[... Νοητό
φως, λοιπόν ονομάζεται το αγαθό που είναι υπεράνω κάθε φωτός, επειδή
είναι μια πηγαία ακτίνα και μια φωτοχυσία που ξεχειλίζει και καταλάμπει
με την πληρότητά της κάθε νου που βρίσκεται υπεράνω του κόσμου, γύρω από
τον κόσμο ή μέσα σ' αυτόν, που ανανεώνει όλες τις νοερές τους δυνάμεις,
που τις περιέχει όλες με το να εκτείνεται πέρα απ' αυτές και υπερέχει
απ' όλες με το να βρίσκεται υπεράνω αυτών. Είναι αυτή που, ως υπέρτατο
αρχέτυπο του φωτός, συγκεντρώνει στον εαυτό της κατά τρόπο απόλυτο όλη
την κυριότητα της φωτιστικής δύναμης, καθώς την κατέχει εκ των προτέρων
και στον υπέρτατο βαθμό, και αυτή που συναθροίζει όλες τις νοερές και
λογικές υπάρξεις, καθιστώντας τις ένα σύνολο. Γιατί όπως η άγνοια είναι
διαιρετικός παράγοντας για όσα βρίσκονται σε πλάνη , έτσι και η παρουσία
του νοητού φωτός είναι δύναμη που συνάγει και ενώνει όσους φωτίζονται,
που τους τελειοποιεί και επιπλέον τους επαναφέρει στο αληθινό ον, καθώς
τους αποσπά από τις πολλές δοξασίες και τις ποικίλες όψεις, ή, για να
κυριολεκτήσω, φαντασίες και τους καθοδηγεί σε μια αληθινή, καθαρή και
ομοιόμορφη γνώση, γεμίζοντας τους με ένα και ενωτικό φως.
Αυτό το αγαθό περιγράφεται από
τους ιερούς συγγραφείς ταυτόχρονα και ως ωραίο και ως ωραιότητα, ως
αγάπη και ως αγαπητό και με όσα άλλα θεία ονόματα ταιριάζουν στην
καλλωπιστική και συνάμα πλήρη χαρίτων ωραιότητα. Στην αιτία που
συμπεριλαμβάνει τα πάντα σε ένα δεν μπορεί να γίνει διάκριση ανάμεσα στο
ωραίο και την ωραιότητα. Γιατί, αναφορικά με το σύνολο των όντων, αυτές
τις έννοιες τις διαιρούμε σε "μετοχές" και σε "μετέχοντα": ωραίο
ονομάζουμε αυτό που μετέχει στην ωραιότητα, ενώ ωραιότητα την μετεχόμενη
αιτία που ωραιοποιεί όλα τα ωραία. Αλλά το υπερούσιο καλό λέγεται
αφενός ωραιότητα, εξαιτίας της ωραιότητας που μεταδίδεται απ' αυτό σε
όλα τα όντα, στο καθένα ανάλογα με τη φύση του, και επειδή είναι αίτιο
της αρμονίας και της λάμψης όλων των όντων, αφού δίκην φωτός εναστράπτει
σε όλα τα όντα τις καλλωπιστικές μεταδόσεις της πηγαίας ακτίνας του.
και επειδή καλεί τα πάντα προς τον εαυτόν του (γι' αυτό και λέγεται
κάλλος) και τα συνάγει όλα στο ίδιο σύστημα, το ένα μέσα στο άλλο.
Λέγεται όμως και ωραίο, επειδή είναι συνάμα απόλυτα ωραίο και υπεράνω
του ωραίου και είναι αιωνίως, χωρίς μεταπτώσεις και μεταβολές ωραίο.
ούτε γίνεται ούτε καταστρέφεται ούτε αυξάνεται, ούτε φθίνει. ούτε είναι
κατά ένα τρόπο ωραίο και κατά τον άλλο άσχημο, ούτε κάποτε είναι και
κάποτε όχι και ούτε είναι αναφορικά με το ένα ωραιο και αναφορικά με το
άλλο άσχημο. ούτε στο ένα μέρος ναι και στο άλλο όχι, σαν να είναι για
κάποιους ωραίο και για κάποιους άλλους να μην είναι ωραίο. αλλά είναι
αυτό καθ' εαυτό με τον εαυτό του αιωνίως και μοναδικά ωραίο και
περικλείει εκ των προτέρων στον εαυτό του καθ' υπεροχή την πηγαία
ωραιότητα κάθε ωραίου.
Γιατί στην απλά και υπερφυή φύση
του συνόλου των ωραίων πραγμάτων προϋπάρχει μοναδικώς κατά την αιτία
κάθε ωραιότητα και κάθε τι που είναι ωραίο. Στο ωραίο αυτό οφείλουν όλα
τα όντα το να είναι ωραία, το καθένα ανάλογα με τη φύση του, και στο
ωραίο έχουν την αιτία τους οι αλληλουχίες και οι φιλίες και οι
επικοινωνίες όλων των πραγμάτων. Με το καλό ενώνονται τα πάντα. Το ωραίο
είναι η αρχή όλων των όντων, ως δημιουργικό αίτιο και ως κινητήρια
δύναμη των πάντων, που συνέχει τα πάντα με τον έρωτα της δικής του
ωραιότητας. Αποτελεί επίσης και τον τελικό σκοπό των πάντων και είναι
αγαπητό ως τελικό αίτιο (γιατί τα πάντα γίνονται εξαιτίας του ωραίου)
και αποτελεί το πρότυπο, αφού με βάση αυτό καθορίζονται τα πάντα. Γι'
αυτό και το ωραίο ταυτίζεται με το αγαθό, επειδή τα πάντα επιθυμούν το
ωραίο και αγαθό αναφορικά με οποιαδήποτε αιτία, και δεν υπάρχει κανένα
από τα όντα που να μην μετέχει στο ωραίο και αγαθό.
Θα τολμήσω να πω και τον εξής
λόγο, ότι ακόμα και το μη ον μετέχει του ωραίου και αγαθού, γιατί τότε
γίνεται και το ίδιο ωραίο και αγαθό, όταν με την αφαίρεση των πάντων
αναφέρεται υπερούσια στον Θεό. Αυτό το ένα αγαθό και ωραίο είναι κατά
τρόπο μοναδικό αίτιο όλων των πολλών αγαθών και ωραίων. Από αυτό
προέρχονται όλες οι ουσιώδεις υπάρξεις των όντων, οι ενώσεις, οι
διακρίσεις, οι ταυτότητες, οι ετερότητες, οι ομοιότητες, οι
ανομοιότητες, οι επικοινωνίες των αντίθετων πραγμάτων, οι ασύγχυτες
διακρίσεις των ενωμένων πραγμάτων, οι πρόνοιες των υπέρτερων όντων, οι
αλληλουχίες αυτών που βρίσκονται στην ίδια τάξη, οι αναγωγές των
υποδεέστερων, οι αμετακίνητες παραμονές και εδραιώσεις, με τις οποίες
όλα εξασφαλίζουν την ταυτότητα τους. και επίσης, οι επικοινωνίες όλων
των όντων με όλα τα όντα, ανάλογα με την φύση του καθενός, και οι
αλληλουχίες και οι ασύγχυτες συνδέσεις και οι αρμονίες του σύμπαντος. οι
συγκεράσεις στοιχείων μέσα στο σύμπαν, οι αδιάλυτοι συνεκτικοί δεσμοί
των όντων, οι αδιάλειπτες διαδοχές των γεγονότων , όλες οι στάσεις και
οι κινήσεις των νοητικών δυνάμεων, των ψυχών, των σωμάτων. γιατί στάση
και κίνηση είναι για όλα τα όντα αυτό που βρίσκεται υπεράνω όλων των
στάσεων και κινήσεων και εδραιώνει το καθένα στα όρια της δικής του
λογικής φύσης και προσφέρει στο καθένα τη δική του κίνηση.
