Από την «παντογνωσία» του κάθε «ξερόλα» στην εμπειρία της μη γνώσης - Point of view

Εν τάχει

Από την «παντογνωσία» του κάθε «ξερόλα» στην εμπειρία της μη γνώσης


ΕΝ ΟΙΔΑ ΟΤΙ ΟΥΔΕΝ ΟΙΔΑ (Σωκράτης)


Η τάση των τελευταίων ετών να εκδίδονται πολλά βιβλία με θέμα το πώς να αλλάξουμε τη ζωή μας δεν είναι απλώς μόδα. Είναι μία ακόμα έκφραση της πανάρχαιας πίστης πως οι ιδέες, όπως παρουσιάζονται και προωθούνται ιδίως στις φιλοσοφικές θεωρίες, έχουν (και οφείλουν να έχουν) άμεσο αντίκτυπο στην καθημερινή ζωή. Υπό αυτή την έννοια, οι ιδέες καθίστανται χρήσιμες με την πιο κοινή σημασία της λέξης, ενώ και τα αντίστοιχα βιβλία δεν αποτελούν αφηρημένες πραγματείες γραμμένες για λίγους, αλλά απόπειρες αυτογνωσίας και αυτοαλλαγής που αποβλέπουν σε ένα ευρύτερο κοινό. 
Η εν λόγω πρακτική ήταν συνήθης στην αρχαία Ελλάδα, εξού και οι μεγάλοι στοχαστές έφτιαχναν κατά κανόνα σχολές (είτε μόνοι τους, είτε με τους μαθητές τους), αναγνωρίζοντας πως είχαν κάτι να διδάξουν το οποίο μπορεί και οφείλει να περάσει από τον έναν άνθρωπο στον άλλον, από τη μια γενιά στην άλλη. Οι αρχαίοι στοχαστές ήταν παράλληλα και συγγραφείς, καθώς κατανοούσαν τη σπουδαιότητα της γραφής για τη διατήρηση και διάδοση της κοσμοθεωρίας τους. 
Μπορούμε να μάθουμε ποτέ ποιος ήταν ο «αυθεντικός» Σωκράτης;
Όλοι; Όχι όλοι. Ο Σωκράτης, το υπόδειγμα του αρχαίου φιλοσόφου, αποτελεί συνάμα το βασικό παράδειγμα ενός ανθρώπου που δεν έγραψε τίποτα. Πολλά από όσα βίωσε, έκανε και σκέφτηκε ο Σωκράτης είναι γνωστά μέσα από τη γραφή και τη σκέψη άλλων, πρωτίστως του Πλάτωνα, δευτερευόντως του Ξενοφώντα, του Αριστοτέλη, του Αριστοφάνη. Όσα ξέρουμε για τον Σωκράτη είναι λοιπόν σε μεγάλο βαθμό διαμεσολαβημένα από άλλα μάτια και μυαλά. Μπορούμε να μάθουμε ποτέ ποιος ήταν ο «αυθεντικός» Σωκράτης;   
Αναζητώντας τον Σωκράτη
Ο Γάλλος φιλόσοφος Φρανσουά Ρουστάνγκ (γεν. 1923), στη μελέτη του Το μυστικό του Σωκράτη για την αλλαγή της ζωής (μτφρ. Πάνος Αγγελόπουλος, Κέλευθος), απαντά θετικά. Ακολουθώντας μια παράδοση που θέλει ορισμένους πλατωνικούς διαλόγους να είναι λιγότερο «πλατωνικοί» και περισσότερο «σωκρατικοί», ο Ρουστάνγκ μάς καλεί σε ένα μακρύ και περιπετειώδες φιλοσοφικό ταξίδι με στόχο να βρούμε τον αυθεντικό τόπο του Σωκράτη, τόπο εμπειρίας, αναστοχασμού και, γιατί όχι, αφετηρίας για την αλλαγή της ζωής μας.
Η πιθανόν εμβληματικότερη φιλοσοφική μορφή του αρχαίου κόσμου δεν ήταν, ως γνωστόν, τόσο αρεστή όσο θα περιμέναμε. Στον πρόλογό του («Κανείς δεν θέλει τον Σωκράτη»), που μπαίνει κατευθείαν στο ζουμί της υπόθεσης, ο Γάλλος συγγραφέας παρουσιάζει το εξής παράδοξο: όλοι οι Αθηναίοι φαίνεται να σέβονται απεριόριστα τον Σωκράτη, κανείς τους όμως δεν του φέρεται αναλόγως. Ο Αριστοφάνης τον διακωμωδεί, ο Πλάτωνας τον διαστρεβλώνει στα γραπτά του επειδή δεν αντέχει την άρνησή του να διδάσκει με την κλασική σημασία, ο Ξενοφώντας απαλείφει τον όποιο σωκρατικό σκεπτικισμό, ο Αριστοτέλης διαφωνεί και επιτίθεται μετωπικά στη σωκρατική σκέψη. Όσο για τους υπόλοιπους Αθηναίους, δεν αντέχουν και πολύ αυτό το «τσιμπούρι» πάνω στο δέρμα τους και θα βρουν ένα σωρό αφορμές για να το λειώσουν.



