Ἀρχαιότητα, Μεσαίωνας Ἀναγέννηση - Point of view

Εν τάχει

Ἀρχαιότητα, Μεσαίωνας Ἀναγέννηση


ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ, ΜΕΣΑΙΩΝΑΣ, ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ
Αρχαία Ελλάδα.
Τι είναι αυτό που μας ελκύει στην Αρχαιότητα; Γιατί να μην βάζουμε στο ίδιο βάθρο τους Κινέζους ή τους Εβραίους ή τους Ινδούς με τους αρχαίους Έλληνες; Και αυτοί οι λαοί ανέπτυξαν την πνευματικότητα σε ορισμένους τομείς, ίσως περισσότερο από τους αρχαίους Έλληνες.
            Δεν είναι σωστή η άποψη πως επειδή είναι πρόγονοί μας τούς οφείλουμε σεβασμό τόσο μεγάλο, ώστε να τους βάζουμε πρώτους σε όλη την ιστορία. Υπάρχουν και όρια στο σεβασμό προς τους προγόνους. Δεν ισχύει ότι τα πορίσματα των Αρχαίων είναι απαραίτητα τα καλύτερα που έχει να επιδείξει η ανθρωπότητα και πρέπει να ζούμε ή να σκεφτόμαστε σύμφωνα με αυτά, για δύο λόγους. Τόσο για τον προφανή, ότι τα πάντα εξελίσσονται και συνεχώς νέες απόψεις επικρατούν και νέες γνώσεις αποκτώνται, όσο για τον μη προφανή ότι οι Αρχαίοι είχαν 500 διαφορετικές απόψεις για κάθε τι, από το ιδανικό πολίτευμα ώς την ατομική ηθική. Φυσικά, επίσης δεν ισχύει ότι πολλά απ’ τα πορίσματα των Αρχαίων δεν είναι τα καλύτερα (θα ήταν το άλλο άκρο). Είναι απίστευτα ρηχός ο δυτικός ουμανισμός που θαυμάζει την εξιδανίκευση της Αρχαιότητας (μια Αρχαιότητα που ποτέ δεν υπήρξε) – το ίδιο ρηχό με όσους ισχυρίζονται ότι οι Αρχαίοι ήταν τέλειοι.
           Οι Αρχαίοι αξίζει να τιμώνται επειδή αυτοί (ακριβέστερα: κάποιοι από αυτούς), κι όχι άλλοι λαοί, έκαναν την αρχή σε ορισμένα πράγματα που θεωρούμε πολύτιμα, όπως τη δημοκρατία, το διάλογο, τη φιλοσοφία. Για παράδειγμα, τιμούμε τους προγόνους μας επειδή σκέφτηκαν την ιδέα του δημοκρατικού πολιτεύματος και ώς ένα μικρό βαθμό την εφάρμοσαν. Όχι επειδή δήθεν η αθηναϊκή δημοκρατία ήταν τέλεια ή ότι συμμετείχαν σ’ αυτήν οι δούλοι και οι γυναίκες, αλλά επειδή για πρώτη φορά κάποιοι σκέφτηκαν την ιδέα της αυτοδιακυβέρνησης. Δεν εκτιμούμε λ.χ. τον Ιπποκράτη και τους άλλους αρχαίους επιστήμονες επειδή θεωρούμε ότι «οι Έλληνες τα είπαν όλα», όπως λένε κάποιοι, αλλά επειδή έβαλαν τις βάσεις και δημιούργησαν ένα παράδειγμα, ίσως ατελές, αλλά πάντως μοναδικό ώς τότε. Δεν τιμούμε τον Πλάτωνα και τους άλλους φιλοσόφους επειδή τάχα έβγαλαν "τα σωστά" συμπεράσματα, τα οποία πρέπει να ακολουθήσουμε, αλλά επειδή σκέφτηκαν και μας έκαναν να σκεφτούμε (ακόμη και απορρίπτοντας [ορισμένες από] τις απόψεις τους, πάλι σκεφτήκαμε, ώστε να το πράξουμε, άρα φιλοσοφήσαμε), μας έβαλαν στη διαδικασία να σκεφτούμε. Το ότι ήταν οι πρώτοι και ότι έδωσαν την ώθηση για πολλά πράγματα, αυτά τα δύο είναι άξια τιμής. Όχι το ότι τα φιλοσοφικά τους πορίσματα είναι «νόμος», απλώς επειδή είναι πρόγονοί μας.
            Μπορεί αν δεν ήταν οι αρχαίοι Έλληνες, να βρίσκονταν κάποιοι άλλοι αργότερα. Μάλλον έτσι θα γινόταν. Αλλά δεν μπορούμε να ξέρουμε κι ούτε έχει σημασία να μάθουμε αν ήταν τυχαίο ή μη το ότι πρώτοι οι Αρχαίοι ξεκίνησαν τη διαδικασία αυτή. Για ορισμένα από τα πορίσματά τους και κυρίως για το ότι έκαναν την αρχή (ανεξάρτητα απ’ το αν τα πορίσματά τους ήταν σωστά ή λανθασμένα) αξίζει να ασχολούμαστε μαζί τους, δίχως την δυτική φασιστο-ουμανιστική (τόσο οι Ναζί όσο και οι της Αναγέννησης θεωρούσαν τη συμμόρφωση προς τα αρχαία πρότυπα υποχρεωτική) ή την εθνικιστική λατρεία των αρχαίων Ελλήνων. (11/10/2005)
"Η αναζήτηση "ωραίων ψυχών", "χρυσών τομών" και άλλων τελειοτήτων στους Έλληνες, ή ο θαυμασμός της ηρεμίας τους στο μεγαλείο, της ιδανικής τους φρόνησης, της ανώτερης απλότητάς τους - ο ψυχολόγος που έχω μέσα μου με προστάτεψε απ' αυτήν την "ανώτερη απλότητα", που δεν είναι παρά μια niaiserie allemande. Είδα το ισχυρότερο ένστικτό τους, τη θέληση για δύναμη. τους είδα να τρέμουν μπροστά στην ξέφρενη δύναμη αυτής της παρόρμησης - είδα πως όλοι οι θεσμοί τους ξεπήδησαν μέσα από μέτρα προστασίας που πήραν για να προστατέψουν ο ένας τον άλλο από τις εκρηκτικές ύλες που έκρυβαν μέσα τους. Τούτη η τρομερή εσωτερική ένταση ξεσπούσε σε τρομερή και άγρια έχθρα προς τον έξω κόσμο: οι πόλεις-κράτη κομμάτιαζαν η μια την άλλη ούτως ώστε οι πολίτες της καθεμιάς να βρίσκουν τη γαλήνη ενώπιον του εαυτού τους. Είχαν ανάγκη να 'ναι δυνατοί: ο κίνδυνος ήταν κοντά, παραμόνευε παντού. Η μεγαλειώδης σωματική ευλυγισία, ο τολμηρός ρεαλισμός και αμοραλισμός που διέκρινε τον Έλληνα, ήταν μια ανάγκη όχι μια "φύση". Ήταν το αποτέλεσμα, δεν υπήρχε από την αρχή. Και με τις γιορτές και τις τέχνες οι Έλληνες δεν ήθελαν τίποτε άλλο από το να νοιώθουν στην κορυφή, από το να δείχνουν πως ήταν στην κορυφή: αυτά είναι μέσα για να δοξάσει κανείς τον εαυτό του, και , σ' ορισμένες περιπτώσεις, για να προκαλέσει το φόβο".(17/7/2006)
Αρχαία ανεκτικότητα.
