του Χάρη Φουνταλή
Εξανέστη πάλι (κοινώς “βγήκε απ’ τα ρούχα-του”) το Παιδί όταν του είπα οτι αυτό που ακούει «δεν είναι μουσική». Και πάνω στην οργή-του με στόλισε και με μερικά “γαλλικά”. Δεν θα εξηγήσω εδώ ποιο είναι το Παιδί· ξέρει εκείνο, θα το καταλάβει αμέσως όταν κατά τύχη σκοντάψει πάνω σ’ αυτή την ιστοσελίδα. Θα του εξηγήσω μόνο τί εννοώ όταν λέω οτι αυτά που ακούει δεν είναι μουσική.
Είναι ποτέ δυνατό δυο άνθρωποι να χρησιμοποιούν την ίδια λέξη (π.χ. “μουσική”), και να αντιλαμβάνονται δυο κάπως διαφορετικές έννοιες; Φυσικά και είναι δυνατό. Ας πάρουμε για παράδειγμα τη λέξη “επιστήμονας”: οι περισσότεροι συμπατριώτες-μου πιστεύουν οτι ο δικηγόρος είναι επιστήμονας· το ίδιο κι ο αρχιτέκτονας, κι ο πολιτικός μηχανικός, κι ο λεγόμενος “επιστήμονας υπολογιστών”. Μερικοί μπορεί να πιστεύουν οτι και ο θεολόγος επιστήμονας είναι, αφού κι αυτός στο πανεπιστήμιο πάει! Εγώ όμως χρησιμοποιώ τη λέξη αυτή διαφορετικά. Για μένα επιστήμονας είναι αυτός που κάνει παρατηρήσεις επί του φυσικού κόσμου, συλλέγει δεδομένα, κάνει υποθέσεις που εξηγούν τα δεδομένα, ενδεχομένως κάνει πειράματα για να ελέγξει την ορθότητα των υποθέσεών του, και ίσως να διατυπώνει και “νόμους” που συμφωνούν με όλες — και δεν αντίκεινται σε καμία από — τις παρατηρήσεις. Τίποτ’ απ’ όλ’ αυτά δεν κάνει ο δικηγόρος, ούτε — φευ! — ο θεολόγος, ούτε κανένας από τους μηχανικούς που ανέφερα (προφανώς μη εξαιρουμένου και του “επιστήμονα υπολογιστών”). Διαφέρουν λοιπόν οι ορισμοί-μας της έννοιας “επιστήμονας”. Ο δικός-μου ορισμός είναι αυτός που μόλις περιέγραψα· ο ορισμός του μέσου συμπατριώτη-μου είναι: «Επιστήμονας είναι αυτός που έχει πάει στο πανεπιστήμιο» (ή στο πολυτεχνείο, στην τριτοβάθμια εκπαίδευση γενικά). Δεν λέω οτι ο δικός-μου ο ορισμός είναι καλύτερος. Απλώς είναι διαφορετικός. Ή για να ακριβολογήσω, στον πυρήνα της δικής-μου έννοιας του “επιστήμονα” υπάρχει μια άλλη: ο “φυσικός κόσμος”. Υπάρχει μια “πεμπτουσία”, ας την πούμε έτσι, της επιστήμης: η έρευνα του φυσικού κόσμου. Άμα αυτή η πεμπτουσία λείπει, ο άνθρωπος κατ’ εμέ δεν είναι επιστήμονας. Κατά τον άλλον όμως είναι, γιατί αρκεί που έχει πάει στο πανεπιστήμιο. Με γεια-του με χαρά-του.