Και λέγεται ότι οι θείες
νοητικές δυνάμεις κινούνται, αφενός κατά τρόπο κυκλικό, όταν ενώνονται
με τις άναρχες και ατελεύτητες ελλάμψεις του ωραίου και του αγαθού,
αφετέρου κατά τρόπο ευθύγραμμο, όταν προχωρούν στην εκπλήρωση της
πρόνοιάς τους για τα κατώτερά τους όντα, ολοκληρώνοντας τα πάντα χωρίς
παρέκκλιση, και επίσης κατά τρόπο ελικοειδή, γιατί παρά την πρόνοια για
τα κατώτερα όντα παραμένουν αμετακίνητες στην ταυτότητά τους, καθώς
χορεύουν ασταμάτητα γύρω από το ωραίο και αγαθό, που είναι η αιτία της
ταυτότητάς τους.
Η
κίνηση τώρα της ψυχής είναι αφενός κυκλική, δηλαδή η είσοδος στον εαυτό
της από τα έξω πράγματα και η μονοειδής συσπείρωση των νοερών της
δυνάμεων, η οποία της χαρίζει τη σταθερότητα, όπως μέσα σε ένα κύκλο,
και την ανακαλεί από τα πολλά, που βρίσκονται έξω, και αφού πρώτα τη
συνάγει στον εαυτό της, ύστερα, καθώς θα έχει γίνει μονοειδής, την
ενώνει με τις κατά τρόπο ενιαίο ενωμένες δυνάμεις. Έτσι την οδηγεί στο
ωραίο και αγαθό, που βρίσκεται υπεράνω όλων των όντων και είναι ένα και
ίδιο με τον εαυτό του, χωρίς αρχή και χωρίς τέλος.
Η ψυχή κινείται επίσης και κατά
τρόπο ελικοειδή, καθόσον δέχεται την έλλαμψη των θείων γνώσεων σύμφωνα
με την φύση της, δηλαδή όχι νοερά και ενιαία, αλλά λογικά και διεξοδικά,
με μικτές κατά κάποιο τρόπο και μεταβατικές ενέργειες.
Τέλος, κινείται σε ευθεία
γραμμή, όχι όταν εισέρχεται στον εαυτό της και κινείται με την ενική
νοερή της ικανότητα (γιατί αυτό, όπως είπα, αποτελεί την κυκλική
κίνηση), αλλά όταν προχωρεί σ' αυτά που βρίσκονται γύρω από τον εαυτό
της και όταν από τα έξω πράγματα, σαν από κάποια σύμβολα ποικίλα και
πολλαπλασιασμένα, ανάγεται στα απλά και ενωμένα θεάματα.
Αιτία λοιπόν και συνεκτική
δύναμη και τελικός σκοπός όλων αυτών των κινήσεων, καθώς επίσης και των
τριών κινήσεων των αισθητών σωμάτων μέσα σ' αυτό το σύμπαν, αλλά πολύ
περισσότερο και της παραμονής, της στάσης και της εδραίωσης του κάθε
είδους, είναι το ωραίο και το αγαθό, που βρίσκεται υπεράνω κάθε στάσης
και κίνησης. Γι' αυτό και κάθε στάση και κίνηση προέρχεται απ' αυτό,
υπάρχει σε αυτό, επιστρέφει σ' αυτό και υπάρχει χάρη σ' αυτό. Γιατί "απ'
αυτό και δι' αυτού" προέρχεται κάθε ουσία και κάθε ζωή, καθώς και οι
μικρότητες, οι ισότητες και οι μεγαλειότητες του νου και της ψυχής και
κάθε φύσης. Προέρχονται όλα τα μέτρα και οι αναλογίες των όντων, οι
αρμονίες, οι κράσεις, οι ολότητες, τα μέρη, κάθε μονάδα και πλήθος, οι
συνδέσεις των μερών, οι ενώσεις κάθε πλήθους, οι τελειοποιήσεις των
ολοτήτων, το ποιόν, το ποσόν, το μέγεθος, το άπειρο, οι συγκρίσεις, οι
διακρίσεις, κάθε απειρία, κάθε πέρας, όλα τα όρια, οι τάξεις, οι
υπεροχές, τα στοιχεία, τα ειδη, κάθε ουσία, κάθε δύναμη, κάθε ενέργεια,
κάθε έξη, κάθε αίσθηση, κάθε λόγος, κάθε νόηση, κάθε επαφή, κάθε
επιστήμη, κάθε ένωση. Γενικά, κάθε όν προέρχεται από το ωραίο και το
αγαθό, υπάρχει μέσα στο ωραίο και αγαθό και επιστρέφει στο ωραίο και
αγαθό.
Και όλα, όσα υπάρχουν και
γίνονται, εξαιτίας του ωραίου και αγαθού υπάρχουν και γίνονται. Όλα
αποβλέπουν σ' αυτό και απ' αυτό λαμβάνουν κίνηση και συγκρότηση.
Εξαιτίας αυτού και χάρη σ' αυτό και μέσα σ' αυτό υπάρχει κάθε αιτία
παραδειγματική, τελική, ποιητική, ειδική, στοιχειώδης, και γενικά κάθε
αρχή, κάθε συνεκτική δύναμη, κάθε τέλος. ή για να το πω περιληπτικά, όλα
τα όντα προέρχονται από το ωραίο και αγαθό και όλα τα μη όντα
βρίσκονται κατά τρόπο υπερούσιο στο ωραίο και αγαθό, το οποίο είναι για
όλα τα όντα αρχή και τέλος υπεράνω κάθε αρχής και τέλους. Γιατί, όπως
λέει η Αγία Γραφή, "από αυτόν και μέσω αυτού και μέσα σ' αυτόν και προς
αυτόν τα πάντα".
