ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ:
Ως μηδενισμό μπορούμε να ορίσουμε την άποψη που υποστηρίζει ότι κάθε αξία είναι
υποκειμενική και συνεπώς ότι όλες οι αξίες είναι σχετικές και μη αντικειμενικές.
Η έννοια του μηδενισμού έχει ταυτιστεί την απόπειρα της καταστροφής του κόσμου ή
της θέλησης για καταστροφή του κόσμου. Επειδή μια τέτοια απόπειρα αντιβαίνει
στον παραπάνω ορισμό, πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ τριών ειδών μηδενισμού.
Ο πρώτος
τύπος μηδενισμού συνίσταται στην άποψη ότι ο κόσμος (κοινωνία και φύση), οι
αξίες του, η τάξη του κ.λπ. πρέπει να καταστραφεί. Αυτός ο τύπος μηδενισμού
είναι διπλός (συμπεριλαμβάνει τον ή συγχέεται με τον δεύτερο τύπο μηδενισμού).
Δηλαδή είτε πρόκειται για την απλή χαρά της ολοκληρωτικής εκμηδένισης του
κόσμου δίχως άλλο σκοπό (ο πρώτος τύπος), γεγονός που καθιστά κοινωνικά
περιθωριακό φαινόμενο τον μηδενισμό αυτόν, είτε για την καταστροφή του κόσμου
αυτού όχι ολοκληρωτικά, αλλά χάριν της επαναδημιουργίας του,
δηλαδή της δημιουργίας ενός νέου και «καλύτερου» κόσμου (ο δεύτερος τύπος). Ο
όρος «καλύτερος» είτε υποδηλώνεται ρητά είτε υπονοείται από τον μηδενιστή του
δεύτερου τύπου. Γιατί είναι λογικά σαφές ότι όποιος επιδιώκει να καταστρέψει τον
σημερινό κόσμο επειδή (δηλώνει ή τού φαίνεται ότι ο κόσμος) αυτός είναι «κακός»,
ήδη έχει κατά νου μια αντιδιαστολή ανάμεσα στο Τώρα-Κακό και στο Μέλλον-Καλό.
Δηλαδή η έννοια «κακό» και η (ρητή ή εξυπονοούμενη) αντίληψη του κόσμου ως
«κακού» στέκεται μόνο βάσει μιας αντικειμενικής αντιδιαστολής του προς κάτι το
οποίο θεωρείται (από τον μηδενιστή δεύτερου τύπου) «καλό», ανεξάρτητα από το αν
το «καλό» αυτό υπάρχει μόνο στο μέλλον και είναι ιδανικό, δηλαδή φανταστικό. Ο
τύπος αυτός μηδενισμού είναι ο κυρίαρχος. Οι περισσότεροι άνθρωποι οι οποίοι
αισθάνθηκαν και αυθορίστηκαν ως μηδενιστές επιδίωκαν την καταστροφή του τωρινού
υπαρκτού κόσμου, όχι για την χαρά της καταστροφής καθεαυτής, αλλά για τη
δημιουργία ενός νέου καλού κόσμου. Όποιος όμως έχει κατά νου ένα ιδανικό και μια
ιδέα περί καλού και κακού, αυτός πιστεύει και στην ύπαρξη αντικειμενικώς «καλών»
και «κακών» αξιών, κόσμων κ.λπ., αφού δεν είναι δυνατή η αξιολόγηση του τωρινού
κόσμου ως καλού ή κακού δίχως μια (αντικειμενική) κλίμακα αξιών. Με άλλα λόγια
δεν είναι οπαδός της σχετικότητας και υποκειμενικότητας όλων των ανθρώπινων
αξιών και του κόσμου, αλλά – όσο κι αν δεν το παραδέχεται ή δεν το γνωρίζει –
οπαδός της αντικειμενικότητας ορισμένων αξιών.