Ο φιλόσοφος Ανάξαρχος θανατώθηκε από τον τύραννο Νικοκρέοντα. Αυτός τον έβαλε σε ένα μεγάλο γουδί και διέταξε να τον λειώσουν με σιδερένιους κόπανους (Διογένης Λαέρτιος, IX, 59). Ο φιλόσοφος Ζήνων ο Ελεάτης θανατώθηκε από τον τύραννο Νέαρχο (Διογένης Λαέρτιος, IX, 26). Ο φιλόσοφος Ξενοφάνης εξορίστηκε από τους κατοίκους της πατρίδας του (Διογένης Λαέρτιος, IX, 18). Οι Πυθαγόρειοι κυνηγήθηκαν άγρια όπως κι ο ίδιος ο Πυθαγόρας  (Πορφύριου, Πυθαγόρου βίος, 56-57). Ο Πρωταγόρας διώχθηκε για θρησκευτικούς λόγους και τα γραπτά του κάηκαν δημοσίως (Διογένης Λαέρτιος, IX, 52· Πλούταρχου, Νικίας, 23· Φιλόστρατος, Βίοι Σοφιστών, I 10, 3˙ Ησύχιος, Ονοματολόγος˙ Σέξτος Εμπειρικός, Προς μαθηματικούς, IX 55). Η πληροφορία προέρχεται από τον αθηναίο αρχαίο ιστορικό Φιλόχορο, ο οποίος θεωρείτο από τους μεταγενέστερους Αρχαίους πολύ αξιόπιστος και ακριβής. Ο Αναξαγόρας μηνύθηκε για ασέβεια και διώχθηκε από την Αθήνα (Διογένης Λαέρτιος, II, 12-13). Ο Σωκράτης διώχθηκε επειδή δεν πίστευε στους θεούς της Αθήνας (Ξενοφώντα, Απομνημονεύματα, 1, 1). Ο Πρόδικος θανατώθηκε ή διώχθηκε για ασέβεια (Σούδα, λ. Πρόδικος· Πλάτωνα, Ερυξίας 399a). Ο Θεόδωρος ο Κυρηναίος, ο Άθεος, εξορίστηκε από την Αθήνα και από την Κυρήνη (Διογένης Λαέρτιος, II, 101-103). Ο Ηγησίας, μαθητής του Θεόδωρου, υποχρεώθηκε να μην κάνει διαλέξεις, στην Αλεξάνδρεια (Κικέρωνα, Tusc., I, 34, 83). Ο Διαγόρας ο Μήλιος εξορίστηκε από τους Αθηναίους για θρησκευτικούς λόγους (Λυσία, Κατ’ Ανδοκίδου ασεβείας, 17· Διόδωρος Σικελιώτης, 13, 6, 7· Αριστοφάνη, Όρνιθες, στ. 1071-1073· Σούδα, λ. Διαγόρας). Ο Στίλπων ο Μεγαρεύς δικάστηκε και καταδικάστηκε για ασέβεια προς τα μνημεία των θεών, και η ποινή ήταν εξορία (Διογένης Λαέρτιος, II, 116). Η Ασπασία κατηγορήθηκε (δικάστηκε) επί ασέβεια (Πλούταρχου Περικλής, 32· Αθηναίος ΙΓ’, 589e). Ο Ευριπίδης κατηγορήθηκε για ασέβεια από τον Κλέωνα (Σάτυρου, Βίος Ευριπίδου, απ. 39· Αριστοτέλη, Ρητορική, 1416a· Πλούταρχου, Περί ποιημ ακούειν, 19· Σένεκας, επιστολή 116). Ο Αριστοφάνης αναφέρει τα εξής (στ. 1506-1509) με το στόμα του Στρεψιάδη ο οποίος απευθύνεται προς τους σοφιστές και τους φιλόσοφους: «Τι σας έπιασε και τόση στους θεούς ασέβεια δείχνετε, / του φεγγαριού τον πισινό ψάχνετε να βρείτε; / Διώξ’ τους, ρίξ’ τους, βάρα τους, γιατί πολλά ‘χουνε κάνει, / το πιο πολύ, το ξέρω, ζητούσαν τους θεούς να βλάψουν». Ο Αριστοτέλης κατηγορήθηκε από τον Ευρυμέδοντα τον ιεροφάντη για ασέβεια» (Διογένης Λαέρτιος, V, 5). Ο διάδοχος του Αριστοτέλη στο Λύκειο, ο Θεόφραστος, επίσης κατηγορήθηκε για ασέβεια (Διογένης Λαέρτιος, V, 37). Ο Αισχύλος κατηγορήθηκε για ασέβεια, επειδή αποκάλυψε μερικά από τα μυστικά των Μυστηρίων σε κάποιο από τα έργα του. (Αριστοτέλη, Ηθικά Νικομάχεια 1111a 9-10· Αιλιανού, Ποικίλη Ιστορία, 5, 19). Οι Σπαρτιάτες, σύμφωνα με τον Βαλέριο Μάξιμο, απαγόρευσαν τα βιβλία του Αρχίλοχου, επειδή αυτός σάρκαζε το σπαρτιατικό πνεύμα. Τα ίδια λέει κι ο Πλούταρχος (Ηθικά [Παλαιά Λακ. επιτηδ.], 239b). Ο φιλόσοφος Καλλισθένης θανατώθηκε από τον Αλέξανδρο επειδή ήταν ο μόνος που δε δεχόταν να τον προσκυνά σύμφωνα με το ταπεινωτικό για τους Έλληνες και ειδικά τους Μακεδόνες έθιμο (Πλούταρχου, Αλέξανδρος, 53-55). «Άλλοι λένε ότι πέθανε, αφού τον κρέμασε ο Αλέξανδρος, άλλοι όμως ότι αρρώστησε όπως ήταν δεμένος με αλυσίδες» (ό.π., 55, 9). Σε πολλές περιοχές, όπως στη Λύκτο της Κρήτης και στην Αρκαδία, οι Επικούρειοι, όχι μόνο καταδιώχτηκαν, μα και πέρασαν από βασανιστήρια (Αιλιανού, Αποσπάσματα 39). Στη Ρώμη και στην Μεσσήνη οι Επικούρειοι απλώς απελάθηκαν (Αιλιανού, Αποσπάσματα 39· Αθηναίος, XII, 547ab). Ο βασιλιάς Αντίοχος απέλασε απ’ το βασίλειό του όλους τους φιλόσοφους (Αθηναίος, XII, 547b). Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου μεταξύ του Πτολεμαίου ΣΤ’ και του αδελφού του Ευεργέτου Β’,  τον 2ου π.Χ. αι., θύματα των διώξεων του τελευταίου υπήρξαν και μέλη του Μουσείου, τα οποία υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν την Αλεξάνδρεια (Μενεκλής ο Βαρκαίος, FGH 270 F9). «Ο βασιλιάς Λυσίμαχος σας έδιωξε [= τους φιλοσόφους] από το δικό του βασίλειο, όπως λέει ο Καρύστιος στα Ιστορικά υπομνήματά του» (Αθηναίος, ΙΓ, 610e). Το ίδιο έπραξαν και οι Αθηναίοι: «Ο Άλεξης λοιπόν στον Ίππο του λέει (…) Οι θεοί ας δίνουν πολλά αγαθά στο Δημήτριο / και στους νομοθέτες, επειδή, όπως λεν, έχουν ρίξει / να χαθούν έξω από τα όρια της Αττικής όσους / παραδίνουν στους νέους τις δυνάμεις των λόγων» (Αθηναίος, ΙΓ’, 610e). «Και κάποιος Σοφοκλής με απόφαση του λαού έδιωξε όλους τους φιλοσόφους έξω από την Αττική» (ό.