Πρώτο πρόβλημα: ο "ανορθολογισμός" του
"εθνικισμού".
Πολλοί διανοούμενοι προσπαθούν να
τονίσουν τον «ανορθολογισμό» που γι’ αυτούς συνεπάγεται ο (με ή δίχως
εισαγωγικά) εθνικισμός αναφερόμενοι σε αιώνιες έχθρες μεταξύ
διαφορετικών εθνών.
Προφανώς δεν καταλαβαίνουν ό,τι δεν καταλαβαίνουν μάλλον και οι
«εθνικιστές».
Ότι η φιλία και η ομόνοια ή η έχθρα και η διχόνοια μεταξύ δύο ή
περισσότερων
εθνών καθώς και ο αντίστοιχος εθνικισμός οφείλεται κυρίως σε ψυχρό,
ορθολογιστικό υπολογισμό, παρά σε επίγνωση της «φυλετικής» ανομοιότητας ή
στην
τραυματική μνήμη του εχθρικού παρελθόντος. Ο υπολογισμός αυτός έχει να
κάνει με
τα τωρινά συμφέροντα του εκάστοτε έθνους, όπως τα αντιλαμβάνεται αυτό (ή
η
ηγεσία του). Για παράδειγμα: εάν η Σερβία είχε πληθυσμό όσο η σημερινή
Τουρκία, συνόρευε με την Ελλάδα
και είχε ολοφάνερες επιδιώξεις κατάκτησης της βόρειας Ελλάδας, ενώ
ταυτόχρονα η Τουρκία είχε
πληθυσμό 10-20 εκατομμυρίων, τότε είναι βέβαιο ότι οι Έλληνες
εθνικιστές ή και συνολικά το ελληνικό έθνος θα προτιμούσαν τη συμμαχία
με την αλλόπιστη,
Τουρκία «που μάς πήρε την Πόλη», ενάντια στην ομόδοξη Σερβία, ξεχνώντας
το
παρελθόν της Τουρκοκρατίας. Πράγματι, η ιδεολογία του Ίωνα Δραγούμη
δείχνει ότι,
προκειμένου να καταπολεμηθεί αυτό που ο ίδιος θεωρούσε ως μέγιστο
κίνδυνο,
την επικράτηση της Βουλγαρίας στη Μακεδονία, μπορούσε να ζητήσει τη
συμμαχία της Ελλάδας και με τους Οθωμανούς, καταρρίπτοντας έτσι το
μύθο του "ανορθολογικού εθνικισμού" ο οποίος μένει αγκυλωμένος σε
παλαιότερες
διαμάχες (άλλο βέβαια αν η εκτίμηση του Δραγούμη για το ποιος κίνδυνος
ήταν ο
ισχυρότερος ήταν η σωστή). Οι αντεθνικιστές, εάν ισχύουν οι παραπάνω
φανταστικές υποθέσεις, θα είχαν δικαίωμα να κάνουν λόγο για
«ανορθολογισμό του
εθνικισμού» μόνον εάν οι «εθνικιστές» επέμεναν στην αντιτουρκική μανία
τους, τη
στιγμή κατά την οποία η χώρα δεν θα κινδύνευε από την Τουρκία. Φυσικά
είναι πιθανόν να
υπάρχει συνεχώς έχθρα μεταξύ κάποιων εθνών, αλλά αυτό δεν οφείλεται
απαραίτητα
στον «ανορθολογισμό» και τη «στροφή στο παρελθόν». «Αιώνιες έχθρες»
υπάρχουν
μόνο εκεί όπου υπάρχουν μονίμως αντίθετα συμφέροντα. Για παράδειγμα, η
Ιρλανδία
και η Αγγλία δεν επέλυσαν οριστικά τα προβλήματα ούτε διευθέτησαν
οριστικά τα
αντιμαχόμενα συμφέροντά τους, ενώ η Γαλλία και η Γερμανία, τις οποίες
φέρουν ως
παράδειγμα προς μίμηση (από τις Ελλάδα και Τουρκία) συμφιλιωμένων πρώην
εχθρών
οι αντεθνικιστές, έχουν διευθετήσει οριστικά τα αντιμαχόμενα συμφέροντά
τους
ακριβώς επειδή η Γερμανία ηττήθηκε οριστικά και αδιαμφισβήτητα,
εγκαταλείποντας
μια για πάντα τον μιλιταριστικό παγγερμανισμό. Κάτι τέτοιο δε
συνέβη με την κεμαλική και οσμανική Τουρκία και ακριβώς γι' αυτόν το
λόγο το
γόητρο του μιλιταρισμού και η αναισχυντία για τις γενοκτονίες και
εθνοκαθάρσεις
είναι κυρίαρχα και αδιαμφισβήτητα.
Συχνά σε έναν
τέτοιο "ανορθολογικό εθνικισμό", συνήθως "Ανατολικό" και αντιδυτικό
αντιπαρατίθεται η "ορθολογική", κοσμοπολίτικη κι ενίοτε αντιεθνικιστική
προσήλωση στη Δύση και η αυταπάτη περί ελληνικού Δυτικού πολιτισμού. Αξίζει να
αναλυθούν οι προϋποθέσεις που" καθιστούν την πρόταξη της "ελληνικής Δύσης" εκ
μέρους των "ορθολογικά σκεπτόμενων" Ελλήνων εφικτή και πειστική: Χάρη στον
Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό επιχειρήθηκε μια συμφιλίωση μεταξύ των απογόνων του
Βυζαντίου και της Δύσης. Όπως γράφει ο Κ. Χατζηαντωνίου (Εθνικισμός και
ελληνικότητα, β' έκδ., σ. 332) "Ο Δυτικός δεν ήταν πια ο μεσαιωνικός Φράγκος
που μισούσε τους σχισματικούς Έλληνες αλλά ο Ευρωπαίος που λάτρευε το αρχαίο
ελληνικό πνεύμα και εξεγείρετο από την τουρκική κατοχή αυτού του ιστορικού
χώρου. Το στοιχείο αυτό όμως, που αποκατέστησε τις σχέσεις, εμπεριείχε και τη
νέα υπονόμευσή τους. Διότι η ιδεαλιστική προσέγγιση αγνοούσε την πραγματικότητα
ενός λαού που ζητούσε τη χειραφέτησή του, την ανεξαρτησία και την ολοκλήρωση.
Πόσο διατεθειμένη ήταν στην πραγματικότητα η Δύση να αποδεχθεί την πλήρη εθνική
αποκατάσταση των Ελλήνων; Πόσο βαθύς ήταν ο ρομαντισμός της ώστε να υπερβεί τα
κρατικά συμφέροντα που απαιτούσαν την οθωμανική ακεραιότητα; Η νέα
σύγκρουση Ελλάδας-Δύσης ήταν έτσι αναπόφευκτη. Η στρατηγική επιλογή της
πολιτικής ηγεσίας του νεοελληνικού κράτους ήταν ορθώς η Δύση. Αυτό υπαγόρευε το
εθνικό συμφέρον. Αλλά ήταν βασικό χρέος της να κάμει τη διάκριση μέσων και
σκοπών. Η ελλαδική διανόηση, αυτόχθων και ετερόχθων, συμπλεγματική απέναντι στη
Δύση (δουλική ή εχθρική), διχάστηκε ανάμεσα στη δυτικολατρεία και τη συνολική
απόρριψη". Η ανορθολογική άποψη για απόρριψη της Δύσης και εχθρότητα προς αυτήν
δεν είναι περισσότερο ανορθολογική από τη διαβεβαίωση των ψύχραιμων ευρωπαϊστών
των ΜΜΕ/ΑΕΙ ότι δίχως τη Δύση θα εξαφανιστούμε (όπως καταποντίστηκε η Κύπρος
μετά την καταψήφιση του σχεδίου Ανάν). Άλλωστε, πολλές φορές (Μετεμφυλιακά) η
Ελλάδα προκειμένου να "σωθεί από την Τουρκία" προσέφευγε στη σωτήρα της Δύση.
Κι
όταν η Δύση,
στην οποία οι
Δυτικιστές
καταφεύγουν "για
να
προστατέψουν
την Ελλάδα από
τους Τούρκους",
υποδεικνύει στους
Ευρωπαϊστές να
"συνεργαστούν"
με την Τουρκία, να "συνδιαχειριστούν"
με την Τουρκία το Αιγαίο, να
αποδεχτούν την
καταπάτηση της
νομιμότητας
στην Κύπρο,
αυτοί αποδέχονται την
συμβουλή των "σωτήρων"
μας θεωρώντας πως έχουν εξασφαλίσει την εξάλειψη του τουρκικού
κινδύνου, πως έχουν καταφέρει τεράστια επιτυχία και, μάλιστα, εσωτερικεύουν τη
συγκεκριμένη θέληση της Δύσης. Αν τέτοια στάση είναι περισσότερο ορθολογική από
τις αντιδυτικές κραυγές των εθνικιστών, κανείς δεν ξέρει, διότι και οι δύο
στάσεις είναι ανορθολογικές.
(21/6/2009)
Δεύτερο πρόβλημα: η κριτική στην "παραδοσιολαγνεία":
Η κριτική αυτή θεωρεί
δεδομένο πως έχει να κάνει με κάτι πέρα για πέρα συντηρητικό, για μια
ιδεολογία
που θέλει να μείνουν τα πράγματα στατικά στην προνεωτερική εποχή, άρα
για έναν
«παραλογισμό» και «ανορθολογισμό». Πρέπει να εξετάσουμε έθνη και ομάδες
εθνών, όπως το
Ιράν και τα απωανατολίτικα αναπτυγμένα έθνη αντίστοιχα (Κίνα, Κορέα,
Ιαπωνία
κοκ). Στα έθνη αυτά υπήρξε σημαντική επαφή με τη δυτική τεχνολογία
ακριβώς από
τους εθνικιστές παραδοσιολάγνους είτε πρόκειται για τους εθνικιστές
Κινέζους και
Κορεάτες είτε για τους ισλαμιστές Ιρανούς. Δηλαδή ενώ ενισχύεται η
αντιδυτική
ρητορεία και η παραδοσιολαγνεία, ταυτόχρονα ωθείται ο κόσμος να έρθει σε
επαφή
με τη δυτική τεχνολογία. Στο Ιράν γίνονται εκλογές (έστω και αν είναι
ελεγχόμενες), εκλέγονται γυναίκες, αναπτύσσεται πυρηνικό πρόγραμμα,
εισάγονται
υπολογιστές, ενώ ταυτόχρονα διακηρύσσεται η πίστη στην παράδοση και το
Ισλάμ.
Μόνο αφελείς θα έβλεπαν αντίφαση στο φαινόμενο αυτό. Οι παραδοσιολάγνοι
ουδέποτε
έχουν κατά νου να αποκοπούν από τις εξελίξεις της τεχνολογίας και της
παγκόσμιας
κοινότητας, διότι ξέρουν ότι πιθανή αποκοπή θα τους καθιστούσε ξανά,
όπως τον
καιρό της αποικιοκρατίας, σκλάβους των Δυτικών. Επιπλέον η
παραδοσιολάγνα
ρητορεία λειτουργεί εξισορροπητικά, δηλαδή όσο πιο πολύ έντονα
εκσυγχρονίζεται
μια παραδοσιακή κοινωνία, τόσο πρέπει να πείθει τον εαυτό της ότι δεν
προδίδει
την ουσία της, ότι υπάρχει μια συνέχεια. Ακόμη και το βίωμα της
παράδοσης είναι
διαφορετικό: Η Ιρανή που διαδηλώνει υπέρ του τσαντόρ και συμμετέχει στις
εκλογές είναι κάτι διαφορετικό από
την Περσίδα προ του 1979 η οποία απλώς το φορούσε. Στην δεύτερη
περίπτωση έχουμε
μια σαφή και αδήλωτη αποδοχή της υπεροχής του άντρα, ενώ στην πρώτη
περίπτωση
έχουμε μια πολιτική ανάδειξη, μια κινητικότητα, μια εισδοχή της γυναίκας
στην
κοινωνία (ακριβώς στο όνομα της υποταγής/απόσυρσης της γυναίκας), η
οποία δεν
δηλώνει πλέον οπωσδήποτε την αποδοχή της άποψης ότι πρέπει να κάθεται
στο σπίτι
και να μη βγαίνει έξω. Εκσυγχρονιστική παραδοσιολαγνεία είχαν και οι
Ναζί. Ενώ
διακήρυτταν την πίστη τους στο ρητό «γη και αίμα», δηλαδή στον ιδεώδη
«αμόλυντο
από τον καπιταλιστικό αστισμό Γερμανό αγρότη», εκβιομηχάνισαν (για
πολεμικούς-επεκτατικούς, βέβαια, λόγους) τη Γερμανία ακόμη περισσότερο,
οδηγώντας την (αγροτική, προ-βιομηχανική) γερμανική παράδοση στον
αφανισμό
ακριβώς στο όνομα της υπεράσπισής της. Ανεξάρτητα με την διαφωνία με το
περιεχόμενο των εθνικισμών αυτών, το συμπέρασμα είναι ότι στην
πραγματικότητα η παραδοσιολαγνεία του εθνικισμού είναι αν όχι «για τα
προσχήματα», πάντως πολύ
λιγότερο βαθιά απ’ ό,τι ο εθνικιστικός λόγος ισχυρίζεται πως είναι. Γι'
αυτό και
οι εθνικιστές όχι σπάνια είναι εξίσου εκσυγχρονιστές με τους
αντιεθνικιστές.
