Στα μέσα του 19ου αιώνα, σε μια
επαρχία της Αμερικής, κοντά στη πόλη Κόνκορντ της Νέας Αγγλίας, ένας νεαρός
άντρας, απόφοιτος του Χάρβαρντ, αποφασίζει να εγκαταλείψει την αστική ζωή και
να ζήσει μόνος του στο δάσος μιας μικρής λίμνης. Μ’ ένα δανεικό τσεκούρι και με
κάποιες παλιές σανίδες, θα επιχειρήσει να στήσει τη καλύβα του. Θα σκάψει πρώτα
ένα μικρό κελάρι για τις προμήθειες του και ύστερα θα πελεκήσει τους κορμούς
κάποιων μικρών δέντρων για να κάνει τα δοκάρια που χρειαζόταν για το πάτωμα και
τη στέγη. Μια ξυλοκατασκευή μόλις τριάμισι επί τεσσερισήμισι μέτρα, «μια καλύβα τόσο δα μικρή που δεν έφτανε για να φιλοξενήσει ούτε
έναν στεναγμό».
Το σπίτι, θα γράψει αργότερα, ήταν σε όλες τις εποχές αυτό και μόνο, μια
μικρή φωλιά, μια μυστική τρύπα μέσα στη γη, όλη η υπόλοιπη κατασκευή δεν είναι
παρά «μια βεράντα
στην είσοδο ενός λαγουμιού». Μέχρι να ολοκληρώσει το έργο
του θα μαγειρεύει έξω στο χώμα και θα κοιμάται κάτω από ένα πρόχειρο στέγαστρο.
Σε ένα διπλανό χωράφι θα φυτέψει τις φασολιές του και θα τρέφεται αποκλειστικά
με φρούτα και λαχανικά. Θα τρυγάει τα άγρια σταφύλια, θα φτιάχνει κομπόστες από
μήλα του δάσους και θα κλέβει κάστανα από τα χέρια των σκίουρων, «γιατί τα
ζώα ξέρουν να διαλέγουν τα καλύτερα». Θα διαβάζει, θα γράφει στο ημερολόγιο
του και θα στοχάζεται. Αυτός ο νεαρός άντρας που δεν είχε κλείσει ακόμη τα
εικοσιοκτώ του χρόνια, αλλά έδειχνε ήδη κουρασμένος από τις ψεύτικες
υποχρεώσεις της αστικής ζωής, ήταν ο Αμερικανός συγγραφέας και νατουραλιστής
φιλόσοφος Henry D. Thoreau. Αντιδρώντας στην ανελευθερία και τους καταναγκασμούς της αστικής ζωής,
στην ανίατη ασθένεια του άγχους των καθημερινών υποχρεώσεων αποφασίζει να ζήσει
αυτό που ο ίδιος ονόμαζε «αφτιασίδωτη ζωή», αλλά
και τη συστηματικότητα μαζί της πνευματικής εργασίας. Το μόνο του καθήκον θα
ήταν αυτό του «αυτόκλητου
επιθεωρητή της της χιονοθύελλας και της καταιγίδας, ενός τοπογράφου των
μονοπατιών του δάσους και όλων εκείνων των μονοπατιών που διασχίζουν τα χωράφια».