π.). Το 83 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Δομιτιανός εξόρισε από τη Ρώμη όλους τους φιλοσόφους λ.χ. τον Επίκτητο (Γιάνη Κορδάτου, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας, εκδ. Μπουκουμάνη, σ. 469). «Οι άριστοι σε όλα Ρωμαίοι έδιωξαν τους σοφιστές από τη Ρώμη με την πεποίθηση ότι χαλούσαν το χαρακτήρα των νέων» (Αθηναίος, ΙΓ’, 610f). Ο Σωτάδης ο Μαρωνίτης καταδικάστηκε σε φυλάκιση και τελικά εκτελέστηκε από τον Πτολεμαίο Β’ (Αθηναίος, 621A). Ο Ζωίλος από την Αμφίπολη διώχθηκε από την Αλεξάνδρεια από τους Πτολεμαίους εξαιτίας της οξύτατης επίθεσης που εξαπέλυσε εναντίον του Ομήρου (Βιτρούβιος, Σουίδας, λ. Ζωίλος). Επί βασιλείας Δομιτιανού «τα βιβλία του Σενεκίωνα και του Ρούστικου διατάχτηκε να καούν στην αγορά. Φαινόταν, ότι με τις φλόγες αυτές αφανιζόταν η φωνή του λαού, η ελευθερία της Συγκλήτου, η συνείδηση της ανθρωπότητας˙ ειδικά αφού οι διδάσκαλοι της φιλοσοφίας εξορίστηκαν» (Τάκιτου, Αγρικόλας, 2). Ο Δομιτιανός «Τον Ερμογένη από την Ταρσό, τον θανάτωσε επειδή έκανε κάποιους υπαινιγμούς στην ιστορία του, και σταύρωσε τους βιβλιοθηκάριους που την είχαν αντιγράψει» (Σουητώνιου, Δομιτιανός, 10). Τα έργα του Οβίδιου «δεν επιτρέπονταν να γίνονται δεκτά από τις δημόσιες βιβλιοθήκες της Ρώμης (Trist., 3, 1, 59 κ.ε.)» (Horst Blanck, Το βιβλίο στην αρχαιότητα, εκδ. Παπαδήμα, 174). «Ένας ποιητής κατηγορήθηκε ότι δυσφήμησε τον Αγαμέμνονα σε μια τραγωδία και ένας ιστορικός, επειδή αποκάλεσε τον Βρούτο και τον Κάσσιο τους τελευταίους των Ρωμαίων. Οι συγγραφείς θανατώθηκαν και τα έργα τους καταστράφηκαν» (Σουητώνιου, Τιβέριος, 61). Ο  Νέρωνας «Έναν ποιητή της Ατελλανής κωμωδίας τον έκαψε μέσα στη μέση του αμφιθεάτρου εξαιτίας κάποιου διφορούμενου στίχου που απήγγειλε» (Σουητώνιου, Καλιγούλας, 27). Στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, κατά τη βασιλεία του Κλαύδιου ο Σένεκας εξορίστηκε από το 41 μέχρι το 49 στην Κορσική. Την εποχή του Νέρωνα ο Σένεκας αναγκάστηκε ν’ αυτοκτονήσει το 65. Ο Μουσώνιος εξορίστηκε τον ίδιο χρόνο στη Γυάρο. Υπό τον Βεσπασιανό εξορίζονται Στωικοί και Κυνικοί από το 71 μέχρι το 75 μ.Χ., ενώ ο Δίων Χρυσόστομος που τόλμησε να επικρίνει τον αυτοκράτορα εξορίζεται από την Ιταλία και του απαγορεύεται να καταφύγει στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Βιθυνία. Την εποχή του Μάρκου Αυρήλιου εξορίζεται ο φιλόσοφος Φαβωρίνος, ο οποίος κατέφυγε στη Χίο.
Βλέπουμε ότι διώξεις έγιναν από όλα τα πολιτεύματα και όχι μόνο από αντιδημοκράτες, τύραννους ή μονάρχες. Συνήθως αυτού του είδους τα κακά της Αρχαιότητας αποδίδονται στον Πλάτωνα, στον δυισμό του, στον ιδεαλισμό του κ.ο.κ. Η άποψη αυτή είναι καθαρά προσπάθεια εφεύρεσης κάποιου αποδιοπομπαίου τράγου και αποενοχοποίησης των υπολοίπων Αρχαίων καθώς και της ελληνικής Αρχαιότητας. Ιστορικώς είναι αποδεδειγμένο ότι οι διώξεις των σημαντικότερων σοφιστών και φιλοσόφων έγιναν στην Αθήνα, στον καλούμενο "Χρυσό Αιώνα", πριν την δημοσίευση και πριν τη συγγραφή των έργων του Πλάτωνα στα οποία προπαγανδίζεται η θρησκευτική ανελευθερία. Οι Αρχαίοι ήταν στο σημείο αυτό πλατωνικοί πριν τον Πλάτωνα. Οι παραπάνω διώξεις αρχαίων φιλοσόφων θα πρέπει να αποδοθούν όχι σε μια ατυχή εμφάνιση στην ιστορία κάποιου μισαλλόδοξου Πλάτωνα, αλλά σε μια γενικότερη προϋπάρχουσα μισαλλόδοξη νοοτροπία, την οποία απλώς συστηματοποίησε και εκλογίκευσε ο Πλάτων. Δεν είναι ούτε ο δυισμός ούτε ο ιδεαλισμός, λοιπόν, οι αιτίες των παραπάνω διώξεων. Στην Αθήνα ο νόμος τιμωρούσε αυστηρά όσους αρνούνταν να εκπληρώσουν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα (Αθηναίος, VI, 26: Ὃς ἂν μὴ θέλῃ παρασιτεῖν, εἰσαγέτω εἰς τὸ δικαστήριον˙ Πολυδεύκης, 8, 46˙ Ουλπιανός, σχόλ. στο Δημοσθένη Κατά Μειδίου). Στην Αρχαία Σπάρτη όποιος δεν έπαιρνε μέρος σ’ αυτά τα ιερά δείπνα (που διεξάγονταν καθημερινά), έστω και παρά τη θέλησή του, έπαυε αμέσως να συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πολίτες (Αριστοτέλη, Πολιτικά, 2, 6, 2). Κατά την τελετή της ενηλικίωσής του, όταν γινόταν δεκτός ως πολίτης του κράτους, ο νέος έπρεπε να ορκιστεί ότι θα σέβεται πάντα τη θρησκεία της πόλης (Πολυδεύκης, 8, 106: καὶ ἱερὰ τὰ πάτρια τιμήσω). Ακόμη και οι νεοαγορασμένοι δούλοι ενός σπιτιού έπρεπε να ασπαστούν την οικογενειακή λατρεία (Δημοσθένη, Κατά Στεφάνου, 1, 74˙ Αριστοτέλη, Οικονομικά, 1, 5˙ Κικέρωνα, De legibus, 2, 8 και 2, 11). «Καταδικάστηκε σε θάνατο κάποια