Αλλά ο διαχωρισμός που γίνεται μεταξύ
εκσυγχρονισμού (και φονταμενταλιστικής παραδοσιολατρείας) από τη μία και
στατικής προνεωτερικότητας ή εμμονής στην παράδοση (η οποία δεν νοείται
μουσειακά, ως παράδοση) από την άλλη είναι αυθαίρετος. Για παράδειγμα ο
Κεμαλισμός προχώρησε στον εκτουρκισμό ορισμένων μουσουλμανικών εθνοτήτων της Μ.
Ασίας, ωστόσο πριν από τον Κεμάλ οι Νεότουρκοι στο συνέδριο του 1911 στη
Θεσσαλονίκη είχαν ήδη ταυτίσει τον τουρκισμό με το "μουσουλμανική θρησκεία +
τουρκική γλώσσα". Ο Κεμάλ απλώς ολοκλήρωσε την πραγματοποίηση ενός δόγματος της
Οσμανικής κυβέρνησης που διακηρύχτηκε πριν από αυτόν (γι' αυτό και η αντίθεση
μεταξύ τουρκικού Ισλάμ και κεμαλισμού είναι πολύ λιγότερο σφοδρή από όσο
φαντάζονται οι νεορθόδοξοι και οι ευρωπαϊστές μας) διώχνοντας τους μη
Μουσουλμάνους από την Τουρκία, θεωρώντας τους μη Τούρκους. Άλλο παράδειγμα είναι
η προσαρμοστικότητα της Ρωμανίας, του Βυζαντίου. Ενώ η επίσημη ιδεολογία ήταν
αυτή της αιώνιας ρωμαϊκής απαράλλαχτης παράδοσης, ενώ τα πάντα υποτίθεται ότι
υποτάσσονταν σε αυτήν την παράδοση (και στη χριστιανική) που ξεκίνησε από τον
Αύγουστο, οι αλλαγές στα ήθη, στην τέχνη, στη διοίκηση (θέματα, τίτλοι κ.λπ.)
μέσα σε έντεκα αιώνες δείχνουν μια εκσυγχρονιστική προσπάθεια - δίχως την οποία
άλλωστε η Ρωμανία δε θα επιβίωνε τόσο πολύ. Μόνο σε ένα απολύτως θεωρητικό
επίπεδο έχει νόημα ο διαχωρισμός μεταξύ συντηρητικών και εκσυγχρονιστών ή
προνεωτερικών και νεωτερικών. Έτσι, το επιχείρημα της παραδοσιολαγνείας ισχύει
μόνο θεωρητικά, τόσο στην προνεωτερική (Βυζάντιο) όσο και στη νεωτερική εποχή
(Ναζί, Ιράν), αφού στην πράξη πάντοτε υπήρχε συνέχεια: παραδοσιολάγνας ρητορείας
και εκσυγχρονιστικής πρακτικής. (17/6/2009)
Τρίτο πρόβλημα, η θεώρηση του έθνους-κράτους ως υπαίτιου των πολέμων:
Αναφέραμε
πιο πάνω το λόγο για τον οποίο θεωρούμε πως η αντίληψη, ειδικά ή
αποκλειστικά για το υποκείμενο «έθνος», της εθνικής ταυτότητας ως βασισμένης στο
μίσος είναι αβάσιμη, αφού αντίστοιχα φαινόμενα παρατηρούνται και στις "τάξεις" ή
στο "άτομο". Αβάσιμη είναι και η θεώρηση του έθνους ως υπαίτιου των
πολέμων, με στόχο την κατάργηση των εθνών, ώστε να εκλείψουν οι πόλεμοι. Είναι
προφανές ότι πόλεμοι γίνονταν, καθώς φαίνεται με την ίδια ένταση και συχνότητα,
και πριν την εμφάνιση των εθνών και του εθνικισμού. Ο Ψυχρός Πόλεμος, που
κόντεψε να προκαλέσει τον Γ’ Π.Π. έγινε στο όνομα όχι δύο εθνικισμών, αλλά δύο
οικουμενικών ιδεολογιών, του διεθνισμού και του φιλελευθερισμού. Στο κάτω-κάτω,
όπως είναι συχνό φαινόμενο οι εμφύλιοι πόλεμοι στο εσωτερικό των εθνών, κανείς
δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι εάν καταργηθούν τα έθνη, δε θα υπάρξουν πόλεμοι στο
εσωτερικό μιας ενιαίας ανθρωπότητας.
Αλλά εσφαλμένη είναι άλλωστε η διαπίστωση ότι τα έθνη-κράτη
προκαλούν τους
πολέμους. Οι μεγαλύτεροι μεταπολεμικοί πόλεμοι έγιναν σε πολυεθνικά
κράτη και
όχι μεταξύ εθνών-κρατών. Η Ελλάδα και η Τουρκία παρά την αναμεταξύ τους
έχθρα
δεν έχουν κηρύξει η μία στην άλλη πόλεμο εδώ και ογδόντα χρόνια, ενώ
στην
πολυεθνική Γιουγκοσλαβία και στην πρώην ΕΣΣΔ, παρά την διεθνιστική
προπαγάνδα
δεκαετιών τα έθνη σφάχτηκαν μεταξύ τους. Η δημιουργία εθνών-κράτων μόνο
βραχυπρόθεσμα συνιστά πρόβλημα, λόγω μετακινήσεων πληθυσμών, ανταλλαγών,
βιαιοτήτων κ.λπ. Από εκεί κι έπειτα συνήθως επικρατεί ειρήνη ή
τουλάχιστον "μη
πόλεμος", όπως στις σχέσεις Ελλάδας-Βουλγαρίας, Ελλάδας-Τουρκίας και
στις
σχέσεις των κρατών αυτών με Ρουμανία, Αλβανία. Αντίθετα λοιπόν από τους
κήρυκες του αντεθνικισμού, εκεί όπου έγιναν συμφωνημένες ανταλλαγές
πληθυσμών
και τα έθνη χώρισαν οριστικά ή τουλάχιστον ξεκαθάρισαν τη θέση τους ως
προς τα
γειτονικά τους, η ειρήνη κρατά δεκαετίες. Η "προ-εθνική" κατάσταση (της
Οσμανικής αυτοκρατορίας) των Βαλκανίων, η οποία εμμέσως πλην σαφώς
θεωρείται
ειδυλλιακή από τους αντιεθνικιστές ήταν μια κατάσταση στην οποία οι μεν
Τούρκοι-Μουσουλμάνοι κυριαρχούσαν και οι δε ορθόδοξοι Βαλκάνιοι
καταπιέζονταν ή
σφαγιάζονταν όποτε προσπαθούσαν να αποτρέψουν την καταπίεση: ασφαλώς
τέτοιου είδους "συνύπαρξη" με όρους εκμετάλλευσης δεν συνιστά ανώτερη
τού
έθνους-κράτους κατάσταση μόνο και μόνο επειδή δεν γίνονταν βίαιες
ανταλλαγές πληθυσμών κι
επειδή όλοι ζούσαν μαζί κι όχι χωριστά, διότι η καταπίεση των
υποταγμένων
ήταν συνεχής (400-500 χρόνια), ενώ οι ανταλλαγές πληθυσμών έγιναν μεταξύ
1910-1925
(βίαιες μετακινήσεις πληθυσμών και αλλοίωση της εθνολογικής σύνθεσης
γίνονταν
και κατά την Τουρκοκρατία).
Τέταρτο πρόβλημα: η αθώωση των "λαών" στο όνομα του αντιεθνικισμού:
Η ρήση ότι «οι λαοί δεν έχουν να χωρίσουν τίποτα» δεν είναι παρά ένα
ευχολόγιο. Καθημερινά διαψεύδεται από την πραγματικότητα. Όσοι προβάλλουν τέτοια
ιδεολογήματα πρέπει κάποτε να μάθουν τη διαφορά μεταξύ ευχολόγιου και ανάλυσης
της πραγματικότητας.
Εάν οι «αντεθνικιστές» εννοούσαν την πρώτη ερμηνεία, ότι πρόκειται περί
ευχολόγιου, δηλαδή «οι λαοί δεν πρέπει να εχθρεύονται αναμεταξύ τους», τότε
καλώς, είναι μια επιδίωξη για το μέλλον. Εάν όμως – και μάλλον έτσι την
αντιλαμβάνονται οι ίδιοι – εννοούν την δεύτερη ερμηνεία, δηλαδή ότι από τώρα,
ήδη οι λαοί, όπως αυτοί είναι σήμερα ή από παλιά ώς τώρα, δεν έχουν να
χωρίσουν τίποτα, τότε πρόκειται για χαρακτηριστική περίπτωση όπου κάποιος, χάρη
στις ιδεολογικές παρωπίδες του, μετατρέπει ένα ιδεώδες σε απτή πραγματικότητα. Η
αρχή ότι «οι λαοί δεν έχουν να χωρίσουν τίποτα», αποτελεί εφεύρεση όχι των λαών
αλλά των διανοουμένων, όπως έχει πει ο Κονδύλης, γι’ αυτό άλλωστε δεν αποσύρεται ποτέ, αλλά είναι δυνατόν
συνεχώς να διακηρύσσεται από τους διανοούμενους, όσο κι αν την διαψεύδει η
εμπειρία. Αντεθνικιστικές αναλύσεις του βάθους και του επιπέδου της παραπάνω
ρήσης δεν εξηγούν κι ούτε θα μπορέσουν να εξηγήσουν γιατί οι λαοί ήταν
και είναι τόσο «ηλίθιοι», ώστε να ξεγελιούνται ειδικά με αυτόν τον τρόπο (τον
εθνικισμό), ούτε τι είναι αυτό που κάνει τους λαούς τόσο ευπαθείς στην
συγκεκριμένη (τον εθνικισμό) υποτιθέμενη προπαγάνδα της κυρίαρχης τάξης αντί
κάποιας άλλης υποτιθέμενης προπαγάνδας. Εάν εντελώς διαφορετικοί λαοί σε εντελώς
διαφορετικές εποχές ακολούθησαν τόσο πρόθυμα τις ηγεσίες τους σε άπειρους
πόλεμους, τότε θα πρέπει να αναρωτηθούμε πολύ για το δήθεν «αυτονόητο» που
εκφράζει η ρήση «οι λαοί δεν έχουν να χωρίσουν τίποτα, παρά μόνο οι ελίτ τους».
Ότι υπάρχει άρχουσα τάξη δε συνεπάγεται ότι τα συμφέροντά της δεν συμπίπτουν με
αυτά του λαού ή ότι δεν τα ενστερνίζεται, πρόθυμα ή λόγω προπαγάνδας αδιάφορο, ο
λαός. Ούτε βέβαια ότι δεν υπάρχουν περιπτώσεις που υπερισχύουν ως εθνικά
συμφέροντα αυτά που κρίνει ο λαός. Βλ. δημοψήφισμα για το σχέδιο Ανάν,
ενθουσιασμό Αυστριακών και Γερμανών για την ένωση Γερμανίας-Αυστρίας, ανατροπή
του φιλογερμανικού γιουγκοσλαβικού καθεστώτος πριν από τον Β' Π.Π. Τίποτε δεν
αποκλείει ο λαός να συμφωνεί με την ελίτ ή με ορισμένα τμήματα των ελίτ και να
μοιράζεται την ίδια αντίληψη για το πρακτέο στην εξωτερική πολιτική, ανεξαρτήτως του αν στα υπόλοιπα
θέματα ο λαός αντιμάχεται την ελίτ της χώρας του.
Συνήθως
από τους αντιεθνικιστές παρουσιάζεται ο εθνικισμός ως προσπάθεια
αποπροσανατολισμού του λαού από τα πραγματικά, τα εσωτερικά, οικονομικά
προβλήματά του. Έτσι, μετατίθεται η προσοχή του κόσμου από τα υπαρκτά και σοβαρά
εσωτερικά προβλήματα στα ανύπαρκτα ή λιγότερο σοβαρά εξωτερικά προβλήματα. Η
θεωρία αυτή της μετάθεσης του ενδιαφέροντος αληθεύει, όμως αληθεύει και
αντίστροφα, αν και οι αντιεθνικιστές τονίζουν τη μία φορά: Για παράδειγμα στην
Κύπρο μετά το 1974, προκειμένου να μην εστιάζεται η προσοχή του κόσμου στο
γεγονός της ήττας και του ακρωτηριασμού της κυπριακής δημοκρατίας, έπεσε μπόλικο
χρήμα, δημιουργήθηκε μια επίπλαστη (λόγω τουρισμού) αίσθηση πλούτου και άνεσης.
Αλλά η ίδια η θεωρία της μετάθεσης των προβλημάτων από τα μέσα προς τα έξω (και
το αντίστροφο) σφάλλει στο εξής σημείο: Προϋποθέτει μια κοινωνία που εν τέλει
είναι κάτι άλλο από τους φορείς, τους εκπροσώπους της και τους μηχανισμούς
παραγωγής ιδεολογίας της, και η οποία καθοδηγείται άβουλη από τους παραπάνω και
ειδικά από τις "εθνικιστικές κυβερνήσεις". Αλλά όλοι αυτοί είναι μέρος
της κοινωνίας, η οποία άλλωστε περιλαμβάνει απόψεις πολλές και διαφορετικές.
