Πρόλογος
ΑΝ oἱ ἱστορικές μνῆμες στεφανώσουν μέ τήν ἀθανασία πέντε-δέκα
Νεοέλληνες, ἀνάμεσά τους ἀσφαλῶς θά συγκαταλέγεται καί ὁ Στρατηγός
Μακρυγιάννης (1797 -1867). Πρόκειται γιά μιά ἀπό τίς ἁγνότερες καί
ἡρωϊκότερες μορφές τοῦ ἑλληνικοῦ θαύματος τοῦ 1821. Μιά ἀκέραιη,
ἀνιδιοτελής, πολύπλευρη προσωπικότητα, πέρα ὥς πέρα ἑλληνική καί
ὀρθόδοξη, θετικά ἀξιολογημένη ἀπό κορυφαίους Νεοέλληνες ἱστορικούς καί
λογοτέχνες. Ἕνας ἀπ’ αὐτούς, ὁ Γ. Θεοτοκᾶς, μέ δυνατές πινελιές, μέ
ἐπιτυχία καί πληρότητα, μᾶς δίνει τόν χαρακτηρισμό τοῦ Μακρυγιάννη: «...
Εἶναι ὁ ἐλεύθερος πολίτης μιᾶς πατρίδας, πού τήν ὀνειρεύεται δίκαιη καί
εὐνομούμενη, ἐλεύθερος καί συνάμα κοινωνικός, μέ συνείδηση τῶν
δικαιωμάτων του καί τῶν δικαιωμάτων τοῦ λαοῦ του... Μαζί μ’ ὅλα αὐτά
καλλιτέχνης ἀπό γεννησιμιοῦ του..., ἕνας γεννημένος ἀρχηγός, ἕνας ἀπό
τούς πρώτους ἀνθρώπους τοῦ ἔθνους του, ἀπό τούς ἐμψυχωτές καί ὁδηγητές
τῆς Ἐπανάστασης, ἀπό τούς ἱδρυτές τοῦ νεοελληνικοῦ Κράτους. Εἶναι
πολεμικός ἀρχηγός σημαντικός καί πολιτικός ὑπολογίσιμος..., ἕνα μυαλό
ἀπό τή φύση του ἀνήσυχο, ζωηρό καί ὀξύ, πού δουλεύτηκε γερά ἀπό μιά
ἐξαιρετική πείρα ζωῆς καί ἀπό μιά πολύχρονη ἐπαφή μέ ἀνθρώπους σοφούς
καί σπουδαίους, μέ τούς ὁποίους ὁ Στρατηγός συζητοῦσε σάν ἴσος πρός
ἴσους».
Ἡ μεγάλη αὐτή καί πολυεδρική μορφή παρουσιάζεται ἀνάγλυφη μέσα ἀπό τό
ἔργο πού μᾶς ἄφησε, τά περίφημα Ἀπομνημονεύματά του, ὅπου ἀφηγεῖται τίς
ἄμεσες ἐμπειρίες του ἀπό τά πολεμικά γεγονότα τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821
καί ἀπό τήν πολιτική ἱστορία τῶν μετέπειτα χρόνων.
Τό ἔργο αὐτό, πέρα ἀπό τήν ἱστορική καί ποικίλη ἀξία του, ἔχει
χαρακτηριστεῖ καί ἀληθινό μνημεῖο τῆς πεζογραφίας μας: «Ὁ Μακρυγιάννης
εἶναι ὁ πιό σημαντικός πεζογράφος τῆς νέας Ἑλληνικῆς Λογοτεχνίας, ἄν ὄχι
ὁ πιό μεγάλος, γιατί ἔχουμε τόν Παπαδιαμάντη» (Γ. Σεφέρης).
Ἡ δωρική του λιτότητα καί τό ἀπαράμιλλο ὕφος του συναρπάζουν. Ὁ λόγος
του, ζωντανός καί πυκνός, ζωγραφίζει πρόσωπα καί γεγονότα μέ μιά
θαυμάσια ἐνάργεια καί ἀκρίβεια. «Ὁ Μακρυγιάννης γράφει τρόπον τινά διά
τῆς σπάθης καί οὐχί διά τῆς γραφίδος», σημειώνει ὁ Γιάννης Βλαχογιάννης,
στόν ὁποῖο ὀφείλουμε τήν ἔκδοση καί τόν σχολιασμό τοῦ ἔργου τοῦ μεγάλου
ἀγωνιστῆ.
Ὅλο τό ἔργο περιστρέφεται σταθερά γύρω ἀπό δύο πόλους: Πατρίδα καί
Θρησκεία. Δέν τά ξεχωρίζει ποτέ. Ἑλλάδα γι’ αὐτόν σημαίνει Ὀρθοδοξία.
Σήμερα, πού ὅλα περνοῦν ἀπό καινούργια κόσκινα, δέν βρέθηκε κανείς ν’
ἀμφισβητήσει τήν ἱστορική ἤ τή λογοτεχνική ἀξία τοῦ ἔργου καί τό ἠθικό
του μεγαλεῖο. Καί γιά μέν τή φιλοπατρία τοῦ Μακρυγιάννη ἴσως σέ
πανηγυρικούς λόγους κάτι ν’ ἀκούγεται πότε-πότε. Ἡ θερμή πίστη του,
ὅμως, ὄχι μόνο συνήθως ἀποσιωπᾶται σκόπιμα, ἀλλά κάποτε καί
παρερμηνεύεται κακόβουλα. Καί δέν εἶναι καθόλου εὐοίωνο γιά τήν πρόοδο
τουλάχιστον τῆς ἱστορικῆς ἔρευνας στόν τόπο μας τό ὅτι μερικοί
«ἱστορικοί», στρατευμένοι σέ διάφορες σκοπιμότητες, ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ
Μακρυγιάννης στά γεράματά του «τό ’ριξε στή θρησκοληψία», ἐνῶ ἀπό τίς
πρῶτες σελίδες τῶν Ἀπομνημονευμάτων του τούς διαψεύδει ὁ ἴδιος.
Στίς μέρες μας εἴμαστε μάρτυρες ἑνός ἐγκληματικοῦ ξηλώματος τῶν
πάντων. Ἐκκλησία, πατρίδα, οἰκογένεια, παιδεία βάλλονται μέ ὅλα τά μέσα.
Πρόκειται γιά μιά πολεμική πού ἄρχισε ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Μακρυγιάννη καί
συνεχίζεται πιό ἔντονη, πιό ὕπουλη καί πιό συστηματική σήμερα. Καί μᾶς
βρίσκει, δυστυχῶς, τούς Νεοέλληνες σέ λήθαργο. Ἡ εὐμάρεια καί ὁ
καταναλωτισμός μᾶς ἔχουν ναρκώσει. Κινδυνεύουμε νά ἀποχρωματιστοῦμε
ἐθνικά καί θρησκευτικά. Ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό ἐγρήγορση καί ἀναβαπτισμό στό
ρωμαλέο πνεῦμα τοῦ Μακρυγιάννη, προτοῦ μαραθεῖ κάθε ἰκμάδα
ἑλληνικότητας, προτοῦ νεκρωθοῦν τά ἀντανακλαστικά μας.