ιέρεια που ονομαζόταν Νίνος. Το κύριο αδίκημά της φαίνεται ότι υπήρξε μια απόπειρα να συγκροτήσει μια νέα θρησκευτική αίρεση ή μια τελετουργία προς τιμήν κάποιας νέας θεότητας (Δημ. 19, 281)» (Douglas M. MacDowell, Το δίκαιο στην Αθήνα των κλασικών χρόνων, εκδ. Παπαδήμα, σ. 304). Αυτά λεν για τη Νίνο ο Δημοσθένης (Περί της παραπρεσβείας, 281· Προς Βοιωτόν περί προικός μητρώας, 9· Προς Βοιωτόν περί του ονόματος, 2) και ο Διον. Αλικαρνασσεύς (Περί Δεινάρχου, 11). «Ο Ανδοκίδης είχε επισύρει κάποια ποινή θέτοντας "ικετηρία" στο βωμό του Ελευσίνιου κατά τη διάρκεια των Μυστηρίων, χωρίς να γνωρίζει ότι υπήρχε νόμος που το απαγόρευε αυτό (Ανδ. 1, 113)» (Douglas M. MacDowell, Το δίκαιο στην Αθήνα των κλασικών χρόνων, εκδ. Παπαδήμα, σ. 306). Πριν αναλάβουν οι Εννιά άρχοντες της Αρχαίας Αθήνας τα καθήκοντά τους, εξετάζονταν από επιτροπές, οι οποίες τους ρώταγαν, μεταξύ άλλων, αν πιστεύουν στους θεούς: «Όταν οι άρχοντες υποβάλλονται σε εξέταση, τους ρωτούν πρώτα (...). Κατόπιν τους ρωτούν αν πιστεύουν στον Απόλλωνα τον πατρώο και στο Δία τον έρκειο και πού βρίσκονται τα ιερά τους» (Αριστοτέλη, Αθηναίων πολιτεία, 55, 3). Ο Τιβέριος «απαγόρευσε τις ξένες λατρείες ιδιαίτερα τις αιγυπτιακές και εβραϊκές τελετουργίες, και εξανάγκασε εκείνους που είχαν σχέση με αυτές να κάψουν τα θρησκευτικά ενδύματα και εξαρτήματά τους» (Σουετώνιου, Τιβέριος, 36). Ο Κλαύδιος «εξαφάνισε εντελώς από τη Γαλατία τη σκληρή και απάνθρωπη θρησκεία των Δρυιδών, που στα χρόνια του Αυγούστου είχε απαγορευτεί για τους Ρωμαίους πολίτες» (Σουετώνιου, Κλαύδιος, 24). Το 186 π.Χ. με επίσημη εντολή της Ρώμης καίγονται τα τελετουργικά βιβλία της λατρείας του Βάκχου (Titus Livius, 39, 16, 8). Γενικότερα, ήταν παράβαση νόμου η εισαγωγή ξένης θρησκείας που δεν εγκρίθηκε από τη ρωμαϊκή Γερουσία, όπως αναφέρει ο  Κικέρωνας (De legibus, 2, 8: nemo habesset deos sive novos dive advenas nissi publice adsvitos), και ο παραβάτης τιμωρούνταν με θάνατο. «Χρειάζεται ένας γενικός νόμος, που δε θα επιτρέπει παράνομες πράξεις λατρείας» (Πλάτωνα, Νόμοι, 909d).
            Ο Αριστοτέλης γράφει (Μεταφυσ. Α’, 986b, 27) ότι ο Ξενοφάνης ήταν πολύ κατώτερος από τον Παρμενίδη και μάλιστα «μικρόν αγροικότερος». Επίσης αποκαλεί απαίδευτους τους Κυνικούς γράφοντας «οἱ Ἀντισθένιοι καὶ οἱ οὕτως ἀπαίδευτοι» (Μετά τα Φυσικά, Η’, 3 (1043b, 24)). Επιπλέον γράφει για τον Πρωταγόρα: «ενώ δεν λένε τίποτα αυτού του είδους οι διανοητές, δίνουν την εντύπωση ότι λένε κάτι σημαντικό» (Μετά τα Φυσικά, Ι’, 1 (1053b, 4)). Ο Παρμενίδης πήρε εξαρχής εχθρική στάση απέναντι στον Ηράκλειτο. Κάπου γράφει: «...οἱ δὲ φοροῦνται / κωφοὶ ὁμῶς τυφλοί τε τεθηπότες ἄκριτα φῦλα / οἷς τὸ πέλειν τε καὶ οὐκ εἶναι ταὐτόν ἐστι κέλευθος» (Απ. 6, 8), δηλαδή: «Ενώ αυτοί παραδέρνουν κουφοί μαζί και τυφλοί, σαστισμένοι, μπουλούκια χωρίς κρίση, αυτοί που δεν κάνουν παρά να θεωρούν το «είναι» και το «μη είναι» σαν το ίδιο πράγμα». Ο Ηράκλειτος χλευάζει τον Πυθαγόρα (Απ. 81): «Πυθαγόρας κοπίδων ἐστίν ἀρχηγός», «ο Πυθαγόρας είναι αρχηγός στους αγύρτες». Επίσης περιφρονεί τον Ησίοδο, τον Πυθαγόρα, τον Ξενοφάνη και τον Εκαταίο λέγοντας (Απ. 40): «Η πολυμάθεια δε διδάσκει να έχεις νου. Αν ήταν έτσι θα είχε διδάξει τον Ησίοδο και τον Πυθαγόρα, ακόμα και τον Ξενοφάνη και τον Εκαταίο («Πολυμαθίη νόον ἔχειν οὐ διδάσκει˙ Ἡσίοδον γάρ ἄν ἐδίδαξε καί Πυθαγόρην αὖτις τε Ξενοφάνεά τε καί Ἑκαταῖον»). Ο Ξενοφάνης, όταν ο Εμπεδοκλής του είπε ότι ο σοφός άνδρας δεν βρίσκεται, αυτός του απάντησε ειρωνικά: «φυσικά, διότι πρέπει κανείς να είναι σοφός ώστε να αναγνωρίσει τον σοφό» («Ἐμπεδοκλέους δὲ εἰπόντος αὐτῷ ὅτι ἀνεύρετός ἐστιν ὁ σοφός, "εἰκότως," ἔφη· "σοφὸν γὰρ εἶναι δεῖ τὸν ἐπιγνωσόμενον τὸν σοφόν"» Διογένης Λαέρτιος, IX, 20). Για τον Επίκουρο, «ο στωικός Διότιμος, εχθρικά διατεθειμένος απέναντί του, τον διέβαλε με ιδιαίτερα σκληρό τρόπο, κυκλοφορώντας πενήντα αισχρές επιστολές με το όνομα του Επίκουρου. Το ίδιο έκανε κι εκείνος που συγκέντρωσε και απέδωσε στον Επίκουρο τα ερωτικά γράμματα που αποδίδονται στον Χρύσιππο. Ακόμη, ο στωικός Ποσειδώνιος και ο κύκλος του και ο Νικόλαος και ο Σωτίων (...) υποστηρίζουν πως ο Επίκουρος περιφερόταν στα χαμόσπιτα και διάβαζε καθαρτήριες ευχές.