Τι κάνει ο Σωκράτης; Συζητά. Επειδή όμως και άλλοι συζητούν, τι είναι ακριβώς αυτό που κάνει και που τον διακρίνει από τους άλλους; Σύμφωνα με τον Ρουστάνγκ: «Στόχος του [σωκρατικού] διαλόγου δεν είναι η αναζήτηση της αλήθειας –όπως θέλησε να μας κάνει να πιστέψουμε ο Πλάτωνας–, αλλά η εμπειρία της μη γνώσης. Το να μη σκεφτούμε για να μπορέσουμε να σκεφτούμε, το να μη σκεφτούμε για να μπορέσουμε να πράξουμε σκεπτόμενοι. Έτσι επιτυγχάνεται μια απαγκίστρωση από τις συνήθειες της σκέψης και της πράξης». Κι αυτό το κατάφερνε με τη μαιευτική.
Ο Σωκράτης είναι ο μεγάλος εκκεντρικός της Αθήνας: η όψη του είναι αποκρουστική, το ύφος του παράξενο, διαρκώς αμφιβάλλει (είτε όντως αμφιβάλλει είτε ειρωνεύεται), διακηρύσσει πως δεν ξέρει τίποτα ενώ μοιάζει σαν να ξέρει τα πάντα, κάνει συνέχεια ερωτήσεις, επικαλείται συχνά ένα αλλόκοτο προσωπικό «δαιμόνιο» αντί να επικαλείται αποκλειστικά τους θεούς. Με όλα αυτά οι συνομιλητές του μπερδεύονται και απορούν, χάνουν το κέντρο βάρους και τα ερείσματά τους, ναρκώνονται και υπνωτίζονται, βιώνουν τρομερή αμφιθυμία στο πλάι του, αφού ναι μεν θέλουν να μάθουν όλα αυτά που ξέρει ο σοφότερος άνθρωπος της πόλης, αλλά συγχρόνως επιθυμούν όσο τίποτε άλλο να ξεκουμπιστούν για να γλιτώσουν, να ησυχάσουν. Είτε ο Σωκράτης όντως ανησυχεί είτε παριστάνει πως ανησυχεί, είναι βέβαιο πως ανησυχεί τους συνομιλητές του. 
Το κομβικό σημείο της σωκρατικής σκέψης, σύμφωνα με τον Ρουστάνγκ, είναι η ταύτιση της αρετής με τη γνώση
Αρετή ίσον γνώση
Το κομβικό σημείο της σωκρατικής σκέψης, σύμφωνα με τον Ρουστάνγκ, είναι η ταύτιση της αρετής με τη γνώση. Η περίφημη σωκρατική φράση «ουδείς εκών κακός» (κανείς δεν κάνει το κακό με τη θέλησή του) φαίνεται στα δικά μας μάτια εντελώς παράλογη: οι άνθρωποι, όταν κάνουν κάτι κακό, συχνά το κάνουν επειδή το θέλουν, εσκεμμένα, γνωρίζοντας πως είναι κακό. Τα δικά μας μάτια, ωστόσο, είναι αριστοτελικά, σύμφωνα με τον Ρουστάνγκ. Ο Αριστοτέλης μάς έμαθε να διαχωρίζουμε την αρετή από τη γνώση, ενώ ο Σωκράτης, τουλάχιστον ο «αυθεντικός», είχε άλλα κατά νου: ο Σωκράτης «δεν ήταν εκεί που τον περίμενε [ο Αριστοτέλης]. Είναι και παραμένει αλλού».
Πού είναι αυτό το «αλλού»; Πού είναι ο σωκρατικός τόπος; Κατά τον Ρουστάνγκ, δεν θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε την κλασική λογική για να τον βρούμε. Οι σωκρατικές έννοιες, τουλάχιστον εκείνες στις οποίες εστίαζε εν πολλοίς ο Σωκράτης (αρετή, δικαιοσύνη κ.λπ.), «δεν έχουν αντίθετο, όπως δεν έχουν αντίθετο ούτε ο σκύλος ούτε το άλογο. Η αδικία δεν υπάρχει, όπως ακριβώς δεν υπάρχει μη σκύλος ή μη άλογο». Ο τόπος του Σωκράτη είναι μια «ατοπία», από θεωρητική σκοπιά, αλλά στην πράξη δεν είναι τίποτε άλλο από την ίδια την πράξη. Εξού και το βασικό μοντέλο που χρησιμοποιεί ο Σωκράτης για να φανερώσει τη σκέψη του είναι ένα πρακτικό μοντέλο, είναι η τέχνη ενός τεχνίτη: του τσαγκάρη, του υφαντή, του γιατρού κ.λπ.
Κατόπιν ενδελεχούς ανάλυσης ορισμένων σωκρατικών διαλόγων, ο Ρουστάνγκ εξάγει το εξής συμπέρασμα ως προς τη σωκρατική πρακτική: «Αυτό που διακυβεύεται δεν είναι το μέλημα να μάθουμε, αλλά να ξε-μάθουμε με τρόπο μεθοδικό. Στους διαλόγους του ο Σωκράτης δεν έχει άλλο μέλημα απ’ αυτό: προετοιμάζει το έδαφος, το αποψιλώνει από παραδεδομένες πεποιθήσεις και βεβαιότητες, το αναστρέφει με την αμφιβολία και την άγνοια και καταλήγει να ανασύρει την αρετή καθαυτή. Για να ανακαλύψει τι; Μα, τίποτα! Δεν υπάρχει τίποτα προς ανακάλυψη. Όλα είναι και ήταν ήδη εκεί».
Και τι συμβαίνει με τους ορισμούς που διατυπώνει συχνά ο Σωκράτης; Κατά την άποψη του Ρουστάνγκ, η οποία θεμελιώνεται σε κάποιους κριτικούς και μεταφραστές των διαλόγων, αυτά είναι μεταγενέστερες προσθήκες και προβολές του Πλάτωνα. Για τον Σωκράτη, σημασία έχει η πράξη, που ως μοντέλο της έχει την τέχνη του τεχνίτη: «Σε κάθε ερώτημα που τίθεται στη ζωή, η απάντηση έχει ήδη δοθεί. Αρκεί να αφήσουμε να εκφραστεί αυτή η ιδιότητα, αυτή η αρετή που μας προσιδιάζει κι εμπεριέχεται στο ίδιο το γεγονός ότι είμαστε άνθρωποι». Αυτό ωστόσο δεν ταυτίζεται με τη μεταγενέστερη, πλατωνική θεωρία της ανάμνησης: ο συνομιλητής του Σωκράτη δεν πρέπει να θυμηθεί ώστε να γνωρίσει, πρέπει να ξεχάσει αυτά που έχει μάθει, πρέπει προπαντός να μάθει να ξεχνάει.
Κι όλα αυτά με τον διάλογο. Ο διάλογος, όπως κατανοεί ο Ρουστάνγκ, μας βυθίζει σε ατέρμονους κύκλους, άλλους πραγματικούς και άλλους φαύλους, καθώς προσπαθούμε να γνωρίσουμε τον κόσμο και τον εαυτό μας, τον κόσμο μέσα από τον εαυτό μας. Όπως ο παραζαλισμένος Ευθύφρων, που μετά τη συζήτηση με τον Σωκράτη έχει συγκλονιστεί και τού έρχεται ίλιγγος («Ό,τι λέμε, είναι σαν να στροβιλίζεται γύρω μας ασταμάτητα και να μη θέλει να μείνει εκεί που το βάλαμε»), έτσι κι εμείς πασχίζουμε να συλλάβουμε την ουσία των εννοιών, των ιδεών, των σκέψεων, που θα μας προσανατολίσουν στη ζωή. Το μυστικό του Σωκράτη, σύμφωνα με τον Ρουστάνγκ, είναι οι πρακτικές τέχνες: «Ο Σωκράτης δεν μπορεί να βγει ούτε στιγμή από τον κόσμο της τέχνης. Δεν θέλει να βγει, δεν θέλει ν’ απομακρυνθεί. Η οντολογία του είναι αυτή της χειροτεχνίας».