Σ’ αὐτήν τήν ἐπείγουσα ἀνάγκη θέλει νά διακονήσει τό μικρό τοῦτο
τεῦχος, πού περιέχει ἐλάχιστα ἀποσπάσματα ἀπό τόν θησαυρό τῶν
Ἀπομνημονευμάτων τοῦ θρυλικοῦ Στρατηγοῦ. Ἐπιθυμία μας εἶναι ὁ προφητικός
καί ἀφυπνιστικός λόγος τοῦ Μακρυγιάννη νά θίξει τίς εὐαίσθητες χορδές
τῆς ἡρωικῆς ἑλληνικῆς ψυχῆς, νά τή βοηθήσει νά ξαναβρεῖ τήν ταυτότητά
της καί νά βιώσει δυναμικά σήμερα τήν ἀνεκτίμητη ἑλληνορθόδοξη παράδοση.
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΣΕ μιά ἀπό τίς πρῶτες ἤδη σελίδες τῶν Ἀπομνημονευμάτων του ὁ
Μακρυγιάννης μᾶς παρουσιάζει ἕνα χαρακτηριστικό γεγονός τῶν παιδικῶν του
χρόνων, γεγονός πού ἐκφράζει εὔγλωττα τούς δύο πόλους, γύρω ἀπό τούς
ὁποίους, καθώς ἔχουμε πεῖ, θά στραφεῖ ὅλη του ἡ ζωή: τή ζωντανή πίστη
του στόν Θεό καί τήν ἁγνή φιλοπατρία του.
Ἔγινα ὥς δεκατέσσερων χρονῶν καί πῆγα εἰς ἕναν πατριώτην
μου εἰς Ντεσφίναν...Στάθηκα μέ ἐκεῖνον μιά ἡμέρα. Ἦταν γιορτή καί
παγγύρι τ’ Ἁγιαννιοῦ. Πήγαμεν εἰς τό παγγύρι· μὄδωσε τό ντουφέκι του νά
τό βαστῶ. Ἐγώ θέλησα νά τό ρίξω, ἐτζακίστη. Τότε μ’ ἔπιασε σέ ὅλον τόν
κόσμο ὀμπρός καί μέ πέθανε εἰς τό ξύλο. Δέν μ’ ἔβλαβε τό ξύλο τόσο,
περισσότερον ἡ ντροπή τοῦ κόσμου. Τότε ὅλοι τρῶγαν καί πίναν, καί ἐγώ
ἔκλαιγα. Αὐτό τό παράπονο δέν ηὗρα ἄλλον κριτή νά τό εἰπῶ νά μέ δικιώση,
ἔκρινα εὔλογον νά προστρέξω εἰς τόν Ἁι-Γιάννη, ὅτι εἰς τό σπίτι του
μὄγινε αὐτείνη ἡ ζημία καί ἡ ἀτιμία. Μπαίνω τή νύχτα μέσα εἰς τήν
ἐκκλησιά του καί κλειῶ τήν πόρτα κι’ ἀρχινῶ τά κλάματα μέ μεγάλες φωνές
καί μετάνοιες: «τ’ εἶναι αὐτό ὁποὔγινε σέ μέναν, γομάρι εἶμαι νά μέ
δέρνουν;». Καί τόν περικαλῶ νά μοῦ δώση ἄρματα καλά κι’ ἀσημένια καί
δεκαπέντε πουγγιά χρήματα καί ἐγώ θά τοῦ φκιάσω ἕνα μεγάλο καντήλι
ἀσημένιον. Μέ τίς πολλές φωνές κάμαμεν τίς συμφωνίες μέ τόν ἅγιον.
Πέρασαν χρόνια καί ὁ μικρός Μακρυγιάννης ἀνδρώθηκε καί «ἔκανε
κατάστασιν» (ἀπέκτησε χρήματα), ὅμως δέν ξέχασε «τίς συμφωνίες μέ τόν
ἀληθινόν φίλον του»
Τότε ἔφκιασα ντουφέκι ἀσημένιον, πιστιόλες καί ἄρματα καί
ἕνα καντήλι καλό. Καί ἀρματωμένος καλά καί συγυρισμένος τό πῆρα καί
πῆγα εἰς τόν προστάτην μου καί εὐεργέτην μου κι’ ἀληθινόν φίλον, τόν
Ἁι-Γιάννη, καί σώζεται ὥς τήν σήμερον· ἔχω καί τὄνομά μου γραμμένο εἰς
τό καντήλι. Καί τόν προσκύνησα μέ δάκρυα ἀπό μέσα ἀπό τά σπλάχνα μου,
ὅτι θυμήθηκα ὅλες μου τίς ταλαιπωρίες ὁποῦ ἐδοκίμασα...
Ἡ ἐπανάσταση γρήγορα φούντωσε. Ἀλλά μετά τίς πρῶτες ἐπιτυχίες, οἱ
διχόνοιες καί οἱ φατριασμοί ἐξασθένησαν τίς ἑλληνικές δυνάμεις. Τότε
ἀκριβῶς ἐπιτίθεται ὁ πανίσχυρος Ἰμπραήμ κατά τῆς Πελοποννήσου. Σ’ αὐτήν
τήν κρίσιμη ὥρα ἀνατίθεται στόν Μακρυγιάννη νά τόν ἀναχαιτήσει. Ὁ τότε
νεαρός ὁπλαρχηγός σχεδιάζει ν’ ἀναμετρηθεῖ μέ τόν πολυάριθμο ἐχθρικό
στρατό στό Νιόκαστρο τῆς Πύλου. Ξέρει ὅτι τά φυσικά μέσα πού διαθέτει
δέν τοῦ φτάνουν γιά νά νικήσει. Ἀλλά ξέρει ἐπίσης νά ἀντλεῖ τήν
ἀκαταμάχητη ὑπερφυσική δύναμη ἀπό τά Μυστήρια της Ἐκκλησίας μας.
...Τά μεσάνυχτα περνώντα –ἀφηγεῖται– ἔστειλα καί πῆρα τόν παπά καί μᾶς ξεμολόγησε καί λειτούργησε καί μεταλάβαμε...
Ἡ κοινωνία του μέ τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας δέν ἦταν κάτι
περιστασιακό, τό ὁποῖο ἐπέβαλε ὁ ἔσχατος κίνδυνος πού διέτρεχε. Ἦταν μιά
ζωντανή κοινωνία σ’ ὅλη του τή ζωή. Στήν ἐποχή μας, πού πολύ ἐπιπόλαια
ἀντιμετωπίζεται ἡ ἀναγκαιότητα τῶν Μυστηρίων τῆς Θ. Εὐχαριστίας καί
μάλιστα τῆς Ἐξομολογήσεως, εἶναι σημαντική ἡ μαρτυρία μιᾶς τόσο
φωτισμένης προσωπικότητας σάν τόν Μακρυγιάννη γιά τή σχέση ὁλόκληρης τῆς
οἰκογένειάς του μ’ ἕναν Πνευματικό.