Όλα λοιπόν τα όντα επιθυμούν,
ερωτεύονται και αγαπούν το ωραίο και αγαθό. Εξαιτίας του και για χάρη
του τα κατώτερα όντα ερωτεύονται τα ανώτερα κατά τρόπο που τα στρέφει
προς αυτά, όσα βρίσκονται στην ίδια τάξη τα ισότιμά τους κατά τρόπο
αμοιβαίας επικοινωνίας, τα ανώτερα τα κατώτερα κατά τρόπο προνοητικής
φροντίδας και το καθένα ξεχωριστά τα στοιχεία του εαυτού του κατά τρόπο
συνεκτικό. όλα τα όντα πράττουν και σκέφτονται όσα πράττουν και
σκέφτονται παρακινούμενα από την επιθυμία τους για το ωραίο και το
αγαθό.
Θα τολμήσει να πει και αυτή την
αλήθεια ο λόγος μας, ότι και ο ίδιος ο αίτιος των πάντων από υπερβολική
αγαθότητα ερωτεύεται τα πάντα, δημιουργεί τα πάντα, τελειοποιεί τα
πάντα, συνέχει τα πάντα, επαναφέρει κοντά του τα πάντα. Είναι και ο
θεϊκός έρωτας αγαθός, ανήκει στο αγαθό, αποβλέπει στο αγαθό. Γιατί ο
ίδιος ο έρωτας που δημιουργεί αγαθοεργώς τα όντα, προϋπάρχοντος καθ'
υπερβολή στο αγαθό, δεν το άφησε να παραμείνει στον εαυτό του άγονο,
αλλά το ώθησε να αναπτύξει την αφθονία των δυνάμεώντου για τη
δημιουργία του σύμπαντος.
Και μη νομίσει κανείς ότι με το
να αποδίδουμε ιδιαίτερη σημασία στην επωνυμία του έρωτα ερχόμαστε σε
αντίθεση με τη Γραφή. Γιατί είναι παράλογο, νομίζω, και ανόητο να μην
επικεντρωνόμαστε στη δύναμη του σκοπού αλλά στις λέξεις. Και αυτό δεν
είναι χαρακτηριστικό όσων θέλουν να στοχάζονται τα θεία, αλλά αυτών που
αποδέχονται ήχους κούφιους, τους οποίους μάλιστα συγκρατούν έξω από τα
αυτιά τους χωρίς να τους αφήσουν να περάσουν. αυτών που δεν θέλουν να
καταλάβουν τι σημαίνει η συγκεκριμένη λέξη και με ποιο τρόπο πρέπει να
τη διασαφηνίσουν και με άλλες ισοδύναμες και πιο εκφραστικές λέξεις.
αυτών που διακατέχονται παθιασμένα από στοιχεία και γραμμές χωρίς νόημα
και συλλαβές και λέξεις ακατανόητες, οι οποίες δεν εισχωρούν στο νοερό
μέρος της ψυχής τους, αλλά βομβούν απ' έξω, γύρω από τα χείλη και την
ακοή τους, λες και δεν είναι δυνατόν να δηλώσουμε τον αριθμό τέσσερα με
το "δύο επί δύο" ή τα ευθύγραμμα με τα "ορθόγραμμα" ή τη μητρική γη με
την πατρίδα ή κάτι άλλο από όσα δηλώνουν με πολλά μέρη του λόγου το ίδιο
πράγμα. Αντίθετα, θα έπρεπε να γνωρίζουν ότι σύμφωνα με τον ορθό λόγο
τα στοιχεία, τις συλλαβές, τις λέξεις, τις γραφές και τους λόγους τους
χρησιμοποιούμε για τις αισθήσεις, γιατί όταν η ψυχή μας κινείται προς τα
νοητά με τις νοερές ενέργειες, είναι περιττές οι αισθήσεις μαζί με τα
αισθητά, όπως ακριβώς είναι περιττές και οι νοερές δυνάμεις, όταν η ψυχή
γίνεται θεοειδής και με μια ακατανόητη ένωση, χωρίς να χρησιμοποιεί
υλικά μάτια, συλλαμβάνει τις ακτίνες του απρόσιτου φωτός. Όταν τώρα ο
νους μέσω των αισθητών σπεύδει να ανέλθει σε νοητικά θεάματα, τότε είναι
οπωσδήποτε χρησιμότερες οι πιο φανερές διαβιβάσεις των αισθήσεων, οι
πιο σαφείς λόγοι, τα πιο ευδιάκριτα από τα ορατά, γιατί όταν είναι
ακαθόριστα όσα υποπίπτουν στις αισθήσεις, τότε ούτε αυτές οι ίδιες δεν
θα μπορέσουν να παρουσιάσουν σωστά τα αισθητά στο νου.
Αλλά για να μη φανούμε ότι τα
λέμε αυτά παρερμηνεύοντας την αγία Γραφή, ας ακούσουν όσοι διαβάλλουν
την ονομασία του έρωτα: "ερωτεύσου την, λέει, και θα σε φυλάξει.
περιχαράκωσέ την και θα σε υψώσει. τίμησέ την, για να σε αγκαλιάσει. ας
ακούσουν, επίσης, και ό,τι άλλο σχετικό με τον έρωτα αναφέρεται στην
θεολογία.
Εξάλου, μερικοί από τους
θεολόγους μας πιστεύουν ότι το όνομα του έρωτα είναι ιερότερο από το
όνομα της αγάπης. Γράφει και ο ιερός Ιγνάτιος: "ο δικός μου έρωτας έχει
σταυρωθεί". Και στα προεισαγωγικά της Γραφής θα συναντήσεις κάποιον να
λέει για τη θεία σοφία: "έγινα εραστής της ομορφιάς της". Επομένως ας μη
φοβηθούμε αυτό το όνομα του έρωτα, ούτε να μας θορυβήσει οποιοσδήποτε
τρομακτικός λόγος λέγεται γι' αυτόν. Εγώ λοιπόν πιστεύω ότι οι θεολόγοι
θεωρούν μεν κοινό το όνομα της αγάπης και του έρωτα, αλλά αποδίδουν στα
θεία περισσότερο τον όντως έρωτα για τον εξής λόγο: "εξαιτίας της
παράλογης πρόσληψής του από τέτοιους άνδρες.
Γιατί, ενώ ο όντως έρωτας
υμνείται κατά τρόπο θεοπρεπή, όχι μόνο από μας αλλά και από την ίδια την
Γραφή, τα πλήθη μη κατονοώντας το ενιαίο του θείου ονόματος του έρωτα,
διολίσθησαν από ροπή της φύσης τους προς τον μεριστό και σωματικό και
διηρημένο έρωτα, που δεν είναι αληθινός έρωτας, αλλά είδωλο ή καλύτερα
έκπτωση του οντως έρωτα. Είναι, πράγματι, ακατανόητο για το πλήθος το
εναίο του θείου και ενός έρωτα. γι' αυτό επειδή δημιουργεί στους πολλούς
την εντύπωση της απρέπειας, χρησιμοποιείται για τη θεία σοφία, με σκοπό
να αναχθούν και να ανυψωθούν στη γνώση του πραγματικού έρωτα, έτσι ώστε
να απαλλαγούν από την αποστροφή που τους προκαλεί.