Διαστρέβλωση από τον Πλάτωνα
Και οι αιώνιες ιδέες/μορφές; Αυτές, κατά Ρουστάνγκ, είναι η προσθήκη του μυστικιστή και υπερβατικού Πλάτωνα. Ενώ ο Σωκράτης «δεν προβληματίζεται για τη φύση του Αγαθού πέραν των πρακτικών του εκφάνσεων», ο ευφυέστερος μαθητής του επινόησε μια ολόκληρη θεωρία (ενδεχομένως την πιο επιδραστική θεωρία στην ιστορία της φιλοσοφίας) με στόχο να κόψει τον κόσμο στα δύο: στον επίγειο και τον υπερβατικό, στον αισθητό και τον νοητό, στον εμπειρικό και τον αφηρημένο. Αν γνωρίσουμε το δεύτερο σκέλος, θα μάθουμε και το πρώτο, ισχυρίζεται ο Πλάτων. Απεναντίας, σύμφωνα με τον Ρουστάνγκ, για τον Σωκράτη δεν υπάρχει αυτό το δεύτερο σκέλος: «οι θέσεις του Σωκράτη είναι άτοπες γιατί διατυπώνονται από το εσωτερικό μιας εμπειρίας αλλά ακούγονται έξω απ’ αυτήν».
Ο Ρουστάνγκ αναλύει διάφορους σωκρατικούς διαλόγους για να θεμελιώσει την ερμηνεία του, να διαχωρίσει τον δικό του Σωκράτη από τον Σωκράτη των μαθητών του: Πολιτεία (το πρώτο βιβλίο), Χαρμίδης, Ευθύφρων, Γοργίας, Πρωταγόρας, Μένων. Μέθοδος και στόχος του Σωκράτη, όπως γράφει ωραία ο Ρουστάνγκ, είναι ο εξής: «Ξεκινώντας από την παντογνωσία του καθενός, θα κάνει τον καθένα να δοκιμάσει το τίποτα της παντογνωσίας του». Η εξέταση αυτών των έργων αποτελεί τον βασικό κορμό του ωραίου βιβλίου του.
Ξεκινώντας από την παντογνωσία του καθενός, θα κάνει τον καθένα να δοκιμάσει το τίποτα της παντογνωσίας του
Πέρα όμως από φιλόσοφος, ο Ρουστάνγκ είναι και ψυχαναλυτής. Τι πρόσφερε η ψυχανάλυση στην ερμηνεία του; Εικάζουμε το εξής: όπως ο ψυχαναλυτής είναι κάτι σαν τοίχος πάνω στον οποίο πέφτει ο λόγος του αναλυόμενου και στη συνέχεια αναπηδάει μέσω της ακοής πίσω στον νου του, σε ένα συνεχές «πινγκ-πονγκ» του αναλυόμενου με τον εαυτό του στο οποίο ο ψυχαναλυτής παρεμβάλλει τον δικό του λόγο, έτσι και ο Σωκράτης μοιάζει με έναν παρόμοιο τοίχο πάνω στον οποίο ο κάθε συνομιλητής του προσκρούει, χτυπάει, πονάει, υποφέρει, αλλά εντέλει μαθαίνει. Τι μαθαίνει; Τι άλλο από τον ίδιο του τον εαυτό.