...Ἔρχεται ὁ σεβάσμιος ἀγαθός Δεσπότης Μπουντουνίτζας (Μενδενίτσας) –ἔρχεται πάντοτες μέ ξεμολογάει ἐμένα καί τήν οἰκογένειά μου.
Μετά τό Νιόκαστρο, ὅπου οἱ ἐσωτερικές συνθῆκες ἦταν γιά τόν
Μακρυγιάννη ἐξαιρετικά δύσκολες, θά χτυπήσει τόν Ἰμπραήμ στούς Μύλους
τοῦ Ναυπλίου. Καί ἐδῶ, παρά τίς δυσοίωνες προβλέψεις, ἡ πίστη του στόν
Θεό καί ἡ ἀγάπη του στήν πατρίδα μεγαλούργησαν. Λίγο πρίν ἀπό τή θρυλική
νίκη του, εἶχε μιά ἀξιομνημόνευτη συνομιλία μέ τόν Γάλλο ναύαρχο
Δεριγνύ.
Ἐκεῖ ὀποὔφκιανα τίς θέσες εἰς τούς Μύλους, ἦρθε ὁ Ντερνύς
νά μέ ἰδῆ. Μοῦ λέγει: «Τί κάνεις αὐτοῦ; Αὐτές οἱ θέσες εἶναι ἀδύνατες·
τί πόλεμο θά κάνετε μέ τόν Μπραΐμη αὐτοῦ;». Τοῦ λέγω: «Εἶναι ἀδύνατες οἱ
θέσες καί ἐμεῖς, ὅμως εἶναι δυνατός ὁ Θεός ὁποῦ μᾶς προστατεύει· καί θά
δείξωμεν τήν τύχη μας σ’ αὐτές τίς θέσες τίς ἀδύνατες· κι’ ἄν εἴμαστε
ὀλίγοι εἰς τό πλῆθος τοῦ Μπραΐμη, παρηγοριόμαστε μ’ ἕναν τρόπον, ὅτι ἡ
τύχη μᾶς ἔχει τούς Ἕλληνες πάντοτε ὀλίγους. Ὅτι ἀρχή καί τέλος,
παλαιόθεν καί ὥς τώρα, ὅλα τά θερία πολεμοῦν νά μᾶς φᾶνε καί δέν
μποροῦνε· τρῶνε ἀπό μᾶς καί μένει καί μαγιά. Καί οἱ ὀλίγοι ἀποφασίζουν
νά πεθάνουν· καί ὅταν κάνουν αὐτείνη τήν ἀπόφασιν, λίγες φορές χάνουν
καί πολλές κερδαίνουν. Ἡ θέση ὁποῦ εἴμαστε σήμερα ἐδῶ εἶναι τοιούτη· καί
θά ἰδοῦμεν τήν τύχη μας οἱ ἀδύνατοι μέ τούς δυνατούς». –«Τρέ μπιέν»,
λέγει κι’ ἀναχώρησε ὁ ναύαρχος.
Οἱ ἀγῶνες τόσων χρόνων καρποφόρησαν. Ὑπάρχει τώρα λίγη ἐλεύθερη
Ἑλλάδα... Ἀπειλεῖται, ὡστόσο, πάλι καί ἀπό ἐσωτερικούς καί ἀπό
ἐξωτερικούς κινδύνους. Ὁ ἥρωάς μας ἀγωνιᾶ καί ἀγωνίζεται, καθώς βλέπει
νά κινδυνεύουν ἡ Πατρίδα καί ἡ Ὀρθοδοξία.
...Ὅταν μοῦ πειράζουν τήν πατρίδα καί θρησκεία μου, θά
μιλήσω, θά ’νεργήσω, κι’ ὅ,τι θέλουν ἄς μοῦ κάνουν... Κι’ αὐτείνη ἡ
πατρίδα δέν λευτερώθη μέ παραμύθια, λευτερώθη μ’ αἵματα καί θυσίες κι’
ἀπό αὐτά ἔγινε βασίλειον –κι’ ὄχι νά βραβεύωνται ὁλοένα οἱ κόλακες, κι’
οἱ ἀγωνισταί ν’ ἀδικιῶνται. Ὅτι ὅταν σκοτώνονταν οἱ ἀγωνισταί, αὐτεῖνοι
κοιμῶνταν. Κι’ ὅσο ἀγαπῶ τήν πατρίδα μου δέν ἀγαπῶ ἄλλο τίποτας. Νἀρθῆ
ἕνας νά μοῦ εἰπῆ ὅτι θά πάγη ὀμπρός ἡ πατρίδα, στέργομαι νά μοῦ βγάλη
καί τά δυό μου μάτια. Ὅτι ἄν εἶμαι στρα βός, καί ἡ πατρίδα μου καλά, μέ
θρέφει· ἄν εἶναι ἡ πατρίδα μου ἀχαμνά, δέκα μάτια νἄχω, στραβός θανά
εἶμαι. Ὅτι σ’ αὐτείνη θά ζήσω, δέν ἔχω σκοπόν νά πάγω ἀλλοῦ.
Μέ τήν ὀξυδέρκεια πού τόν χαρακτηρίζει, ἀντιλαμβάνεται ἀπό πολύ νωρίς
ποιοί εἶναι οἱ πραγματικοί ἐχθροί τῆς φυλῆς μας. Πονάει πολύ, βλέποντας
τίς ραδιουργίες τῶν Εὐρωπαίων ἀπεσταλμένων στά πολιτικά παρασκήνια τῆς
Ἑλλάδας. Ἀγανακτεῖ γιά τίς ὕπουλες ἐπεμβάσεις τους στά ἱερά καί τά ὅσια
τοῦ ἔθνους μας καί γιά τόν φατριασμό τῶν πολιτικῶν δυνάμεων τοῦ
νεοσύστατου ἑλληνικοῦ κράτους, πού ἦταν κι αὐτός δικό τους ἔργο. Γίνεται
ἐκτός ἑαυτοῦ, βλέποντας τήν ἠθική διαφθορά τῶν Εὐρωπαίων νά μολύνει τήν
ἑλληνική οἰκογένεια, τήν ἑλληνική κοινωνία. Ὁ τρόπος του εἶναι ὀξύς. Ἡ
γλώσσα του σκληρή. Πολλές φορές φαίνεται καθαρά πώς θέλει νά μιλήσει μέ
τό σπαθί του, καθώς θά ἔλεγε ὁ Βλαχογιάννης.
