μετάφραση: Σωτήρης Γουνελάς
(απόσπασμα από την έκδοση Simone Weil, Oeuvres, Quarto Gallimard, σ. 378-37 9)
ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΓΡΑΦΤΗΚΕ κάτι τόσο συγκινητικό για να ορίσει την αρετή, όσο τα
λόγια που προφέρει η ψυχή για τη σωτηρία της στην (αιγυπτιακή) Βίβλο
των Νεκρών: «Κύριε της αληθείας...Σου καταθέτω την αλήθεια...Συνέτριψα
για χάρη σου το κακό...Δεν περιφρόνησα το Θεό...Δεν πρόταξα το όνομά μου
για να το δοξάσω...Δεν έγινα η αιτία κανένας αφέντης να βασανίσει τον
υπηρέτη του...Δεν έκανα κανένα να κλάψει...Δεν προξένησα ποτέ φόβο σε
άνθρωπο...Δεν ύψωσα ποτέ τη φωνή μου...Δεν έκλεισα ποτέ τα αυτιά μου σε
λόγια δίκαια και αληθινά». [...]
Η ιδέα που σχημάτιζαν οι Έλληνες για την αρετή εδώ και εικοσιπέντε
αιώνες είναι ακόμη πιο γνωστή. Θα ήταν ανάρμοστο να πιστεύουμε ότι ως
προς αυτήν έχουμε κάποια πρόοδο σε σύγκριση με εκείνους. Υπήρχαν τότε
διανοητές που καταδίκαζαν ανεπιφύλακτα τη δουλεία. Ο Αισχύλος στον
Αγαμέμνονα, καταδίκαζε ρητά τη βία και τον πόλεμο. Η Αντιγόνη του
Σοφοκλή απέρριπτε κάθε λογής μίσος, απʼ όπου κι αν προερχόταν.
Αναμφίβολα η αρχαία Αθήνα είχε βλέψεις επεκτατικές, που άλλωστε επέφεραν
το τέλος της. Και πόσο μακριά θα είμασταν, αν λέγαμε ότι ο δόλος και η
σκληρότητα απουσίαζαν από την εξωτερική της πολιτική. Κανένας όμως, όχι
περισσότερο τότε απʼ όσο σήμερα, δεν θεωρούσε τέτοιες πρακτικές ως
νόμιμες και αδιάφορες από ηθικής πλευράς. Όταν τις υπερασπίζονταν, το
έκαναν αναπτύσσοντας υπο τη μία ή την άλλη μορφή το αξίωμα «πρώτα η
πολιτική», ακριβώς όπως σήμερα. Εξάλλου, ο ιμπεριαλισμός και οι μέθοδοι
που συνεπάγεται, είχαν ακλόνητους αντιπάλους, από τους οποίους πιο
γνωστός είναι ο Σωκράτης. Τον θανάτωσαν βέβαια, αλλά τον άφησαν να ζήσει
ως τα εβδομήντα, και οι μαθητές του είχαν πλήρη ελευθερία να τον τιμούν
στα γραπτά τους και στους λόγους τους. Όσο για τους Ρωμαίους, αν
διαβάσουμε την ιστορία τους στα αρχαία κείμενα, ειδικά στον Πολύβιο,
έχουμε την εντύπωση ότι από την εποχή τους μέχρι τη δική μας τίποτα δεν
έχει αλλάξει. Αναντίρρητα, όλα τα έθνη αυτής της εποχής εφάρμοζαν λίγο
πολύ κατά διαστήματα, το δόλο και τη σκληρότητα. Δεν μπορούμε να
διακηρύξουμε ότι άλλαξαν τα πράγματα από εκείνη την εποχή σε άλλη, χωρίς
να εξαιρέσουμε τη δική μας. Αλλά, όπως και σήμερα, ο δόλος και η
σκληρότητα, αν και εφαρμόζονταν, αποδοκιμάζονταν γενικά. Όπως και
σήμερα, ένα μονάχα έθνος ( σημ: εννοεί την Γερμανία) τα καθιστούσε ψυχρά
και συστηματικά την ίδια του την αρχή της πολιτικής, στοχεύοντας στην
παγκόσμια κυριαρχία. Μια τέτοια πολιτική, από μέρους του εχθρού μας,
φαντάζει σε μας τερατώδης. Δεν πρέπει να φάνταζε λιγότερο τερατώδης
στους συγκαιρινούς των Ρωμαίων. Την καλύτερη απόδειξη αποτελεί το πυκνό
πέπλο υποκρισίας με το οποίο οι Ρωμαίοι έκρυψαν την τερατωδία τους,
υποκρισία ξεχωριστά όμοια με αυτή που εφαρμόζεται σήμερα, ειδικά όταν
μεταμφιέζουν την επιθετικότητα σε νόμιμη άμυνα. Όντας υποκριτές τότε με
τον ίδιο τρόπο που είμαστε σήμερα, ανάλογη είναι και η αντίληψή μας για
το αγαθό.[...]