(...) Λένε, επίσης, ότι ήταν προαγωγός του ενός αδελφού του (...) ˙ ότι παρουσίαζε ως δικές του τις διδασκαλίες του Δημόκριτου για τα άτομα και του Αρίστιππου για την ηδονή˙ ότι δεν ήταν γνήσιος αθηναίος πολίτης (...). Ο Επίκτητος τον ονομάζει αισχρολόγο και τον βρίζει για τα καλά. Ακόμη και ο Τιμοκράτης, αδελφός του Μητρόδωρου και μαθητής του Επίκουρου μέχρι να εγκαταλείψει τη Σχολή, στο έργο του με τον τίτλο Ευφρανταί γράφει ότι ο Επίκουρος ξερνούσε δύο φορές την ημέρα, επειδή του άρεσε να απολαμβάνει τα γεύματα, και ότι ο ίδιος με δυσκολία κατάφερε να ξεφύγει από εκείνες τις νυχτερινές φιλοσοφικές συζητήσεις (...)» (Διογένης Λαέρτιος, X, 3-6), ενώ ο Τίμων, σκεπτικός, μαθητής του Πύρρωνα «λέει για τον Επίκoυρο: ο πιο ποταπός κι ο πιο ξεδιάντροπος από τους φυσικούς, δασκαλάκος για παιδιά φερμένος από τη Σάμο, ο πιο ανάγωγος από τα ζωντανά» (Διογ. Λαέρτ., X, 3). Ο Επίκτητος γράφει απευθυνόμενος προς τον Επίκουρο (Διατριβή Β’, κ’, 10): «αν έτσι έχουν τα πράγματα [=όπως ισχυρίζεται ο Επίκουρος], ξάπλωσε και κοιμήσου και κάνε αυτά που κάνει το σκουλήκι, για τα οποία έκρινες άξιο τον εαυτό σου· τρώγε και πίνε και συνουσιάσου και αφόδευε και ροχάλιζε». Αντίστοιχα, ο Επίκουρος «τους Πλατωνικούς τους αποκαλούσε «κόλακες του [Συρακούσιου τύραννου] Διονύσιου» και τον ίδιο τον Πλάτωνα «χρυσό»˙ τον Αριστοτέλη «άσωτο, που σπατάλησε την πατρική περιουσία και κατατάχθηκε στο στρατό και πουλούσε φάρμακα»˙ τον Πρωταγόρα «χαμάλη» και «γραφιά του Δημόκριτου» και επαρχιακό γραμματοδιδάσκαλο˙ τον Ηράκλειτο «κυκητή» [λόγω της θεωρίας του για τον κυκεώνα, απ. 125], τον Δημόκριτο «Ληρόκριτο» [φαφλατά], τον Αντίδωρο «Σαννίδωρο» [βλάκα], τους Κυζικηνούς [τον αστρονόμο και μαθηματικό Εύδοξο] «εχθρούς της Ελλάδας», τους διαλεκτικούς [τους Μεγαρικούς, του φίλου του Σωκράτη, Ευκλείδη] «φθονερούς για τα πάντα» και τον Πύρρωνα «αμαθή και ακαλλιέργητο»» (Διογένης Λαέρτιος, X, 7-8). Ενώ για το δάσκαλό του: «ο ίδιος ο Επίκουρος λέει στα γράμματά του για τον Ναυσιφάνη: «αυτά τον έφεραν εκτός εαυτού, σε σημείο που να με προσβάλει και να με αποκαλέσει "καθηγητή"». Και τον ονόμαζε σουπιά και αγράμματο και απατεώνα και πόρνο» (Διογ. Λαέρτ., X, 7-8). «Σε γενικές γραμμές ήταν [ο Αριστοτέλης], σύμφωνα με τον Επίκουρο, αντίπαλος πιο βλαβερός για τη σωτηρία της ζωής εκείνων που προετοιμάζονται, όπως οι αθλητές, για το στίβο της πολιτικής» (Φιλόδημου, Περί ρητορικής, 2, 58, 10-15). Οι Επικούρειοι αμφισβητούσαν την ύπαρξη του φιλόσοφου Λεύκιππου (Διογένης Λαέρτιος, X, 13). Κι αυτό διότι αρνούνταν τον Λεύκιππο και ήθελαν να αντικρούσουν την εναντίον τους κατηγορία ότι ο Επίκουρος κατάκλεψε τον Λεύκιππο. Το μένος των Επικούρειων οδήγησε τον διευθυντή της επικούρειας σχολής της Αθήνας του 2ου π.Χ. αι. Ζήνωνα σε φόνο. «Ο Διότιμος, που έγραψε τα βιβλία εναντίον του Επίκουρου καταδιώχτηκε και σκοτώθηκε από τον επικούρειο Ζήνωνα, όπως λέει ο Δημήτριος [ 1ος π.Χ. αι.] από τη Μαγνησία στα Ομώνυμά του» (Αθηναίος, ΙΓ’, 611b). Ο Πλούταρχος στο ένα από τα δύο συγγράμματα που έγραψε κατά των Επικούρειων, το Ει καλώς είρηται το λάθε βιώσας, τονίζει (κεφ. 1 (1128bc)) ότι όπως «άνθρωποι με ασυγκράτητη και ακόρεστη φιλοδοξία κατηγορούν τη δόξα στους άλλους, σαν να είναι αντεραστές τους, για να την κερδίσουν χωρίς ανταγωνισμούς», έτσι κι ο Επίκουρος, αντί να «ζήσει στην αφάνεια» διακήρυττε το «λάθε βιώσας», ώστε ο υπόλοιπος κόσμος να ακολουθήσει το ρητό του, ενώ ο ίδιος να κερδίσει δόξα και να μη μείνει στην αφάνεια – όπως θα έπρεπε, αν ακολουθούσε ο ίδιος το ρητό του. Ο Πλούταρχος έγραψε τέσσερα βιβλία κατά Στωικών κατηγορώντας τους, μεταξύ άλλων, ότι αυτά που δογματίζουν είναι πιο παράλογα κι από όσα ισχυρίζονται οι ποιητές της αρχαιοελληνικής μυθολογίας. Ο Αναξαγόρας κρατούσε κακία εναντίον του Δημόκριτου, γιατί δεν τον κάλεσε στις διαλέξεις που έκανε. Ο Δημόκριτος πάλι κακολογούσε τον Αναξαγόρα (Διογ. Λαέρ., II, 14 και IX, 34). Μάλιστα θεωρούσε πως η αστρονομία των συγγραμμάτων του Αναξαγόρα ήταν παρμένη από άλλους (Διογ. Λαέρτ., IX, 34). Τον υλιστή Ίππωνα από τη Σάμο σατίρισαν οι Κρατίνος (στην κωμωδία Πανόπτης, απ. 155) και ο Αριστοφάνης (στις Νεφέλες, στ. 94 κ.