Άλλωστε, αν ο
εθνικισμός ήταν λύση στα εσωτερικά προβλήματα που δεν σηκώνουν λύση και είναι
αφόρητα, τότε εθνικιστικά φαινόμενα θα παρατηρούσαμε μόνο σε φτωχές χώρες. Αλλά
και οι Μεγάλες Δυνάμεις, οι οποίες ευημερούν συγκριτικά με τις υπόλοιπες χώρες
(και ο πλούτος όπως και τα εσωτερικά προβλήματα είναι συγκριτικό μέγεθος)
συντηρούν και αναπαράγουν τέτοιες εθνικιστικές αντιλήψεις π.χ. Αμερικανοί στο
Ιράκ, Βρετανοί για Β. Ιρλανδία, νησιά Φώκλαντ κ.λπ. Το ζήτημα δεν είναι αν ο
εθνικισμός εμφανίζεται και σε πλούσιες (=πλουσιότερες) ή μόνο φτωχές χώρες, αλλά
αν εμφανίζεται σε περιόδους κατά τις οποίες οι πλούσιες χώρες ευημερούν. Αυτό
πράγματι συμβαίνει (π.χ. ΗΠΑ των δεκαετιών του 1980-90). Πράγμα που συνεπάγεται
ότι ο εθνικισμός-λαϊκισμός δεν προωθείται από τις ελίτ μόνον "όταν δεν μπορούν
να καλύψουν την πλήρη αποτυχία τους σε κρίσιμους τομείς διαχείρισης". Τη
δεκαετία του '90 οι ΗΠΑ κυριαρχούσαν οικονομικά και πολιτικά, αλλά ο
παναμερικανισμός, η αλαζονεία του μέσου Αμερικανού και οι απροκάλυπτες
παραβάσεις του διεθνούς δικαίου (εν ονόματι των ανθρωπίνων δικαιωμάτων) είχαν
κορυφωθεί. Επομένως τα αίτια της εμφάνισης του εθνικισμού σε πλούσιες,
ευημερούσες ή σε σχετική κρίση, χώρες, δεν μπορεί να είναι απλώς η οικονομική
κρίση και η ανεπάρκεια διαχείρισης των κοινωνικών προβλημάτων. Άλλωστε η σχέση
μεταξύ οικονομικής/κοινωνικής κρίσης και εμφάνισης/προώθησης του εθνικισμού δεν
είναι τόσο απλή, όσο οι αντιεθνικιστές υποθέτουν: Ενδεχομένως μια
οικονομική/κοινωνική κρίση να οδηγήσει στον εθνικισμό, να τον κάνει προτιμότερο
στις μάζες αλλά και στις ελίτ. Αλλά μια παρόμοια οικονομική/κοινωνική κρίση έχει
αποδειχθεί ιστορικώς ότι μπορεί να οδηγήσει και σε αριστερές επαναστάσεις κι
εξεγέρσεις. Μόνο αν κάθε κρίση οδηγούσε σε έξαρση του εθνικιστικού
αισθήματος θα μπορούσαμε να δεχτούμε τη θεωρία για τεχνητή και σκόπιμη μετάθεση
του ενδιαφέροντος του λαού από τα εσωτερικά στα εξωτερικά προβλήματα εκ μέρους
των ελίτ. (10/11/2008).
Η περίεργη αυτή αγαπολογία και αγαποσύνη των αντιεθνικιστών για τους λαούς
εμπεριέχει ιδεαλιστικές αντιλήψεις. Οι αντιεθνικιστές λ.χ. της Ελλάδας "αγαπούν
τον τουρκικό λαό" ως τέτοιον, ως λαό τάχα αμέτοχο σε ό,τι διαδραματίζεται στην
ιστορία. Ουδόλως τους ενδιαφέρει να δουν κατά πόσο ο λαός εστερνίζεται τις
αντιλήψεις της ελίτ του και σε ποιο βαθμό αυτές πηγάζουν από τον λαό (τον
πολιτισμό, τις αντιλήψεις του κ.ο.κ.). Τους ενδιαφέρει να αγαπήσουν τον τουρκικό
λαό όχι ως τουρκικό λαό, αλλά ως λαό. Όμως δεν υπάρχει
"λαός" ούτε "άνθρωπος". Υπάρχουν συγκεκριμένοι λαοί και άνθρωποι, με
συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και συγκεκριμένη συμπεριφορά. Η αγάπη προς κάτι
ανεξάρτητα από την ποιότητά του είναι αγάπη προς ένα φάντασμα: συγκεκριμένα,
αγάπη προς μια εξιδανικευμένη καρικατούρα του τουρκικού λαού. Την ίδια στιγμή
που οι Έλληνες αντιεθνικιστές διακηρύσσουν "οι Έλληνες είναι ρατσιστές"
ισχυρίζονται ότι "η συλλογική ευθύνη είναι φασιστική". Αν αυτό δεν είναι
αντίφαση, τότε τι είναι;
Επιπλέον είναι αφελής η αντίληψη ότι μέσω της παραχάραξης της
ιστορίας οι λαοί θα συμφιλιωθούν κι ότι αμβλύνοντας την εχθρική αντίληψη για τα
γειτονικά έθνη στα σχολικά βιβλία τους, οι λαοί θα ξεχάσουν τις διαφορές τους.
Το παράδειγμα της ΕΣΣΔ, όπου επί 70 χρόνια όλοι διδάσκονταν στα σχολεία της ΕΣΣΔ
πως είναι σοβιετικά αδέλφια δίχως διαφορές και μετά το 1991 άρχισαν να
αλληλοσφάζονται, θα έπρεπε να προβληματίσει πολλούς. Το ωραίο είναι ότι οι
διανοούμενοι και οι δημοσιογράφοι παίρνουν τοις μετρητοίς ό,τι λέγεται στη Δύση
δίχως να κοιτάν τι γίνεται στη Δύση: δεν βλέπουν ότι οι Αμερικάνοι είναι ικανοί
για χάρη του εθνικού συμφέροντός τους να εφαρμόσουν σκληρά οικονομικά αντίμετρα,
ότι οι Γάλλοι να φτιάξουν νόμους για τη γλώσσα, και ότι οι κοσμοπολίτες Άγγλοι..
κυκλοφορούν έχοντας την αγγλική σημαία στα μπλουζάκια τους δίχως να αισθάνονται
φασίστες, ούτε καν ιμπεριαλιστές.
Ο λόγος που οι εθνικισμοί και οι εθνολαγνείες αναβίωσαν στα Βαλκάνια
και την Αν. Ευρώπη μετά το 1989 δεν είναι κάποια «παιδική αρρώστια» δεκάδων
εκατομμυρίων ανόητων «ανορθολογιστών»,
οι οποίοι θέλησαν να βρουν ψυχικό
αποκούμπι στην παράδοση, όπως βαθυστόχαστα αποφαίνονται οι Έλληνες και
Δυτικοί
στοχαστές. Οι λόγοι είναι κυρίως δύο. Ο πρώτος είναι ότι το έθνος
φαίνεται στα μάτια των όψιμων εθνολάγνων ανατολικοευρωπαϊκών εθνών να
είναι η πλέον ελάχιστη πολιτική μονάδα η
οποία μπορεί να αντιπροσωπεύσει μια κοινωνία κι έναν λαό στην παγκόσμια
κοινωνία. Ούτε τα άτομά της ούτε οι «εκπολιτιστικοί σύλλογοι» ή οι ΜΚΟ
(με την
εξαίρεση όσων επωφελούνται οικονομικά από αυτές) δεν έχουν τέτοια
δυνατότητα εμφάνισης και αξίωσης για (οικονομική, πολιτική, στρατιωτική)
συνδιαλλαγή με τη διεθνή κοινότητα. Εάν λοιπόν μια κοινωνία θέλει να
ζητήσει
κάτι από μόνη της (δίχως άλλες ανόμοιες κοινωνίες), τότε πρέπει να το
ζητήσει
εμφανιζόμενη ως έθνος-κράτος. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι θέλει, κάθε
έθνος, να
διαπραγματεύεται μόνο του τα συμφέροντά του, δίχως την συναίνεση άλλων
εθνών.
Εάν αυτή η διαδικασία φαίνεται πως οδηγεί στην σύρραξη μεταξύ πρώην
ομόσπονδων (πρώην Γιουγκοσλάβων ή λαών της πρώην ΕΣΣΔ) εθνών «για το
πάπλωμα»,
τότε πρέπει να παραδεχτούμε πως αυτή η (σε διάφορους βαθμούς) σύρραξη
δεν είναι
περισσότερο «ανορθολογική» ή οπισθοδρομική από τις διαμάχες μεταξύ των
συγγενών
και κληρονόμων ενός πολύ πλούσιου αποθανόντος, οι οποίες μπορεί να
κυμαίνονται
από ατελείωτες δίκες έως και ανθρωποκτονίες, ώστε καθένας να
κληρονομήσει όσα
περισσότερα γίνεται. Δεν προσπαθούμε φυσικά να παρουσιάσουμε ως
ακίνδυνες τις
συρράξεις, αλλά να δείξουμε τον παραλληλισμό και συνεπώς την υπερβολή
στις
αποφάνσεις περί «ανορθολογισμού» που οι «έλλογοι» αντιεθνικιστές κάνουν.
Αντίστοιχα μπορεί κανείς να αναφερθεί και στους λόγους που κάνουν
όλους να θεωρούν αβλαβείς τους δυτικοευρωπαϊκούς εθνικισμούς και ανύπαρκτο το
ενδεχόμενο πολέμου μεταξύ των δυτικοευρωπαϊκών εθνών. Δεν είναι ότι οι
εθνικισμοί υποχώρησαν ή ότι επικράτησε στα μυαλά των Δυτικοευρωπαίων ο Ορθός
Λόγος, αλλά επειδή τα δυτικοευρωπαϊκά έθνη αποδυναμώθηκαν τόσο πολύ, ώστε
αδυνατούν να πολεμήσουν ξανά δίχως να υποβιβασθούν, από οικονομική-κοινωνική
άποψη, στο επίπεδο των λαών του Καυκάσου καιτ ων Βαλκανίων. Επιπλέον σήμερα η Δ. Ευρώπη δεν
κυριαρχεί στον κόσμο. Οι ενδοευρωπαϊκοί πόλεμοι δεν θα είχαν κανένα αποτέλεσμα
για την μοιρασιά του κόσμου, ενώ αντίθετα οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι (ειδικά ο
Α’) έγιναν ακριβώς ώστε να επαναοριοθετηθούν οι παγκόσμιες βλέψεις της κάθε μιας
ευρωπαϊκής Δύναμης. Η Αγγλία κατείχε πάμπολλες αποικίες, ενώ η Γερμανία
ελάχιστες, ένας πόλεμος μεταξύ τους ήταν εξηγήσιμος στη βάση του ότι από την
έκβασή του παίζονταν πάρα πολλά: η παγκόσμια κυριαρχία στις αποικίες. Σήμερα
καμμιά ευρωπαϊκή χώρα δεν είναι Δύναμη πρώτου μεγέθους, συνεπώς κάθε διαμάχη
μεταξύ των δυτικοευρωπαίων θα ήταν άνευ ουσιαστικού περιεχομένου. Ώστε δεν είναι
οι Δυτικοευρωπαίοι οι «πεφωτισμένοι» που έμαθαν από τα λάθη τους και οι οποίοι
ανακάλυψαν πόσο κακός είναι ο εθνικισμός, σε αντίθεση
με τους εν σκότει Ανατολικοευρωπαίους. Είναι μάλλον η ανημποριά τους να κάνουν
πόλεμο δίχως αυτομάτως να διαλυθούν εκπίπτοντας σε καταστάσεις Ναγκόρνο Καραμπάχ
και Κοσόβου ή στην κατάσταση στην οποία βρίσκονταν στα 1945. Οι αντιεθνικιστές
που θεωρούν την Ευρωπαϊκή Ένωση έλλογο ξεπέρασμα (και όχι ξεπέρασμα λόγω ανάγκης)
των δυτικοευρωπαϊκών εθνικισμών θεωρώντας το πρότυπο προς εξαγωγή για τους
«υπανάπτυκτους Βαλκάνιους», θα εκπλαγούν εάν τυχόν η Ε.Ε. διαλυθεί (ή
αποδυναμωθεί πολύ) λόγω εσωτερικών προβλημάτων (π.χ. κατανομής των κοινοτικών
πόρων, ισχυρής διαφωνίας για τη χάραξη πολιτικών κ.ά. στρατηγικών, αμερικανικών
παρεμβάσεων, αντιδημοκρατικών τακτικών κ.ο.κ.).
Οι αντιεθνικιστές θεωρούν ότι η ιδέα
του έθνους είναι κατακριτέα επειδή το έθνος χωρίζει τους ανθρώπους. Δεν
αντιλαμβάνονται ότι κάθε ιδέα, ακόμη και η πιο ανθρωπιστική χώριζε και
χωρίζει, στην πράξη ή
δυνάμει, τους ανθρώπους και ότι, επομένως, η κριτική ειδικά στην εθνική
ιδέα
βάσει του διαχωρισμού των ανθρώπων είναι εσφαλμένη. Όταν μια ιδέα
γίνεται
οικουμενική, τότε αυτομάτως αναφύονται διαφορετικές ερμηνείες της και
αναπόφευκτα προκύπτουν συγκρούσεις για το ποιος κατέχει την ορθή
ερμηνεία. Ακόμη
και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα διχάζουν, διότι υπάρχουν διαφωνίες σχετικά
με το
εύρος του περιεχομένου τους καθώς και με τον τρόπο με τον οποίο θα
επιβάλλονται. Αν υιοθετήσουμε την άποψη
πως ο,τιδήποτε χωρίζει τους ανθρώπους (ιδέα, χαρακτηριστικό κ.λπ.)
πρέπει να
εξαλειφθεί, τότε θα έπρεπε να εξαλειφθεί κάθε ιδέα και κάθε
νοηματοδότηση, όχι
μόνο η εθνική, διότι πάντοτε καταλήγουμε στη διαμάχη για την Ορθή
ερμηνεία (του
έθνους, της αγάπης, των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, του Σοσιαλισμού κ.ο.κ).