Η ιστορία
βεβαίως δείχνει ότι οι εκάστοτε ιδεολόγοι κατηγορούν τους αντιπάλους τους ως
μηδενιστές, με την έννοια ότι οι ιδεολογίες των δεύτερων οδηγούν στην καταστροφή
του κόσμου, είτε αυτοί που τις έχουν το γνωρίζουν είτε δεν το γνωρίζουν. Βεβαίως
τις κατηγορίες που εξαπολύει η μία πλευρά τις εξαπολύει και η άλλη εναντίον της
πρώτης: αλληλοκατηγορούνται δηλαδή ως τρελλοί καταστροφείς ή αγαθοί-αφελείς μα
επικίνδυνοι ιδεολόγοι. Ταυτόχρονα οι ιδεολογίες αυτοπροβάλλονται καθεμιά ως το
μόνο αντικειμενικό σύστημα αξιών το οποίο, όντας αντικειμενικό, μπορεί να
εγγυηθεί την διατήρηση και πρόοδο της ζωής και του κόσμου. Γίνεται πάντως φανερό
ότι ως μηδενιστές κατηγορούνται άνθρωποι οι οποίοι απλώς έχουν κανονιστικές
αρχές, παραπλήσιες ή αντίθετες προς αυτές των κατήγορών τους και οι οποίοι
διόλου δεν αντιτίθενται στην ύπαρξη ορισμένων αντικειμενικών αξιών ή στην αξία
της ύπαρξης του κόσμου εν γένει.
Ο τρίτος
τύπος μηδενισμού, ο πλέον περιθωριακός, είναι αυτός που θεωρεί ότι όλες οι αξίες
είναι σχετικές και μη αντικειμενικές, ωστόσο δεν αποπειράται να καταστρέψει τον
κόσμο, ακριβώς γιατί πιστεύει ότι εάν επιδίωκε την καταστροφή του κόσμου, θα την
επιδίωκε μόνο βασιζόμενος σε μια (ηθική) «αξία» η οποία θα είχε αντικειμενικό
χαρακτήρα: την αξία της καταστροφής (έστω και την αξία της καταστροφής για την
καταστροφή). Ωστόσο, θα ήταν αντιφατικό από τη μία να ανακηρύσσονται όλες
οι αξίες υποκειμενικές, δηλαδή σχετικές, και από την άλλη να
ανακηρύσσεται ως (μόνη) αντικειμενική αξία η αξία της καταστροφής (για την
καταστροφή). Ώστε λοιπόν η διαφορά μεταξύ του μηδενιστή δεύτερου και τρίτου
τύπου είναι ακριβώς ότι ο μηδενιστής τρίτου τύπου δεν αναγνωρίζει δικαιώματα
αντικειμενικότητας (άρα και απόπειρας πραγμάτωσής της) στην αξία ή ηθικό δέον
της καταστροφής, ενώ ο μηδενιστής δεύτερου τύπου τής τα αναγνωρίζει. Γιατί το
πρόσταγμα της καταστροφής του κόσμου μπορεί να δικαιολογηθεί θεωρητικά μόνον εάν
η καταστροφή ως πράξη συνιστά (ηθική) αξία καθεαυτή ή εάν πρόκειται διαμέσου της
καταστροφής να πραγματωθούν κάποιες ανώτερες, δηλ. αντικειμενικές αξίες. Εάν δεν
συνιστά ούτε αξία ούτε απαξία, τότε η καταστροφή δεν συνάδει με τον μηδενισμό.