Ἀφοῦ ὁ Θεός τούς λυπήθηκε καί θέλει νά τούς ἀναστήση, οἱ
ἄνθρωποι τούς καταπολεμοῦν νά τούς φᾶνε, νά τούς χάσουνε, νά τούς
σβήσουνε, νά μήν ξαναειπωθοῦν Ἕλληνες. Καί τί σᾶς ἔκαμεν αὐτό τό ὄνομα
τῶν Ἑλλήνων ἐσᾶς τῶν γενναίων ἀντρῶν τῆς Εὐρώπης, ἐσᾶς τῶν προκομμένων,
ἐσᾶς τῶν πλουσίων; Ὅλοι οἱ προκομμένοι ἄντρες τῶν παλαιῶν Ἐλλήνων, οἱ
γοναῖγοι ὅλης τῆς ἀνθρωπότης, ὁ Λυκοῦργος, ὁ Πλάτων, ὁ Σωκράτης, ὁ
Ἀριστείδης, ὁ Θεμιστοκλῆς, ὁ Λεωνίδας, ὁ Θρασύβουλος, ὁ Δημοστένης καί
οἱ ἐπίλοιποι πατέρες γενικῶς τῆς ἀνθρωπότης κοπίαζαν καί βασανίζονταν
νύχτα καί ἡμέρα μ’ ἀρετή, μέ ’λικρίνειαν, μέ καθαρόν ἐνθουσιασμόν, νά
φωτίσουνε τήν ἀνθρωπότη καί νά τήν ἀναστήσουν, νἄχη ἀρετή καί φῶτα,
γενναιότητα καί πατριωτισμόν... Αὐτεῖνοι δέν τήραγαν νά θησαυρίσουνε
μάταια καί προσωρινά, τήραγαν νά φωτίσουν τόν κόσμο μέ φῶτα παντοτινά.
Ἔντυναν τούς ἀνθρώπους ἀρετή... καί γένονταν δάσκαλοι τῆς ἀλήθειας.
Κάνουν καί οἱ μαθηταί τους οἱ Εὐρωπαῖοι τήν ἀνταμοιβήν εἰς τούς
ἀπογόνους ἐμᾶς –γύμναση τῆς κακίας καί παραλυσίας. Τέτοι’ ἀρετή ἔχουν,
τέτοια φῶτα μᾶς δίνουν. Μιά χούφτα ἀπόγονοι ἐκείνων τῶν παλαιῶν Ἑλλήνων
χωρίς ντουφέκια καί πολεμοφόδια καί τ’ ἄλλα ἀναγκαῖα τοῦ πολέμου
ξεσκεπάσαμεν τήν μάσκαρα τοῦ Γκράν Σινιόρε, τοῦ Σουλτάνου, ὁποὖχε εἰς τό
πρόσωπόν του κι’ ἔσκιαζε ἐσέναν τόν μεγάλο Εὐρωπαῖγον... Ὅταν ὁ φτωχός ὁ
Ἕλληνας τόν καταπολέμησε ξυπόλυτος καί γυμνός, τότε πολέμαγε καί μ’
ἐσένα τόν χριστιανόν –μέ τίς ἀντενέργειές σου καί τόν δόλο σου καί τήν
ἀπάτη σου κι’ ἐφόδιασμα τίς πρῶτες χρονιές τῶν κάστρων. Ἄν δέν τά
’φόδιαζες ἐσύ ὁ Εὐρωπαῖγος, ἤξερες ποῦ θά πηγαίναμεν μ’ ἐκείνη τήν ὁρμή.
Ὕστερα μᾶς γιομώσατε καί φατρίες... πῆρε ὁ καθείς σας τό μερίδιόν του·
καί μᾶς καταντήσατε μπαλλαρίνες σας· καί μᾶς λέτε ἀνάξιους τῆς λευτεριᾶς
μας, ὅτι δέν τήν αἰστανόμαστε. Τό παιδί, ὅταν γεννιέται, δέν γεννιέται
μέ γνώση· οἱ προκομμένοι ἄνθρωποι τό ἀναστήνουν καί τό προκόβουν. Τέτοια
ἠθική εἴχατε ἐσεῖς καί προκοπή, τέτοιους κα ταντήσατε κι’ ἐμᾶς τούς
δυστυχεῖς.
Ὡς γνήσιος ἐκφραστής τῶν αἰσθημάτων τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, ξέρει καί τό
διακηρύσσει ὅτι αὐτός ὁ ἁγνός λαός ἀποστρέφεται τίς ἀτιμίες τῶν ἡγετῶν
«τῶν μεγάλων δυνάμεων» καί στηρίζεται μέ ἐμπιστοσύνη στή δικαιοσύνη τοῦ
Θεοῦ.
Ὅμως τοῦ κάκου κοπιάζετε. Ἄν δέν ὑπάρχη σ’ ἐσᾶς ἀρετή,
ὑπάρχει ἡ δικαιοσύνη τοῦ μεγάλου Θεοῦ, τοῦ ἀληθινοῦ Βασιλέα. Ὅτι ἐκείνου
ἡ δικαιοσύνη μᾶς ἔσωσε καί θέλει μᾶς σώση· ὅτι ὅσα εἶπε Αὐτός εἶναι ὅλα
ἀληθινά καί δίκαια –καί τά δικά σας ψέματα δολερά. Κι’ ὅλοι οἱ τίμιοι
Ἕλληνες δέν θέλει κανένας οὔτε νά σᾶς ἀκούση, οὔτε νά σᾶς ἰδῆ, ὅτι μᾶς
φαρμάκωσε ἡ κακία σας, ὄχι τῶν φιλανθρώπων ὑπηκόγωνέ σας, ἐσᾶς τῶν
ἀνθρωποφάγων, ὁπ’ οὗλο ζωντανούς τρῶτε τούς ἀνθρώπους καί ’περασπίζετε
τούς ἄτιμους καί παραλυμένους· καί καταντήσατε τήν κοινωνία παραλυσία...
Φοβερός λόγος τό «ὅλοι οἱ τίμιοι Ἕλληνες» .
Ὁ Μακρυγιάννης χωρίς περιστροφές παρασημοφορεῖ μέ τό παράσημο τῆς ἀτιμίας ὅσους χωρίς ἐθνική ἀξιοπρέπεια ἀσπάζονται τά ξενόφερτα εὐρωπαϊκά ἤθη, πού ὁδηγοῦν στήν ἠθική παραλυσία.
Ὁ Μακρυγιάννης χωρίς περιστροφές παρασημοφορεῖ μέ τό παράσημο τῆς ἀτιμίας ὅσους χωρίς ἐθνική ἀξιοπρέπεια ἀσπάζονται τά ξενόφερτα εὐρωπαϊκά ἤθη, πού ὁδηγοῦν στήν ἠθική παραλυσία.
Δέν εἶναι, ὅμως, ἄδικος καί φανατισμένος ὁ Στρατηγός. Ξέρει νά
διακρίνει καί νά εὐγνωμονεῖ μέ εἰλικρίνεια αὐτούς πού ὑπῆρξαν «τίμιοι
ἄντρες» καί βοήθησαν τήν πατρίδα μας στά δύσκολα πρῶτα βήματά της.
