Ψυχή εἶναι ἡ ζωτική δύναμη παντός ἐμβίου ὄντος. Θά
λέγαμε πώς ἡ ψυχή εἶναι διάχυτη στό σύμπαν· τό σύμπαν τυγχάνει
ἐμψυχωμένο καί τά κινούμενα πάντα εἶναι ψυχή, παρά σάρκα. Εἶναι
Ἀριστοτελικό τό ἀξιωμα ὅτι ψυχικῆς οὐσιώσεως μετέχουν ὅλα τά ὄντα: τά
φυτά (φυτική ψυχή), τά ζῶα (ζωική), οἱ ἄνθρωποι (ἄνθρωπική). Τό ὅτι τά
ζῶα ἔχουν ψυχή, ὅπως διαπιστώνεται ἀπό τό ἔνστικτο καί τήν αἴσθηση
ἐλευθερίας, πού αὐτά φέρουν, ἀναφέρεται στήν πρό Χριστοῦ φιλολογία τῶν
προγόνων μας. Οἱ δύο κάπροι, πού εἰκονίζονται νεκροί στήν ἀσπίδα τοῦ
Ἡρακλέους, ἔδειχναν πώς τούς ἔφυγε ἡ ψυχή: «κάπροι δοιοί, ἀπουράμενοι
ψυχάς» (Ἡσιόδου, Ἀσπίς Ἡρακλέους, 172-173. Βλ. καί Ξενοφῶντος,
Ἱππαρχικός, 11,1. – Ἰσοκράτους 17Β κ.ἄ.). Ἀσφαλῶς ἡ ψυχή τοῦ ζώου,
καλούμενη «κρέας ἐν αἵματι ψυχῆς» (Γεν. θ΄ 4 / Λευ. κδ΄ 18. βλ. καί Παρ.
ιβ΄10), εἶναι διαφορετικῆς δομῆς. Ἡ ψυχή τοῦ ζώου εἶναι ἁπλῆ,
στερούμενη ἀνθρωπικῶν συνθέτων στοιχείων, βεβαίως καί τῆς δυνατότητος νά
ὑψωθῆ σέ πνεῦμα.
Ἐπαναλαμβάνουμε πώς στήν Παλαιά Διαθήκη ὁρατό
σημεῖο τῆς παρουσίας καί ἐνεργείας τῆς ψυχῆς εἶναι τό αἷμα: «Πρόσεχε
ἰσχυρῶς τοῦ μή φαγεῖν αἷμα, ὅτι τὸ αἷμα αὐτοῦ ψυχή [ἐστι]· οὐ βρωθήσεται
ψυχή μετά τῶν κρεῶν» (Δευτ. ιβ΄ 23-24. Βλ. ἐπίσης Γεν. α΄ 20, 21, 24,
30). Ἐξάγεται ἀναμφισβήτητα πώς σύμπας ὁ ἔμβιος καί ζωντανός κόσμος
εἶναι ἔμψυχος: «πάσῃ ψυχῇ ζώσῃ ἀπὸ ὀρνέων καί ἀπό κτηνῶν, καί πᾶσι τοῖς
θηρίοις τῆς γῆς…» (Γεν. θ΄ 10), ἀσφαλῶς καί τῆς θαλάσσης: «καί ἀπέθανε
τό τρίτον τῶν κτισμάτων τῶν ἐν τῇ θαλάσσῃ, τά ἔχοντα ψυχάς» (Ἀπ. η΄ 9).
Ἐκ τῶν ἀνωτέρω συνάγεται πώς ἡ ψυχή τῶν ζώων εἶναι θνητή καί ἀμέτοχος
τῶν πολυποικίλων ἐνεργημάτων τῆς ἀνθρωπικῆς ψυχῆς.
Ἡ ἀνθρώπινη
ψυχή, ἡ ψυχή τοῦ ἡμετέρου φυράματος, εἶναι, ἀντίθετα μέ αὐτήν τοῦ ζώου,
κόσμος ὁλόκληρος, τό σύμπαν ἐν σμικρότητι. Ἡ ψυχή εἶναι ἡ κυρίαρχος καί
δεσπόζουσα ἐπί τῆς σαρκός. Δέν εἰπώθηκε ἀσυλλόγιστα ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι
ὄχι σῶμα, ἀλλά ψυχή: «ψυχή ἐστιν ἄνθρωπος» (Πλάτωνος, Ἀλκιβιάδης Β΄).