Συνεπώς οι αντιεθνικιστές χρησιμοποιούν ένα επιχείρημα το οποίο
στρέφεται εναντίον κάθε ιδέας (η οποία απαιτεί ερμηνεία και, συνεπώς,
ηγέτη-ερμηνευτή) και δεν αντιλαμβάνονται ότι στην πραγματικότητα
χρησιμοποιούν ένα ψευδοεπιχείρημα, αφού η κριτική τους αναγκαστικά
εστιάζεται σε
ειδικότερα θέματα. (2/3/2009)
Έχουν βέβαια,
ορισμένοι, δίκαιο όταν κάνουν λόγο για εθνολαϊκισμό. Τέτοια κατάσταση είναι
υπαρκτή. Υπαρκτή όμως είναι και η εκδοχή εκείνη του λαϊκισμού, την οποία
μπορούμε να ονομάσουμε αντεθνολαϊκισμό. Τέτοιος λαϊκισμός υπάρχει στις
αντιεθνικιστικές ρητορείες για περικοπή (και όχι εξορθολογισμό) των στρατιωτικών
δαπανών. Για παράδειγμα διατυπανίζεται ότι αντί για αγορά Χ αρμάτων μάχης ή
πολεμικών αεροσκαφών η Ελλάδα θα μπορούσε να διαθέσει πόρους για Ψ νοσοκομεία ή
σχολεία στο τάδε ακριτικό νησί ή στον Έβρο. Παραγνωρίζεται ότι και η Τουρκία,
κατακτώντας ίσως τα ελληνικά αυτά εδάφη εξαιτίας της ανυπαρξίας αποτελεσματικών
ελληνικών Ε.Δ. θα μπορούσε να κτίσει δεκάδες Ψ νοσοκομεία ή σχολεία σε αυτά:
αλλά θα ήταν πλέον τουρκικά νοσοκομεία και σχολεία. Γιατί όσο λαϊκιστικό είναι
να στρέφεται η προσοχή του λαού στα εθνικά θέματα συνεχώς και να
αποπροσανατολίζεται από τα σοβαρά προβλήματα της επικαιρότητας, άλλο τόσο
λαϊκιστική είναι η - με υποσχέσεις ευημερίας - προτροπή να κοιμάται ήσυχος και
να μην στρέφει την προσοχή του και στα θέματα αυτά, διότι είναι ασφαλής
και κανείς γείτονας δεν μπορεί/θέλει να τον βλάψει. Τέτοια αντεθνολαϊκιστική
λογική είτε της μάσας και της υπερκατανάλωσης (τύπου δεκαετίας του '80) είτε της
αυταπάτης της διεθνιστικής ρητορείας ("οι λαοί δεν έχουν τίποτε να χωρίσουν και
είναι φύσει καλοί") και του ψευδοεκσυγχρονισμού/ορθολογικότητας είναι ακριβώς
τόσο επικίνδυνη όσο ο "εθνολαϊκισμός". Ο αντεθνολαϊκισμός, λοιπόν, παραγνωρίζει,
όπως και ο εθνολαϊκισμός, ότι τόσο η παραμέληση των εθνικών κινδύνων και της
ασφάλειας όσο και η υπερενασχόληση (συχνά με "εθνικόφρονα" διάθεση) δεν
συμφέρουν κανέναν. Ωστόσο μόνο ο εθνολαϊκισμός διακηρύσσεται ως επικίνδυνος ή
γραφικός, ενώ είναι απλώς η μία όψη του ίδιου νομίσματος. (21/6/2009)
Πέμπτο πρόβλημα: οι
θριαμβολογίες για το τέλος του έθνους: Ασφαλώς οι απόψεις για τον αιώνιο
χαρακτήρα του έθνους ή της παράδοσης είναι αφελείς. Ωστόσο αυτό που μετρά
πρακτικά είναι όχι εάν υπάρχει «αιώνια ουσία» του έθνους παρά εάν συγκεκριμένοι
άνθρωποι θέλουν και μπορούν, ακόμη και επιστρατεύοντας μύθους, να δράσουν ως
έθνη ορίζοντας τον εαυτό τους ως έθνος, περιχαρακωμένοι σε αυτό. Εάν οι
συλλογικοί μύθοι αυτοί προέρχονται από αυθεντικές λαϊκές παραδόσεις που αργότερα
υπέστησαν επεξεργασία από τους εθνικιστές διανοούμενους ή εάν είναι χυδαία
εθνοκρατική προπαγάνδα, αυτό είναι πρακτικώς, δηλαδή αναφορικά με τη συλλογική
δράση μιας κοινωνίας, αδιάφορο, άπαξ οι λαϊκοί μύθοι ή η κρατική προπαγάνδα έχει
πλέον ριζώσει. Άπαξ και μια συλλογική οντότητα αποδέχεται έναν μύθο (βασισμένο ή
μη στην πραγματικότητα) και δρα βάσει αυτού, δεν έχει καμμία σημασία εάν το
έθνος είναι «εποικοδόμημα» και «φτιαχτό ιδεολόγημα». Οι Τούρκοι λ.χ. μπορεί στην
πραγματικότητα να κατάγονται κατά βάση από εξισλαμισμένους Έλληνες, Αρμένιους
και Κούρδους, ωστόσο εφόσον δρουν (είτε «κεμαλικά» είτε ως ισλαμιστές) ως
τουρκικό έθνος, θα ήταν αφελές να θεωρηθεί το τουρκικό αυτό έθνος ανύπαρκτο
(λέγοντας π.χ. ότι «οι Τούρκοι είναι Έλληνες» [και... θα επανελληνιστούν]) επειδή βασίζεται στην, όντως
ψευδή, κοσμοεικόνα για προαιώνια αμόλυντη τουρκική φυλή-έθνος. Οι
Σλαβομακεδόνες, είτε πριν θεωρούσαν τον εαυτό τους έθνος μακεδονικό είτε όχι,
πλέον είναι ένα έθνος. Τα παραπάνω δείχνουν και το μέλλον του εθνικισμού: Εάν οι
λαοί συνεχίσουν να θέλουν να είναι έθνη πιστεύοντας ότι έτσι εξυπηρετούνται τα
συμφέροντά τους, τότε ο εθνικισμός δε θα πεθάνει. Εάν πάλι οι συλλογικές
οντότητες πιστέψουν (ασχέτως του αν αυτή η πίστη αληθεύει) ότι το έθνος
δεν μπορεί να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά τους, εάν πιστέψουν λ.χ. ότι οι ενώσεις
εθνών είναι λειτουργικότερες, τότε το έθνος θα ξεχαστεί σταδιακά. Το παράδειγμα
της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας είναι σαφές: αποκτώντας το δικαίωμα του ρωμαίου
πολίτη και ό,τι οφέλη αυτό παρείχε, σταδιακά οι λαοί της Αυτοκρατορίας ένοιωθαν
περισσότερο Ρωμαίοι παρά (εκλατινισμένοι ή εξελληνισμένοι) Σύροι ή Αιγύπτιοι ή
Ιλλυριοί.
Ενάντια στις απόψεις περί μη αντικειμενικής ύπαρξης του έθνους είναι και η ίδια
η ιστορία, αφού τα έθνη επιβίωσαν και δείχνουν να αντιστέκονται τόσο σε
ατομικιστικές όσο και αεθνικές ιδεολογίες. Το μέλλον φυσικά είναι άγνωστο.
Ωστόσο θα έπρεπε να αναρωτηθούμε για το μέλλον των τωρινών προφητειών περί
εξαφάνισης του έθνους, ακριβώς επειδή οι θεωρίες που παλιότερα προέβλεπαν
εξαφάνιση του έθνους στο σημείο αυτό διαψεύστηκαν. Πόσο μάλλον πρέπει να
αναρωτηθούμε, τη στιγμή που η ιδεολογική επίθεση στο έθνος (μέσω του
πολυπολιτισμού, της πρόφασης για προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων κ.λπ.)
συμφέρει (και οφείλεται σ' αυτήν) την ενδυνάμωση/αυτοσυντήρηση ενός
συγκεκριμένου έθνους, του αμερικανικού, το οποίο "αμερικανοποιεί" τα υπόλοιπα
έθνη εξάγοντας το (όχι ακριβώς και το καλύτερο δυνατό) πολιτιστικό προϊόν του
(ροκ, ταινίες χόλιγουντ, μακντόναλντς) και πείθοντάς τα ότι η αποδοχή του
συνιστά "εξάλειψη των εθνικών διαφορών όλων των εθνών".
Ειδικότερα προβληματική
φαντάζει η άποψη ότι, ακόμη και αν αυτό υπάρχει αντικειμενικά, το έθνος
προκαλεί
συγκρούσεις και γι' αυτό πρέπει να διαλυθεί ή να πάψει να μας απασχολεί.
Η άποψη
αυτή παραγνωρίζει αντίστοιχες συνέπειές της για το άτομο (με την ίδια
λογική,
δηλαδή, θα έπρεπε όλοι οι άνθρωποι να χειρουργηθούν, ώστε να αποκτήσουν
ίδιο
πρόσωπο και χρώμα δέρματος, "ώστε να μην έχουν διαφορές αναμεταξύ τους",
αφού
"οι διαφορές γεννούν συγκρούσεις" [παραδόξως, σύμφωνα με τους
αριστεροφιλελεύθερους "ειρηνιστές" οπαδούς της άποψης ότι οι εθνικές
διαφορές
γεννάν συγκρούσεις, ουδεμία βίαιη σύγκρουση δεν γεννούν ή δεν πρέπει να
γεννούν
οι κοινωνικές διαφορές στην κατοχή πλούτου ή η ατομική διαφορά ευφυΐας ή
ομορφιάς ή κατοχής πλούτου]) αλλά και ότι μια από τις κύριες συνέπειες
της
ελευθερίας (ελευθερίας εντός των πλαισίων της εκάστοτε εποχής) είναι η
διαφοροποίηση, του ενός ατόμου από το άλλο, του ενός έθνους από το άλλο.
Μόνο με
κατάργηση της (όποιας) ελευθερίας είναι δυνατή η ομοιομορφία που οι
ενάντιοι
στην ύπαρξη του έθνους προτείνουν. Ακόμη όμως και αν η εθνική (ή άλλες,
πιο
τοπικές ταυτότητες) ταυτότητα χανόταν και για μια στιγμή όλοι οι
άνθρωποι,
παντού, ήταν ίδιοι, αμέσως θα άρχιζε η διαδικασία σχηματισμού νέων
ταυτοτήτων σε
ατομική, σε τοπική ή σε (πρώην) εθνική κλίμακα. Και νέες ταυτότητες
σημαίνει νέοι διαχωρισμοί, άρα νέες αντιπαραθέσεις και πόλεμοι. Φυσικά
όλοι οι
υπέρμαχοι της κατάργησης των εθνών, δεν αντιλαμβάνονται ότι
μόνο κάτι τέτοιο πρόκειται να συμβεί και νομίζουν ότι άμα καταργηθούν τα
έθνη και τα έθνη-κράτη θα επικρατήσει η παγκόσμια συμφιλίωση.
Επαναλαμβάνουμε: Όπως η
δημιουργία του έθνους μετέτρεψε τους τοπικούς πολέμους σε εμφύλιους
εθνικούς και
δεν τους εξάλειψε, έτσι και η δημιουργία ενός παγκόσμιου κράτους (ή η
κατάργηση
των εθνών και των εθνικών κρατών) δε θα εξαλείψει τους εθνικούς
πολέμους, αλλά
απλώς θα τους μετατρέψει σε εμφύλιους παγκόσμιους.
Τα εθνοκράτη δεν μπορούν να μείνουν
κλειστά, αλλά το μέλλον τους δεν είναι δεδομένο, δεν είναι δηλαδή σίγουρο ότι θα
εξαφανιστούν. Γιατί δεν αρκεί η παρακμή του έθνους κράτους, αν μπορεί να
χαρακτηριστεί έτσι η σημερινή κατάσταση (πράγμα συζητήσιμο), για να γίνει
αποδεκτό ότι ήρθε το τέλος του, αλλά και η δυνατότητα είτε κάποιος να επιβληθεί
παγκοσμίως ως πολιτική υπερεθνοκρατική εξουσία είτε να ομονοήσουν τα εθνοκράτη
σχηματίζοντας παγκόσμια πολιτική εξουσία. Ότι γίνονται διάτρητα τα εθνοκράτη από
την παγκοσμιοποίηση συνεπάγεται ότι γίνονται και ανίσχυρα, είναι αλήθεια.
Αναφορικά για τα ισχυρότερα, όμως, κάτι τέτοιο δεν ισχύει: Στην πραγματικότητα
τα ισχυρότερα εθνοκράτη θεωρούν συμφέρον τους την παγκοσμιοποίηση. Η
παγκοσμιοποίηση δηλαδή δεν είναι κάτι φυσικό, αυτόματο και λογικό, αλλά επιλογή
των ισχυρότερων εθνών (που φυσικά πιστεύουν ότι έχουν να χάσουν λιγότερα αυτά, ή
τουλάχιστον οι ελίτ τους). Μάλιστα
στο βαθμό που οι ελίτ αυτές δεν προχωρούν
σε ίδρυση παγκόσμιου κράτους, σημαίνει ότι, τουλάχιστον γι' αυτές, το έθνος
κράτος είτε είναι χρήσιμο ακόμη είτε είναι αδύνατο να καταστραφεί (ακόμη). Δίχως
παγκόσμια πολιτική εξουσία, όμως, είναι αδύνατη η εξαφάνιση, ουσιαστική ή
τυπική, του έθνους κράτους. Και παγκόσμια πολιτική εξουσία σημαίνει ότι υπάρχει
ένα παγκόσμιο κράτος το οποίο έχει πλανητικά τις αρμοδιότητες και την εξουσία
που έχει ένα σημερινό εθνοκράτος στην επικράτειά του. Το ότι υπάρχουν ο ΟΗΕ και
οι κανόνες του δε συνεπάγεται την δημιουργία παγκόσμιου κράτους ή την τάση για
κάτι τέτοιο, αφού όπως βλέπουμε στον ΟΗΕ επικρατούν τα ισχυρότερα εθνοκράτη
επιβάλλοντας τις επιλογές τους, δίχως να ιδρύεται ένα παγκόσμιο κράτος.
