­δί­ον του α­πο­λέ­σαι αυτό»(Ματθ. β' ­13).


Πράγ­μα­τι, ο Ι­ω­σήφ ξύ­πνη­σε α­μέ­σως τη Θε­ο­τό­κο και έ­φυ­γαν μέ­σα στο σκο­τά­δι σαν πρό­σφυ­γες. Έ­φτα­σαν στην Αί­γυ­πτο και έ­μει­ναν εκεί μέ­χρι το θά­να­το του Η­ρώ­δη: «Ο δε ε­γερ­θείς πα­ρέ­λα­βε το παιδί­ον και την μη­τέ­ρα αυ­τού νυ­κτός και α­νε­χώ­ρη­σεν εις Αί­γυπτον, και ην ε­κεί έ­ως της τε­λευ­τής Η­ρώ­δου»(Ματθ. β' ­14-15).
Σή­με­ρα στο πα­λαι­ό Κά­ι­ρο, κον­τά στο μο­να­στή­ρι του Α­γί­ου Γεωργί­ου, βρί­σκε­ται το σπή­λαι­ο με το πη­γά­δι, ό­που έ­μει­νε η α­γί­α οι­κο­γέ­νεια κα­τά τη διά­ρκεια της δι­α­μο­νής της στην Αί­γυ­πτο.


Με­τά το θά­να­το του Η­ρώ­δη και ύ­στε­ρα α­πό ει­δο­ποί­η­ση του αγγέλου η α­γί­α οι­κο­γέ­νεια ε­πέ­στρε­ψε «εις γην Ισ­ρα­ήλ», ό­που εγκαταστά­θη­κε και πά­λι στη Να­ζα­ρέτ: «Και ελ­θών κα­τώ­κη­σεν εις πό­λιν λε­γο­μέ­νην Να­ζα­ρέτ, ό­πως πλη­ρω­θή το ρη­θέν δια των προφητών, ό­τι Να­ζω­ραί­ος κλη­θή­σε­ται»(Ματθ. β'­23). Ε­δώ ο γέροντας Ι­ω­σήφ ερ­γα­ζό­ταν ως ξυ­λουρ­γός και α­πό μι­κρός ο Ι­η­σούς τον βο­η­θού­σε, ε­νώ πα­ράλ­λη­λα «ηύ­ξα­νε και ε­κρα­ται­ού­το πνεύ­μα­τι»(Λουκ. β'­40).


Ο Ι­η­σούς δω­δε­κά­χρο­νος στα Ι­ε­ρο­σό­λυ­μα
Η Παρ­θέ­νος και ο Ι­ω­σήφ, ως κα­λοί Ι­ου­δαί­οι, α­νέ­βαι­ναν μια φο­ρά το χρό­νο στα Ι­ε­ρο­σό­λυ­μα, για να προ­σκυ­νή­σουν στο να­ό. Ό­ταν ο Ι­η­σούς έ­γι­νε δώ­δε­κα χρό­νων, τον πή­ραν μα­ζί τους, σύμ­φω­να με τα Ι­ου­δα­ϊ­κά έ­θι­μα: «Και ε­πο­ρεύ­ον­το οι γο­νείς αυ­τού κα­τ'; έ­τος εις Ιερου­σα­λήμ τη ε­ορ­τή του Πά­σχα και ό­τε ε­γέ­νε­το ε­τών δώ­δε­κα ανα­βάν­των αυ­τών εις Ι­ε­ρο­σό­λυ­μα κα­τά το έ­θος της ε­ορ­τής..­.­»(Λουκ. β'­41-42). Ε­κεί στο Να­ό πα­ρέ­μει­νε ο μι­κρός Ι­η­σούς, διαφεύγον­τας α­πό την προ­σο­χή των γο­νέ­ων του, ό­που συ­νέ­βη το θαυ­μα­στό γε­γο­νός της δι­δα­σκα­λί­ας του δω­δε­κά­χρο­νου Ι­η­σού προς τους δι­δα­σκά­λους και ο δι­ά­λο­γός Του με την Πα­να­γί­α μη­τέ­ρα Του: «Παι­δί μου, για­τί μας έ­κα­νες έ­τσι; Να που ο πα­τέ­ρας σου κι ε­γώ με πό­νο σε α­να­ζη­τού­σα­με. Και εί­πε προς αυ­τούς: Για­τί με αναζητούσα­τε; Δε γνω­ρί­ζα­τε ό­τι στο σπί­τι του Πα­τέ­ρα μου πρέ­πει να εί­μαι;» (Λουκ. β ­48-49). Και η Θε­ο­τό­κος, συ­νε­χί­ζει το κεί­με­νο του ευ­αγ­γε­λι­στή Λου­κά, «δι­ε­τή­ρει πάν­τα τα ρή­μα­τα ταύ­τα εν τη καρ­δί­α αυ­τής» Και ο Ι­η­σούς «κα­τέ­βη με­τ' αυ­τών και ήλ­θεν εις Ναζα­ρέτ, και ην υ­πο­τασ­σό­με­νος αυ­τοίς»(Λουκ. β' 51).