Τοῦτο μᾶς εἰσάγει στό συλλογισμό, ὅτι εἶναι κτητικός καί κυρίαρχος ὁ
λόγος τῆς ψυχῆς γιά τό σῶμα στό ὁποῖο ἐγκατοικεῖ, ὅταν λέγει: «τό σῶμα
μου»· ἐνῶ ὅταν τό σῶμα λέγει: «ἡ ψυχή μου», τοῦτο ἀποφθέγγεται διά τῆς
ψυχῆς, τῆς συνειδήσεως, ἐν προκειμένῳ. Ὥστε ἡ ψυχή οὐσιώνει καί
ὑποστασιώνει τή σάρκα: «καί ἐνεφύσησεν (ὁ Θεός) εἰς τό πρόσωπον αὐτοῦ
(τοῦ Πρωτοπλάστου) πνοήν ζωῆς, καί ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχήν ζῶσαν»
(Γεν. β΄ 7). Κατόπιν τούτων κατανοοῦμε εὐχερῶς τόν λόγο τοῦ Κυρίου μας,
ὅτι «ἡ σάρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν. Τό πνεῦμα ἐστί τὸ ζωοποιοῦν» (Ἰω. στ’ 63).
Ἀλλά
τί εἶναι ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου; Εἶναι αὐτή ἡ ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου, αὐτό
τό πρόσωπό του. Ἡ ψυχή εἶναιἡ πηγή προελεύσεως τῶν αἰσθημάτων καί τῶν
συναισθημάτων· ἡ ἕδρα τοῦ παριστάναι, τοῦ νοεῖν, τοῦ βούλεσθαι, τοῦ
θεωρεῖν, τοῦ συναισθάνεσθαι… (βλ. Ἀριστοτέλους, Περί ψυχῆς, 2, 1, 5 /
Μετά τά Φυσικά, 7, 3, 1). Ἡ ψυχή, ὡς ἡγεμονεύουσα δύναμη τῶν κινημάτων,
τῶν ἐνεργημάτων καί τῶν ἐπιθυμιῶν (ἀπό τίς πλέον ζωώδεις, ὡς τίς ὑψηλῶς
οὐρανοπολίτευτες καί θεολογονοῦσες), δρᾶ ὡς προστατευτική ποιμενίδα ἐπί
πάντων: «Πάντων τῶν ἐν ἡμῖν τῆς ψυχῆς κινημάτων προβάτων δίκην τῷ
βουλήματι τοῦ ἐπιστατοῦντος λόγου ποιμαινομένων» (Ἅγ. Γρηγόριος Νύσης,
Εἰς τόν βίον Μωυσέως 38, Β.Ε.Π. 65α, σ. 115).
Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου
εἶναι ἀσώματη. Τοῦτο ἀποτελεῖ πίστη καί παράδοση διαιωνίου ἱμαντώσεως. Ὁ
Ὀδυσσεύς συνομιλεῖ μέ τήν ψυχή τῆς πεθαμένης μητέρας του καί, θέλοντας
νά τήν περιπτυχθῆ, ὁρμᾶ τρεῖς φορές πρός αὐτήν, ἀλλ’ ἐκείνη διαφεύγει
ἀνάμεσα ἀπό τά δάκτυλά του:
«τρίς μέν ἐφορμήθη, ἑλέειν τέ με θυμός ἀνώγει, τρίς δέ μοι ἐκ χειρῶν σκιῇ εἴκελον ἤ καί ὀνείρῳ ἔπτατο….»
(Ὁμήρου λ 206-208)
Εἶναι μέν ἡ ψυχή ἀσώματη (: «ψυχή τοίνυν ἐστιν οὐσία ζῶσα ἁπλῆ,
ἀσώματος, σωματικοῖς ὀφθαλμοῖς, κατ’ οἰκείαν φύσιν ἀόρατος…»), ὅμως σέ
σύγκριση μέ τά κτιστά ὄντα: «ἀσωμάτου δέ φημι συγκρινομένης πρός τήν τῆς
ὕλης παχύτητα· μόνον γάρ ὄντως τό θεῖον ἄυλον τε καί ἀσώματον» (Ἁγ.
Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής Ὀρθοδόξου Πίστεως Β΄12).
Κατακλείουμε
μέ τό ἀμετακίνητο δόγμα, ὅτι ἐνῶ τοῦ κτήνους ἡ ψυχή εἶναι θνητή, ὅμως
τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀθάνατη. Αὐτό βεβαιώνει ἡ θεοπαράδοτος Διδασκαλία
(βλ. Πρ. ζ΄ 59 / Α΄ Κορ. ιε΄ 19 / Φιλ. α΄ 21 / Β΄ Πέτρ. α΄ 15).