(7/9/2008)
Αυτά όλα δεν λέγονται για να πειστούν οι πάντες να ασχολούνται μέρα-νύχτα με το
έθνος. Η ενασχόληση αυτή είναι νοσηρή κατάσταση, έτσι ασχολούνται οι εθνικιστές.
Ούτε με την κοινωνία ή το άτομο μπορεί κανείς να ασχολείται όλον τον καιρό. Ο
εθνολάγνος θα αναγκαστεί να ασχοληθεί και με το άτομό του, θα ασχοληθεί και με
τα κοινωνικά προβλήματα της χώρας του. Ο ατομικιστής θα ασχοληθεί και με την
κοινωνία, γιατί δε ζει μόνος του. Ο κοινωνιστής θα ασχοληθεί και με το άτομο και
με το έθνος, ώστε να έχει "συνολική πρόταση". Επομένως δεν τίθεται θέμα τα
παραπάνω γραφόμενα να είναι προσπάθεια το έθνος να τεθεί πρώτο στις
προτεραιότητές μας, αλλά απλώς να σταματήσει η αμφισβήτηση της ύπαρξής του. Όσο
υπάρχει αυτό, υπάρχει και η κοινωνία και τα άτομα.
Έκτο πρόβλημα, ο
αδικαιολόγητος ελιτισμός των αντεθνικιστών:
Η προσπάθεια αποδόμησης της
εθνικής ταυτότητας βασίζεται και στο επιχείρημα πως μόνο επιστήμονες ιστορικοί,
ειδικά πανεπιστημιακοί, έχουν το δικαίωμα να κρίνουν τι είναι ιστορία και τι
παραμύθια, και όχι οι.. housewives και η πλέμπα. Τέτοια
επιχειρήματα, επιπέδου Ιού
της Ελευθεροτυπίας,
βασίζονται στο ιδεολόγημα ότι η Ιστορία είναι μια επιστήμη όπως τα Μαθηματικά ή
η Φυσική, που δεν επιδέχονται ιδεολογικοπολιτικές παρεμβάσεις. Βεβαίως κάτι
τέτοιο δεν ισχύει. Αν ωστόσο οι (...αντικαθεστωτικοί) αριστεροφιλελεύθεροι
εμπιστεύονται μόνο την "έγκυρη πανεπιστημιακή γνώση", τότε ασφαλώς θα έπρεπε
λ.χ. επί χούντας να αποδέχονται τα πορίσματα των χουντικών πανεπιστημιακών
ιστορικών και όχι της αριστερής πλέμπας των μη ειδημόνων. Δεν είναι γνωστό ότι ο
Άντερσον σπούδασε κλασσικές σπουδές στην Οξφόρδη, πολιτική οικονομία και
εξειδικεύθηκε στην ιστορία της Ινδονησίας ή ότι ο
Ernest Gellner σπούδασε όχι Ιστορία, αλλά Φιλοσοφία και πολιτικές
επιστήμες, ήταν δε καθηγητής Φιλοσοφίας και Λογικής. Και βέβαια δε χρειάζεται να
αναρωτηθούμε τι σπούδασαν οι αντιεθνικιστές δημοσιογράφοι.
Ο παραπάνω ελιτισμός συνδυάζεται με την τάση θυματοποίησης. Οι υποστηρικτές της
προνεωτερικής ανυπαρξίας τού έθνους
αισθάνονται και διακηρύσσουν σε όλους τους τόνους, σε κάθε άρθρο τους, ότι
κινδυνεύουν από το έξαλλο και παράλογο πλήθος των ηλιθίων φανατικών. Ξεχνάνε
ασφαλώς, αυτοί οι ημίθεοι που βρίσκονται εν μέσω ημιόνων, τόσο ότι οι απόψεις τους είναι, ποσοτικά τουλάχιστον, κυρίαρχες σε
πανεπιστήμια και στα ισχυρότερα ΜΜΕ, όσο κι ότι οι ίδιοι είναι κατ' εικόνα και
καθ' ομοίωση των φοβερών εχθρών τους, αφού τους συναγωνίζονται σε ύβρεις (αλευρομάγειροι,
βοσκοί, νοικοκυρές), σε
χλευασμούς, σε χυδαιότητα. Δεν αντιλαμβάνονται μάλλον ότι τροφοδοτούν το μίσος
των εχθρών τους και επανατροφοδοτούνται από το μίσος των εχθρών τους, παρά νομίζουν ότι διαθέτουν κάποια
ηθική ανωτερότητα που μόνο οι τυφλοί φανατικοί δεν βλέπουν.
Έβδομο πρόβλημα, η
υποτίμηση των παλαιότερων ιστορικών:
Ακόμη περισσότερο ενδιαφέρων είναι ο λόγος για τον οποίον οι
Νεοέλληνες αναθεωρητές "νέοι ιστορικοί" δικαιολογούν την εκ μέρους τους απόρριψη
των απόψεων και συμπερασμάτων, σχετικά με την συνέχεια του ελληνικού έθνους, τα
οποία οι παλαιότεροι Νεοέλληνες (αλλά και ξένοι) ιστορικοί είχαν εξάγει και τα
οποία είναι αντιδιαμετρικά αντίθετα προς τα συμπεράσματα των "νέων ιστορικών".
Οι αναθεωρητές αυτοί ισχυρίζονται ότι ιστορικοί όπως λ.χ. ο Σβορώνος (και ο Παπαρρηγόπουλος)
πρέπει να ιδωθούν ως παιδιά της εποχής τους, μιας εποχής η οποία αγωνιούσε για
το έθνος, "περιστρεφόταν" γύρω από την ιδέα του έθνους, ήθελε να το κατοχυρώσει
και, συνεπώς, οι παλαιοί ιστορικοί έπεσαν, άθελα, θύματα της προκατάληψης υπέρ
της ιδέας του έθνους, με αποτέλεσμα να συνηγορήσουν υπέρ της ελληνικής
συνέχειας. Αυτή η αιτιολόγηση (και άλλες) των "νέων ιστορικών" δείχνει την
ποιότητα του ιδεολογικού υπόβαθρου αυτής της σχολής σκέψης και ιστορίας. Κατά
πρώτον, με βάση την ίδια (σωστή) λογική, οι αναθεωρητές ιστορικοί είναι παιδιά της δικής τους εποχής (της σημερινής) και,
συνεπώς, κατ' αντιστοιχία με τους "παλαιούς ιστορικούς", φορούν τις παρωπίδες
που αυτή βάζει στη διανόησή της καθώς και ενστερνίζονται τυφλά τις κυρίαρχες
αξίες και αξιώσεις της. Δηλαδή την αποεθνικοποίηση, την εξύμνηση της
παγκοσμιοποίησης, της πολυπολιτισμικότητας (με εξιδανικεύσεις και
"ρετουσαρίσματα" του παρελθόντος, οπόταν ανιχνεύουν σε αυτό την δήθεν ανέμελη
"συνύπαρξη λαών"), της καταδίκης του "ολοκληρωτισμού" (όπως οι ΗΠΑ τον εννοούν)
κ.ά. παρόμοια, τα οποία είναι, όπως και η εξύμνηση του έθνους, κυρίαρχα
ιδεολογήματα. Είναι πολύ εύκολο για τους αναθεωρητές ιστορικούς να βγάζουν την
τσίμπλα από το μάτι των παλαιών ιστορικών αλλά όχι το δοκάρι από το δικό τους
μάτι. Οι αναθεωρητές ιστορικοί απορρίπτουν τους παλαιούς έλληνες ιστορικούς για
έναν λόγο, ο οποίος λογικώς συνιστά αιτία απόρριψης και των δικών τους
συμπερασμάτων. Γιατί, αν οι παρωπίδες της εποχής καθιστούν αναξιόπιστα
τα συμπεράσματα του ιστορικού, αυτό ισχύει για κάθε εποχή, όχι μόνο για την
εποχή του Παπαρρηγόπουλου ή του Σβορώνου. Κατά δεύτερον, το οποίο προκύπτει από
το πρώτο, πρέπει να επισημανθεί ότι οι υπαρκτές προκαταλήψεις κάθε εποχής δεν
είναι σοβαρή αιτία απόρριψης των συμπερασμάτων που προέκυψαν σε αυτήν. Τέτοια
επιχειρήματα συνιστούν κατάργηση της ιστορικής επιστήμης εν γένει, στο όνομα της
ανύπαρκτης αντικειμενικότητας. Η ιστορικότητα των θέσεων (ότι αυτές
διακηρύχθηκαν εντός μιας εποχής) είναι γεγονός, όμως δεν είναι ικανή συνθήκη
απόρριψής τους, και γι' αυτό το λόγο και οι απόψεις των
αναθεωρητών ιστορικών αξίζει να μελετώνται, χωρίς προκατάληψη αλλά και χωρίς τον
γνωσιολογικό σκεπτικισμό που οι ίδιοι επιφυλάσσουν για τις απόψεις των αντίπαλών
τους ιστορικών.
Όγδοο πρόβλημα, ο
αντεθνικισμός ως "εθνικισμός της απέναντι πλευράς". Οι αντιεθνικιστές
θεωρούν ασυναίσθητα ότι δίκαιο και διεθνιστικό είναι η υπεράσπιση των θέσεων των εθνικιστών
των γειτονικών χωρών. Μετατρέπονται, άθελά τους φυσικά, σε κήρυκες του απέναντι
εθνικισμού στην προσπάθειά τους να πολεμήσουν τον ντόπιο εθνικισμό. Η μονομέρειά
τους θυμίζει ακριβώς τη μονομέρεια όχι απλώς των γειτονικών εθνικιστών αλλά και
των ημέτερων εθνικιστών. Αλλά, όπως και να έχει, είναι οι αντεθνικιστές και όχι
οι εθνικιστές (με ή χωρίς εισαγωγικά) αυτοί που υποστηρίζουν ότι αυτοί είναι η
φωνή της Λογικής, ψύχραιμοι, αντικειμενικοί κ.λπ., συνεπώς η υποκρισία και το
σφάλμα είναι περισσότερο των αντιεθνικιστών και όχι των εθνικιστών ή πατριωτών
κ.ά. Αλλά ποια αντικειμενικότητα ανιχνεύεται στην σιωπή των αντιεθνικιστών, πριν
και μετά το 1989, για τα όσα συνέβαιναν στην Β. Ήπειρο, στην Ίμβρο και την
Τένεδο; Καμμία. Είναι ικανοί να αποδομούν και να
στηλιτεύουν
τους εθνικούς μύθους της Ελλάδας, αλλά σιωπούν και δεν πράττουν το ίδιο
αναφορικά με τους υπό δημιουργία εθνικούς μύθους των "Μακεδόνων" της
ΠΓΔΜ. Θα
ήταν συνεπείς διεθνιστές, και όχι υποκριτές, είτε αν έπαυαν να
"αποδομούν" τους
εθνικούς "μύθους" των Ελλήνων μη επικρίνοντας τους αντίστοιχους
Σλαβομακεδονικούς είτε επικρίνοντας τους εθνικούς μύθους όλων των λαών.
Οι
αντιεθνικιστές δεν είναι πραγματικοί διεθνιστές, αφού κάνουν τα στραβά
μάτια (οι
αριστεροφιλελεύθεροι, στο όνομα της καταπολέμησης της τρομοκρατίας, στο
Αφγανιστάν και στο Ιράκ) και αντί να κηρύττουν έναν συνεπή τίμιο
αντιεθνικισμό
και αντιμιλιταρισμό, παίρνουν το μέρος του ενός (Βόσνιοι, Κοσοβάροι)
και,
συστηματικά, επικρίνουν την άλλη πλευρά (Έλληνες, Σέρβους). Ακόμη και το
παράδειγμα των "αντιφα-σιστών" οι οποίοι προκειμένου να καταδικάσουν
απόλυτα τον
αντιεβραϊσμό, πράγμα σωστό, δεν καταδικάζουν τις βιαιότητες κατά αμάχων
Αράβων
από το Ισραήλ και τον επεκτατισμό των Εβραίων εποίκων, δείχνει ότι ο
αντιεθνικισμός, ουμανισμός και αντιμιλιταρισμός των
αντιεθνικιστών είναι περιορισμένου εύρους και τροποποιείται κατά το
δοκούν. Κάποτε ένας δημοσιογράφος έγραψε πως ο εθνικιστής της μιας
χώρας μισεί τον εθνικιστή της άλλης χώρας, ενώ το αναμενόμενο θα ήταν,
άνθρωποι
της ίδιας ιδεολογίας, του εθνικισμού, να συμπαθούν αλλήλους κι όχι να
μισούνται. Αυτό είναι σωστό ως «παράδοξο», αλλά θα έπρεπε να συμπληρώσει
και το
παράδοξο των διεθνιστών δύο αντιμαχομένων χωρών: ο διεθνιστής της μιας
χώρας
ενεργεί ως εθνικιστής της αντιμαχόμενης προς την χώρα του χώρας. Δηλαδή
λέει τα
άσχημα της πατρίδας του, κηρύττει εθνικό συμβιβασμό, υποχωρήσεις κ.λπ,
πάντα
μονόπλευρα, δηλαδή δεν ζητά από την άλλη χώρα να κάνει το ίδιο, αλλά
πιστεύει
πως δουλειά του είναι να πει τα στραβά της δικής του χώρας και να κόψει
τον
εθνικισμό στη χώρα του˙ όχι στην άλλη χώρα. Ότι ακριβώς ζητούν και λένε
οι
εθνικιστές της άλλης πλευράς για την χώρα του διεθνιστή. Φυσικά, το
κάνουν αυτό
από "συνήθεια" διεθνιστική, κι όχι εξετάζοντας το δίκαιο και το άδικο.