ε.). Ο Κλεάνθης έλεγε πως οι Περιπατητικοί παθαίνουν κάτι ανάλογο μ’ αυτό που παθαίνουν οι λύρες, οι οποίες βγάζουν ωραίο ήχο, αλλά δεν ακούνε ποτέ τον εαυτό τους (Διογένης Λαέρτιος, VII, 173). Ο Πλατωνικός Αρκεσίλαος είπε «δε συγκινούμαι από κολακείες» και ο Στωικός Κλεάνθης του απάντησε: «σε κολακεύω λέγοντας ότι άλλα λες και άλλα κάνεις» (Διογένης Λαέρτιος, VII, 171). «Ο Σωσίθεος ο ποιητής είπε για τον Κλεάνθη: "αυτούς που τους οδηγεί σαν βόδια η ανοησία του Κλεάνθη"» (Διογένης Λαέρτιος, VII, 173). Δυστυχώς όμως για τον Σωσίθεο, στο θέατρο βρίσκονταν πολλοί οπαδοί του Κλεάνθη, οι οποίοι πέταξαν έξω τον Σωσίθεο. Ο Αρκεσίλαος παρομοίαζε τους Επικούρειους και τους μη Επικούρειους με τους άντρες και τους ευνούχους αντίστοιχα (Διογένης Λαέρτιος, IV, 6). Ο Πλάτωνας κατηγορούσε τους σοφιστές. Ο Πλάτωνας αντιπαθούσε τον συμμαθητή του, Αισχίνη, και δημιούργησε τη φήμη πως οι διάλογοι που ο δεύτερος έγραψε ήταν κλεμμένοι από άλλους και μάλιστα από τον ίδιο τον Σωκράτη (Διογένης Λαέρτιος, II, 60). Ο Πλάτωνας συγκέντρωσε τα βιβλία του Δημόκριτου και θέλησε να τα κάψει. «Μα ο Αμύλκας και ο Κλεινίας, δύο Πυθαγόρειοι, το εμπόδιζαν, λέγοντάς του ότι δεν έχει τίποτα να ωφεληθεί επειδή πολλοί τώρα πια έχουν στα χέρια τους βιβλία του Δημόκριτου» (Διογένης Λαέρτιος, IX, 40). Ο Πρόκλος ήθελε να αποσύρει από την κυκλοφορία όλα τα βιβλία εκτός από τα Τίμαιος και Χαλδαϊκά Λόγια, ώστε να εμποδίσει να βλάψουν τους ανεκπαίδευτους (Μαρίνου, Βίος Πρόκλου, 38). Ο Πλάτωνας αποκαλεί τον πρώτο Κυνικό, τον Αντισθένη, περιπαιχτικά «οψιμαθή γέροντα» (Σοφιστής, 251b). Αντίστοιχα, ο Αντισθένης αποκαλούσε τον Πλάτωνα «επηρμένο»: «Ἔσκωπτέ τε Πλάτωνα ὡς τετυφωμένον» (Διογένης Λαέρτιος, VI, 7). «Όταν στη διάρκεια πομπής είδε ένα άλογο που χλιμίντριζε, είπε στον Πλάτωνα: "νομίζω θα μπορούσες κι εσύ να είσαι τέτοιο άλογο", κι αυτό γιατί ο Πλάτωνας επαινούσε ασταμάτητα τα άλογα» (Διογένης Λαέρτιος, VI, 7). Ακόμη χειρότερα, αποκαλούσε τον Πλάτωνα κοροϊδευτικά «Σάθωνα» (Αθηναίος, XI, 507a). Σάθη είναι το αντρικό μόριο. Σάθων είναι αυτός που έχει μεγάλο αιδοίο. Συνήθιζαν όμως να λεν και τα παιδαρέλια μ’ αυτό το όνομα. Ο Τίμων επικρίνοντας τον Αντισθένη, επειδή έγραφε πολλά, τον αποκαλεί «παντογνώστη φλύαρο» (Διογένης Λαέρτιος, VI, 18). Ο Διογένης ο Κυνικός έλεγε για τον δάσκαλό του, τον Αντισθένη, ότι «είναι μια τρομπέτα που δεν άκουγε τον εαυτό του» (Δίων Χρυσ., V, III, 2). Ο Πλάτων κατηγορούσε τον Αριστοτέλη, ότι ο τελευταίος τον εγκατέλειψε. «Ἀπέστη δὲ Πλάτωνος ἔτι περιόντος· ὥστε φασὶν ἐκεῖνον εἰπεῖν, "Ἀριστοτέλης ἡμᾶς ἀπελάκτισε καθαπερεὶ τὰ πωλάρια γεννηθέντα τὴν μητέρα."» (Διογένης Λαέρτης, V, 2). Αντίστοιχα ο Αριστοτέλης απαντούσε: «φίλος μεν Πλάτων, φιλτέρα δ’ αλήθεια». «Τους Ακαδημαϊκούς ο Τίμων τους διασύρει με τούτα τα λόγια: Των Ακαδημαϊκών η σαχλή περιττολογία» (Διογένης Λαέρτιος, IV, 67). Ο Τίμων αποκαλούσε τον Ζήνωνα «γερο-λαίμαργο από τη Φοινίκη». Ο φιλόσοφος Μενέδημος «περιφρονούσε τους διδασκάλους της σχολής του Πλάτωνα και  του Ξενοκράτη» (Διογένης Λαέρτιος, II, 134). Ο Διογένης ο Κυνικός «τὴν μὴν Εὐκλείδου [όχι του μαθηματικού] Σχολὴν ἔλεγε χολή, τὴν δὲ Πλάτωνος διατριβὴν κατατριβήν» (Διογένης Λαέρτιος VI, 24, 26 και 40 και 53). «Όταν ο Πλάτων διετύπωσε τον ορισμό ότι ο άνθρωπος είναι ζώο δίποδο και άπτερο και είχε κάνει μεγάλη εντύπωση με αυτά τα λόγια του, ο Διογένης μάδησε έναν κόκορα, τον πήγε στην Ακαδημία και του είπε: αυτός είναι ο άνθρωπος του Πλάτωνα» (Διογένης Λαέρτιος, VI, 40). «Ο Θεόπομπος στον Ηδυχάρη λέει "Δεν υπάρχει τίποτε που να είναι πραγματικά ένα, αφού και ο αριθμός δύο, μόλις είναι ένα, όπως λέει ο Πλάτων"» (Διογένης Λαέρτιος, III, 26). Ο Τίμων παίζοντας με το όνομα του Πλάτωνα έλεγε: «όπως ανέπλαττε ο Πλάτων παράξενες κοινοτοπίες» («ὡς ἀνέπλασσε Πλάτων πεπλασμένα θαύματα εἰδώς») (Διογένης Λαέρτιος, III, 26). «Ο Άλεξις στον Αγκυλιώνα του γράφει "Μιλάς για πράγματα που δεν ξέρεις. Πήγαινε να τρέξεις μαζί με τον Πλάτωνα, και θα τα μάθεις όλα για το σαπούνι και το κρεμμύδι"» (Διογένης Λαέρτιος, III, 27). «Ο Άμφις στον Δεξιδημίδη γράφει "Ω Πλάτων, όλο κι όλο που ξέρεις είναι μόνο να σκυθρωπιάζεις, σμίγοντας σεμνά τα φρύδια σαν σαλιγκάρι"» (Διογένης Λαέρτιος, III, 28). «Ο Άλεξις στον Παράσιτο γράφει "Παρά να μωρολογείς μόνος με τον Πλάτωνα". Τον χλευάζει και ο Αναξίλας στον Βοτρυλίωνα, στην Κίρκη και στις Πλούσιες» (Διογένης Λαέρτιος, III, 28). Σύμφωνα με τον Αθηναίο (XI, 508b), οι Αθηναίοι σέβονταν τον Δράκοντα και τον Σόλωνα ως νομοθέτες και πειθάρχησαν στη νομοθεσία τους, ενώ περιγελούσαν τον νομοθέτη και πολιτειολόγο Πλάτωνα. Ο κωμωδιογράφος Έφιππος, στην κωμωδία του Ναυαγός, παρουσιάζει τον Πλάτωνα και τους μαθητές του, όχι μόνο να συκοφαντούν τους άλλους αλλά και να ζουν σε μεγάλη πολυτέλεια και να είναι συμφεροντολόγοι και ανήθικοι (Αθηναίος, XI, 509c-e). Ο Άλκιμος ο Σικελιώτης κατηγορούσε τον Πλάτωνα ως λογοκλόπο, ότι κατάκλεψε τον Επίχαρμο (Διογένης Λαέρτιος, III, 9). Ο Άλκιμος μάλιστα έγραψε μια διατριβή από τέσσερα βιβλία, στην οποία παρέθετε κείμενα και αποσπάσματα, για ν’ αποδείξει τη λογοκλοπή