Με μια «εθελούσια
ένδεια», που όπως υποστήριζε εξυψώνει τον άνθρωπο,
αποφασίζει να αφεθεί στην ανοικτότητα του τοπίου, στις συνακροάσεις του, στις
συνδηλώσεις του, και εν τέλει στις συνυπογραφές του, γιατί ο Thoreau γράφει, είναι εκεί για να γράψει, κι αυτό δεν
πρέπει να το ξεχνάμε. Ο Thoreau δεν ήθελε να ζήσει απλώς μια λιτή και ξέγνοιαστη ζωή κοντά στη φύση,
αλλά να συνδυάσει αυτή τη λιτότητα με το βάθος και το εύρος της πνευματικής
εργασίας και με την αποκλειστικότητα που αυτή του εγείρει. «Είναι αδύνατον», αναρωτιόταν, «να συνδυάσει κανείς την ευρωστία των
άγριων με την πνευματικότητα του πολιτισμένου ανθρώπου;». «Η
αλήθεια του Walden», θα πει ο Μισέλ
Κρεπύ, «είναι η ανάγκη του Thoreau να αποκομίσει ένα γραπτό συμπέρασμα». Σ' ένα εγκαταλελειμμένο
χωράφι, περίπου δέκα στρεμμάτων, οThoreau θα αφοσιωθεί στην καλλιέργεια του φασολιού. Θα τσαπίσει το χωράφι, θα
το καθαρίσει από τα αγριόχορτα και θα προσθέσει φρέσκο χώμα στα νεαρά του φυτά.
Μια καλλιέργεια όμως που δεν γινόταν για την προσωπική του κατανάλωση αλλά για
την ιερή τέχνη της καλλιέργειας της γης. Μια ποιητική στάση που φωτίζεται και
με το παρακάτω απόσπασμα,
«Συχνά βλέπω ποιητές να αποσύρονται
αφού έχουν απολαύσει το πιο πολύτιμο κομμάτι μιας φάρμας, την ώρα που ο
οξύθυμος αγρότης νομίζει ότι το μόνο που κέρδισαν ήταν λίγα άγρια μήλα. Ο
ιδιοκτήτης δεν μαθαίνει παρά ύστερα από πολλά χρόνια ότι ο ποιητής έχει κάνει
τη φάρμα του ποίημα, της έχει κτίσει μια αόρατη περίφραξη, έχει συλλέξει τους
καρπούς της, έχει μαζέψει τη κρέμα της και έχει αφήσει στον αγρότη μονάχα το
άπαχο γάλα».
Ο Thoreau δεν θα ζήσει ως
οικολόγος στη φύση, όπως το καταλαβαίνουμε αυτό σήμερα, ούτε ως ένας ρομαντικός
νοσταλγός της, θα ζήσει ως ποιητής. Στο Walden όπως και στο The Maine Woods θα καταθέσει σελίδες αποσβολωτικής ομορφιάς. Το αντίσκηνό του το
στήνει, όπως χαρακτηριστικά γράφει, στην άκρη του σύμπαντος και απ’ αυτή την
ακρώρεια, θα στρέψει όλο το είναι του σ’ αυτό το τοπίο της λίμνης που πλέον θα
γίνει και το τοπίο του δικού του αναστοχασμού και αποχωρισμού.
«Ούτε ένας κορυδαλλός, ούτε ένας
φλώρος, κάποια από αυτά τα ήρεμα πουλιά των φυτειών, δεν επισκέφθηκε ποτέ το
ξέφωτό μου. Ούτε πετεινοί να κρώζουν ούτε κότες να κακαρίζουν στην αυλή μου.
Ούτε αυλή. Μόνο η άφρακτη φύση να φθάνει ως το περβάζι μου. Αντί για μονοπάτι
ανοιγμένο μες το χιόνι την εποχή του μεγάλου χιονιά που να φθάνει ως την πόρτα
της αυλής μου – ούτε πόρτα ούτε αυλή ούτε κανένα μονοπάτι».