Δηλαδή,
ενώ σωστά κατηγορούν τους εθνικιστές για μεροληψία υπέρ του έθνους, οι
ίδιοι μεροληπτούν κατά του έθνους τους.
Συναφές με τα παραπάνω είναι και το ότι οι αντιεθνικιστές προσπαθούν να
τονίσουν
τις ελληνικές αγριότητες κατά τη διάρκεια της νεοελληνικής ιστορίας,
λ.χ. στην
Τριπολιτσά, στη Μικρά Ασία, στην Κύπρο, στη Μακεδονία. Ο σκοπός τους
είναι η
απόδοση ίσων ευθυνών για τα γεγονότα σε Έλληνες και Τούρκους ή (για το
μακεδονικό) σε Έλληνες και Βουλγάρους. Τέτοιος σκοπός, αν κάναμε μια
αντιστοίχηση με τη δικαιοσύνη, θα συνεπαγόταν πως ο φονιάς 1 ή 2 ατόμων
θα
έπρεπε να κατηγορηθεί το ίδιο με τον φονιά 10 ατόμων. Οι αναθεωρητές
αντιεθνικιστές δε θα μπορούσαν με τίποτε να παρουσιάσουν τα εγκλήματα
των δύο
πλευρών ως ισάριθμα ή ίδιας ποιότητας - παρά την προσπάθειά τους να
εξιδανικεύσουν την Οσμανική αυτοκρατορία. Γιατί αυτός ο οποίος διώκεται,
ως
υπόδουλος επί αιώνες, δε θα μπορούσε, ακόμη και να το ήθελε, να
διαπράξει
ισόποσα εγκλήματα ίδιας αγριότητας, παρά μόνο αν συγκριθεί σε μικρά
χρονικά
διαστήματα με τον καταπιεστή.
Έτσι, αναφορικά προς τις αγριότητες του ελληνικού στρατού στη Μ. Ασία, η
παράθεσή τους είναι σωστή μόνον όταν ταυτόχρονα αναφέρεται π.χ. (α) ότι δεν
υπήρχε σχέδιο γενοκτονίας/εθνοκάθαρσης από τις ελληνικές δυνάμεις κατοχής ή την
ελληνική κυβέρνηση, ενώ αντίθετα η Νεοτουρκική και κεμαλική κυβέρνηση είχε
επίσημα αποφασίσει και πραγματοποιήσει γενοκτονία και εθνοκάθαρση, (β) ότι οι
ελληνικές αγριότητες ποσοτικά είναι ελάχιστες μπροστά στις τουρκικές, (γ) ότι
αυτές συνέβησαν κυρίως κατά την άτακτη οπισθοχώρηση προς τη Σμύρνη, ενώ πριν από
αυτήν οι άτακτοι Τσέτες επιδίδονταν σε αγριότητες προς τον γηγενή ελληνικό
πληθυσμό στην ίδια την Ιωνία στα 1920-1, επιβάλλοντας τη χρήση αντιποίνων (δ)
ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν έλαβε κανένα αντίποινο εναντίον των
Τουρκομουσουλμάνων των Νέων Χωρών, ως απάντηση στις σφαγές, μετά το 1918, ούτε
στα 1922 (ε) ότι οι Μικρασιάτες είχαν μόλις προ ολίγων ετών εκδιωχθεί και
εθνοκαθαρθεί. Οι αντιεθνικιστές φαντάζονται ότι οφείλουν να αναιρέσουν κάποια
εικόνα την οποία νομίζουν ότι έχει ο μέσος Έλληνας για τη Μικρασιατική
Εκστρατεία, ότι υπήρξε πόλεμος με ροδοπέταλα ως όπλα εκ μέρους των Ελλήνων ή ότι
οι Έλληνες δεν μιμήθηκαν (σε μικρή κλίμακα και αποτυχημένα) τις βάρβαρες
μεθόδους των Τούρκων, τις οποίες οι δεύτεροι πρωτοεφάρμοζαν τόσο στο μακρινό
παρελθόν όσο και κατά τη δεκαετία του 1910-20. Αλλά, αν δεν απευθύνονται σε
παιδιά της ΣΤ' Δημοτικού, τότε η παραπάνω πρόφασή τους είναι ανούσια.
Ειδικότερα ως προς το θέμα της Μικρασιατικής Εκστρατείας (1919-1922)
υποστηριζόταν και υποστηρίζεται (και πρόσφατα σε βιβλίο του Τ. Κωστόπουλου,
Πόλεμος και Εθνοκάθαρση) ότι μπορεί μεν να υπήρχαν εκατοντάδες χιλιάδες
Έλληνες στη Μ. Ασία, αλλά αυτή κατοικούνταν από Τούρκους στη συντριπτική
πλειονότητα των κατοίκων, οπότε η Ελλάδα δεν είχε νόμιμα δικαιώματα στη Μ. Ασία, συνεπώς η Εκστρατεία ήταν λανθασμένη και
επεκτατική. Και, βέβαια, οι απογραφές που παρουσιάζουν (του Βενιζέλου, του Οικ.
Πατριαρχείου, Οθωμανικές κ.ά.) αποδεικνύουν κάτι τέτοιο. Ωστόσο υπάρχει η μελέτη
του Γ. Σκαλιέρη (Λαοί και φυλαί της Μικράς Ασίας, 1922) όπου ναι μεν ο
τελευταίος προσπαθεί λανθασμένα να διαχωρίσει τους τουρκόφωνους μικρασιάτες
Μουσουλμάνους από τους Τούρκους Οσμανούς, ωστόσο οι αριθμοί που δίνει
αποδεικνύουν ότι κάθε άλλο παρά καθαρά τουρκική μπορούσε να θεωρηθεί η Τουρκία:
Στα μικρασιατικά, αρμενικά και κουρδικά βιλαέτια της σημερινής ασιατικής
Τουρκίας στα 1912 κατοικούσαν 12,5 εκατομμύρια, από τα οποία οι Τούρκοι είναι
6,94 εκ. (55,46%), ενώ οι Έλληνες (2,69 εκ.), οι Κούρδοι, οι Αρμένιοι,
Νεστοριανοί κ.ά. είναι 5,4 εκ. (43,16%). Ασφαλώς πολλοί θα αμφισβητούσαν τους
αριθμούς αυτούς ως διογκωμένους εξεπίτηδες. Ο Σκαλιέρης απαντά ότι οι αριθμοί
που δίνει είναι πλήρως συμβατοί με τους αριθμούς που δίνουν άλλοι ξένοι
ερευνητές, ακόμη και Τούρκοι: Γράφει
«ο
Malte - Brun εν τη Παγκοσμίω Γεωγραφία (Geographie
Universelle, tom. V, p. 41-40, 1875) αυτού γράφει: "Η Μικρά Ασία έχει 8-9
εκατομμύρια κατοίκων, εξ ων 5.000.000 είναι Μουσουλμάνοι, των άλλων όντων
Ελλήνων Ορθοδόξων". (...) Ο M. Ph. Le Bas εν
τη "Μικρά Ασία" αυτού (Asie-Mineure, p. 6-7,
1878) λέγει: "Οι Έλληνες, οι Αρμένιοι και οι Ιουδαίοι της Μικράς Ασίας
ανέρχονται εις τρία εκατομμύρια, των Μουσουλμάνων ανερχομένων εις πέντε. Εκ των
πέντε εκατομμυρίων Μουσουλμάνων δέον ν' αφαιρεθούν οι εν τη Μικρά Ασία Κούρδοι
και τα νομαδικά φύλα τα ως Τουρκομανικά συνήθως φερόμενα. Αφαιρουμένων αυτών, οι
Τούρκοι ουδ' εις τέσσαρα εκατομμύρια φθάνουσιν" (...) Γάλλος ανώτερος
αξιωματικός, ο L. Lamouche, επί επισήμω αποστολή
επισκεφθείς την Τουρκία γράφει τω 1896 εν έργω αυτού περί του "Στρατιωτικού
Οργανισμού της Τουρκίας" (L' Organisation Militaire de l'
Empire Ottoman): "Οι Τούρκοι...δεν αποτελούσι την πλειονοψηφίαν, ως μη
υπερβαίνοντες τα 38/100 του πληθυσμού της χώρας" (...) Και τελευταίως, τω 1915,
ο εν Παρισίοις ιατρός Ρεφήκ Νεβζάτ Βέης, γράψας περί "Οθωμανικής Ομοσπονδίας"(La
Federation Ottomane), επάγεται ότι οι Τούρκοι και οι Εξοθωμανισθέντες
μόλις ανέρχονται καθ' άπασαν την Ασιατικήν Τουρκίαν εις 44,8% έναντι 54,3% μη
Τούρκων» (Λαοί
και Φυλαί της Μικράς Ασίας, σ. 12-14). Επίσης γράφει: «Τω 1912, περί
τας αρχάς αυτού ο "Πολιτικός Συνταγματικός Έλληνικός Σύνδεσμος της
Κωνσταντινουπόλεως" προήλθεν....εις συμφωνίαν, επί ταις επικειμέναις εκλογαίς,
μετά των Φιλελευθέρων Οθωμανών, (....) εν τω πρωτοκόλλω της συμφωνίας ταύτης
ανεγνωρίσθησαν ημίν... 23 [έδρες] εν τη Ηπειρωτική Μικρά Ασία, εξ ου προκύπτει,
ότι οι Τούρκοι ανεγνώρισαν Ελληνικόν πληθυσμόν εν τη Ηπειρωτική Μικρά Ασία
2.300.000 (...) οι Φιλελεύθεροι Τούρκοι προήλθον εις δήλωσιν επίσημον,
υπογεγραμμένην, εν η ρητώς εβεβαίουν, ότι, ως ρυθμισθώσι τα πράγματα και
καταπαύση η αντίδρασις του Κομιτάτου "Ενώσεως και Προόδου", θαναγνωρισθώσι και
άλλαι έδραι ημίν» (ό.π., σ. 86-87). Συνεπώς οι αριθμοί του Σκαλιέρη για Έλληνες
και Τούρκους στη Μ. Ασία δεν είναι αποτέλεσμα εξωφρενικών εθνικιστικών
αντιλήψεων. Για τον Κωστόπουλο είναι προφανές ότι επειδή οι Τούρκοι (μαζί
με τους "τουρκόφωνους Μουσουλμάνους" - το ωραίο είναι ότι οι αντιεθνικιστές
αντιδρούν στον, προφανώς παράλογο, διαχωρισμό των τουρκόφωνων μικρασιατών
Μουσουλμάνων από τους "Τούρκους", αλλά είναι προθυμότατοι να υποστηρίξουν
τέτοιον αντίστοιχο διαχωρισμό μεταξύ λ.χ. "ελληνόφωνων Αλβανών"
[=Βορειοηπειρωτών] ή των "απλώς ελληνόφωνων Κυπρίων" από τους "Έλληνες".
Η αποκορύφωση της επιστημονικής τιμιότητας, δηλαδή) ήταν η πλειονότητα των
κατοίκων της Μ. Ασίας, η τελευταία ανήκε ολόκληρη σε αυτούς και ήταν άδικες ή
επεκτατικές οι προσπάθειες τόσο γειτονικών κρατών (Ελλάδα) να αποσπάσουν τμήματα
της Μ. Ασίας στα οποία κατοικούσαν ομοεθνείς τους όσο και λαών της Μ. Ασίας
(Αρμένιοι, Κούρδοι) να αποσπαστούν από την Τουρκία-Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Ωστόσο υπάρχει το αντίστοιχο παράδειγμα της Αυστρουγγαρίας: Παρ' όλο που ήταν
μικρότερη σε έκταση από την σημερινή Τουρκία (676 χλδ τετραγωνικά χιλιόμετρα
έναντι 770 χλδ της σημερινής ασιατικής Τουρκίας), κανείς (ίσως εκτός από τους
αυστριακούς εθνικιστές) δεν διανοήθηκε να θεωρήσει την Αυστρουγγαρία ενιαίο και
αδιάσπαστο έδαφος και ενότητα (όπως θεωρεί ο Κωστόπουλος την ασιατική Τουρκία)
προκειμένου να μην διαλυθεί. Παρομοίως, παρ' όλο που Αυστριακοί και Ούγγροι
αποτελούσαν την πλειονότητα (61% στο Ουγγρικό βασίλειο) κανείς δεν διανοήθηκε να
μην διαλυθεί η Αυστρουγγαρική αυτοκρατορία προς όφελος των υπόλοιπων εθνών. Αλλά
και η Ρωσσική Αυτοκρατορία διαλύθηκε και τα διάφορα έθνη ανεξαρτητοποιήθηκαν
παρ' όλο που το Ρωσσικό έθνος ήταν πληθυσμιακά και από κάθε άλλη άποψη κυρίαρχο
στην πολιτική-γεωγραφική ενότητα της Ρωσσικής Αυτοκρατορίας. Αυτό
που ίσχυε λοιπόν για την Αυστρουγγαρία και στην Ρωσσική αυτοκρατορία έπρεπε να ισχύσει για τα μικρασιατικά,
αρμενικά και κουρδικά εδάφη της σημερινής Τουρκίας. Συνεπώς τα περί δικαιωματικά
τουρκικής στο σύνολό της Μικράς Ασίας δεν ευσταθούν.