Το ίδιο και με την έννοια “μουσική”: Έτσι όπως αντιλαμβάνομαι εγώ την έννοια αυτή, η μουσική έχει μια πεμπτουσία, η οποία είναι απλό να διατυπωθεί με μια λέξη, αλλά πολύπλοκο — ίσως αδύνατο — να εξηγηθεί σε όποιον δεν έχει μάθει να την αντιλαμβάνεται:
Έχει βέβαια και άλλα στοιχεία αυτό το οποίο ονομάζω “μουσική”. Έχει π.χ. ρυθμό. Μάλιστα, μελωδία άρρυθμη μου είναι δύσκολο να φανταστώ.(*) Άρα η μελωδία μάλλον συνεπάγεται και το ρυθμό. Ενώ αντίθετα, ο ρυθμός προφανώς δεν συνεπάγεται τη μελωδία. Πάντως μουσική χωρίς μελωδία είναι φαγητό χωρίς αλάτι· είναι μυθιστόρημα χωρίς πλοκή. Θα μπορούσατε ποτέ να φανταστείτε π.χ. ένα αστυνομικό μυθιστόρημα από το οποίο λείπει η πλοκή; Θα το λέγατε ποτέ “μυθιστόρημα”; Και όμως, αν συνέβαινε οτι από την παιδική-σας ηλικία σας έδιναν να διαβάζετε ασυνάρτητες μπούρδες χωρίς πλοκή, και σας έλεγαν οτι αυτά λέγονται μυθιστορήματα,αυτά δεν θα εννοούσατε εσείς σαν “μυθιστόρημα” αργότερα; Το ίδιο και με τη μουσική. Από τότε που γεννήθηκες, Παιδί-μου, τρως φαγητό χωρίς αλάτι· διαβάζεις “μυθιστορήματα” χωρίς πλοκή· ήτοι, ακούς “μουσική” χωρίς μελωδία.
Πώς να εξηγήσω όμως στο Παιδί τί είναι η μελωδία όταν, θες λίγο λόγω γενετικής προδιάθεσης, θες κυρίως λόγω ακουσμάτων από την παιδική ηλικία, δεν κατάφερε ποτέ ν’ αποκτήσει το αισθητήριο της μελωδίας, όπως π.χ. άλλοι από μας αποκτούμε το αισθητήριο της “νόστιμης κουζίνας”, και άλλοι δεν έχουμε ιδέα τί πάει να πει αυτό; (Πάντως δίνω παραδείγματα μελωδιών παρακατω — δείτε τις “Απόψεις Αναγνωστών”.) Φανταστείτε, λόγου χάρη, οτι μεγαλώσατε σ’ ένα ακριτικό χωριό της χώρας-μας, σκαρφαλωμένο εκεί ψηλά πάνω σε μια ραχούλα, κι οτι από τα μικράτα-σας δεν έχετε γευτεί τίποτ’ άλλο εξόν από τοπικά εδέσματα: ρεβύθια, φακές, φάβα, αυγά, πλιγούρι, ντομάτες, ελιές, κρεμμύδια, τυρί (φέτα μόνο, αλλά επειδή δεν υπάρχει κανένα άλλο είδος, το λέτε απλά “τυρί”), και άλλα τέτοια “εδώδιμα”. Άντε και καμιά κότα — κανα γέρικο κόκκορα δηλαδή — που σφάζουν οι συγχωριανοί όταν κάνουν το μεγάλο γλέντι. Νομίζετε οτι — υπ’ αυτές τις προϋποθέσεις — θα μπορούσατε ποτέ να ευχαριστηθείτε τη γεύση μιας ουγγαρέζικης σούπας γκούλας (goulash), ή ενός γιαπωνέζικου ψαριού σασίμι (sashimi), ή ενός ινδικού κοτόπουλου ταντούρι (tanduri/tandoori); Αν έτσι νομίζετε, κάλπικο το νόμισμά σας. Το νομίζετε τώρα, γιατί έχετε ήδη αναπτύξει το αισθητήριο της γεύσης, δοκιμάζοντας πολλά και διαφορετικά εδέσματα στη ζωή-σας. Αν το μόνο που είχατε δοκιμάσει ήταν οι φάβες και τα πλιγούρια, τότε το γκούλας θα σας έστελνε βλαστημώντας στη βρύση του χωριού για νερό, και το σασίμι κατευθείαν στον