Στα ανθρώπινα πράγματα τώρα,
όπου οι χαμερπείς πολλές φορές θα μπορούσαν να φανταστούν κάτι άτοπο,
χρησιμοποιείται κατά τρόπο που φαίνεται πιο εύφημος. "Έπεσε, λέει
κάποιος, η αγάπη του σε μένα, οπως η αγάπη των γυναικών". Για όσους
αφουγκράζονται σωστά τα θεία, το όνομα της αγάπης χρησιμοποιείται από
τους ιερούς θεολόγους με την ίδια σημασία όπως το όνομα του έρωτα,
σύμφωνα με τις θεϊκές αποκαλύψεις.
Αυτό λοιπόν το όνομα δηλώνει μια
δύναμη ενοποιητική και συνδετική, εξαιρετικά συνεκτική, που προϋπάρχει
μέσα στο ωραίο και αγαθό εξαιτίας του ωραίου και αγαθού, που συγκρατεί
όσα ανήκουν στην ίδια τάξη με μια αμοιβαία αλληλοσύνδεση, που κινεί τα
ανώτερα στην πρόνοια για τα κατώτερα και που εδραιωνει τα κατώτερασε μια
κατάσταση ανάνηψης προς τα ανώτερα.
Ο θεϊκός έρωτας οδηγεί και σε
έκσταση, αφού δεν αφήνει τους εραστές να ανήκουν στους εαυτούς τους αλλά
στους ερωμένους. Το φανερώνουν αυτό τα ανώτερα όντα που επιδίδονται
στην πρόνοια των κατωτέρων και όσα ανήκουν στην ίδια τάξη με την μεταξύ
τους σύνδεση και τα κατώτερα με την θεϊκότερη ανάνηψη προς τα ανώτερα.
Γι' αυτό και ο μέγας Παύλος, που κυριεύτηκε από το θείο έρωτα και
κοινώνησε την εκστατική του δύναμη, λέει με ένθεο στόμα: "δεν ζω εγώ
πλέον, ζει μέσα μου ο Χριστός", ως αληθινός εραστής, που βρίσκεται, όπως
λέει ο ίδιος, σε έκσταση προς τον Θεό και δεν ζει την δική του ζωή αλλά
τη ζωή αυτού που ερωτεύτηκε, που του είναι εξαιρετικά αγαπητή.
Πρέπει να τολμήσουμε να πούμε
για χάρη της αλήθειας και το εξής: ότι και ο ίδιος o αίτιος των πάντων,
με τον ωραίο και αγαθό έρωτα των πάντων, από υπερβολή της ερωτικής
αγαθότητας, εξέρχεται από τον εαυτό του με την πρόνοιά του για όλα τα
όντα, και κατά κάποιο τρόπο θέλγεται από αγαθότητα, αγάπη και έρωτα. Και
από το να είναι υπεράνω όλων και να υπερέχει συντριπτικά απ' όλα
κατέρχεται στην κατάστασή του να είναι μέσα σε όλα, σύμφωνα με μια
υπερούσια εκστατική δύναμη, που όμως δεν τον μετακινεί από τον εαυτό
του. Γι' αυτό και οι δεινοί στην ερμηνεία των θείων τον αποκαλούν
"ζηλωτή", επειδή είναι μεγάλος ο αγαθός έρωτάς του προς τα όντα και
επειδή ο έρωτας αυτός διεγείρει σε ζήλο την ερωτική του έφεση και έτσι
τον αποδεικνύει "ζηλωτή", που στρέφεται με ζήλο σε όσα τον επιθυμούν και
σε όσα δέχονται την πρόνοιά του. Γενικά, και ο έρωτας και το
αντικείμενο του έρωτα ανήκουν στο ωραίο και αγαθό και προϋπάρχουν στο
ωραίο και αγαθό και εξαιτίας του ωραίου και αγαθού υπάρχουν και
λαμβάνουν ύπαρξη.
Τι είναι τώρα αυτό που εννοούν
οι ιεροί συγγραφείς, όταν μερικές φορές ονομάζουν τον Θεό έρωτα και
αγάπη και μερικές φορές εραστό και αγαπητό; Γιατί του έρωτα είναι αίτιος
και κατά κάποιο τρόπο προβολέας και γεννήτορας, ενώ αντικείμενο του
έρωτα είναι ο ίδιος. Με το ένα κινείται, ενώ με το άλλο κινεί, γιατί
όντως ο ίδιος προάγει και κινεί τον εαυτό του μέσω του εαυτού του. Έτσι,
λοιπόν, από τη μια τον ονομάζουν αγαπητό και εραστό, επειδή είναι
ωραίος και αγαθός, ενώ από την άλλη έρωτα και αγάπη, επειδή είναι δύναμη
κινητική και συγχρόνως αναγωγική προς τον εαυτό του. Αποτελεί τον μόνο
που είναι αυτός καθ' εαυτόν ωραίος και αγαθός και κατά κάποιο τρόπο
φανέρωση του εαυτού του μέσω του εαυτού του και αγαθή επίλαμψη της
ασυγκρίτως υπερέχουσας ένωσης και ερωτική κίνηση απλή, που κινείται και
ενεργεί από μόνη της, που προϋπάρχει στο αγαθό και από το αγαθό
αναβλύζει σε όλα τα όντα και πάλι επιστρέφει στο αγαθό. Στο αγαθό ο
θείος έρωτας φανερώνει με εξαίρετο τρόπο την δίχως τέλος και δίχως αρχή
φύση του, σαν ένας αιώνιος κύκλος, που περιστρέφεται εξαιτίας του
αγαθού, από το αγαθό, μέσα στο αγαθό και προς το αγαθό με μια σταθερή
ανακύκληση, προχωρώντας αιωνίως και μένοντας και επιστρέφοντας στα ίδια
κατά τον ίδιο τρόπο. ...]
Εξαιτίας της θείας σοφίας λαμβάνουν και οι ψυχές τις λογικές τους δυνάμεις. Βέβαια, καθώς περιστρέφονται κυκλικά και αναλυτικά γύρω από την αλήθεια των όντων, υπολείπονται από τις ενιαίες αγγελικές δυνάμεις εξαιτίας της διαιρετής και παντοειδούς ποικιλίας της φύσης τους, αλλά με την συνέλιξη των πολλών σε ένα αξιώνονται με ανάλογες προς τους αγγέλους νοήσεις, στο βαθμό βέβαια που είναι οικείο και εφικτό στη φύση τουςΕίναι ανάγκη, νομίζω, να γνωρίσουμε από τις Γραφές και τη φύση των εννοιών χρόνος και αιώνας. Γιατί όπου η Γραφή λέει «αιώνια» δεν εννοεί σε όλες τις περιπτώσεις αυτά που είναι παντοιοτρόπως και απολύτως αγένητα ή πραγματικά αΐδια, αλλά επίσης τα άφθαρτα, αθάνατα, αναλλοίωτα και όσα υπάρχουν κατά τον ίδιο τρόπο, όπως όταν λέει το: «Ανοίξτε πύλες αιώνιες» και τα παρόμοια.