Η ένσταση
που έρχεται λογικά είναι ότι ο μηδενιστής τρίτου τύπου αναπόφευκτα οδηγείται
στην αποσταθεροποίηση και διάλυση της ταυτότητάς του κι επομένως πρακτικά, εν
τέλει, καθίσταται ανίκανος προς επιβίωση. Αυτή η ένσταση συγχέει το επίπεδο της
θεωρίας με το επίπεδο της πράξης. Γιατί από την διαπίστωση ότι οι αξίες είναι
υποκειμενικές, δηλαδή όχι αιώνιες, μπορεί να συναχθούν πρακτικές και τρόποι ζωής
αντιδιαμετρικά αντίθετοι μεταξύ τους. Μπορεί να συναχθεί η πρακτική της
απάθειας, της αδράνειας και της μοιρολατρίας ή μπορεί να συναχθεί η πρακτική της
επίτασης της δράσης («τώρα που μπορούμε»). Μπορεί πρακτικά να συναχθεί η
συμπόνια και η αλληλοανοχή, αφού όλο είμαστε δυστυχισμένοι θνητοί σε έναν κόσμο
δίχως αντικειμενική αξία και δίχως αιώνιες αξίες, αλλά μπορεί πρακτικά να
συναχθεί και την επίταση της ανταγωνιστικής ορμής και της μισαλλοδοξίας χάριν
του πρόσκαιρου ιδιοτελούς οφέλους και ηδονής του μηδενιστή. Άλλη πιθανή ένσταση κατά του
μηδενιστή γ’ τύπου είναι ότι άθελα αλλά κατά βέβαιο τρόπο βοηθά εμμέσως στην
καταστροφή ή αποσάθρωση του κόσμου, μη αναγνωρίζοντάς του αξία. Και αυτή η
ένσταση είναι αβάσιμη, γιατί η αδιαφορία προϋποθέτει μια αρνητική αξιολόγηση,
δηλαδή όχι απλώς άρνηση απόδοσης αξίας στον κόσμο, αλλά απόδοση απαξίας στον
κόσμο. Όπως και να 'χει, η κοινωνική ασημαντότητα των μηδενιστών γ' τύπου
αποκλείει το ενδεχόμενο η καταστροφή του κόσμου να προέλθει από αυτούς, όπως και
στο παρελθόν.
Γενικά η
κατηγορία για μηδενισμό είναι ένα είδος σκιάχτρου που εξαπολύεται προς κάθε
δυνατή κατεύθυνση. Αν α’) αφήσουμε κατά μέρους τους μηδενιστές πρώτου τύπου, οι
οποίοι συχνότατα είναι μηδενιστές δεύτερου τύπου, διότι η δήθεν τάση τους για
την καταστροφή χάριν της καταστροφής είναι αποτέλεσμα (οριστικής και
αμετάκλητης) απογοήτευσης από τον τωρινό κόσμο, απογοήτευσης η οποία λογικά
προϋποθέτει αξιολόγηση (δηλ. οριστική καταδίκη, δίχως καμμία ελπίδα βελτίωσης)
του τωρινού κόσμου βάσει μιας υπόρρητης αλλά αντικειμενικής κλίμακας αξιών (το
υπόλοιπο τμήμα των μηδενιστών α’ τύπου είναι είτε φρενοβλαβείς είτε – κατά
παράδοξο τρόπο – οπαδοί της ταύτισης Είναι και Δέοντος
που, όπως ο Ντε Σαντ, θεωρούν το έγκλημα/καταστροφή ως έμπρακτη
συμμόρφωση με την Φύση: το αίτημα της «επιστροφής στη Φύση» δεν μπορεί παρά να
είναι ηθικό, δηλαδή να βασίζεται σε μια αξιολόγηση, η οποία βρίσκει
«κανονιστικές» αξίες στη Φύση και η οποία αξιολόγηση δήθεν ριζώνει στη Φύση) και
αν β’) κατανοήσουμε ότι οι οπαδοί των κανονιστικών κοσμοθεωριών (στους οποίους
ανήκουν και οι μηδενιστές δεύτερου τύπου, οι οποίοι απλώς δεν το γνωρίζουν),
μολονότι δεν αυτοαποκαλούνται μηδενιστές, στην πραγματικότητα, από λογικής
άποψης (δλδ κρινόμενοι βάσει της αποδοχής εκ μέρους τους τής αντικειμενικότητας
ορισμένων αξιών) βρίσκονται στην ίδια κατηγορία τόσο με όσους και
αυτοαποκαλούνται μηδενιστές και είναι μηδενιστές δεύτερου τύπου, όσο και
με όσους κατηγορούνται (από τους οπαδούς των κανονιστικών κοσμοθεωριών) ως
μηδενιστές, τότε πρέπει να συμπεράνουμε ότι η κατηγορία για «μηδενισμό» και
απόπειρα καταστροφή της τάξης, του κόσμου κ.λπ. είναι πολύ ασαφής και λογικά
σαθρή. Γιατί (ακριβώς επειδή και οι – αυτοαποκαλούμενοι ή μη – μηδενιστές
β’ τύπου και οι οπαδοί των κανονιστικών ανήκουν στην ίδια κατηγορία) ώς
τώρα στην ιστορία οι μεγαλύτερες καταστροφές και συμφορές προκλήθηκαν από
ηθικιστές (οπαδοί κανονιστικών θεωριών και μηδενιστές β’ τύπου) στο όνομα της
επίτευξης ηθικών στόχων, ανεξάρτητα από το αν αυτοί διακήρυσσαν ότι οι ηθικοί
στόχοι θα επιτευχθούν δια της καταστροφής του παλαιού κόσμου ή «ειρηνικά».