απόπατο, αφού τα έντερά σας δεν θα άντεχαν με τίποτα το παρείσακτο ωμό κρέας. Το τί θεωρούμε “ωραίο” εξαρτάται από τις προηγούμενες εμπειρίες-μας, όπως εξηγώ σ’ αυτό το άλλο άρθρο. Παρόμοια λοιπόν με τις φάβες και τα πλιγούρια, αν στη μέχρι τώρα ζωή-σας δεν ακούσατε ουσιαστικά (συστηματικάδηλαδή) τίποτ’ άλλο εκτός από μοντέρνα Δυτική μουσική, χάσατε. Χάσατε την ανάπτυξη του αισθητήριου της μελωδίας από τη ζωή-σας, γιατί στο είδος αυτό της “μουσικής” λείπει η μελωδία. Όχι παντελώς· υπάρχουν και κάποια — ελάχιστα ίσως — κομμάτια ροκ μουσικής ή μπαλλάντες με υποτυπώδη μελωδία. Αλλά αυτά είναι οι εξαιρέσεις. Από τις λίγες εξαιρέσεις δεν μπορεί κανείς να σχηματίσει στο νου-του τα αφηρημένα εκείνα μοτίβα (patterns) που του επιτρέπουν να κρίνει την ποιότητα μιας μελωδίας, γιατί για να σχηματιστούν τα μοτίβα χρειάζεται πλούσια εισροή πληροφορίας. Όσο πιο πλούσια η πληροφορία, τόσο πιο πλούσια και σταθερά τα σχηματιζόμενα μοτίβα στον εγκέφαλο. Όσο πιο φτωχή η πληροφορία, τόσο πιο καχεκτικός — από άποψη μοτίβων — και κακομοίρης ο εγκέφαλος. (Κι αυτό είναι γενική παρατήρηση, δεν αφορά μόνο στη μουσική.)
Το τραγικό δε, είναι το εξής. Αν δεν έχετε πλούσια γαστριμαργική εμπειρία, και είστε συνηθισμένοι στα φαβοπλίγουρα, μπορεί να σκέφτεστε έτσι: «Α, δεν ξέρεις τί λες αγαπητέ-μου! Να δεις κάτι φαγητά που κάνουν στο χωριό, να γλείφεις και τα δάχτυλά σου!» Μάλιστα. Αυτό όμως το λέτε εσείς επειδή έχετε περιορισμένη εμπειρία. Δεν έχετε γευτεί τίποτα το ουσιαστικά διαφορετικό, άρα τόσο ξέρετε, τόσο λέτε. Συμφωνώ με το οτι μπορεί να κάνουν κανα-δυό καλούτσικα εδέσματα εκεί πάνω στη ραχούλα, αλλά τα υλικά-τους είναι φτωχά, είναι περιορισμένα σε ποικιλία. Γιατί αν συγκρίνετε την ποικιλία των υλικών του χωριού με την ποικιλία που υπάρχει σε ολόκληρο τον υπόλοιπο κόσμο, ποια από τις δυο νομίζετε οτι θα αποδειχτεί πλουσιότερη;
Δεν αντιλέγω στο γεγονός οτι καταφέρνετε να “γλείφετε τα δάχτυλά σας” με αυτά που ακούτε. Σύμφωνοι: το αίσθημα της απόλαυσης μπορεί να είναι εξίσου ισχυρό, τόσο σ’ εσάς με τα στενά made-in-U.S.A ακούσματα, όσο και στους άλλους που έχουν ευρύτερους ακουστικούς ορίζοντες. Δεν είναι όμως το θέμα που αναπτύσσω εδώ το πόσο έντονα μπορεί να εκστασιάζεται ένας άνθρωπος μ’ αυτά που ακούει, αλλά το οτι σας λείπει το αισθητήριο της μελωδίας, και κατά συνέπεια “φτιάχνεστε” με κάτι που είναι αντικειμενικά φτωχό, φτωχότερο από κάτι άλλο. Το θέμα-μου, η επικεφαλίδα αυτού του άρθρου λέει: «Μήπως κάτι λείπει απ’ τη μοντέρνα Δυτική μουσική;». Ε λοιπόν, νά τί λείπει, κάτι το ουσιαστικότατο: η μελωδία, η πεμπτουσία της μουσικής.