Πολλές φορές μάλιστα χαρακτηρίζει με την ονομασία του αιώνα τα πολύ αρχαία και είναι πάλι φορές που την όλη διάρκεια του δικού μας χρόνου την ονομάζει αιώνα, καθότι χαρακτηριστικό γνώρισμα του αιώνα είναι το αρχαίο και το αναλλοίωτο και το να μετρά συνολικά το είναι. Την ονομασία του χρόνου τη δίνει σ' αυτά που χαρακτηρίζονται από γένεση, φθορά, αλλοίωση και είναι πότε έτσι και πότε αλλιώς.
Γι' αυτό κι εμείς που βρισκόμαστε εδώ και οριζόμαστε από τον χρόνο θα έχουμε, λέει η θεολογία, μερίδιο στον αιώνα, όταν θα φτάσουμε στον άφθαρτο και αμετάβλητο αιώνα. Μερικές φορές στις Γραφές γίνεται λόγος για έγχρονο αιώνα και αιώνιο χρόνο, αν και γνωρίζουμε απ' αυτές ότι με τον αιώνα λέγονται και δηλώνονται περισσότερο και κατά κύριο λόγο αυτά που υπάρχουν, ενώ με τον χρόνο όσα γίνονται.
Δεν πρέπει, επομένως, αυτά που ονομάζονται αιώνια να τα θεωρούμε γενικά συναΐδια με τον προαιώνιο Θεό· αλλά ακολουθώντας απαρέγκλιτα τις πάνσεπτες Γραφές, πρέπει τα αιώνια και τα έγχρονα να τα διερμηνεύουμε με τους τρόπους που είναι αναγνωρισμένοι απ' τις Γραφές, ενώ πρέπει να θεωρήσουμε ενδιάμεσα αυτών που υπάρχουν και αυτών που γίνονται όσα μετέχουν πότε στον αιώνα και πότε στον χρόνο.
Τον Θεό, ωστόσο, πρέπει να τον υμνούμε και ως αιώνα και ως χρόνο, επειδή είναι αιτία κάθε χρόνου και αιώνα, και ως παλαιό των ημερών, επειδή υπάρχει πριν και υπεράνω χρόνου και «μεταβάλλει τους καιρούς και τους χρόνους»· επίσης, ως αυτόν που υπάρχει πριν από τους αιώνες, καθότι υπάρχει πριν από τον αιώνα και υπεράνω του αιώνα και «η βασιλεία του είναι βασιλεία όλων των αιώνων».
[οι Γραφές ονομάζουν αόρατο το φως που φωτίζει τα πάντα, άρρητο και ανώνυμο τον πολυύμνητο και πολυώνυμο, καθώς επίσης ακατάληπτο και ανεξιχνίαστο αυτόν που είναι παρών σε όλα και που αποκαλύπτεται από όλα τα όντα. Με αυτόν λοιπόν τον τρόπο και τώρα ο θείος απόστολος λέγεται ότι ύμνησε τη μωρία του Θεού, ανάγοντας αυτό που φαίνεται σ' αυτήν παράλογο και άτοπο στην άρρητη και πέρα από κάθε λογική αλήθεια.
Αλλά, όπως έχω πει και σε άλλο σημείο, επειδή προσλαμβάνουμε αυτά που βρίσκονται πάνω από μας με τρόπο που ταιριάζει στη φύση μας και καθώς είμαστε εγκλωβισμένοι στη συντροφιά των αισθήσεων και παραβάλλουμε τα θεία με τα ανθρώπινα, ξεγελιόμαστε επιδιώκοντας να κατανοήσουμε τον θείο και απόρρητο λόγο μόνο με αυτό που φαίνεται. Πρέπει να γνωρίζουμε ότι ο ανθρώπινος νους έχει από τη μια τη δύναμη να νοεί, δύναμη με την οποία αντιλαμβάνεται τα νοητά, και από την άλλη την ένωση που υπερβαίνει τη φύση του νου,με την οποία συνάπτεται με όσα βρίσκονται επέκεινα του εαυτού του. Σύμφωνα λοιπόν μ' αυτήν την ένωση πρέπει να εννοούμε τα θεία και όχι σύμφωνα με τα ανθρώπινα μέτρα· να εξίσταται όλος ο εαυτός μας από όλο τον εαυτό μας και να παραδινόμαστε καθ' ολοκληρία στον Θεό· γιατί είναι καλύτερο να ανήκουμε στον Θεό και όχι στους εαυτούς μας: έτσι θα συμβαίνει να δίνονται τα θεία σε όσους συντάσσονται με τον Θεό. -=======
Υμνώντας λοιπόν καθ' υπεροχή αυτή την «άλογη» και «ανόητη» και «μωρή» σοφία, ας πούμε ότι είναι αιτία για κάθε νου και λογική και σοφία και σύνεση. Σ' αυτήν ανήκει κάθε σκέψη και από αυτήν προέρχεται κάθε γνώση και σύνεση και σ' αυτήν βρίσκονται «κρυμμένοι όλοι οι θησαυροί της σοφίας και της γνώσης». Έτσι λοιπόν, σύμφωνα με όσα έχουμε ήδη αναφέρει, η πάνσο-φη και υπεράνω σοφίας αιτία είναι αυτή που δίνει υπόσταση στην καθαυτό σοφία, στην όλη σοφία και στις επιμέρους κατηγορίες της σοφίας.
2. Απ' αυτήν λαμβάνουν τις απλές και μακάριες νοήσεις τους οι νοητές και νοερές δυνάμεις των αγγελικών νόων. Δεν συνάγουν τη γνώση του Θεού μέσα σε διαιρετά ή από διαιρετά ή από τις αισθήσεις ή από αναλυτικές λογικές διεργασίες ούτε εμπεριέχονται σε κάτι κοινό προς αυτά, αλλά καθώς είναι εντελώς απαλλαγμένες από οτιδήποτε υλικό ή πολλαπλό, νοούν όσα από τα θεία μπορούν να νοηθούν κατά τρόπο νοερό, άυλο, ενιαίο. Και η νοερή τους δύναμη και ενέργεια απαστράπτει από την αμιγή και άχραντη καθαρότητά τους και ενορά τις θείες νοήσεις κατά τρόπο αμερή και άυλο· επίσης, με τη θεοειδή ενότητά της εξομοιώνεται, όσο είναι δυνατό, προς τον θεϊκό και υπέρσοφο νου και λόγο.