Γιατί, ακόμη και στην περίπτωση της διακήρυξης της «ειρηνικής» πραγμάτωσης των
ηθικών σκοπών, η ιστορία έχει αποδείξει ότι η προσπάθεια πραγμάτωσής τους κατά
κύριο λόγο δεν γίνεται ειρηνικά. Πάντως
και οι μηδενιστές γ' τύπου, όσο κι αν το αρνούνται, είναι προϊόντα απογοήτευσης
και προέρχονται από τους μηδενιστές β' τύπου (τους οπαδούς κανονιστικών
θεωριών), μόνο που αντί να γίνουν μηδενιστές α' τύπου, έγιναν γ' τύπου.
Μια
τέτοια διάκριση μεταξύ των τύπων μηδενισμού έχει το πλεονέκτημα ότι αποσαφηνίζει
την ασαφή χρήση του όρου λ.χ. από τους ρώσσους μηδενιστές ή από τον Νίτσε ο
οποίος άλλοτε προφητεύει θριαμβευτικά τον μηδενισμό και άλλοτε αποκαλεί τους
Χριστιανούς απαξιωτικά «μηδενιστές».
Όπως και
να ‘χει ο μηδενισμός, ειδικά του α’ και γ’ τύπου, κερδίζει οπαδούς όταν οι
παλιές αξίες είναι ετοιμόρροπες ή αντιμετωπίζουν κρίση. Αν το δούμε
αντικειμενικά, στην Ιστορία, την κρίση της προηγούμενης δογματικής βασιλείας
τερματίζει, έπειτα από την σύντομη μεσοβασιλεία του σχετικισμού-μηδενισμού, μια
καινούργια δογματική βασιλεία η οποία επιβάλλει τις απόψεις της είτε δια της
βίας είτε τρομοκρατώντας ψυχολογικά την πλειοψηφία των ανθρώπων με τον κίνδυνο της
εξάλειψης της κοινωνίας και της ζωής. Η νέα βασιλεία μπορεί να είναι παραπλήσια ή
μη της προηγούμενης, γεγονός είναι όμως ότι η επικράτηση του μηδενισμού γ’ τύπου
είναι αδύνατη, διότι η άρνηση της αντικειμενικότητας των αξιών (όποιες κι αν
είναι αυτές) συνεπάγεται την άρνηση του νοήματος της ζωής και, έτσι, αντιτίθεται
στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης των ανθρώπων. Όμως το ένστικτο αυτό είναι
πάντοτε ισχυρότερο. (21/4/2007)
Μηδενισμὸς καὶ τὸ πρόβλημα τῆς
ἀλήθειας
Στὸ ἐρώτημα ἂν ὁ μηδενισμὸς ἀποφεύγει τὸ ζήτημα
τῆς ἀλήθειας καὶ τί προτείνει ὡς ἀπάντηση στὸ "γιατί νὰ πῶ τὴν ἀλήθεια ὅταν μὲ
συμφέρει νὰ πῶ ψέματα;" μποροῦν νὰ δοθοῦν ἀπαντήσεις ποὺ διαφέρουν ἀνάλογα μὲ τὸ
εἶδος τοῦ μηδενισμοῦ. Ὅμως ἀξίζει νὰ τονιστεῖ ὅτι στὸ ἐρώτημα αὐτὸ οἱ
κανονιστικὲς-ἠθικιστικὲς κοσμοθεωρήσεις (συμπεριλαμβανομένων τῶν μηδενισμῶν α
καὶ β τύπου) ἔχουν προσπαθήσει νὰ ἀπαντήσουν ἐπικαλούμενες ὡς ἐπιχείρημα πάντοτε
κάποιον ἐπίγειο ἢ μεταθανάτιο ὠφελιμισμό (ἀμοιβὲς καὶ τιμωρίες), ὁ ὁποῖος