Θα λέγαμε λοιπόν πως ο κατά Ρουστάνγκ «αυθεντικός» Σωκράτης ψυχαναλύει, ούτως ειπείν, τους συνομιλητές του. Δεν τους λέει ευθύς εξαρχής τι να κάνουν, τι να πιστεύουν (αν ήθελε κάτι τέτοιο, δεν θα έκανε ερωτήσεις – ποιος δάσκαλος ρωτάει;), ούτε γράφει βιβλία ώστε να τους προτείνει να τα διαβάσουν για να αλλάξουν ζωή (για να έρθουμε στις μέρες μας, δεν αρκεί να διαβάσει κανείς Φρόιντ για να ψυχοθεραπευτεί). Η διαδικασία για την αλλαγή της ζωής είναι μακρά και διαλεκτική, και διέρχεται διάφορα στάδια, παρόμοια με εκείνα μιας αποτελεσματικής ψυχοθεραπείας: έκπληξη, αναστάτωση, αμφιβολία, απορία, συνειδητοποίηση, αλλαγή.
Ο Σωκράτης του Ρουστάνγκ δεν είναι λοιπόν ο βασιλιάς των ηθικολόγων ή ο σχολαστικός λόγιος. Είναι ένας δαιμονισμένος, εκκεντρικός, είρων, σαγηνευτικός, παιγνιώδης Σωκράτης. Ένας Σωκράτης της έκστασης και της ενατένισης, και συνάμα αδιάφορος ως προς (α+διαφέρω = είμαι όμοιος με) τον θάνατο – πάντα μνημονεύεται ως ατρόμητος στον πόλεμο. Ίσως ο Σωκράτης, προτού πάρει το κώνειο (και μάλιστα εθελούσια, αφού μπορούσε να δραπετεύσει με τη βοήθεια των φίλων του), να σκέφτηκε προς στιγμήν κάτι παρόμοιο με αυτό που εκατοντάδες χρόνια αργότερα ένιωσε και δήλωσε ο Φρόιντ λίγο πριν πάρει το δικό του «κώνειο» από τον προσωπικό του γιατρό, λίγο πριν από την ευθανασία του: «Είμαι ένα νησάκι πόνου που επιπλέει σε έναν ωκεανό αδιαφορίας». 
[ΠΗΓΗ: Γιώργος Λαμπράκος, Σωκρατικά Μυστικά - http://www.bookpress.gr/ ]
via

Pages