Αλλά και τις ίδιες τις αισθήσεις δεν θα σφάλει κανείς αν τις αποκαλέσει απήχημα της σοφίας. Ακόμα και ο νους των δαιμόνων στην καθαυτό φύση του από αυτήν προέρχεται· στο βαθμό όμως που είναι νους χωρίς λογική, χωρίς να γνωρίζει τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να επιτύχει αυτό που επιθυμεί και χωρίς να θέλει να τον μάθει, πρέπει - για να είμαστε περισσότερο ακριβολόγοι - να τον αποκαλέσουμε έκπτωση σοφίας.
Αλλά ότι η θεϊκή σοφία είναι αρχή και αιτία και δημιουργός και τελειοποίηση και φύλαξη και τελικός σκοπός της καθαυτό σοφίας και της όλης σοφίας και όλου του νου και της λογικής και της αίσθησης όλης έχει ήδη λεχθεί. Πώς όμως γίνεται ο ίδιος ο υπέρσοφος Θεός να υμνείται ως σοφία και νους και λογική και γνώση; Πώς δηλαδή θα εννοήσει κάτι από τα νοητά, χωρίς να διαθέτει νοερές ενέργειες; Ή πώς θα γνωρίσει τα αισθητά, τη στιγμή που είναι εδραιωμένος υπεράνω κάθε αίσθησης; Και όμως οι Γραφές λένε ότι αυτός γνωρίζει τα πάντα και ότι τίποτα δεν διαφεύγει της θεϊκής γνώσης.
Αλλά, όπως είπα πολλές φορές, τα θεία πρέπει να τα εννοήσουμε κατά τρόπο που αρμόζει στη θεϊκή φύση. Γιατί το ότι ο Θεός δεν έχει νου και αίσθηση πρέπει να το εκλάβουμε με την έννοια της υπεροχής και όχι της έλλειψης. Κατά παρόμοιο τρόπο αποδίδουμε το «άλογο» σ' αυτόν που είναι υπεράνω λογικής και την ατέλεια σ' αυτόν που είναι υπεράνω και πρότερος τελειότητας.
Επίσης, ως απρόσιτο και αόρατο γνόφο ονομάζουμε το φως το απρόσιτο, επειδή υπερέχει από το ορατό φως. Επομένως, ο θεϊκός νους συνέχει τα πάντα με τη γνώση που υπερβαίνει τα πάντα, έχοντας εκ των προτέρων συγκεντρώσει στον εαυτό του, ως αιτία των πάντων, τη γνώση όλων των όντων, γνωρίζοντας και δημιουργώντας αγγέλους πριν να υπάρξουν άγγελοι και γνωρίζοντας επίσης όλα τα άλλα είδη αφ' εαυτού και από την καθαυτό, για να μιλήσω έτσι, αρχή τους και οδηγώντας τα στην ύπαρξη.
Kαι αυτό, νομίζω, παραδίδει η Γραφή, όταν λέει: «Αυτός που γνωρίζει τα πάντα πριν από τη γένεσή τους». Γιατί ο θεϊκός νους δεν γνωρίζει τα όντα μαθαίνοντάς τα από τα όντα, αλλά από τον εαυτό του και μέσα στον εαυτό του έχει και συγκεντρώνει εκ των προτέρων, ως αιτία, την είδηση και γνώση και ουσία των πάντων.
Και δεν προσεγγίζει ιδιαιτέρως κάθε είδος, αλλά γνωρίζει και συνέχει τα πάντα, επειδή αποτελεί τη μια και συνεκτική αιτία των πάντων. Όπως ακριβώς και το φως κατά την αιτία έχει λάβει εκ των προτέρων στον εαυτό του τη γνώση του σκότους: με κανένα άλλο τρόπο δεν γνωρίζει το σκοτάδι παρά μόνο από το φως.
Η θεϊκή σοφία, λοιπόν, γνωρίζοντας τον εαυτό της γνωρίζει τα πάντα, κατά τρόπο άυλο τα υλικά, κατά τρόπο αδιαίρετο τα διαιρετά, κατά τρόπο ενιαίο τα πολλά, διότι με το καθαυτό ένα γνωρίζει και παράγει τα πάντα. Γιατί, αν σύμφωνα με μια αιτία ο Θεός μεταδίδει σε όλα τα όντα το είναι, σύμφωνα με την ίδια ενιαία αιτία θα γνωρίσει τα πάντα, επειδή προέρχονται απ' αυτόν και προϋπάρχουν σ' αυτόν. Δεν θα λάβει από τα όντα τη γνώση τους, αλλά αντίθετα θα χορηγήσει στα διάφορα είδη τη γνώση των εαυτών τους, καθώς και τη μεταξύ τους αμοιβαία γνώση.
Επομένως, ο Θεός δεν έχει διαφορετική τη γνώση του εαυτού του και διαφορετική τη γνώση που συλλαμβάνει από κοινού όλα τα όντα. Γιατί η αιτία των πάντων γνωρίζοντας η ίδια τον εαυτό της δεν μπορεί με κανένα τρόπο να μην γνωρίζει όσα προέρχονται απ' αυτήν και αυτά των οποίων η ίδια είναι αιτία. Μ' αυτή λοιπόν τη γνώση ο Θεός γνωρίζει τα όντα, όχι διαμέσου της γνώσης των όντων, αλλά διαμέσου της δικής του γνώσης. Γιατί και οι άγγελοι, λέει η Γραφή, γνωρίζουν τα επίγεια όχι με αισθήσεις, παρόλο που αυτά είναι αισθητά, αλλά με δύναμη και φύση που είναι οικεία στη θεόμορφη νόηση.
3. Επιπρόσθετα πρέπει να εξετάσουμε πώς μπορούμε εμείς να γνωρίζουμε τον Θεό, τη στιγμή που δεν μπορεί να γίνει αντιληπτός ούτε με τη νόηση ούτε με τις αισθήσεις και γενικά δεν ανήκει στα όντα. Επιβάλλεται λοιπόν να τονίσουμε την αλήθεια ότι τον Θεό δεν τον γνωρίζουμε από τη φύση του (γιατί αυτή είναι αδύνατον να γίνει γνωστή και υπερβαίνει τα όρια κάθε λογικής και σκέψης), αλλά ότι ξεκινώντας από τη διάταξη όλων των όντων, που έχει παραχθεί απ' αυτόν και αποτελείται από ένα είδος εικόνων και ομοιωμάτων των θεϊκών του παραδειγμάτων, ανεβαίνουμε με μέθοδο και τάξη, σύμφωνα με τις δυνάμεις μας, στο επέκεινα των πάντων, στην περιοχή της αφαίρεσης και υπέρβασης των πάντων, στην καθολική αιτία του σύμπαντος. Γι' αυτό ο Θεός γίνεται γνωστός και μέσα σε όλα τα όντα αλλά και με την αφαίρεση όλων των όντων.