Το δεύτερο θέμα έχει να κάνει με το κατά πόσο υπήρξε γενοκτονία ή απλώς
εθνοκάθαρση των Ελλήνων από τους Τούρκους στη Μ. Ασία. Αρκεί βέβαια να αφαιρέσει
από τον προαναφερθέντα αριθμό των Ελλήνων στη Μ. Ασία όσους κατέφυγαν ως
πρόσφυγες στην Ελλάδα ή στην ΕΣΣΔ, για να συμπεράνει ότι πρόκειται για τεράστια
επιχείρηση αφανισμού των χριστιανικών λαών. Αλλά οι ίδιοι οι Νεότουρκοι - τους
οποίους διαδέχτηκε ο Κεμάλ υλοποιώντας τα οράματά τους - είχαν ήδη διακηρύξει
την ανάγκη για γενοκτονία στα 1911:
«Η Τουρκία πρέπει να
γίνει μωαμεθανική χώρα. Οι μωαμεθανικές αντιλήψεις και η μωαμεθανική ισχύς
πρέπει να κυριαρχήσουν στη χώρα. Κάθε άλλη θρησκευτική προπαγάνδα πρέπει να
καταπνίγεται. Η ύπαρξη της αυτοκρατορίας εξαρτάται από τη δύναμη του
νεοτουρκικού κόμματος και από τη συντριβή όλων των ανταγωνιστικών σ’ αυτό
ιδεολογιών. Αργά ή γρήγορα θα πρέπει να ολοκληρωθεί η πλήρης οθωμανοποίηση όλων
των υπηκόων της Τουρκίας. Και ασφαλώς, είναι ολοκάθαρο ότι αυτό δε θα μπορέσει
να γίνει με την πειθώ και κατά συνέπεια θα πρέπει να προσφύγουμε στην ένοπλη
βία. Ο χαρακτήρας της αυτοκρατορίας πρέπει να μείνει μωαμεθανικός και θα πρέπει
να δούμε ότι οι μωαμεθανικοί θεσμοί και οι μωαμεθανικές παραδόσεις θα πρέπει να
γίνονται σεβαστά. Το δικαίωμα των άλλων εθνοτήτων να έχουν τις δικές τους
οργανώσεις θα πρέπει να αποκλειστεί. Κάθε μορφή αποκέντρωσης είναι προδοσία στην
Τουρκική Αυτοκρατορία. Οι εθνότητες είναι αμελητέες ποσότητες. Μπορούν να
κρατήσουν τη θρησκεία τους, αλλά όχι τη γλώσσα τους. Η διάδοση της Τουρκικής
γλώσσας είναι ένα από τα κυριότερα μέσα εξασφάλισης της μωαμεθανικής υπεροχής
και της αφομοίωσης των μη μωαμεθανικών στοιχείων...». Το ότι η Τουρκία
είχε φερθεί με αυτόν τον απάνθρωπο τρόπο στις μη τουρκικές κοινότητες (εκτός των
Κούρδων τους οποίους περιποιήθηκε αργότερα) της αφαιρούσε, στα 1918, το δικαίωμα
να ελέγχει τα εδάφη στα οποία κατοικούσαν αυτές ως συμπαγείς πληθυσμιακές μάζες
και συνιστά έναν δεύτερο λόγο για τον οποίο η απαίτηση προσάρτησης της Ιωνίας
και της Α. Θράκης (όπως και η ίδρυση Αρμενικού και Κουρδικού κράτους ή η
απαίτηση για Ποντιακό κράτος) ήταν απολύτως δικαιολογημένη και όχι επεκτατική
ενέργεια. (17/6/2009)
Αναφορικά, πάλι, προς τις αγριότητες κατά τον Μακεδονικό Αγώνα, οι
αντιεθνικιστές τις παρουσιάζουν ως σφαγή ντόπιων Μακεδόνων διαδοχικά από
Βούλγαρους και Έλληνες αντάρτες. Και στην περίπτωση αυτή δεν αναγνωρίζουν οι
αντιεθνικιστές τα αίτια για την έναρξη του Μακεδονικού Αγώνα, ενώ πάλι θεωρούν
τους αντίπαλους ισάξιους σε αγριότητα. Ωστόσο η ιστορική αλήθεια είναι πως
ελληνικά αντάρτικα σώματα στάλθηκαν στη Μακεδονία αφότου είχαν κατέλθει από τη
Βουλγαρία βουλγαρικά αντάρτικα σώματα, τα οποία προσπαθούσαν να επιβάλουν δια
της βίας την προσχώρηση των κατοίκων στη Βουλγαρική Εκκλησία. Για τους
αντιεθνικιστές φυσικά δεν έχει σημασία ποιος ξεκίνησε, ποιος ήταν ο αμυνόμενος
και ποιος ο επιτιθέμενος. Σημασία έχει μόνο να καταφέρουν να παρουσιαστούν ως
ισόποσα και ίσης ποιότητας τα εγκλήματα των δύο πλευρών και μάλιστα με τέτοιον
τρόπο, ώστε να φαίνεται πως οι ντόπιοι κάτοικοι ήταν της μακεδονικής εθνότητας.
(2/11/2008)
Ένατο πρόβλημα, η αφελής
υποστήριξη του πολιτικού πατριωτισμού". Οι αντιεθνικιστές υποστηρίζουν
ότι ο πατριωτισμός που βασίζεται στην έννοια του πολίτη, του Συντάγματος κοκ
δηλαδή όχι σε έθνος αποφορτίζει τις εθνοτικές διαμάχες μέσα σε μια ενδεχομένως
πολυεθνική χώρα - σε αντίθεσημε τον εθνοτικό πατριωτισμό, ο οποίος
βασίζεται στην ιδέα του έθνους.
Στην πραγματικότητα τέτοια αντιμετώπιση των πραγμάτων είναι αφελής. Για πολλούς
λόγους. Πρώτα από όλα πρέπει να τονίσουμε ότι δεν υπάρχει "καθαρή" εκδήλωση
πολιτικού πατριωτισμού και ούτε καθαρή εκδήλωση εθνοτικού πατριωτισμού στις
δυτικές χώρες. Οι χώρες που είναι έθνη κράτη ασφαλώς βασίζονται στο έθνος ως
νομιμοποιητικό παράγοντα του κράτους, ωστόσο έχουν αναπτύξει και την
έννοια του πολίτη. Ταυτόχρονα, από την άλλη, οι χώρες που βασίζονται στην έννοια
του πολίτη, όπως πρώτιστα οι ΗΠΑ και έπειτα η Γαλλία, έχουν ένα υπόβαθρο
εθνοτικό, το οποίο είναι και καθοριστικό αλλά και η δικλείδα
ασφαλείας
για την συνοχή-διατήρηση του κράτους: το αγγλοσαξωνικό και το
γαλλικό/φραγκικό
εθνικό στοιχείο. Ο πορτορικανός Αμερικανός, ο ελληνο-αμερικανός, ο
ισπανόφωνος
Αμερικανός κ.ά. είναι ίσοι με τον Αγγλοσάξωνα Αμερικάνοι, ωστόσο τον
τόνο δίνει το αγγλοσαξωνικό στοιχείο με τις αντίστοιχες βορειοευρωπαϊκές
(αγγλο-γερμανικές)
παραδόσεις και αντιλήψεις περί κράτους και κοινωνίας. Δεν είναι ένας
"αχταρμάς",
όπου η ελληνική ή η ισπανική κουλτούρα είναι ουσιαστικά ισότιμη με την
αγγλοσαξωνική.
Μερικοί φαντάζονται ότι με τον πολιτικό πατριωτισμό θα εκλείψουν τα
μίση και οι εθνικισμοί που ο εθνοτικός πατριωτισμός προκαλεί. Στην
πραγματικότητα όμως, το ότι προέχει η έννοια του πολίτη δεν σημαίνει
καθόλου ότι εκλείπει ή δεν είναι κυρίαρχος ο εθνικισμός. Οι ΗΠΑ
βασίζουν την εθνική συνείδηση στην έννοια του πολίτη, αλλά οι
Αμερικανοί πολίτες είναι από τους πλέον εθνικιστές. Συνεπώς ο
Αφγανός, ο Ιταλός, ο Έλληνας Αμερικάνος γίνονται φανατικοί
υποστηρικτές των συμφερόντων των ΗΠΑ σε όλη την Γη. Αν, λοιπόν, η
έννοια του πολιτικού πατριωτισμού προωθείται με σκοπό την μείωση του
εθνικισμού, τότε όσοι την προωθούν δεν (θέλουν να) βλέπουν ότι η
μείωση/εξαφάνιση του εθνικισμού με τέτοιους μεθόδους δεν είναι
καθόλου βέβαιη. Άλλωστε τα παραπάνω ταιριάζουν απόλυτα - και
προβλέπονται- από τις δικές τους θεωρίες ότι το κράτος
δημιουργεί τον εθνικισμό. Συνεπώς όπου υπάρχει κράτος θα υπάρξει
εθνικισμός. Οπότε για ποιο λόγο η αντικατάσταση του εθνοτικού
πατριωτισμού με τον πολιτικό; (22/1/2010)
Δέκατο πρόβλημα, η
ρητορεία περί του μηδέποτε πραγματοποιούμενου πολέμου. Οι αντιεθνικιστές
υπενθυμίζουν ότι επί δεκαετίες επισείεται ο κίνδυνος από την τουρκική
επιθετικότητα, ο κίνδυνος για έναν πόλεμο και την επίθεση της Τουρκίας, και ότι
όλα αυτά συνιστούν κινδυνολογία γιατί ούτε έγινε ώς τώρα ούτε πρόκειται να γίνει
ελληνοτουρκικός πόλεμος - και συνεπώς η εγρήγορση για την αποτροπή της τουρκικής
προκλητικότητας ή η ντε γιούρε ύπαρξη μιας κατάστασης έκτακτης ανάγκης για την
αντιμετώπιση των μηδέποτε επιτιθέμενων Τούρκων είναι εθνικιστικά και λαθεμένα.
Στην πραγματικότητα έχουν και δίκαιο και άδικο. Έχουν δίκαιο, γιατί όντως ούτε
έγινε και πιθανόν ούτε θα χρειαστεί να γίνει πόλεμος. Δεν αναρωτιώνται όμως
γιατί δεν θα χρειαστεί τέτοιος πόλεμος, τέτοια επίθεση και εισβολή της
Τουρκίας στα νησιά μας και στη Θράκη. Αν η Τουρκία μπορεί να αποσπά από την
Ελλάδα παραχωρήσεις δίχως πόλεμο αλλά απλώς με την απειλή κήρυξης πολέμου, τότε
προφανώς δεν έχει λόγο -η Τουρκία- να κηρύξει πόλεμο. Δηλαδή, μπορεί άνετα να
μην γίνεται ποτέ πόλεμος, αλλά ταυτόχρονα η Ελλάδα να υποχωρεί, να παραχωρεί
κυριαρχικά δικαιώματα που της παρέχουν διεθνείς συμβάσεις κ.ο.κ. Συνεπώς, το ότι
δεν γίνεται πόλεμος δεν σημαίνει ότι δεν υφίσταται τουρκική επιθετικότητα:
απλώς η Ελλάδα υποκύπτει στις τουρκικές πιέσεις (κούρσα εξοπλισμών, στρατιά
Αιγαίου, παραβιάσεις εναέριου χώρου κλπ.) και συγκατατίθεται στον τουρκικό
σωβινισμό.
Αν, τώρα, η Ελλάδα κάποτε φτάσει στην κατάσταση "με την πλάτη στον τοίχο" και
για διάφορους λόγους δεν θελήσει να υποχωρήσει σε νέες, ακόμη πιο προκλητικές
τουρκικές αξιώσεις, τότε η παραπάνω "ειρηνιστική" διάθεσή της θα την καταστήσει
ανίκανη να αντιμετωπίσει στρατιωτικά την Τουρκία. Βέβαια, για τους
αντιεθνικιστές πρέπει να τεθεί το εξής ζήτημα: είναι η καταπολέμηση και
των δύο εθνικισμών/σωβινισμών ο στόχος τους ή είναι ένας φιλειρηνισμός και
εφησυχασμός ο οποίος εξυπηρετεί μόνον τον σωβινισμό της μίας πλευράς; Αν
ο στόχος τους είναι η πάση θυσία ειρήνη, ακόμα και βασισμένη αποκλειστικά σε
μονομερείς (ελληνικές) παραχωρήσεις, τότε ο αντιεθνικισμός τους καταντά
υποστήριξη του εθνικισμού της απέναντι πλευράς κι όχι "αντιεθνικισμός σε κάθε
περίπτωση". (29/1/2010)
Ενδέκατο πρόβλημα, η
απαξίωση της γεωπολιτικής. Οι αντιεθνικιστές διακηρύσσουν ότι η
γεωπολιτική είναι ξεπερασμένη και ότι έχοντας συνδεθεί με τον Ναζισμό είναι
απαράδεκτο να χρησιμοποιείται ως εργαλείο ανάλυσης.