πάντοτε ἔρχεται σὲ λογικὴ ἀντίθεση μὲ τὴ διακήρυξή τους ὅτι εἶναι ὑπεράνω κάθε
χρησιμοθηρίας καὶ ὠφελιμισμοῦ. Πάντοτε οἱ κήρυκες τοῦ ἑνὸς ἢ τοῦ ἀλλου ἠθικισμοῦ
διατρανώνουν τὰ ὀφέλη ποὺ συνεπάγεται γιὰ τὸ ἄτομο καὶ τὴν κοινωνία ἡ υἱοθέτηση
τῶν συγκεκριμένων ἠθικῶν ἀξιῶν ἰσχυριζόμενοι ὅτι αὐτὲς ἀνταποκρίνονται στὴν ὀρθὴ
ἀνάλυση τοῦ κόσμου καὶ τῆς πραγματικότητας. Ἀξίες οἱ ὁποῖες δὲν θὰ "καλλιτέρευαν"
τοὺς ἀνθρώπους, δηλαδὴ δὲ θὰ τοὺς ἦταν χρήσιμες μὲ τὴν μία ἢ τὴν ἄλλη ἔννοια, δὲ
θὰ μποροῦσαν νὰ γίνουν ἀποδεκτές.
Ἡ ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας δὲν ξεφεύγει ἀπὸ τὸν μὴ
ἠθικιστικὸ μηδενισμό. Τὸ ἀντίθετο, ἡ ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας καθίσταται
δευτερεύσας σημασίας ἀκριβῶς ὅταν ἐπιθυμοῦμε πάση θυσίᾳ τὴ διασύνδεση ἀλήθειας-εὐτυχίας-ἠθικῆς
(ἀξιῶν), ὅταν δηλαδὴ πιστεύουμε ὅτι ἡ ἀλήθεια εἶναι ἠθικὴ καὶ ὁδηγεῖ στὴν
εὐτυχία ἢ ἐμπεριέχει κάποιο ἀντικειμενικὸ ἠθικὸ νόημα ἡ διερεύνηση τῆς
πραγματικότητας. Εἶναι ἀπὸ τὶς κανονιστικὲς κοσμοθεωρήσεις ἀπὸ τὶς ὁποῖες
ξεφεύγει ἡ οὐσία τῆς ἀναζήτησης τῆς ἀλήθειας, ἡ ὁποία (ἡ ἀναζήτηση) καταλήγει νὰ
γίνεται ἀποκούμπι συμβουλῶν γιὰ τὴν πράξη καὶ διαβεβαιώσεων για τὴν ἐπίγεια ἢ
μεταθανάτια εὐτυχία. Ἀπὸ τὸν καιρὸ τοῦ Πλάτωνα, ὁ ὁποῖος ἀναγκάστηκε νὰ "ἀποδείξει"
ὅτι οἱ κακοὶ τιμωροῦνται μεταθανάτια, καὶ τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀπὸ τὸν καιρὸ τοῦ
Ἐπίκουρου καὶ τῆς ἐπίγειας ὠφέλειας τῆς ἀξίας τῆς ἡδονῆς, οἱ στοχοθεσίες τῶν
κανονιστικῶν κοσμοεικόνων δὲν ὑπερβαίνουν τὸν ὠφελιμισμό. Δίχως κάποια ἐπίγεια ἢ
ἐπουράνια ἀπειλὴ καμμιὰ κανονιστικὴ κοσμοεικόνα δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀπαντήσει στὸ
"γιατί νὰ πῶ τὴν ἀλήθεια ὅταν μπορῶ νὰ πῶ ψέματα;" Ἀντίθετα ὁ μηδενισμός, ἐκτὸς
κι ἂν εἶναι γνωσιακὸς σκεπτικισμός, ἀναγνωρίζει ὅτι ἡ ἀλήθεια δὲν σώζει
ἀπαραίτητα, ὅτι δὲν ὑπάρχει κάποια σύνδεση ἀλήθειας κι εὐτυχίας ἢ ἡδονῆς ἢ
ἠθικῶν ἀξιῶν καί, ὅταν θέτει τὸ ζήτημα τῆς ἀλήθειας, τὸ θέτει μὲ σκοπὸ τὴν
ἀλήθεια κι ὄχι τὴν παροχή καθησυχαστικῶν διαβεβαιώσεων γιὰ τὴ σύνδεση ἠθικοῦ
δέοντος, εὐτυχίας καὶ πραγματικότητας. Ἀσφαλῶς δὲν μπορεῖ νὰ δώσει ἱκανοποιητικὴ