Η Ρώμη κατέλυσε με τη δύναμη τους διάφορους πολιτισμούς της μεσογειακής
λεκάνης, παρεκτός από τον ελληνικό, τον οποίο περιόρισε σε δεύτερο
επίπεδο, επιβάλλοντας στη θέση του ένα πνεύμα σχεδόν καθʼ ολοκληρία
υποταγμένο στις ανάγκες της προπαγάνδας και της θέλησης για κυριαρχία.
Εξ ου και οι έννοιες της αλήθειας και της δικαιοσύνης υπήρξαν και
διατηρήθηκαν σχεδόν αθεράπευτα στρεβλές. Καθʼ όσον ολόκληρο τον
Μεσαίωνα, το ρωμαϊκό πνεύμα υπήρξε το μόνο γνωστό στους εγγράμματους
ολόκληρης της Δύσης. Θα μπορούσε να έχει ασκηθεί αντισταθμιστική
επίδραση από τον χριστιανισμό, αν αυτός ο δεύτερος κατάφερνε να
διαχωριστεί από το ρωμαικό πνεύμα. Δυστυχώς η Ρώμη, έχοντας υιοθετήσει
τον χριστιανισμό ύστερα από μερικούς αιώνες και έχοντάς τον εγκαθιδρύσει
επίσημα στα έθνη που υπέταξε, συνήψε μαζί του μια συμφωνία, που τον
μόλυνε. Από μια δεύτερη ατυχή συγκυρία, ο τόπος προέλευσης του
χριστιανισμού του επέβαλε την κληρονομιά κειμένων όπου συχνά εκφράζεται
μια σκληρότητα, μια θέληση κυριαρχίας, μια απάνθρωπη περιφρόνηση των
ηττημένων εχθρών ή των προορισμένων να γίνουν, ένα σέβας στη δύναμη,
πράγματα που ταιριάζουν εξαιρετικά καλά με το πνεύμα της Ρώμης. Έτσι,
χάρη σʼ ένα διπλό ιστορικό ατύχημα, η διπλή εβραϊκή και ρωμαϊκή παράδοση
πνίγουν σε μεγάλο βαθμό, εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια, τη θεία έμπνευση
του χριστιανισμού. Η Δύση δεν ξαναβρήκε ποτέ το αίσθημα μιας ασύγκριτης
ανθρωπιάς που καθιστά την Ιλιάδα και τις αρχαίες τραγωδίες αναπανάληπτα
έργα. Η Γαλλία διέθετε πολλούς νόες πρώτης τάξης που δεν υπήρξαν ούτε
υπηρέτες ούτε θαυμαστές της δύναμης. Από τον 15ο αι. μέχρι τον 17ο , ο
Βιγιόν, ο Ραμπελαί, ο Μποεσί, ο Μονταίνιος, ο Μωρίς Σέβ, ο Αγρίπας
ντʼΟμπινιέ, ο Θεόφιλος (ντε Βιώ), ο Ρετζ, ο Καρτέσιος, ο Πασκάλ,τόσο
διαφορετικοί και άνισης φήμης αναμεταξύ τους, αυτό είχαν ως κοινό
γνώρισμα πέρα από την ιδιοφυία. Αλλά όσοι υπήρξαν και το ένα και το
άλλο, συνέβαλαν στη διαμόρφωση κάθε επόμενης γενιάς. Το μόνο επικό άσμα
γνωστό στα λύκεια υμνεί τον Καρλομάγνο, δηλαδή υμνεί το εγχείρημα
κατάκτησης του κόσμου. Οι ήρωες των μη θρησκευτικών τραγωδιών του
Κορνέιγ βάζουν πάνω απʼ όλα τη δόξα τους, που συνίσταται στο να νικούν,
να κατακτούν, να κυριαρχούν• ούτε που τους περνά απο το νου να υποτάξουν
αυτή τη δόξα στη δικαιοσύνη και το δημόσιο αγαθό. Στα μάτια τους το
ξεπέρασμα του μέτρου προκαλεί τον θαυμασμό. Πολλοί από τους ήρωες του
Ρακίνα έχουν την ίδια έμμονη ιδέα, όταν τους απασχολεί κάτι που δεν
είναι ο έρωτας. Ακόμη, μονάχα σε σχέση με τον έρωτα ο Ρακίνας
ξαναβρίσκει μια και μόνη φορά στη Φαίδρα, κάτι από το αίσθημα της
ελληνικής τραγωδίας. Η επίκληση του θανάτου ή του Θεού δεν εμποδίζει το
ανθρώπινο μεγαλείο να παρουσιάζεται σε όλη του την μεγαλοπρέπεια στα
έργα του Μποσυέ. Οι ηγεμόνες δεν έπαψαν, τον 18ο αιώνα, να βρίσκουν στη
Γαλλία φημισμένους κόλακες. Το μόνο που χρειαζόταν, ήταν να πρόκειται
για ξένους. Πόσο, αλήθεια, δεν εξυμνήσαμε αργότερα τον Ναπολέοντα! Η
ιδέα του περιφρονημένου και ταπεινωμένου ήρωα, τόσο διαδεδομένη στους
Έλληνες, που αποτελεί το κύριο θέμα των Ευαγγελίων, είναι σχεδόν ξένη
στην παράδοσή μας. Η λατρεία του μεγαλείου ιδωμένη σύμφωνα με το ρωμαϊκό
πρότυπο μας μεταδόθηκε μέσα από μια σχεδόν αδιάσπαστη αλυσίδα ένδοξων
συγγραφέων».