Ο Θεός λοιπόν γίνεται γνωστός και μέσω της γνώσης και μέσω της αγνωσίας. Από τη μια πλευρά γίνεται αντιληπτός με νόηση, λογική, ασφαλή γνώση, επαφή, αίσθηση, δοξασία, φαντασία, όνομα και όλα τα άλλα, ενώ συγχρόνως δεν μπορεί να γίνει αντιληπτός ούτε με τη νόηση ούτε με τη γλώσσα ούτε με ονόματα. Και δεν είναι κάποιο από τα όντα ούτε γνωρίζεται μέσα σε κάποιο από τα όντα. Και σε όλα είναι τα πάντα και σε κανένα τίποτα. Και από όλα γνωρίζεται σε όλα και από κανένα σε κανένα. Συνεπώς, σωστά χρησιμοποιούμε όλες αυτές τις ονομασίες για τον Θεό και συγχρόνως σωστά υμνείται από όλα τα όντα, κατά την αναλογία όλων των πραγμάτων στα οποία αποτελεί την αιτία.
Υπάρχει, επίσης, από την άλλη η θεϊκότατη γνώση του Θεού, αυτή που αποκτάται μέσω της αγνωσίας, σύμφωνα με την ένωση που υπερβαίνει το νου, όταν ο νους αποστασιοποιηθεί από όλα τα όντα και εγκαταλείψει στη συνέχεια και τον εαυτό του, ώστε να ενωθεί με τις υπέρφωτες ακτίνες και μένοντας εκεί να καταλαμπρύνεται από εκείνες μέσα στο ανεξερεύνητο βάθος της σοφίας. Και βέβαια, όπως είπα, η γνώση αυτής της σοφίας είναι δυνατόν να επιτευχθεί και από όλα τα πράγματα.
Γιατί αυτή είναι κατά το ρητό της Γραφής που δημιουργεί τα πάντα, που εναρμονίζει πάντοτε τα πάντα, που αποτελεί την αιτία της αδιάλυτης αρμονίας και τάξης του σύμπαντος, αυτή που αεννάως συνάπτει τα τέλη των προηγούμενων με τις αρχές των επόμενων και καλλιεργεί τη μία συμφωνία και αρμονία του σύμπαντος.
4. Ο Θεός υμνείται από τις ιερές Γραφές ως λόγος, όχι μόνο γιατί είναι χορηγός και της λογικής και του νου και της σοφίας, αλλά γιατί περιλαμβάνει εκ των προτέρων στον εαυτό του κατά τρόπο ενιαίο τις αιτίες των πάντων και γιατί «προχωρεί διάμεσου των πάντων» φτάνοντας, όπως λένε οι Γραφές, μέχρι το τέλος των πάντων· επίσης, πριν από αυτά, επειδή ο θείος λόγος εκτείνεται υπεράνω κάθε απλότητας και είναι πλήρως απαλλαγμένος από κάθε εξάρτηση, καθώς είναι υπεράνω όλων κατά το υπερούσιο της ύπαρξής του.
Αυτός ο λόγος είναι η απλή και όντως υπάρχουσα αλήθεια, γύρω από την οποία, επειδή είναι η καθαρή και απλανής γνώση των πάντων, περιστρέφεται η θεϊκή πίστη. Είναι η μόνιμη εδραίωση αυτών που έχουν πιστέψει, η οποία τους εγκαθιστά μόνιμα μέσα στην αλήθεια, όπως και την αλήθεια σ' αυτούς, ώστε οι πιστοί να κατέχουν με μια αμετακίνητη ταυτότητα την απλή γνώση της αλήθειας.
Γιατί αν η γνώση είναι παράγοντας που ενώνει αυτούς που γνωρίζουν με το αντικείμενο της γνώσης, ενώ η άγνοια είναι αιτία συνεχούς μεταβολής και διαίρεσης αυτού που αγνοεί από τον εαυτό του, τότε αυτόν που έχει πιστέψει με την αλήθεια, σύμφωνα με τον ιερό λόγο, τίποτα δεν μπορεί να τον μετακινήσει από την εστία της αληθινής πίστης, με βάση την οποία θα αποκτήσει το μόνιμο της ακίνητης και αμετάβλητης ταυτότητας.
Γιατί αυτός που ενώθηκε με την αλήθεια γνωρίζει πολύ καλά ότι βρίσκεται σε άριστη κατάσταση, ακόμα κι αν οι πολλοί τον νουθετούν, επειδή δήθεν έχει παραστρατήσει. Διαφεύγει βέβαια, όπως είναι φυσικό, της προσοχής τους ότι μέσω της πραγματικής πίστης έχει μεταπηδήσει από την πλάνη στην αλήθεια.
Ο ίδιος όμως γνωρίζει αληθινά ότι ο εαυτός του δεν έχει παραφρονήσει, όπως ισχυρίζονται εκείνοι, αλλά ότι έχει ελευθερωθεί, με τη βοήθεια της απλής αλήθειας, που πάντοτε και κατά τον ίδιο τρόπο μένει η ίδια, από την άστατη και μεταβλητή κίνηση γύρω από την παντοειδή ποικιλία της πλάνης.
Έτσι λοιπόν οι αρχηγέτες και καθοδηγητές της δικής μας θεοσοφίας αποθνήσκουν καθημερινά υπέρ της αληθείας, δίνοντας μαρτυρία, όπως είναι φυσικό, με κάθε λόγο και έργο για την ενιαία γνώση της αλήθειας των χριστιανών, ότι δηλαδή αυτή είναι απλούστερη και θεϊκότερη από όλες ή μάλλον ότι αυτή είναι η μόνη αληθινή και μία και απλή γνώση του Θεού.....]
πηγη: http://paterikakeimena.blogspot.com/2011/06/10.html....
Ουράνιες διακοσμήσεις κατά Διονύσιο Αρεοπαγίτη
Ο Άγιος Διονύσιος Αρεοπαγίτης κατανέμει τις ουράνιες δυνάμεις σε μια ιεραρχία. Κατά την άποψη μας, λέει, η ιεραρχία είναι ιερή τάξη, γνώση και ενέργεια που είναι κατά το δυνατόν αφομοιωμένη προς τη θεία ομοιότητα και οδηγείται προς τη θεία μίμηση ανάλογα με τη δεδομένη από τον θεό έλλαμψη... Σκοπός της Ιεραρχίας είναι η κατά το δυνατόν αφομοίωση με τον θεό. Κάθε πρόσωπο που ανήκει σε μια ιεραρχία γίνεται τελειότερο σύμφωνα με τη δύναμη μίμησης που έχει. Γίνεται δηλαδή «συνεργός θεού».