συνηγορία ὑπὲρ τῆς ἄποψης ὅτι πρέπει νὰ λεχθεῖ ἡ ἀλήθεια ἀκόμη κι ὅταν αὐτὴ
μπορεῖ ἢ καὶ πρέπει νὰ ἀποκρυβεῖ - δὲν μπορεῖ νὰ δώσει ἱκανοποιητικὴ συνηγορία
ὑπὲρ τῆς ἀντίθετης ἄποψης. Γιατὶ μόνο μὲ γὴινες ἢ μεταθανάτιες τιμωρίες καὶ
ἀνταμοιβὲς θὰ μποροῦσε νὰ πεισθεῖ κάποιος στὸ ζήτημα αὐτό. (29/1/2009)
Ὁ Μηδενισμὸς καὶ τὸ Νόημα
Τί νόημα ἔχει τὸ νόημα; Ἤ: δὲν
εἶναι ὁ Μηδενισμὸς ἕνα νόημα; Δὲν ἀποτελεῖ ὁ ἀναγωγισμὸς μηδενισμό; Ἡ ἀναζήτηση
γιὰ τὸ νόημα τοῦ Νοήματος μπορεῖ νὰ καταγγελθεῖ ὡς ἄνευ νοήματος εἴτε ὡς -μὲ
ἠθικὴ χροιά- κρυπτομηδενιστικὴ ἀπὸ τοὺς αὐτόκλητους ὑπερασπιστὲς τοῦ Νοήματος.
Προφανῶς, φοβοῦνται ὅτι ἔτσι ὑποσκάπτεται τὸ κύρος κάθε νοηματοδότησης. Τέτοιος
φόβος δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ σημαίνει καὶ τὴν ποικίλλων βαθμῶν ἀπιστία στὴν ἀλήθεια
τῆς ἀντίληψης ποὺ ἔχουν γιὰ τὴν προέλευση καὶ τὴν ἰσχὺ τῶν σημασιῶν. Ἀλλά, ἂν ὁ
μηδενισμὸς εἶναι ἀξιολογικός (τοῦ α' τύπου), τότε ἀποτελεῖ τμῆμα τοῦ συνόλου τῶν
σημασιῶν καὶ ἡ ἀντιπαράθεση μὲ αὐτὸν στὸ ὄνομα τῆς προάσπισης τῶν σημασιῶν/Νοήματος
εἴτε εἶναι ἀβάσιμη εἴτε πολεμικὴ/κακόβουλη. Πρέπει νὰ τονιστεῖ ὅτι ἀπόρριψη τῶν
ἀξιῶν καὶ τῶν σημασιῶν οὔτε οἱ Ναζὶ ἔκαναν, οὔτε καὶ οἱ Οὔννοι τοῦ Ἀττίλα, γιὰ
τὸν ἁπλὸ λόγο ὅτι μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ πνεύματος, τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ πολιτισμοῦ
ὅλα φιλτράρονται μέσω τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῶν σημασιῶν: Ἀκόμη, λ.χ. καὶ οἱ
ναζιστικὲς ἀντιλήψεις γιὰ τὴν σημασία τοῦ καθαροῦ αἵματος συνεπάγονταν τὴν
"συνένωση" Φύσης καὶ Νοήματος ἔτσι ὥστε ὁρισμένη φύση (αἷμα) νὰ
ταυτίζεται-συνεπάγεται ὅρισμένα νοήματα. Ἔτσι, δὲν μπορεῖ νὰ βρεθεῖ ἱστορικὰ καὶ
κοινωνικὰ (παρὰ ὡς ἀτομικὴ καὶ ψυχιατρικὴ ἐξαίρεση)
Προέκταση στὴν ἀχυρανθρωπικὴ
ἀντιπαράθεση Νοήματος καὶ Μηδενισμοῦ ἀποτελεῖ ἡ θέση ὅτι "Το
μέγεθος, και η επικινδυνότητα,της παρούσας κρίσης μπορούν να μετρηθούν στο βαθμό
στον οποίο δοξολογούνται οι γυμνές βιολογικές ανάγκες...Όσο
περισσότερες φωνές μπαίνουν σε τούτο το παιχνίδι τυφλής αναγωγής του ανθρώπινου
στο βιολογικό, τόσο περισσότερο μπορούμε να είμαστε βέβαιοι πως η κρίση
προχωράει προς την καρδιά του υπάρχοντος πολιτισμού".