Τούς ἔκανα ἕνα τραπέζι πολλά καλό... καί εἶπα· «Ἀπό
δικαιοσύνη διψάγει ἡ πατρίδα καί ’λικρίνεια· ὅποιοι τήν κυβερνοῦνε, ὁ
Θεός νά τούς φωτίσει καί νά τούς ὁδηγήσει εἰς αὐτό». Ἔπγε κι’ ὁ
Ρουντχάρτης1* διά
’μένα. Εἶναι ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, ὅσον καιρό κυβέρνησε αὐτός, μεγάλη
δικαιοσύνη καί ’λικρίνεια εἴδαμεν, καί ξόδιαζε κι’ ἐξ ἰδίων του πολλά.
Ἀλλά τήν ἀρετή εἰς τήν Ἑλλάδα ἡ ’διοτέλεια τήν κάνει κακία... κι’ ἔφυγε
ἀπό τήν πατρίδα μας ὁ καλός κι’ ἀγαθός ἄνθρωπος· καί εἰς τόν δρόμον
πέθανε ἀπό τήν πίκρα του. Ὁ Θεός νά τὄχη τήν ψυχή του αὐτεινοῦ τοῦ
ἀγαθοῦ ἀνθρώπου...
Καί μή νομίσει κανείς ὅτι τό μαστίγωμα τοῦ Εὐρωπαίου στηρίζεται σέ
ἀόριστους φόβους καί φαντασιοπληξίες. Ἡ συζήτηση τοῦ Μακρυγιάννη μέ τόν
Γάλλο περιηγητή Μαλέρμπ ἀποκαλύπτει τίς ἐχθρικές διαθέσεις τῶν Δυτικῶν
ἐναντίον τῆς Ὀρθοδοξίας:
Τοῦ λέγω... μ’ ὅλον τοῦτο τώρα, ὁποῦ ζοῦμεν ὅλοι οἱ
τίμιοι Ἕλληνες, εὐκαριστοῦμεν τούς Φιλέλληνας εἰς τόν κόπον ὁποῦ ἔλαβαν
διά νά μᾶς σκηματίσουν κι’ ἐμᾶς ἔθνος, ὁποῦ ἤμαστε τόσους αἰῶνες σ’ ἑνοῦ
λιονταριοῦ τά νύχια.
Μοῦ λέγει, ἕνα θά σᾶς βλάψη ἐσᾶς, τό κεφάλαιον τῆς θρησκείας, ὅπου αὐτείνη ἡ ἰδέα εἶναι σ’ ἐσᾶς πολύ τυπωμένη...
Καί τοῦ ἀπαντάει:
Χωρίς ἀρετή καί θρησκεία δέν σκηματίζεται κοινωνία, οὔτε
βασίλειον. Καί πράμα τζιβαϊρικόν πολυτίμητο, ὁποῦ τό βαστήξαμεν εἰς τήν
τυραγνία τοῦ Τούρκου, δέν τό δίνομεν τώρα, οὔτε τό καταφρονοῦμεν οἱ
Ἕλληνες... Καί τί ἔχεις ἐσύ διά ’μένα τί δοξάζω ἐγώ; Καί διατί νά
φροντίζω ἐγώ διά ’σένα τί δοξάζεις; Ὁ Θεός ἄς θεωρήση τοῦ κάθε ἑνοῦ τήν
γνώμη, εἶναι φροντίδα Αὐτεινοῦ... κι’ ὄχι τοῦ λόγου σου νά μοῦ τό εἰπῆς,
δέν σέ ἀκούγω, ἀλλά καί ὁ Θεός ὁ ἰδικός σου νά μοῦ τό εἰπῆ, δέν σαλεύει
τό μάτι μου...
Λίγο ἀργότερα αὐτή ἡ ὕπουλη ἐπίθεση κατά τῆς Ὀρθοδοξίας ἔγινε
προκλητική μέ τή συνεργασία καί μερικῶν δικῶν μας γραικύλων. Τότε εἶναι
πού ξεσπαθώνει. Ριζωμένος βαθιά στήν ὀρθόδοξη πίστη μας, μέ ἱερό πάθος
χτυπάει ὅλους αὐτούς πού μᾶς ἔφεραν τήν ἠθική παραλυσία καί «ὁποῦ
ἐπεβαίνουν καί εἰς τήν θρησκεία μας διά νά μᾶς φκειάσουνε τοῦ δό(γ)ματός
τους ἀπό ὀλίγον κατ’ ὀλίγον» :
Κι’ ὅ,τι ὁδηγίες ἔστελνε ὁ Φίλιππας, ὁ βασιλέας τῆς
Γαλλίας, καί ἡ κυβέρνησή του, ἐκεῖνο γένονταν. Κι’ ὅλος ὁ ἀγώνας τους,
τώρα ὁποῦ ἔλαβαν ἐπιρροή καί τά μέσα ἐδῶ, εἶναι διά τήν θρησκείαν·
σκολειά γαλλικά, μοναστήρια, ἐκκλησίες καί πλῆθος ἄλλα μέσα καί
κατήχησες εἰς τόν κόσμο γιά νά προβοδέψουν αὐτό τό ἔργο. Μάσαν κι ὅλους
τούς μπερμπάντες δικούς μας καί ξένους, κι ἀγωνίζονται σ’ αὐτό τό
ἀντικείμενο μέ μεγάλη προθυμία... Μεγάλε βασιλέα... Οἱ ψεῦτες καί οἱ
κόλακες ὁποῦ σᾶς κάνουν... καί χάνετε τήν δικαιοσύνην σας... καί
δοξολογᾶτε τόν διάβολον, αὐτεῖνοι δέν πιστεύουν Θεόν. Δέν δουλεύουν διά
τήν πατρίδα καί θρησκεία αὐτεῖνοι, δουλεύουν οἱ γενναῖγοι ἄντρες καί
σκοτώνονται δι’ αὐτά... Ὄχι νά κάθεσαι ἐσύ, ἕνας μεγάλος βασιλέας, καί
νά καταγένεσαι νά ἀλλαξοπιστήσης μιάν χούφτα ἀνθρώπους, ὁποῦ ἦταν τόσους
αἰῶνες χαμένοι καί σβυσμένοι ἀπό τήν κοινωνία. Ἐκεῖνος ὁποῦ τούς
κυρίεψε, τούς ἔκαιγε εἰς τούς φούρνους, τούς ἔκοβε γλῶσσες, τούς
παλούκωνε ν’ ἀλλάζουν τήν θρησκεία τους καί δέν μποροῦσε νά κάμη
τίποτας... Τώρα ὁ Θεός ὁ δίκιος καί παντοδύναμος, ὁποῦ ὁρίζει κι’ ἐσένα,
ἀνάστησε αὐτεῖνο τό μικρό ἔθνος καί θέλει νά δοξάζεται ἀπ’ αὐτό τό
μικρό ὀρθόδοξο ἔθνος ὀρθοδόξως καί ἀνατολικῶς...