Η πρώτη θέση τους οδηγεί αναπόφευκτα στην άποψη ότι το εμπόριο θα αντικαταστήσει
τον πόλεμο. Για την ισχύ της άποψης αυτής κάνουμε λόγο σε ξεχωριστό άρθρο, στο
"Ειρήνη και εμπόριο". Με μια λέξη, εδώ, θεωρούμε ότι είναι εντελώς λανθασμένη η
άποψη αυτή. Έχει διαψευσθεί και διαψεύδεται συνεχώς. Όμως το κωμικό της
υπόθεσης, που θέλουμε να τονίσουμε, είναι ότι ενώ ο Μαρξ απέρριπτε την άποψη για
την αντικατάσταση του πολέμου από το εμπόριο, οι σύγχρονοι Έλληνες Αριστεροί την
υποστηρίζουν και την προβάλλουν ως αντιεθνικιστική και ως αριστερή.
Η δεύτερη θέση τους είναι επίσης ανυπόστατη. Οι Μαρξ-Ένγκελς στις αναλύσεις τους
για το Ανατολικό Ζήτημα χρησιμοποιούσαν την γεωπολιτική συνέχεια. Για
παράδειγμα, μεγάλο τμήμα των αναλύσεών τους έγκειται στις συνέπειες της
επέκτασης της Ρωσσίας στα Βαλκάνια και την Κωνσταντινούπολη, στις επιπτώσεις της
ανεξαρτητοποίησης των βαλκάνιων λαών και της διάλυσης της Οσμανικής
Αυτοκρατορίας αναφορικά με τον ερχομό της ευρωπαϊκής Επανάστασης, στο πώς οι
Δυτικές Δυνάμεις εμπλέκονταν σε όλο αυτό το γεωπολιτικό παιχνίδι και πώς αυτό
βοηθούσε ή εναντιωνόταν στην Επανάσταση. Μήπως και οι Μαρξ-Ένγκελς ήταν προ
Ναζισμού ναζί; Ασφαλώς όχι. Λοιπόν, η γεωπολιτική ως έννοια είναι ουδέτερη
ιδεολογικά, δηλαδή έχει χρησιμοποιηθεί από κάθε είδους παράταξη, δίχως να
ταυτίζεται με αυτήν. Όσοι την ταυτίζουν με τον Ναζισμό είναι ανίδεοι ή
κακόβουλοι.
Δωδέκατο πρόβλημα, η
αφελής αντιμετώπιση των γεωπολιτικών δεδομένων. Οι αντιεθνικιστές και
"αριστεροί" (βλ. παραπάνω) εξανίστανται στην ιδέα πως το Αιγαίο είναι ελληνική
λίμνη, πως το Αιγαίο είναι ελληνικό, ελληνική θάλασσα και προτείνουν την
συνεκμετάλλευσή του με την Τουρκία. Για την αφέλεια των φιλελεύθερων οικονομικών
προϋποθέσεών τους κάνουμε λόγο στο άρθρο "Ειρήνη και εμπόριο", όμως εδώ θέλουμε
να τονίσουμε κάτι άλλο: Το Αιγαίο δεν είναι μια θάλασσα όπως η Αδριατική ή η
Ερυθρά Θάλασσα. Το Αιγαίο είναι τα νησιά του
και, με δεδομένη την ύπαρξη υφαλοκρηπίδας, είναι
de facto μια ελληνική λίμνη.
Μόνον εάν δεν υπήρχαν τα (ελληνικά) νησιά του Αιγαίου (ή: μόνον αν τα
μισά ήταν τουρκικά), και αυτό ήταν μια "κενή" θάλασσα μεταξύ ηπειρωτικής
Ελλάδας και Μικρασιατικών παραλίων, τότε θα μπορούσε να γίνει λόγος για μοίρασμα
(στη μέση), μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, του Αιγαίου. Μόνο τότε δεν θα ήταν το
Αιγαίο μια ελληνική λίμνη. Και μόνο τότε θα μπορούσε να γίνει λόγος για
συνεκμετάλλευση του Αιγαίου. Αλλά αυτό δεν ισχύει. Γιατί, με δεδομένη την
πυκνότητα των ελληνικών νησιών, ποιο "άδειο από νησιά" τμήμα του Αιγαίου θα (συν)εκμεταλλευόταν
η Τουρκία (φέρνοντας σε αυτό την στρατιωτική παρουσία της, για την προστασία
των οικονομικών συμφερόντων της); Τον Θερμαϊκό Κόλπο ή τη θάλασσα μεταξύ
Σαντορίνης και Κρήτης ή Κρήτης και Πελοποννήσου; Σε απόσταση αναπνοής από την
Κρήτη ή την Πελοπόννησο και την Θεσσαλονίκη; Μόνο το γέλιο αξίζουν τέτοιες
σκέψεις.
Δέκατο τρίτο πρόβλημα, η
καταγγελία του εθνοκεντρισμού. Οι αντιεθνικιστές της Ελλάδας
καταγγέλλουν τον εθνοκεντρισμό και είναι ανίκανοι (δεν ασχολούμαστε -ούτε εδώ-
με το ενδεχόμενο να είναι πράκτορες) να διαπιστώσουν το αντικειμενικό γεγονός
ότι ο εθνοκεντρισμός είναι βασικό δόγμα και επίσημη άποψη των ΗΠΑ, της Αγγλίας,
της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας και γενικά κάθε σοβαρού κράτους που δεν
είναι υποτελές και ημιανεξάρτητο ούτε θέλει να είναι τέτοιο. Πράγματι, κανείς
δεν σκέφτεται, στα σοβαρά, την απαξίωση της εθνικής κυριαρχίας και την υποταγή
της σε άλλα συμφέροντα. Όμως, αυτό που τόσα δισεκατομμύρια ανθρώπων δεν
κατόρθωσαν, να βλέπουν τον κόσμο σε μόνιμη βάση "εκτός εαυτού", σαν να μην είχαν
πρώτιστη σημασία τα δικά τους συμφέροντα, αντιλήψεις, κοσμοθεωρήσεις,
συναισθήματα κ.λπ., αυτό θέλουν οι αντιεθνικιστές της Ελλάδας να επιτευχθεί για
την Ελλάδα. Με αντάλλαγμα, προφανώς, κάποιο στεφάνι ελιάς, κάποια άπιαστη Αρετή.
Οι αντιεθνικιστές κοροϊδεύουν τον εαυτό τους νομίζοντας ότι εναντιώνονται
απλώς στην υπερφίαλη άποψη του Έλληνα για τον εαυτό του και για το ειδικό
βάρος της Ελλάδας στον κόσμο (σε αυτήν εναντιωνόμαστε κι εμείς). Δεν
εναντιώνονται μόνο σε αυτά, εναντιώνονται -ακόμη κι αν δεν το επιδιώκουν- στον
μόνο τρόπο να καλυτερεύσει η χώρα τους, στην άποψη ότι αξίζει κανείς να
πολεμήσει και να αγωνιστεί για τα συμφέροντα αυτού του έθνους, του ελληνικού, κι
όχι άλλου - ακόμη και εις βάρος άλλων εθνών αν αυτά επιβουλεύονται στοιχειώδη
συμφέροντα (γεωπολιτικά, οικονομικά κ.ά.) του ελληνικού έθνους. Αν ένας Έλληνας
βάλει σε απολύτως ίση μοίρα, σε κάθε τομέα, το εθνικό συμφέρον και
την κοσμοαντίληψη λ.χ. της Γαλλίας, της Πολωνίας και της Ελλάδας, δεν έχει λόγο
να αγωνιστεί ειδικά για την Ελλάδα.
Τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα για τους αντιεθνικιστές της Ελλάδας, όταν
γίνει λόγος για το κράτος-πρότυπό τους, τις ΗΠΑ. Και ο πλέον αδαής μπορεί να
διαπιστώσει βλέποντας μια αμερικανική ταινία, τον διάχυτο αμερικανικό
εθνοκεντρισμό, με τις σημαίες να ίστανται όχι απλώς σε κάθε δημόσιο κτήριο αλλά
σε κάθε αμερικανικό σπίτι, πλούσιου ή φτωχού, σε οποιοδήποτε σημείο των ΗΠΑ,
δίχως καμμία δικαιολογία, δίχως καμμία προσπάθεια να εξηγηθεί το αυτονόητο,
δηλαδή ο εθνοκεντρισμός ως θεμιτός τρόπος αντίληψης του κόσμου, των διεθνών
ζητημάτων και της εξωτερικής πολιτικής. Όμως, οι αντιεθνικιστές της Ελλάδας δεν
έχουν καιρό για τις μακρινές ΗΠΑ. Τους πέφτουν μακριά, εκτός απ' όταν τις
μιμούνται σε κάθε αντίληψη της προσωπικής ζωής τους. Χρέος τους (σε ποιον ή σε
τι;) είναι η καταστροφή του εθνοκεντρισμού στην Ελλάδα. Έτσι, ο ελληνικός
εθνοκεντρισμός θα καταστραφεί ώστε να δώσει περισσότερο χώρο στους υπόλοιπους,
ακλόνητους εθνοκεντρισμούς, παγκόσμιους (ΗΠΑ, Αγγλία) και τοπικούς (Τουρκία,
Αλβανία). (8/2/2010)
Αξίζει να αναφερθεί το περιεχόμενο του όρου "εθνοκεντρισμός". Ο όρος
είναι εξελληνισμός του ethnocentrism, που
πρωτοχρησιμοποιήθηκε στα 1906 από τον William Graham Sumner (1840 – 1910) στο
βιβλίο του Folkways: A Study of Mores, Manners, Customs and Morals. Ο
ορισμός που δίνεται από τον Σάμνερ είναι (σελίδα 13): "the technical name for
this view of things in which one’s own group is the center of everything, and
all others are scaled and rated with reference to it", δηλαδή "ο τεχνικός όρος
για εκείνη την θέαση των πραγμάτων στην οποία η ομάδα κάποιου είναι το κέντρο
των πάντων και όλοι οι άλλοι κλιμακώνονται και βαθμολογούνται και με βάση αυτήν
[την ομάδα]". Σύμφωνα με τον Σάμνερ, λοιπόν, ο εθνοκεντρισμός δεν
χρησιμοποιείται για έθνη μόνον, αλλά για κάθε ομάδα, συνήθως πολιτισμική ή
φυλετική. Θα μπορούσε, λοιπόν, κάποιος να λατρεύει την κλασική και να υποτιμά τα
άλλα είδη μουσικής, και να καλείται "εθνοκεντρικός". Παραδείγματα εθνοκεντρισμού
ο Σάμνερ δίνει αρκετά: κάθε χωριό στους Παπούα διακατέχεται από
εχθρότητα προς τα άλλα χωριά, καννιβαλισμό προς τους
άλλους κ.ο.κ. Η φυλή των Mbayas στην Ν. Αμερική
θεωρούν ότι πρέπει να πολεμούν όλους τους άλλους, να
αρπάζουν τα υπάρχοντα και τις γυναίκες τους και να σφάζουν τους άντρες τους.
Οι Caribs, οι Λάπωνες, οι Tunguses,
θεωρούν μόνο τον εαυτό τους "άνθρωπο". Οι
Ovambo για τον εαυτό τους χρησιμοποιούν το όνομα αυτό,
που σημαίνει "πλούσιοι". Οι Seri
της κάτω Καλιφόρνια, κορυφαίο παράδειγμα εθνοκεντρισμού για τον Σάμνερ, είναι
καχύποπτοι και εχθρικοί προς όλους τους ξένους, και
αυστηρά απαγορεύουν το γάμο με ξένους. Αν οι αντιεθνικιστές θεωρούν ότι
οι Έλληνες επιδιώκουν τον καννιβαλισμό, ότι έχουν τον πόλεμο ως ηθική επιταγή,
ότι μόνο τον εαυτό τους (ως έθνος) θεωρούν "ανθρώπους" και ότι απαγορεύουν το
γάμο με μη Έλληνες, τότε κάνουν σωστή χρήση του ethnocentrism,
μόνο που τα χαρακτηριστικά αυτά δεν είναι ελληνικά.
Αν, πάλι, χρησιμοποιούν με την τωρινή γλωσσικά εξελληνισμένη και διαφορετικής
σημασίας (προφανώς δεν εννοούν ότι γι' αυτούς οι Έλληνες είναι καννίβαλοι ή
απαγορεύουν το γάμο με ξένους) λ. εθνοκεντρισμός, με την (πολύ πιο "χαλαρή" απ'
όσο τα παραπάνω παραδείγματα δείχνουν) έννοια της προσήλωσης στο έθνος, τότε
-εφόσον, δηλαδή, παίρνουν έναν ξένο όρο και τον μεταφράζουν καταπώς τους αρέσει-
δεν θα έπρεπε να εξανίστανται για το αν δημιουργούνται από το μηδέν όροι όπως
π.χ. εθνομηδενισμός. Δηλαδή, δεν μπορεί κάποιος να χρησιμοποιεί τον όρο
εθνοκεντρισμός με την τωρινή, πρόσφατη, νεοελληνική σημασία του- κι όχι
με την σημασία που ο δημιουργός της του έδινε-, και έπειτα να υποστηρίζει ότι
δεν υπάρχει εθνομηδενισμός ως όρος, μια και η σημερινή νεοελληνική χρήση
του όρου εθνοκεντρισμός ειδικά μάλιστα αναφερόμενη στους Νεοέλληνες δεν
ταυτίζεται με τον ethnocentrism και συνιστά η ίδια
νεολογισμό βασιζόμενο στο ότι το ethnocentrism
ως λέξη μοιάζει στο εθνοκεντρισμός. (17/2/2010)