Ἡ "ἀπόδοση εὐθυνῶν" γιὰ τὴν κατάντια τῆς ἀνθρωπότητας σὲ ὅσους δὲν
διακηρύσσουν τὸ πρωτεῖο τοῦ Λόγου ἐναντι τῆς ἰσχύος ἢ τῆς ἡδονῆς καὶ δείχνουν
τὶς βιολογικὲς ἀπαρχὲς τοῦ Πνεύματος ἀποσιωπᾶ ὅτι μόνο οἱ φορεῖς τοῦ Λόγου κι
ὄχι τὰ ἄλογα ζῶα ἔχουν διαπράξει ἐγκλήματα γιὰ τὸν ἁπλὸ λόγο ὅτι ἐξαιτίας τοῦ
Λόγου-Πνεύματος κι ὄχι τοῦ ζωώδους στοιχείου του ὁ ἄνθρωπος ἐξαπολύει ἄπειρες
ἀξιώσεις ἰσχύος πρὸς τὴ φύση καὶ τοὺς συνανθρώπους του ἐνῶ τὰ ζῶα ἀρκοῦνται στὴν
ἱκανοποίηση τῆς στοιχειώδης ζωικῆς ὁρμῆς, κι ὅτι τὰ μεγαλύτερα ἐγκλήματα δὲν
ἔγιναν ἀπὸ ἀρνητὲς κάθε πνευματικῆς ἀξίας ἢ νοήματος στὸ ὄνομα τῆς ἀπαξίωσης τῶν
ἀξιῶν ἀλλὰ ἀπὸ ὑμνητὲς διάφορων νοηματοδοτήσεων μὲ τὴ βοήθεια ἀξιῶν καὶ
νοηματοδοτήσεων. Οἱ "ἀντιμηδενιστὲς" στὴν πραγματικότητα μάχονται δίχως
ἀντιπάλους καὶ κατασκευάζουν ἀχυρανθρώπους ἐχθρούς, ἀφοῦ ἀκόμη καὶ ἡ διακήρυξη
ὑπὲρ ἑνὸς ἀξιολογικὰ ἐλεύθερου ἀμοραλισμοῦ, ἂν δὲν ἀντιμετωπιζόταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ
τῆς κοινωνικῆς πειθάρχησης καὶ δὲν ἐξολοθρευόταν πρακτικά, θὰ γινόταν
ἀναγκαστικὰ στὸ ὄνομα πάλι κάποιας νοηματοδότησης, δηλαδὴ θὰ ἦταν καταδικασμένη
στὴν ἀντίφαση καὶ τὴν αὐτοαναίρεση στὸ θεωρητικὸ ἐπίπεδο. Ὅσοι προειδοποιοῦν γιὰ
τὸν κίνδυνο τοῦ μηδενισμοῦ δὲν μποροῦν νὰ διανοηθοῦν τὴν περίπτωση ἀμοραλιστικὲς
καὶ "μηδενιστικὲς" (βιολογικὲς καὶ ἄλλες) ἀντιλήψεις νὰ πηγάζουν ἀπὸ βαθιὰ
ἀντιμηδενιστικὴ κοσμοαντίληψη. Τὸ παράδειγμα τοῦ Πλάτωνα δείχνει ὅτι τέτοιες
ἀντιλήψεις βρίσκονται ἤδη στὴ γέννηση τῶν "ἀντιμηδενιστικῶν/ἀντισοφιστικῶν"
θεωριῶν. Ὁ Πλάτωνας ἀπὸ τὴν ὀντολογία του καὶ τὴν ἀντισοφιστικὴ/ἀντιμηδενιστικὴ