Δέν διστάζει νά τά βάλει καί μέ τόν ἴδιο τόν πρωθυπουργό τῆς Ἑλλάδας,
ὅταν ὑποπτεύεται πώς συμπράττει στά ξένα σχέδια κατά τῆς θρησκείας μας:
Μάθαινα ἀπό ἀνθρώπους τίμιους ὅτι ἡ κατήχηση τῶν ξένων
ἐναντίον τῆς θρησκείας μας προοδεύει. Τότε κάπνισαν τά μάτια μου... Πάγω
εἰς τόν Κωλέτη καί τοῦ λέγω... «δέν μᾶς ἀφήνεις πλέον ἥσυχους νά
ζήσουμεν ἐδῶ εἰς τήν ματοκυλισμένη μας πατρίδα μέ τήν θρησκεία μας, ἀλλά
μᾶς τζαλαπατᾶς καί μᾶς διαιρεῖς... Γνωρίζομεν τίς ἐνέργειες τίς
μυστικές τῶν ξένων ὁποῦ ἐργάζονται διά τήν θρησκεία μας –θρησκείαν δέν
ἀλλάζομεν ἐμεῖς, οὔτε τήν πουλοῦμεν».
Μιά προφητική ἐπικαιρότητα χαρακτηρίζει τίς ἔντονες διαμαρτυρίες τοῦ
Μακρυγιάννη γιά πολλά στραβά κι ἀνάποδα τῆς ἐποχῆς του, πού σήμερα θά τά
λέγαμε ξεθεμέλιωμα τῆς οἰκογένειας, βεβήλωση τοῦ ἱεροῦ χώρου τῆς
παιδείας καί ἐξαχρείωση τῶν ἠθῶν κυρίως ἀπό τά μέσα μαζικῆς ψυχαγωγίας,
πού κατά κανόνα εἶναι διαβρωτικά, μέ ἰδιαίτερες ἐπιπτώσεις στήν εὐόλισθη
νεολαία μας.
Τό ἔθνος ἀφανίστη ὅλως διόλου καί ἡ θρησκεία –ἐκκλησία
εἰς τήν πρωτεύουσα δέν εἶναι, καί μᾶς γελᾶνε ὅλος ὁ κόσμος. Οἱ φατρίες
σας, τὅνα μέρος καί τ’ ἄλλο, θέλετε θέατρο· τό φκιάσατε κι’ αὐτό διά νά
μᾶς μάθη τήν παραλυσία. Καί δι’ αὐτό παίρνουν δυό ἀδέλφια δυό ἀδελφές.
Ὅ,τι τοῦ λές –«ἡ θρησκεία δέν εἶναι τίποτας!». Καί τά παιδιά ὁποῦ τά
στέλνουν νά φωτιστοῦν γράμματα κι’ ἀρετή, ἀπό μέσα τό κράτος κι’ ἀπὄξω,
φωτίζονται τήν τραγουδική καί ἠθική τοῦ θεάτρου· καί πουλοῦνε τά βιβλία
τους οἱ μαθηταί νά πᾶνε νά ἀκούσουνε τήν Ρίτα Βάσσω, τήν τραγουδίστρα
τοῦ θεάτρου· ὅτι παλαβώσανε οἱ γέροντες, ὄχι τά παιδάκια νά μήν
πουλήσουνε τά βιβλία τους... Δι’ αὐτείνη τήν προκοπή σοῦ στέλνει κάθε
γονέος τό παιδί του εἰς τήν πρωτεύουσα; Αὐτά τά φῶτα νά γυμναστῆ;
Μέ τή χαρακτηριστική του λακωνικότητα καταγγέλλει μιά μεγάλη
ἱεροσυλία: Τή διάλυση καί λεηλασία τῶν μοναστηριῶν ἀπό τούς Βαυαρούς.
Φεύγοντας ἀπό τή χώρα μας οἱ ἀνθέλληνες αὐτοί, φαίνεται πώς μᾶς ἄφησαν
κά ποιους διαδόχους, γιά νά ξεθεμελιώσουν ὅ,τι ἀπέμεινε στά προπύργια
αὐτά ὄχι μόνο τῆς πίστεως ἀλλά καί τῆς ἐλευθερίας, πού τήν προσφορά τους
καί τίς θυσίες τους γιά τήν Ἐπανάσταση μόνο ἀνιστόρητοι ἤ δοῦλοι σέ
ξένα ἀφεντικά πολύ ὄψιμα σκέφτηκαν ν’ ἀμφισβητήσουν. Θά τολμήσουν ἄραγε
ν’ ἀμφισβητήσουν καί τήν ἀκόλουθη συντριπτική μαρτυρία τοῦ Μακρυγιάννη;
Ἀφάνισαν ὅλως διόλου τά μοναστήρια, καί οἱ καϊμένοι οἱ
καλόγεροι, ὁποῦ ἀφανίστηκαν εἰς τόν ἀγῶνα, πεθαίνουν τῆς πείνας μέσα
στούς δρόμους, ὁποῦ αὐτά τά μοναστήρια ἦταν τά πρῶτα προπύργια τῆς
ἀπανάστασής μας. Ὅτι ἐκεῖ ἦταν καί οἱ τζεμπιχανέδες μας
(πυριτιδαποθῆκες) κι’ ὅλα τά ἀναγκαῖα τοῦ πολέμου· ὅτ’ ἦταν παράμερον
καί μυστήριον ἀπό τούς Τούρκους. Καί θυσίασαν οἱ καϊμένοι οἱ καλόγεροι
καί σκοτώθηκαν οἱ περισσότεροι εἰς τόν ἀγῶνα. Καί οἱ Μπαυαρέζοι
παντήχαιναν, ὅτ’ εἶναι οἱ Καπουτζίνοι τῆς Εὐρώπης, δέν ἤξεραν ὅτ’ εἶναι
σεμνοί κι’ ἀγαθοί ἄνθρωποι καί μέ τά ἔργα τῶν χεριῶν τους ἀπόχτησαν
αὐτά, ἀγωνίζοντας καί δουλεύοντας τόσους αἰῶνες· καί ζοῦσαν μαζί τους
τόσοι φτωχοί κι’ ἔτρωγαν ψωμί... καί χάλασαν (οἱ Μπαυαρέζοι) καί ρήμαξαν
ὅλους τούς ναούς τῶν μοναστηριῶν.
Κι ὅλα αὐτά ἀποκτοῦν ἰδιαίτερο κύρος γιατί δέν τά λέει ἕνας ἄκαπνος
καί καλοζωισμένος «τσιφλικάς», ἀλλά ἕνας πολεμιστής μέ ἑπτά
παράσημα-τραύματα στά πεδία τῶν μαχῶν.