Στον γά­μο της Κα­νά
Η Θε­ο­τό­κος α­κο­λού­θη­σε τον Ι­η­σού σ' ό­λες τις ευ­αγ­γε­λι­κές Του οδοι­πο­ρί­ες κα­τά τη διά­ρκεια της δη­μό­σιας ζω­ής Του,με­τά τη βάπτισή Του. Εί­ναι ό­μως πάν­το­τε η σι­ω­πη­λή πα­ρου­σί­α που κι­νεί­ται με υ­πα­κο­ή και πλή­ρη εμ­πι­στο­σύ­νη στον Θε­άν­θρω­πο Κύ­ριο και Υι­ό της.
Τε­λευ­ταί­οι λό­γοι της Πα­να­γί­ας πα­ρου­σι­ά­ζον­ται στα Ευ­αγ­γέ­λια στον γά­μο της Κα­νά: «γά­μος ε­γέ­νε­το εν Κα­νά της Γα­λι­λαί­ας και ην η μή­τηρ του Ι­η­σού ε­κεί.­»(Ί­ω. β 1). Και ε­πει­δή έ­λει­ψε το κρα­σί «λέγει η μή­τηρ του Ι­η­σού προς αυ­τόν· οί­νον ουκ έ­χου­σι. Λέ­γει αυτή ο Ι­η­σούς· τι ε­μοί και συ γύ­ναι; Ού­πω η­κει η ώ­ρα μου. Λέ­γει η μή­τηρ αυ­τού τοις δι­α­κό­νοις· ο,τι αν λέ­γη υ­μίν, ποι­ή­σα­τε» (Ί­ω. β 3-5). Η Πα­να­γί­α μας κα­τά­λα­βε ό­τι τα λό­για αυ­τά του Χρι­στού δεν ή­ταν άρ­νη­ση, γι' αυ­τό συμ­βού­λε­ψε τους υ­πη­ρέ­τες «να κά­νε­τε ο,τι σας πει». Και με­τά α­πό λί­γο συ­νέ­βη η θαυ­μα­στή με­τα­τρο­πή του νερού σε κρα­σί, το πρώ­το θαύ­μα της δη­μό­σιας ζω­ής του Κυ­ρί­ου μας. Αυ­τή η τε­λευ­ταί­α φρά­ση της Πα­να­γί­ας μας θε­ω­ρεί­ται '­η Δι­αθή­κη της Θε­ο­τό­κου­', η πα­ρα­κα­τα­θή­κη της για ό­λους τους χριστιανούς ό­λων των αι­ώ­νων.


«Με­τά τού­το κα­τέ­βη εις Κα­περ­να­ούμ αυ­τός και η μή­τηρ αυ­τού και οι α­δελ­φοί αυ­τού και οι μα­θη­ταί αυ­τού, και ε­κεί έ­μει­ναν ου πολ­λάς η­μέ­ρας » (Ί­ω. β 12). Α­πό τό­τε η Θε­ο­τό­κος στα Ευ­αγ­γέ­λια εί­ναι η σι­ω­πη­λή πα­ρου­σί­α που α­κο­λου­θεί, συμ­πο­ρεύ­ε­ται και συμ­πά­σχει με τον Χρι­στό.






Σταυ­ρός και Α­νά­στα­ση
Ευ­ρι­σκό­με­νη κά­τω α­π' τον Σταυ­ρό, πά­νω στο Γολ­γο­θά, αι­σθά­νε­ται σαν να τη δι­α­περ­νά ρομ­φαί­α, κα­τά την προ­φη­τεί­α του α­γί­ου
Συμεών του Θε­ο­δό­χου.

 
 


Ου­σι­α­στι­κά δεν συμ­πα­ρί­στα­ται μό­νο στο δρά­μα πά­νω στο Γολγοθά, αλ­λά συμ­με­τέ­χει στον πό­νο του Γιου της και Θε­ού της. Δι­πλός ο πό­νος και η πί­κρα. «Ει­στή­κει­σαν δε πα­ρά τω Σταυ­ρώ του Ι­η­σού η μή­τηρ αυ­τού και η α­δελ­φή της μη­τρός αυ­τού, Μα­ρί­α η του Κλω­πά και Μα­ρί­α η Μα­γδα­λη­νή»(Ι­ω. ι­θ' ­25).