ἀντίληψή του περὶ Ἀγαθοῦ, προχωρῶντας ἀπὸ ἐπιχείρημα σὲ ἐπιχείρημα, ὁδηγεῖται
λ.χ. στὴν ἀντίληψη ὅτι τὰ ἀνάπηρα βρέφη καὶ τὰ νεογέννητα παιδιὰ τῶν
"χειρότερων" πρέπει νὰ ἀποτίθενται σὲ κρυφὸ μέρος ὥστε νὰ πεθάνουν προκειμένου
νὰ μὴν ἐκφυλιστεῖ ἡ φυλή. Εἶναι ἡ ἀντιμηδενιστικὴ μεταφυσικὴ κοσμοθεώρηση καὶ
ὅχι ἡ σοφιστικὴ καὶ μηδενιστικὴ ἡ ὁποία κάνει τὸν Πλάτωνα νὰ διακηρύττει ὅτι οἱ
γενναῖοι δικαιοῦνται νὰ συνουσιάζονται μὲ τὶς γυναῖκες συχνότερα ἀπὸ τοὺς ἄλλους
ὥστε "νὰ γεννιοῦνται ὅσο μπορεῖ περισσότερο παιδιὰ ἀπὸ τέτοιον ἄντρα". Παρὰ τὶς
φωνασκίες τῶν ἀντιμηδενιστῶν εἶναι ἡ μεταφυσικὴ καὶ ἀντισοφιστικὴ ἀντίληψη γιὰ
τὸ Ἀγαθὸ ἡ ὁποία ὁδήγησε τὸν Πλάτωνα στὴν ἀντιμετώπιση τῶν ἀνθρώπων ὡς ζώων ποὺ
βελτιώνονται φυλετικὰ ὅπως οἱ σκύλοι μὲ κατάλληλες ἐπιμειξίες καὶ συνουσίες - ἢ
ποὺ τὸν βοήθησε νὰ δικαιολογήσει τέτοιες ἀπόψεις. Βέβαια, αὐτὰ δὲν σημαίνουν,
ὅπως αὐτάρεσκα φρονοῦν οἱ ὑλιστές, ὅτι ὁ ὑλισμὸς συνεπάγεται αὐτονόητα τὴν
ἐλευθερία ἢ τὴν ἀνώτερη "πνευματικότητα". Σημαίνουν, ὡστόσο, ὅτι ἡ δοξολογία τῶν
γυμνῶν βιολογικῶν ἀναγκῶν ὄχι ἁπλῶς συνιστᾶ νοηματοδότηση, ἄρα ἀποσείει τὸν
κίνδυνο ἀπουσίας γενικὰ τοῦ Νοήματος, ἀλλὰ μπορεῖ νὰ γίνεται μὲ ἀπόλυτα
ἀντι-βιολογικιστικὲς καὶ ἀντιμηδενιστικὲς προϋποθέσεις. Ἀσφαλῶς οἱ πολέμιοι τοῦ
"μηδενισμοῦ" θὰ παίζουν τὸ παιχνίδι τοῦ "πραγματικοῦ Νοήματος", ὡστόσο
προκειμένου νὰ προχωρήσουν στὸ β' στάδιο τῆς ἐπιχειρηματολογίας τους, δηλαδὴ τὴν
ὑπεράσπιση ἑνὸς εἰδικοῦ νοήματος κι ὄχι ἐν γένει τοῦ Νοήματος, εἶναι
ἀναγκασμένοι ἀρχικὰ νὰ ὑπερασπιστοῦν γενικὰ τὸ Νόημα ἀκόμη κι ἂν
ἀποστασιοποιηθοῦν ἀπὸ μεταφυσικὲς καὶ ἀντιμηδενιστικὲς νοηματοδοτήσεις τὶς
ὁποῖες κρίνουν ὡς ἐσφαλμένες. (18-10-2013)