Σχόλιο του μεταφραστή
Ο ακαταπόνητος αυτός άνθρωπος, η Σιμόνη Βέιλ, γράφοντας αυτές τις
γραμμμές το 1940- που αποτελούν απόσπασμα από μεγαλύτερο κείμενο της με
τίτλο ʽΜερικές σκέψεις για την καταγωγή του χιτλερισμούʼ, στο Ecrits
historiques et politiques, Gallimard 1960- θέλει πρώτα πρώτα να μας πει
ότι αυτά που συνέβαιναν μεταξύ Α΄και Β΄παγκοσμίου πολέμου, έρχονταν από
μακριά, διέσχιζαν τους αιώνες και μάλιστα είχαν πραγματική σχέση με το
πνεύμα της αρχαίας Ρώμης. Μπορεί η Ρώμη να δέχτηκε την αρχαιοελληνική
παιδεία, αλλά αυτό που κυρίως την ενδιέφερε, ήταν η δύναμη και η
κυριαρχία επί των άλλων, ήταν κατʼ ουσίαν αμετανόητη στρατοκράτισσα. Η
Βέιλ είναι από τους πρώτους που κατήγγειλαν τον εναγκαλισμό ρωμαϊκού
πνεύματος και χριστιανισμού, γιατί όντας προσηλωμένη στην ελευθερία του
Θεού και στη σταυρική εν Χριστώ αγάπη, έβλεπε ότι ο εναγκαλισμός αυτός
δεν συνέβαλε στην προώθηση της αληθινής χριστιανικής Πίστης και Ζωής και
στην ανακαίνιση του ανθρώπου. Όσο κι αν θα μπορούσε κανένας να σταθεί
με σκεπτικισμό απέναντι οτον αντιεβραϊσμό της, δεν μπορεί να απορρίψει
τη θέση που διατυπώνει και σε άλλα γραπτά της για τον ʽολοκληρωτισμόʼ, ο
οποίος μέσω (αρχαίας) Ρώμης και Καθολικισμού προώθησε στην Ευρώπη
ναζισμούς και χιτλερισμούς και φασισμούς με όλες τις στρεβλώσεις που
συνεπάγονταν. Ωστόσο, η Βέιλ μας βοηθά και σε κάτι άλλο: να καταλάβουμε
ότι οι τάσεις αυτές δεν αφορούν μονάχα πολιτικοοικονομικές
συντεταγμένες, αλλά αφορούν άμεσα την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη και το
βαθύτερο νόημα της ιστορίας και του πολιτ ισμού.
Η παλιά θεοποίηση του Κράτους, της λογικής και της ιστορίας (Χέγκελ)
πέρασε και στον Μαρξ ενισχυμένη από γενναία ισχυροποίηση του
βιομηχανικού παράγοντα και της λατρείας της μηχανής. Η ευαισθησία της
Βέιλ, διέκρινε το συνδυασμό όλων αυτών με την προώθηση των πολεμικών
συρράξεων, ειδικά στην περίπτωση του Χίτλερ ως παγκόσμιου καταχτητή, και
κατήγγειλε την αρνητική αυτή εξέλιξη του δυτικού πολιτισμού.
Ήταν από τις φωνές που έθεσαν ήδη στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα τα
βασικά ζητήματα, που έπρεπε να απασχολήσουν όλους όσοι πίστευαν στα
αγαθά της δικαιοσύνης, στην εξάλειψη της βίας και μάλιστα της κρατικής,
στην προώθηση πνεύματος αληθινών σχέσεων ανάμεσα στους ανθρώπους, στον
περιορισμό ή την εξάλειψη της καταπίεσης της μεγάλης μάζας, στην ριζική
καταγγελία της εκμετάλλευσης των ανθρώπων απʼ όπου κι αν προέρχεται. Τα
ζητήματα αυτά στις μέρες μας έχουν πάρει εκ νέου άσχημη τροπή και είναι
καιρός, τέτοιες θεωρήσεις και τέτοια αγωνιστικότητα σαν τη δική της να
έρθουν στο προσκήνιο και να γονιμοποιήσουν σκέψεις και πράξεις.
πηγή: Aντίφωνο, περ. Νέα Ευθύνη τχ.19, Σεπ. Οκτ. 2013, σελ. 482-485