Θα πείτε, και τί σημασία έχει αν λείπει κάτι απ’ τη μουσική αυτήν, από τη στιγμή που εμείς φτιαχνόμαστε ακούγοντάς την; Ο σκοπός δεν είναι να ευχαριστιέται κανείς αυτό που ακούει; Από τη στιγμή που ο σκοπός επιτυγχάνεται, τί σημασία έχει το με ποια μέσαεπιτυγχάνεται;
Πρώτα-πρώτα, αν πιστεύετε οτι “ο σκοπός αγιάζει τα μέσα”, τότε μάθετε οτι στο μέλλον θα μπορείτε να “φτιάχνεστε” με την ίδια ένταση που το κάνετε και τώρα, χωρίς ν’ ακούτε καθόλου μουσική. Η επιστήμη θα φτάσει στο σημείο που θα γνωρίζει ακριβώς ποιοι νευροδιαβιβαστές χρησιμοποιούνται από τον εγκέφαλο όταν ακούτε κάτι που σας αρέσει, οπότε θα μπορείτε (εσείς ή τα παιδιά-σας) να “παίρνετε τη δόση-σας” σε νευροδιαβιβαστές (δεν μιλάω για ναρκωτικά, αλλά για χημικές ουσίες που ήδη υπάρχουν στον εγκέφαλο όλων-μας), και να αισθάνεστε ακριβώς την ίδια απόλαυση.(*) Τί σχέση θα έχει όμως αυτή η δραστηριότητα με μουσική; Άρα το “ο σκοπός αγιάζει τα μέσα” είναι ακόμη μια ιδέα εκτός θέματος, και άσχετη ακόμα και με την έννοια της μουσικής.
Δεύτερο, αν η μοντέρνα Δυτική Αμερικανόφερτη μουσική ήταν μια περιθωριακή μόνο έκφανση αυτού που ονομάζουμε “μουσική”, αν δεν απειλούσε με εξαφάνιση όλα τα υπόλοιπα είδη της πραγματικής μουσικής, θα συμφωνούσα μαζί-σας: ακούτε εσείς Παιδιά-μου τα κλαπατσίμπαλα με τις εκκωφαντικές μεταλλικές εκρήξεις, τις βραχνιασμένες —και συχνά παράφωνες— κραυγές των ερμηνευτών,και τα ρυθμικά τζιζ-μπουμ-τζιζ-μπουμ των ντραμς, κι ας έρχεστε σε οργασμό και σε “ολοκλήρωση” μ’ αυτά που ακούτε — δεν θα μου καιγόταν καρφάκι. Έλα όμως που οι άμουσες (αλλά ρυθμικές) μεταλλικές εκρήξεις έχουν εξελιχθεί σε ένα επιθετικό και αδηφάγο τέρας, που εξαφανίζει το ένα μετά το άλλο τα διάφορα είδη μουσικής στον πλανήτη! Κ’ έλα ακόμη που συμβαίνει να είμαι τύποςσυλλέκτη, να μ’ αρέσει η πολυφωνία, ο πλουραλισμός, και η ποικιλία, και να σιχαίνομαι τη μονοτονία της μιας και μοναδικής μονομανίας, της “μουσικής”-σας δηλαδή!