...Ἐγώ δέν ξέρω κολακεῖες, καί πάντοτες τοῦ εἶπα (τοῦ
βασιλέως) τήν ἀλήθεια. Ὅ,τι γράφω ἐδῶ τοῦ τό εἶπα καί στοματικῶς
πολλάκις, ὅτι σ’ αὐτείνη τήν πατρίδα ὁποῦ βασιλεύει αὐτός, ὅσο νά γένη
ἕτοιμον τό βασίλειον ἔλυωσαν λιοντάρια –ἐγώ ’μπρός σ’ ἐκείνους εἶμ’ ἕνας
ψύλλος. Ὅμως ἔκανα κι’ ἐγώ ὅ,τι μποροῦσα. Εἶχα δυό ποδάρια, τζακίστη τό
ἕνα· εἶχα δυό χέρια, ἔχω ἕνα· τήν κοιλιά μου τρύπια, τό κεφάλι μέ δυό
τρύπες. Τό λοιπόν, ἄν θέλωμεν τό λίγο νά γένη μεγάλον, πρέπει νά
λατρεύωμεν Θεόν, ν’ ἀγαπᾶμε πατρίδα· νἄχωμεν ἀρετή, τά παιδιά μας νά τά
μαθαίνωμεν γράμματα κι’ ἠθική.
Φαίνεται πώς χάσαμε αὐτό τό κριτήριο πού λέγεται ἑλληνορθόδοξο ἦθος,
γι’ αὐτό καί χτυποῦν παράξενα στ’ αὐτιά μας τά ταπεινά λόγια τοῦ
Στρατηγοῦ. Μέγας αὐτός ἀπό τά πεδία τῶν μαχῶν, ἀναγνωρίζει στόν ἑαυτό
του τήν τελευταία θέση. Ποθοῦσε καί λαχταροῦσε νά δεῖ ὅλους τούς Ἕλληνες
μονιασμένους στόν ἀγώνα γιά τήν Ἑλλάδα καί τή θρησκεία της. Γι’ αὐτό
καί συμβουλεύει μέ τόν ὑπέροχο τρόπο του, τονίζοντας:
Κι’ ἀφοῦ ὁ Θεός θέλησε νά κάμη νεκρανάσταση εἰς τήν
πατρίδα μου, νά τήν λευτερώση ἀπό τήν τυραγνίαν τῶν Τούρκων, ἀξίωσε κι’
ἐμένα νά δουλέψω κατά δύναμι λιγώτερον ἀπό τόν χερώτερον πατριώτη μου
Ἕλληνα... ὅσοι ἀγωνιστήκαμεν, ἀναλόγως ὁ καθείς, ἔχομεν νά ζήσωμεν ἐδῶ.
Τό λοιπόν δουλέψαμε ὅλοι μαζί· νά τήν φυλᾶμεν κι’ ὅλοι μαζί καί νά μή
λέγη οὔτε ὁ δυνατός «ἐγώ» οὔτε ὁ ἀδύνατος. Ξέρετε πότε νά λέγη ὁ καθείς
«ἐγώ»; Ὅταν ἀγωνιστῆ μόνος του καί φκιάση ἤ χαλάση, νά λέγη «ἐγώ»· ὅταν
ὅμως ἀγωνίζωνται πολλοί καί φκιάνουν, τότε νά λένε «ἐμεῖς». Εἴμαστε εἰς
τό «ἐμεῖς» κι’ ὄχι εἰς τό «ἐγώ». Καί εἰς τό ἑξῆς νά μάθωμεν γνῶσι, ἄν
θέλωμεν νά φκιάσωμεν χωριόν, νά ζήσωμεν ὅλοι μαζί. Ἔγραψα γυμνή τήν
ἀλήθεια, νά ἰδοῦνε ὅλοι οἱ Ἕλληνες ν’ ἀγωνίζωνται διά τήν πατρίδα τους,
διά τήν θρησκεία τους, νά ἰδοῦνε καί τά παιδιά μου καί νά λένε· «ἔχομεν
ἀγῶνες πατρικούς, ἔχομεν θυσίες», ἄν εἶναι ἀγῶνες καί θυσίες. Καί νά
μπαίνουν σέ φιλοτιμίαν καί νά ἐργάζωνται εἰς τό καλό τῆς πατρίδας τους,
τῆς θρησκείας τους καί τῆς κοινωνίας. Ὅτι θά εἶναι καλά δικά τους.
Μέ τό ψέμα καί τόν δόλο δέν συμβιβάστηκε ποτέ. Σ’ ὅλη του τή ζωή
μόχθησε γιά τήν ἀλήθεια. Γιά χάρη της ἦταν ἕτοιμος νά θυσιάσει καί τή
ζωή του.
... Ὅτι εἰς τήν ἀλήθειά μου πεθαίνω... Καί διά νά μιλῶ
τήν ἀλήθεια, κατατρέχομαι κι’ ἀπό βασιλέα κι’ ἀπό προκομμένους. Θέλουν
τήν ἀλήθεια, κι’ ὅποιος τήν εἰπῆ κιντυνεύεται. Ἀλήθεια, ἀλήθεια, πικριά
ὁποῦ εἶσαι! Οὔτε βασιλεῖς σέ ζυγώνουν, οὔτε οἱ προκομμένοι· μόνον ρωτοῦν
διά σένα καί ὕστερα σέ κατατρέχουν.
Στήν ὑλιστική καί ἐγωκεντρική ἐποχή μας θά φανῆ ἀπίστευτο τό ὕψος τῆς
χριστιανικῆς ἀγάπης τοῦ Μακρυγιάννη, πού ἀγγίζει καί πάλι τά ὅρια τῆς
θυσίας. Ἡ αὐταπάρνηση πού ἐκφράζεται στό ἀκόλουθο ἀπόσπασμα, σπάνια
συναντᾶται μέσα στήν ἱστορία. Μᾶς συγκινεῖ καί μᾶς συγκλονίζει.
...Εἶχα κι’ ἕνα μήνα ὁποῦ ἄρχισα νά παίρνω μιστόν τοῦ
βαθμοῦ μου, καθώς καί οἱ ἄλλοι· ἔπαιρνα τρακόσες ἑξῆντα δραχμές. Εἶδα
αὐτό, καί πέθαιναν οἱ ἄνθρωποι εἰς τά παλιοκλήσια, ὁπλαρχηγοί κι’ ἄλλοι,
κι’ ἀπό τήν πείνα κι’ ἀπό τό κρύον. Τότε στοχάστηκα: Οἱ ἀγωνισταί νά
πεθαίνουν τῆς πείνας, κι’ ἐμεῖς νά πλερωνώμαστε ὀλίγοι ἄνθρωποι; Ἐμεῖς
οἱ ὀλίγοι φέραμεν τήν λευτεριά; Νά κόψωμεν κι’ ἐμεῖς τόν μιστόν μας,
εἴτε νά πάρουν καί οἱ ἀδελφοί μας συναγωνισταί! Εἰ δέ ξίκι νά γένη καί
σ’ ἐμᾶς! Τότε φκιάνω μιάν ἀναφορά καί λέγω: «Ἐπειδήτις ὅσοι ἀγωνίστηκαν
πεθαίνουν ἀπό τήν πείνα καί τήν ταλαιπωρίαν, καθώς καί χῆρες τῶν
σκοτωμένων καί τά παιδιά τους, τόν μισθόν ὁποῦ μοῦ δίνετε διατάξετε νά
μοῦ κοπῆ ὅλος καί νά τόν δίνετε εἰς τούς ἀγωνιστάς καί χῆρες κι’ ἀρφανά
τῶν σκοτωμένων...