του Πλάτωνα. Διάφοροι άλλοι υποστήριζαν πως οι πλατωνικοί διάλογοι δεν είναι πρωτότυποι, αλλά αντίθετα, τόσο στη μορφή όσο και στο περιεχόμενό τους, αντίγραφα διαλόγων άλλων φιλοσόφων (Αθηναίος, XI, 505b Αὐτὸς δὲ τοὺς διαλόγους του μιμητικῶς γράψας, ὧν τῆς ἰδέας, οὐδ’ αὐτὸς εὑρετής ἐστιν). «Ο Ηγήσανδρος από τους Δελφούς στα Υπομνήματά του αναφέρεται στην κακία του Πλάτωνα προς όλους γράφοντας ότι (...) ο Πλάτων είχε τη φήμη ζηλόφθονα και ότι ο χαρακτήρας του δεν ήταν καθόλου σε υπόληψη από κανέναν. Κορόιδευε τον Αρίστιππο, επειδή αυτός πήγε να ζήσει στην αυλή του Διονύσιου, αν και ο ίδιος ταξίδεψε στην Σικελία τρεις φορές» (Αθηναίος, XI, 507ab). «Επίσης πιάστηκε να εγείρει αγωγή κατά του Φαίδωνα [σημ.: του γνωστού πλατωνικού διαλόγου. Αυτός ήταν δούλος σε πορνείο, με τη συνδρομή του Σωκράτη απελευθερώθηκε, αλλά ο Πλάτων είχε άλλη γνώμη. Βλ. Σουίδα, Αλκιβιάδης], κατάληξη της οποίας ήταν ο Φαίδωνας να ξαναγίνει σκλάβος» (Αθηναίος, XI, 507c). Ο Πλάτων ήταν διψασμένος για δόξα, γράφει ο Διοσκουρίδης στα Απομνημονεύματά του (Αθηναίος, XI, 507d). Ο Θεόπομπος ο Χίος πάλι γράφει: «Τοὺς πολλοὺς τῶν διαλόγων αὐτοῦ ἀχρείους καὶ ψευδεῖς ἄν τις εὕροι· ἀλλοτρίους δὲ τοὺς πλείους ὄντας ἐκ τῶν Ἀριστίππου διατριβῶν, ἑνίους δὲ κἀκ τῶν Ἀντισθένους, πολλοὺς δὲ κἀκ τῶν τοῦ Βρύσωνος τοῦ Ἡρακλεώτου». Ξενοφώντας και Πλάτωνας ήταν εχθροί, ο πρώτος παρουσίαζε τον Σωκράτη εντελώς διαφορετικό απ’ ό,τι τον παρουσίαζε ο δεύτερος. Ο Διογένης Λαέρτιος (III, 40) μας λέει πως ο Πλάτων στα τελευταία του ήταν καταμόναχος και ψειριασμένος. Ο Αντιφών κατακρίνει τον Σωκράτη, γιατί γυρίζει κουρελής και βρωμιάρης στους δρόμους (Ξενοφώντα, Απομνημονεύματα). Ο Λουκιανός έβριζε τον Αριστοτέλη («ο πιο αχρείος από όλους τους κόλακες» Νεκρικοί διάλογοι Διογένους και Αλεξάνδρου), τον Εμπεδοκλή («αλαζόνα», «κουτό», Νεκρικοί διάλογοι Μένιππου και Αιάκου), τον Πλάτωνα («έμπειρος στην τέχνη να κολακεύει τους τυράννους», Νεκρικοί διάλογοι Μένιππου και Αίακου) και τον Σωκράτη («σοφιστής», «ψευτογενναίος», Νεκρικοί διάλογοι Μένιππου και Κέρβερου). Ο Εύπολις λέει (απ. 352) «μισῶ τὸν Σωκράτη, τὸν φλύαρον ἀλήτην..». «Αν αφαιρέσει κανείς από τα βιβλία του Χρύσιππου τα λόγια των άλλων που έχει παραθέσει, το χαρτί θα του μείνει λευκό. Αυτά λέει ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος» (Διογένης Λαέρτιος, VII, 181). Ο Απολλώνιος ο Τυανεύς «δια τον Κλαζομένιον φιλόσοφον Αναξαγόραν έλεγεν ότι εφιλοσόφησε μάλλον δια τα ζώα παρά δια τους ανθρώπους. Επίσης και δια τον Θηβαίων Κράτητα, αυτός έλεγεν, ούτε εις τα πρόβατα ούτε εις τους ανθρώπους εφάνη χρήσιμος» (Φιλόστρατου, Βίος Απολλωνίου Τυανέως, XIII). Για τις ύβρεις κατά του Πλωτίνου από τους διανοούμενους της εποχής του ο Πορφύριος γράφει (Περί Πλωτίνου βίου, 17-18): «Υπήρχον άνθρωποι εις την Ελλάδα ισχυριζόμενοι ότι ο Πλωτίνος ελογοκλόπει τον Νουμήνιον. (…) Ο Πλωτίνος, λέγουν, είναι ένας ανεξάντλητος φλύαρος, άλλοτε ισχυρίζονται ότι είναι λογοκλόπος και άλλοτε πάλιν, ότι αντιγράφει παν ό,τι είναι χειρότερον εις τα πρωτότυπα. (…) Οι άνθρωποι της εποχής του [Πλωτίνου] εφρόνουν ότι ο Πλωτίνος εκόμπαζε ως ευφραδής ομιλητής, μολονότι αντέγραφε τον Νουμήνιον, αλλά και ότι τον εξελάμβανον ως ανεξάντλητον φλύαρον και τον επεριφρόνουν». Ο Ιάμβλιχος χαρακτηρίζει ρητά «ασυναρτησίες» τις απορίες του ομόθρησκου Πορφύριου (Περί Μυστηρίων, Γ’, 25), τον κατηγορεί ότι θέλει να καταργήσει την μαντική τέχνη (ό.π., Γ’, 23), ότι με βάση τις θεωρίες του δεύτερου οι Εθνικοί ιερείς πρέπει να χαρακτηριστούν αθεολόγητοι και ανίδεοι για τα υπερφυσικά ζητήματα (ό.π., Α’, 8). Ο σκεπτικός φιλόσοφος Τίμων εκτός άλλων έγραφε και για τους λογίους του Μουσείου, δηλαδή της Αλεξανδρινής Βιβλιοθήκης: «Εις βάρος της δημοφιλούς Αιγύπτου ζουν πολλοί, όπως οι παπυρογράφοι που λογομαχούν ακατάπαυστα μες στο κλουβί των Μουσών» (Αθηναίος 22D). Ο Λουκιανός στο Βίων πράσις γράφει για τον Αρίστιππο ότι η φιλοσοφία του είναι φιλοσοφία των πλούσιων και των γλεντζέδων, γι’ αυτό την ακολουθούν οι άσωτοι και οι τύραννοι.  Ο Ιουλιανός χαιρόταν που τα έργα του Πύρρωνα και του Επίκουρου είχαν εξαφανιστεί (Επιστολή 89β, Προς αρχιερέα Θεόδωρο, 301c), δήλωνε ότι ήθελε να εξαφανίσει όλα τα χριστιανικά βιβλία (Επιστολή Προς Εκδίκιον, Bizez 107, 377d-378abc) και απαγόρευε την ανάγνωση των ποιητών Αρχίλοχου και Ιππώνακτα (Επιστολή 89β, Προς αρχιερέα Θεόδωρο, 300d). Ευτυχώς οι αρχαίοι φιλόσοφοι ήταν ανεκτικοί και μη δογματικοί. (25/2/2007)
Αρχαιότητα, Μεσαίωνας, Αναγέννηση.