Ο Διονύσιος ταξινομεί τους Ουράνιους Νόες σε τρεις τριάδες και σε κάθε τριάδα υπάρχουν τρεις τάξεις Νοών, των οποίων τα ονόματα έχουν σχέση με τις θείες ιδιότητες. Οι αγγελικές τάξεις μεταδίδουν το Φως η μια στην άλλη, έως ότου φτάνει σε μας και μας φωτίζει σύμφωνα με τις διάφορες ικανότητες μας. Οι ουράνιοι άγγελοι έχουν κατ' ευθείαν σχέση με καθεμία ψυχή ξεχωριστά. Με τη δική τους βοήθεια το πνεύμα του ανθρώπου ελευθερώνεται από τα υλικά δεσμά και γνωρίζει την πραγματική αιτία της ύπαρξης. Όσο περισσότερο φωτίζεται η ψυχή, τόσο πιο πολύ βρίσκει τον σκοπό της ύπαρξης της και έρχεται εγγύτερα στον τελικό στόχο της, το καθ' ομοίωσιν.
Πρώτα λοιπόν έρχονται οι ουράνιες υπάρξεις που βρίσκονται πάντα γύρω από τον θεό και που έχουν ενωθεί πολύ στενά μαζί του. Είναι οι πανάγιοι Θρόνοι και τα πολυόμματα και πολύπτερα Χερουβείμ και Σεραφείμ, όπως λέγονται στη γλώσσα των Εβραίων. Αυτή η τριαδική διάταξη είναι η πρώτη Ιεραρχία. Από αυτήν δεν είναι άλλη περισσότερο όμοια με τον θεό και τόσο άμεσα κοντινή στους πρώτους φωτισμούς της θεότητας.
Το όνομα των πανύψηλων Θρόνων σημαίνει την αυστηρή εξαίρεση τους από κάθε χαμόσυρτη ταπεινότητα. Έχουν στηθεί κοντά στον αληθινά Ύψιστο, είναι δεκτικοί της θεϊκής επιφοίτησης, έτοιμοι να δεχτούν ως υπηρέτες τις θείες εντολές.
Το όνομα των Σεραφείμ σημαίνει αυτούς που καίουν ή όσους θερμαίνουν. Υποδεικνύει τη θερμότητα και την οξύτητα και την υπερβολική φλόγα της πλησιέστατης και ανυποχώρητης και αταλάντευτης αεικινησίας τους, αλλά και την ανυψωτική και έντονη δύναμη να αφομοιώνουν τα κατώτερα καθώς τα ξαναθερμαίνουν και τα ξαναφλογίζουν προς την ίδια με τη δική τους θερμότητα.
Η ονομασία Χερουβείμ σημαίνει πλήθος γνώσης ή διάχυση σοφίας. Δηλώνει τη γνωστική και θεοπτική τους ικανότητα, τη δεκτικότητα που έχουν της υπέρτατης φωτοδοσίας και την ικανότητα να θεωρούν τη θεϊκή ομορφιά, ενώ τα ίδια, γεμάτα από τη σοφία που έλαβαν, τη μεταδίδουν στα δεύτερα τους με τη διάχυση της σοφίας που τους δωρήθηκε.
Δεύτερη διάταξη είναι αυτή που αποτελείται από τις Εξουσίες, τις Κυριότητες και τις Δυνάμεις. θεωρούνται οι κυρίαρχοι του διαστήματος και των άστρων. Ο δικός μας πλανήτης, κατά συνέπεια, ως μέρος του σύμπαντος, βρίσκεται κάτω από τη δική τους κυριαρχία. Δεν έχουμε όμως άμεση επαφή με το δεύτερο χορό των αγγέλων. Η ενδιάμεση τούτη διάταξη των θείων πνευμάτων καθαίρεται, φωτίζεται και τελεσιουργείται από τους θεαρχικούς φωτισμούς που δίνονται σ' αυτήν μέσω της πρώτης ιεραρχικής διάταξης.
Τρίτη, τέλος, των ουράνιων ιεραρχιών είναι η διάταξη των Αρχών, των Αρχαγγέλων και των Αγγέλων.
Η τελευταία αυτή τριάδα έχει τη γη μας κάτω από την ιδιαίτερη φροντίδα της και προστασία. Είναι ο ιεκτελεστές του θελήματος του θεού, οι διαρκείς φύλακες των τέκνων του και οι αγγελιαφόροι του. Οι Αρχάγγελοι έχουν έντονη ατομικότητα και αποτελούν ένα ιδιαίτερο τάγμα ουρανίων πνευμάτων, τα οποία συνδυάζουν και τη φύση των Αρχών και τη φύση των Αγγέλων. Στην Αγία Γραφή αναφέρονται τα ονόματα 3 από αυτούς.
Μιχαήλ (ποιος ομοιάζει με τον θεό?) Κορυφαίος των ουρανίων πνευμάτων Αυτός που νίκησε τον Δράκοντα (Εωσφόρο) και τον πέταξε από τον Παράδεισο.
Γαβριήλ (ο ηρωας του θεού) που εμφανίστηκε στη Θεοτόκο
Ραφαήλ (ο Κύριος θεραπευει) Είναι ο επικεφαλής στους φύλακες αγγέλους. Αυτός που μεταφέρει τις προσευχές μας στον Κύριο, ο άγγελος των καλών πράξεων και της θεραπείας. Επίσης είναι ο προστάτης όσων ταξιδεύουν.
πηγή: http://www.apostoliki-diakonia.gr/gr_main/catehism/theologia
- ============
Αναφέρεται στην Καινή Διαθήκη, στις Πράξεις των Αποστόλων[1] ως «Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καὶ γυνὴ ὀνόματι Δάμαρις».
Την μαρτυρία ότι ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης υπήρξε επίσκοπος Αθηνών την δίνει ο Διονύσιος Κορίνθου και μας τη μεταφέρει στην Εκκλησιαστική Ιστορία του ο Ευσέβιος Καισαρείας[2]
Η Εγκυκλοπαίδεια Britannica[3] αναφέρει ότι τον συνέχεαν με μεταγενέστερους Χριστιανούς με το ίδιο όνομα, όπως ο πρώτος επίσκοπος της Αθήνας τον 2ο αιώνα και ο Σεν Ντενί (Άγιος Διονύσιος) στη Γαλλία.
Στην Αθήνα υπάρχουν δυο μεγάλες εκκλησίες που φέρουν το όνομά του, η μια στο Κολωνάκι επί της οδού Σκουφά, ενώ η άλλη είναι η Καθολική Μητρόπολη της Αθήνας, επί της οδού Πανεπιστημίου. Το όνομά του φέρει επίσης ο πεζόδρομος περιμετρικά της Ακρόπολης, που περνά από το βράχο του Αρείου Πάγου. Επίσης, είναι ο πολιούχος άγιος και των Γαργαλιάνων Μεσσηνίας.
Επίσης είναι πολιούχος άγιος στο χωριό Διονύσι στα νότια του νομού Ηρακλείου. Το χωριό πήρε το όνομά του από τον άγιο και είναι το μόνο χωριό της Κρήτης με εκκλησία προς τιμήν του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου. Η μνήμη του τιμάται στις 3 Οκτωβρίου*.