Πρέπει νά κλείσουμε τή δειγματοληπτική αὐτή παρουσίαση τῶν
ἀπομνημονευμάτων τοῦ Στρατηγοῦ Μακρυγιάννη μέ τό μνημειῶδες κείμενο τῆς
διαθήκης του, πού συντάχθηκε τή νύχτα τοῦ κινήματος τῆς 2ας πρός 3η
Σεπτεμβρίου 1843.
Στόν Μακρυγιάννη ὀφείλεται ἐξ ὁλοκλήρου ἡ διοργάνωση τοῦ κινήματος
αὐτοῦ, πού συνετέλεσε στήν ὁμαλοποίηση τοῦ ἐλεύθερου βίου καί στήν
ἐπιβολή τοῦ πρώτου ἑλληνικοῦ συντάγματος, δηλαδή στή θεμελίωση μᾶς
εὐνομούμενης δημοκρατικῆς πολιτείας χωρίς τίς αὐθαιρεσίες τῆς
κηδεμονευόμενης ἀπό τούς Βαυαρούς μοναρχίας.
Τό κίνημα, ὅμως, κινδύνεψε ν’ ἀποτύχει γιατί ἐν μέρει ἀποκαλύφθηκε.
Τό σπίτι τοῦ Στρατηγοῦ τό βράδυ ἐκεῖνο πολιορκεῖται ἀπό στρατιῶτες
(πεζούς καί ἱππεῖς). Ἡ ζωή του γιά μιά ἀκόμα φορά διατρέχει τόν ἔσχατο
κίνδυνο. Σ’ αὐτήν τή σκοτεινή ὥρα πέφτει στά γόνατα καί ζητάει «φώτισιν
καί θάρρος». Σηκώνεται ἐνισχυμένος καί μέσα σ’ ἐκείνη τήν ἀντάρα γράφει
τή διαθήκη του, πού εἶναι ἕνας ἐθνικοθρησκευτικός θούριος:
Εἰς δόξαν τοῦ δίκιου καί μεγάλου Θεοῦ.
Κύριε Παντοδύναμε! Ἐσύ, Κύριε, θά σώσης αὐτό τό ἀθῶο
ἔθνος. Εἴμαστε ἁμαρτωλοί, εἶσαι Θεός! Ἐλέησέ μας, φώτισέ μας καί κίνησέ
μας ἐναντίον τοῦ δόλου καί τῆς ἀπάτης, τῆς συστηματικῆς τυραγνίας τῆς
πατρίδος καί τῆς θρησκείας. Εἰς δόξαν Σου, Κύριε, σηκώνεται ἀπόψε ἡ
σημαία τῆς λευτεριᾶς ἀναντίον τῆς τυραγνίας! Πατριῶτες! Πεθαίνω διά τήν
πατρίδα. Στέκω εἰς τόν ὅρκον μου τόν πρῶτον. Δέν μπορῶ, πατρίδα, νά σέ
βλέπω τοιούτως καί τῶν σκοτωμένων τά παιδιά καί οἱ γριγές νά
διακονεύουν, καί τίς νιές νά τίς βιάζουν διά κομμάτι ψωμί εἰς τήν τιμή
τους οἱ ἀπατεῶνες τῆς πατρίδος. Γιομάτες οἱ φυλακές ἀπό ἀγωνιστές, καί
στά σοκάκια σου διακονεύουν αὐτεῖνοι οἱ ἀγωνισταί, ὁποῦ χύσανε τό αἷμα
τους διά νά ξαναειπωθῆ «πατρίδα Ἑλλάς». Εἴτε ἐλευτερία κατά τούς ἀγῶνες
μας καί θυσίες μας, εἴτε θάνατος σ’ ἐμᾶς! Πεθαίνω ἐγώ πρῶτος ἀπόψε.
Ἔχετε γειά, πατριῶτες, καί εἰς τήν ἄλλην ζωήν σμίγομεν, ἐκεῖ ὁποὖναι καί
οἱ ἄλλοι συναγωνισταί μας, εἰς τόν κόρφον τοῦ ἀληθινοῦ Βασιλέως, τοῦ
μεγάλου Θεοῦ, τοῦ ἀληθινοῦ. Πατρίδα, σ’ ἀφήνω ἀνήλικα παιδιά καί
γυναῖκα, ἄν τ’ ἀφήσουνε ζωντανά, τ’ ἀφήνω εἰς τήν προστασίαν σου.
Κοίταξε ὅτ’ εἶναι παιδιά τοῦ τίμιου ἀγωνιστῆ Μακρυγιάννη. Ποτές αὐτός
δέν σέ ψύχρανε εἰς τά δεινά σου, καί τώρα πρόθυμος νά πεθάνη διά σένα,
γιά νά σέ ἰδοῦνε τά παιδιά του ἐλεύτερη Ἑλλάδα κι’ ὄχι παλιόψαθα τῆς
τυραγνίας καί τῶν κολάκων της. Διά τά παιδιά μου ἀφήνω κηδεμόνες τόν
κύριον Μιχαήλ Σκινά, Μελά, Δόσιον, Καλλεφουρνά, γυναικάδελφόν μου Σκουζέ
καί τήν γυναῖκα μου. Καί νἀκολουθήσετε κατά τήν παλιά μου διαθήκη ὅ,τι
διαλαμβάνει· κι’ ἄν ἀμελήσετε, εἰς τήν ἄλλην ζωήν θά μοῦ δώσετε λόγον.
Βιαστικός γράφω μέ τήν σημαία μου στό χέρι. Ἔχετε γειά ὅλοι, καί τήν
τυραγνία νά μήν τήν ἀφήσετε νά φωλιάση εἰς τήν πατρίδα, νά μήν
ντροπιάσετε τόσα αἵματα ὁποῦ χύθηκαν. 1843 Σεπτεμβρίου 3 2*
μακριγιανις.
Σημειώσεις:
1* Ρούντχαρτ: Ἀρχικαγκελάριος τοῦ Ὀθωνος.
2*
Τό κίνημα τῆς 3ης Σεπτεμβρίου ἔγινε ἀποδεκτό ἀπό τόν λαό καί
ἐπικράτησε. Ἐπιβλήθηκε τό πρῶτο σύνταγμα. Σέ ἀνάμνηση τοῦ ἱστορικοῦ
αὐτοῦ γεγονότος ἡ πλατεία μπροστά ἀπό τά τότε Ἀνάκτορα (σημερινή Βουλή)
ὀνομάστηκε πλατεία Συντάγματος, ἀπό τήν κραυγή τοῦ λαοῦ πρός τούς
βασιλεῖς «Σύνταγμα - Σύνταγμα», καί μιά ἀπό τίς κεντρικές ὁδούς τῶν
Ἀθηνῶν 3ης Σεπτεμβρίου.
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΟΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ
ΔΙΑΝΕΜΕΤΑΙ ΔΩΡΕΑΝ
ΔΙΑΝΕΜΕΤΑΙ ΔΩΡΕΑΝ