Όταν ο παγωμένος αέρας έμπαινε από τις ασοβάτιστες σανίδες της καλύβας του
και έτριζε ολόκληρη η κατασκευή, τότε το σκάλισμα της φωτιάς έδινε στον Thoreau όλες τις εικόνες της σπιτικής θαλπωρής. Σ’ αυτή
την απομακρυσμένη πλαγιά, στην άκρη του δάσους, η μόνη συντροφιά θα ήταν οι
τριγμοί που έκανε ο πάγος της λίμνης καθώς συστελλόταν και διαστελλόταν, το
τρίξιμο του χιονιού από τα ποδοβολητά της αλεπούς στην αυλή και των σκίουρων
στη στέγη, ενώ τα ανοιξιάτικα δειλινά οι ήχοι απ’ τα νυχτοπούλια, οι
μελαγχολικές κραυγές της κουκουβάγιας, τα κοάσματα των φρύνων, η ακριβή
επίσκεψη μιας πέρδικας ένα προχωρημένο απόγευμα με τα μικρά της, που η παρουσία
του ερημίτη θα τα σκορπίσει, όπως «ο ανεμοστρόβιλος τα ξερά φύλλα», τα
τρυγόνια που φτερούγιζαν πάνω από τα ρόμπολα, η αναπάντεχη συνάντηση στον
απογευματινό περίπατο με ένα άνθος, η τρυφερή άκρη της φασολιάς, το θρόισμα της
λεύκας, ο ελαφρύς κυματισμός της λίμνης, η λίμνη, το ηλιοβασίλεμα, ο ήλιος που
δύει, που πάντα δύει. Εικόνες που για τον Thoreau δεν
εικονίζουν τίποτε άλλο απ' το λυκόφως της ίδιας της ύπαρξης.
«Μερικές φορές περίμενα και τον
επισκέπτη που δεν έρχεται ποτέ. Ένα αρχαίο κείμενο λέει: «ο νοικοκύρης πρέπει
να μένει στην αυλή του τα δειλινά όση ώρα χρειάζεται για να αρμέξει μια αγελάδα
ή και περισσότερο αν θέλει για να περιμένει την άφιξη ενός ξένου». Εγώ περίμενα
αρκετή ώρα, τόση ώστε θα μπορούσα να είχα αρμέξει ένα ολόκληρο κοπάδι από
αγελάδες, αλλά δεν είδα ποτέ κανέναν να πλησιάζει απ’ το χωριό».
Ο Thoreau ήθελε το χρόνο και την ησυχία για να ενσκήψει μέσα
του. Μέσα του και έξω του, σ’ αυτό το έξω που τον περιβάλλει. Και αυτό που τον
περιέβαλλε είναι η λίμνη, οι απότομες όχθες της, το δάσος της, οι καταρράκτες
που την εμπλουτίζουν, «αυτή η λίμνη που φτιάχτηκε τόσο βαθιά και
τόσο παρθένα που να λειτουργεί ως σύμβολο». Ως σύμβολο.
Γιατί η λίμνη αυτή είχε συμβολοποιηθεί ήδη από τις παιδικές του ονειροπολήσεις.
Από τη διετή παραμονή του σ’ αυτή θα αντλήσει ένα χείμαρρο μεταφορών και
παρομοιώσεων, δηλαδή ένα σύμπαν νοήματος, που θα φθάνει πολύ πέραν της λίμνης
και πολύ πέραν των λέξεών του. Ψαρεύοντας στη λίμνη βυθίζεται στις
ονειροπολήσεις του, κάτω από τη νυχτερινή καντάδα της κουκουβάγιας ή κάποιου
άλλου άγνωστου πουλιού. Η λίμνη ήταν πάντα εκεί, «μεταξύ ουρανού και γης»,
μετέωρη στο μαγνητικό της πεδίο. Το τσίμπημα ενός ψαριού ήταν αυτό που θα
διέκοπτε την ονειροπόληση του και θα τον επέστρεφε στην πραγματικότητα. Το
δόλωμα που ήταν το ίδιο το σκοτάδι. «Ήταν φανερό , σημειώνει
στο Walden, ότι οι ψαράδες της λίμνης ψάρευαν εκτός από ψάρια και άλλα πράγματα από
τη φύση τους, δολώνοντας τα αγκιστριά τους με σκοτάδι».