Σε μερικούς δεν καίγεται καρφάκι όταν αναλογίζονται όλα αυτά τα “φανταστείτε” που μόλις ανέφερα. Ώρα καλή στην πρύμη-τους, κι αέρα στα πανιά-τους. Αυτούς, θα τους έλεγα “μονοδιάστατους” χαρακτήρες. Δεν έχουν κανένα απολύτως πρόβλημα αν ο κόσμος γίνει μια άνοστη, ανάλατη, άχρωμη, και άοσμη Αμερικάνικη σούπα. Το πώς αντιδρά κανείς εξαρτάται από το χαρακτήρα-του. Λοιπόν, μερικούς άλλους από μας, η ανοστιά και η κακογουστιά της μονοτονίας μας ενοχλεί βαθύτατα. Δεν μπορούμε να ζούμε στον ωκεανό του ενός και του μοναδικού, πώς να το κάνουμε — όχι επειδή ο ωκεανός είναι Αμερικανικός, αλλά επειδή είναι μονότονος.Ερμηνεύστε λοιπόν το παρόν κείμενο σαν την αντίδρασή μου στο κύμα — το τσουνάμι — του ωκεανού της μονοτονίας που τα ισοπεδώνει όλα στο πέρασμά του· τιποτ’ άλλο.
|
Σημειώσεις (κάνοντας κλικ στο (^) μεταφέρεστε πίσω στο κείμενο):
(^) Για μερικά χρόνια από τότε που έγραψα το παρόν η φράση αυτή είχε μείνει έτσι: «μελωδία άρρυθμη μου είναι δύσκολο να φανταστώ». Και εννοούσα, στην πραγματικότητα, οτι μουσική άρρυθμη δεν μπορώ να φανταστώ, δηλαδή ακολουθία από νότες χωρίς ρυθμό. Στις αρχές του 2013 όμως, ένας γνωστός-μου μου έθεσε υπόψη την ύπαρξη τέτοιας μουσικής, και ίσως και με μελωδία, η οποία υπάρχει “κάτω απ’ τη μύτη-μου” από τότε που γεννήθηκα. Πρόκειται για τη στιγμή που ο παπάς στην εκκλησία αρχίζει να διαβάζει το ευαγγέλιο, “τραγουδιστά”, με το γνωστό τρόπο που το κάνουν. Προσοχή, δεν εννοώ εδώ τη Βυζαντινή μουσική γενικά, η οποία ασφαλώς έχει ρυθμό. Εννοώ συγκεκριμένα την ανάγνωση του ευαγγελίου, κατά την οποία η διάρκεια κάθε νότας εξαρτάται από τον τονισμό των λέξεων. Είναι δηλαδή ο τονισμός στη γλώσσα που υπαγορεύει το πόσο διαρκεί η κάθε νότα που παράγει ο παπάς, πράγμα που αφαιρεί τον αυστηρό ρυθμό, και επιβάλλει ένα χαλαρό, “τυχαίο” τονισμό στις νότες, όπως έρχονται οι λέξεις. Όπως έμαθα, αντίστοιχη άρρυθμη μουσική υπήρχε και στη λατινική θρησκευτική παράδοση σε προηγούμενους αιώνες στη Δύση, αλλά αργότερα εκεί εξέλιπε.
(^) Μήπως αυτό σας ακούγεται σαν επιστημονική φαντασία; Και όμως, τέτοια πειράματα έχουν ήδη γίνει, αλλά σε κατώτερα ζώα, όχι ακόμα στον άνθρωπο. Για παράδειγμα, επιστήμονες αύξησαν την ποσότητα σεροτονίνης (ενός νευροδιαβιβαστή) σε νευρώνα του σαλιγκαριού απλυσία, ο οποίος νευρώνας είναι υπεύθυνος για να εντοπίζει πιθανά σοκ στην ουρά του σαλιγκαριού, και διαπίστωσαν οτι το σαλιγκάρι συμπεριφέρθηκε ακριβώς σαν να δέχτηκε σοκ στην ουρά-του, παρόλο που την ουρά-του δεν την άγγιξε κανείς. Τα πειράματα αυτά έγιναν από το νομπελίστα Eric R. Kandel και τους συνεργάτες-του, τις δεκαετίες 1970–’80.
|