Σι­ω­πη­λή α­κού­ει να της λέ­ει ο Γιος της: «Γύ­ναι, ί­δε ο υι­ός σου» και να της δεί­χνει τον α­γα­πη­μέ­νο του μα­θη­τή Ι­ω­άν­νη. Και να λέ­ει στο μα­θη­τή του: «­Ι­δου η μή­τηρ σου». Και α­πό την ώ­ρα ε­κεί­νη, «έλαβεν ο μα­θη­τής αυ­τήν εις τα ί­δια» ( Ι­ω. ι­θ';­26-27). Δη­λα­δή πή­ρε την Πα­να­γί­α στο σπί­τι του, για να την προ­στα­τέ­ψει σαν μη­τέ­ρα του.
Την ε­πο­μέ­νη του Σαβ­βά­του προς την Κυ­ρια­κή η Πα­να­γί­α μα­ζί με τις άλ­λες μυ­ρο­φό­ρες γυ­ναί­κες πή­γαν στον τά­φο του Ι­η­σού να Τον α­λεί­ψουν με α­ρώ­μα­τα.


Μό­λις έ­φτα­σαν στον τά­φο, εί­δαν τον άγ­γε­λο Κυ­ρί­ου και το κε­νό μνή­μα και πρώ­τη ά­κου­σε το χαρ­μό­συ­νο γε­γο­νός της Α­νά­στα­σης: «Και ει­σελ­θού­σαι εις το μνη­μεί­ον εί­δον νε­α­νί­σκον κα­θή­με­νον εν τοις δε­ξιοίς, πε­ρι­βε­βλη­μέ­νον στο­λήν λευ­κήν, και ε­ξε­θαμ­βή­θη­σαν. Ο δε λέ­γει αυ­ταίς, μη εκ­θαμ­βεί­σθε. Ι­η­σούν ζη­τεί­τε τον Να­ζα­ρη­νόν, τον ε­σταυ­ρω­μέ­νον. η­γέρ­θη, ουκ έ­στιν ώ­δε. ί­δε ο τό­πος, ό­που έ­θη­καν αυ­τόν»(Μαρκ. ι­στ' 5-6).

Ό­ταν ε­πέ­στρε­φαν α­πό τον τά­φο, πρώ­τη τον άν­τί­κρυ­σε και τον προσκύ­νη­σε, κα­θώς φα­νε­ρώ­θη­κε ο Κύ­ριος λέ­γον­τας τον πρώ­το λόγο Του με­τά την Α­να­στα­ση: «Χαί­ρε­τε»!




Η Πα­να­γί­α κον­τά στους Α­πο­στό­λους και την Πεν­τη­κο­στή


Α­πό τις πρά­ξεις των Α­πο­στό­λων γνω­ρί­ζου­με ό­τι η Πα­να­γί­α παρέμει­νε κον­τά τους μέ­χρι την η­μέ­ρα της Πεν­τη­κο­στής: «Πάν­τες ή­σαν προ­σκαρ­τε­ρούν­τες ο­μο­θυ­μα­δόν τη προ­σευ­χή και τη δε­ή­σει συν γυ­ναι­ξί και Μα­ρί­α τη μη­τρί του Ι­η­σού»(Πραξ. α­' ­14). Και κατό­πιν βέ­βαι­α, σύμ­φω­να με την α­πο­στο­λι­κή πα­ρά­δο­ση, η Θεοτόκος α­πό το σπί­τι της στη Γεθ­ση­μα­νή, πάν­το­τε στή­ρι­ζε, συμβού­λευ­ε και προ­σευ­χό­ταν για την πρώ­τη Έκ­κλη­σία και τους αγί­ους α­πο­στό­λους που ευ­αγ­γε­λί­ζον­ταν την οι­κου­μέ­νη.


Η η­λι­κί­α της Θε­ο­τό­κου, σύμ­φω­να με τους Α­γί­ους Πα­τέ­ρες
Η Πα­να­γί­α ό­ταν μπή­κε στο Να­ό ή­ταν τρι­ών ε­τών· έ­μει­νε στο ι­ε­ρό δώ­δε­κα χρό­νια,δε­κα­πέν­τε ε­τών· τρεις μή­νες α­φού βγή­κε α­πό το ιερό μέ­χρι τον Ευ­αγ­γε­λι­σμό και εν­νέ­α μή­νες κυ­ο­φο­ρί­α, δε­κα­έ­ξη ετών γεν­νά τον Χρι­στό. Έ­ζη­σε με τον Χρι­στό τριά­ντα δύ­ο χρόνους,ά­ρα σα­ραν­τα­ο­κτώ ε­τών ζει την Σταύ­ρω­ση, την Α­νά­στα­ση και την Α­νά­λη­ψή Του. Έ­ζη­σε με­τά α­π' την Πεν­τη­κο­στή άλ­λα έντεκα χρό­νια και ε­κοι­μή­θη στη Γεθσημανή, σε ηλικία πενήντα εννέα ετών.
via

Pages