Στο Walden ο Thoreau θα συγκροτήσει τη μεταφυσική του. Η λίμνη ήταν εκεί πριν τον Thoreau, πριν «το ανοιξιάτικο πρωινό του Αδάμ και της Εύας», γι αυτό και ο πυρηνικός της συμβολισμός, η ακατανίκητη έλξη της, γιατί είναι μια άχρονη ύπαρξη, ακύμαντη και διαυγής, η πιο βαθιά νοσταλγία της ύπαρξης. Η λίμνη Walden ήταν μια εικόνα του ίδιου του Thoreau. «Ουόλντεν εσύ είσαι;», διερωτάται ο Thoreau πάνω από τον αντικατοπτρισμό του στα νερά της. Το χειμώνα η λίμνη πάγωνε και γινόταν ένα θολό κι αδιαπέραστο κρύσταλλο, τότε που διάβαζε περισσότερο την ακύμαντη γαλήνη της, την άχρονη υπόστασή της. Ο Thoreau το ήξερε, η λίμνη Walden εμπλουτιζόταν από τη «Κασταλία πηγή, από τα ιερά νερά του Γάγγη», και έτσι ήταν. Η καλύβα δίπλα στη λίμνη ήταν τότε μια καλύβα δίπλα στην άβυσσο, δίπλα στο σκοτάδι της ύπαρξης. Με αυτό το σκοτάδι δόλωνε και ο ίδιος τις λέξεις του για να αφηγηθεί τη ζωή στη λίμνη που πάει πέρα από τη λίμνη και πέρα απ' τη ζωή. Χτίζοντας τη καλύβα του στις όχθες της ο Thoreau αποφασίζει να αφεθεί στην ανεστιότητά του, στη διαθεσιμότητά του σ’ αυτό το ανοικτό περιβάλλον, σ’ αυτό το Έξω που τον περιβάλλει. Η καλύβα δεν είναι σπίτι, είναι αντίσκηνο, ένα κάθισμα όπως λέει κι ο ίδιος, όχι μια ιδιοκτησία, ένα κατάλυμα μόνο για τη νύχτα.
Στο Walden ο Thoreau θα συγκροτήσει τη μεταφυσική του. Η λίμνη ήταν εκεί πριν τον Thoreau, πριν «το ανοιξιάτικο πρωινό του Αδάμ και της Εύας», γι αυτό και ο πυρηνικός της συμβολισμός, η ακατανίκητη έλξη της, γιατί είναι μια άχρονη ύπαρξη, ακύμαντη και διαυγής, η πιο βαθιά νοσταλγία της ύπαρξης. Η λίμνη Walden ήταν μια εικόνα του ίδιου του Thoreau. «Ουόλντεν εσύ είσαι;», διερωτάται ο Thoreau πάνω από τον αντικατοπτρισμό του στα νερά της. Το χειμώνα η λίμνη πάγωνε και γινόταν ένα θολό κι αδιαπέραστο κρύσταλλο, τότε που διάβαζε περισσότερο την ακύμαντη γαλήνη της, την άχρονη υπόστασή της. Ο Thoreau το ήξερε, η λίμνη Walden εμπλουτιζόταν από τη «Κασταλία πηγή, από τα ιερά νερά του Γάγγη», και έτσι ήταν. Η καλύβα δίπλα στη λίμνη ήταν τότε μια καλύβα δίπλα στην άβυσσο, δίπλα στο σκοτάδι της ύπαρξης. Με αυτό το σκοτάδι δόλωνε και ο ίδιος τις λέξεις του για να αφηγηθεί τη ζωή στη λίμνη που πάει πέρα από τη λίμνη και πέρα απ' τη ζωή. Χτίζοντας τη καλύβα του στις όχθες της ο Thoreau αποφασίζει να αφεθεί στην ανεστιότητά του, στη διαθεσιμότητά του σ’ αυτό το ανοικτό περιβάλλον, σ’ αυτό το Έξω που τον περιβάλλει. Η καλύβα δεν είναι σπίτι, είναι αντίσκηνο, ένα κάθισμα όπως λέει κι ο ίδιος, όχι μια ιδιοκτησία, ένα κατάλυμα μόνο για τη νύχτα.
«Αλλοίμονο, λέει ο Thoreau, οι άνθρωποι έγιναν εργαλεία των εργαλείων τους. Ο άνθρωπος που
μάζευε μόνος του φρούτα όταν πεινούσε έγινε γεωργός, κι εκείνος που στεκόταν
κάτω από ένα δέντρο για να προφυλαχθεί από τον καιρό, έγινε νοικοκύρης. Τώρα
πια δεν κατασκηνώνουμε για να περάσουμε τη νύχτα, αλλά
ριζώσαμε στη γη και ξεχάσαμε τα ουράνια».
Αυτός ο νοσταλγικός ριζοσπαστισμός τουThoreau που δεν είναι μια νοσταλγία για ένα παρθένο
κόσμο που χάθηκε, ο λόγος του δεν είναι η ηχώ ενός παρελθόντος αλλά η αντήχηση
ενός αρχετυπικού, εξόριστου είναι. Δεν έχουμε να κάνουμε εδώ με μια
απλή επιστροφή στη φύση αλλά με κάτι παραπάνω, με το ξεπέρασμα κι αυτής της
ίδιας της φύσης, με την απόλυτη γυμνότητα του ανθρώπου, την καθολική του
αποδέσμευση και διαθεσιμότητα. Διαμένω για τον Thoreau δεν σημαίνει μένω κάπου, στη πόλη ή στη φύση,
αλλά διανυκτερεύω και την επαύριον πάλιν αφήνομαι σ’ αυτό που με χαρακτηρίζει
βαθύτερα, στην περιπλάνηση μου στο Έξω, στο Έξω που με δοκιμάζει. Όταν ο Thoreau αποφασίζει να εγκατασταθεί σε ένα παρθένο τόπο,
μια πράξη όντως πολύ αμερικάνικη, δεν πραγματώνει τη συλλογική φαντασίωση της
εποχής του, όπως υποστηρίζει η Verlyn Klinkenborg, ούτε μια
παιδική του φαντασίωση ακόμη, αλλά αυτή τη μεταφυσική του στάση. Δεν
καταλαμβάνει ένα χώρο, αλλά τον εγκαταλείπει, οι απαιτήσεις του άλλωστε είναι
οριακές, τη μια ζηλεύει τον ίσκιο ενός δέντρου, την άλλη το άνοιγμα μιας
σπηλιάς, ένα απλό κουτί που βλέποντας το φανταζόταν τι ωραία που θα έβγαζε τη
νύχτα του εκεί μέσα. Ο Thoreau δεν παίρνει θέση, δεν εγκαθίσταται. Η εγκατάσταση, όπως υποστηρίζει,
κάνει τον άνθρωπο δυσκίνητο, απρόθυμο στη περιπέτεια του ταξιδιού, στη
συνάντηση του με το έξω. Μέσα σ’ αυτό το πνεύμα, το σπίτι δεν μπορεί παρά να
είναι ένα αντίσκηνο, ένα αντίσκηνο που να μπορείς εύκολα να το εγκαταλείψεις ή
να το σηκώσεις στη πλάτη σου. Αυτή η ελαχιστοποίηση της υλικότητας του σπιτιού
που είναι για τονThoreau η αφτιασίδωτη ζωή. Στα πλαίσια αυτής της ελαχιστοποίησης ο Thoreau θα αποχωριστεί στο τέλος και την καλύβα του και
τη λίμνη και το φιλόξενο δάσος της, για να χαθεί και πάλι στους Ατλαντικούς και
Ειρηνικούς της μοναξιάς του γι' αυτό «το κατάστρωμα του κόσμου».
[ΠΗΓΗ:
Η Καλύβα του Thoreau ,
όπως αναρτήθηκε στο ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ του Απόστολου Αρτινού ΛΕΞΗΜΑΤΑ: http://leximata.blogspot.gr/2008/09/thoreau.html
]
via