Στα μυαλά των ανιστόρητων υπάρχει αυτή η σκέψη όταν σκέφτονται περί μεσαίωνα και αρχαιότητας: κάποτε, στὴν ἀρχαιότητα, ὅλα εἶταν ὁλόφωτα, χαρούμενα, ἐλεύθερα, ὥσπου κάποιος κάποτε πάτησε τὸ διακόπτη καὶ ἔκλεισε τὸ φῶς καὶ βρέθηκαν ὅλοι στὸ μεσαιωνικὸ σκοτάδι, κι ἐκεῖ μέσα ἄρχισαν νὰ γίνωνται  δολοπλοκίες, σφαγές καὶ συνωμοσίες, νὰ ἀκούγωνται στριγγλιές, ὥσπου μετὰ 1000 χρόνια πάλι κάποιος κάποτε πάτησε τὸ διακόπτη καὶ ἄναψε τὸ φῶς καὶ ξαναέγιναν ὅλα οὐμανιστικά, ὀρθολογιστικὰ, ἐλεύθερα καὶ γεμᾶτα φῶς. Τέτοια παιδαριώδη ἀντίληψη θεωρεῖται ἀκόμη στὶς μέρες μας ἀπὸ τὸν κάθε ἀνιστόρητο ὡς γεγονός.
«Η πίστη μιας κοσμοθεωρίας στην μοναδικότητα της αποστολής της όχι μόνο εδραιώνεται, παρά και κατά μεγάλο μέρος σχηματίζεται χάρη στην  πεποίθηση, ότι ο αντίπαλος εκφράζει – και μάλιστα συνειδητά, έτσι ώστε να φαίνεται και υποκειμενικά ανέντιμος – την πιο θλιβερή προοπτική για τον άνθρωπο. Σκοπός μιας μαχόμενης κοσμοθεωρίας δεν είναι επομένως η επιστημονική κατανόηση του αντιπάλου, παρά η υπεραπλουστευτική του παρουσίαση με τρόπο που να δικαιώνεται η αμείλικτη καταπολέμησή του. 
Μια σειρά ιστορικών ερευνών έχει δείξει, πώς έννοιες που στην καθημερινή μας γλωσσική χρήση υποδηλώνουν την έσχατη κατάπτωση του κοινωνικού ανθρώπου (π.χ. "μεσαίωνας", "φεουδαρχία" κτ.), γεννήθηκαν και επικράτησαν χωρίς την παραμικρή εμπειρική-επιστημονική γνώση του αντικειμένου τους· η λειτουργία τους ήταν αποκλειστικά ιδεολογική-πολεμική ((2)..Ήδη ο Pareto ειρωνευόταν φιλελεύθερους ορθολογιστές ιστορικούς ότι πραγματεύονται τον "φεουδαλισμό" όπως οι θεολόγοι τον Σατανά (Trattato di sociologia generale, Μιλάνο 1964, 212)). 
Οι Νέοι Χρόνοι ζήτησαν την αυτοδικαίωσή τους στην κατά το δυνατό εντονότερη υπογράμμιση της αντίθεσής τους (όχι τόσο της ιστορικής, όσο της ηθικής) προς τους Μέσους Χρόνους, τον "μεσαίωνα". Το καινούργιο φως έμοιαζε ακόμα πιο λαμπρό και ζεστό δωρίζοντας την απελευθέρωση από τη μακρά βασιλεία του ζόφου. Η ίδια η έκφραση "Νέοι Χρόνοι" δεν ανέκυψε σε κάποια προσπάθεια επιστημονικής περιοδολόγησης τς ευρωπαϊκής ιστορίας, παρά σαν αξιολογικός όρος, που πήγαινε να τονίσει συνάμα προϋποθέτοντάς την, την ταυτότητα: νέο=ηθικά καλύτερο, προοδευτικότερο. Όταν στην Αναγέννηση και στον Διαφωτισμό δίπλα στους Μέσους Χρόνους προστέθηκε μια εξιδανικευμένη Αρχαιότητα, με σκοπό και πάλι πολεμικό (δηλαδή για να δειχτεί πως οι Μέσοι Χρόνοι ήσαν πραγματικά παρακμή κι όχι τυχόν μόνιμη ανθρώπινη μοίρα), τότε προέκυψε ένα τριαδικό φιλοσοφικοϊστορικό σχήμα, που σε διαφορότροπες μορφές (Λέσσινγκ, Χέρντερ, Κοντορσέ, προπαντός Χέγκελ και Μαρξ) οικειοποιήθηκε τη θεολογική αντίληψη για την ιστορική εξέλξη (Ορόσιος, Αυγουστίνος) και παρουσίασε έννοιες αρχικά ιουδαϊκές-χριστιανικές σε συστηματική θύραθεν μορφή. Οι λεπτομέρειες της διαδικασίας αυτής έχουν ήδη επισημανθεί από την επιστημονική έρευνα...» (14/7/2006)

«Ο λεγόμενος «Μεσαίωνας» έχει, ασφαλώς, τα ιδιαίτερα κοινωνικά του γνωρίσματα, που απαρτίζουν τον ιδεώδη του τύπο, δηλ. τη δική μας εικόνα γι’ αυτόν, ωστόσο δεν είναι δυνατόν να αποφανθούμε τελεσίδικα για ποιον λόγο θα έπρεπε να θεωρηθεί ηθικά καλύτερος ή χειρότερος από άλλες εποχές. Ούτε και μπορεί να διαπιστωθεί επιστημονικά, αν τότε το «ανθρώπινο πνεύμα» και η «ανθρώπινη φύση» καταδυναστεύθηκαν (εδώ δεν γίνεται λόγος για τις τοτεινές συγκεκριμένες μορφές της κοινωνικής κυριαρχίας), αφού τέτοιες έρευνες αναγκαστικά θα ορμηθούν από αξιολογικές κρίσεις (και όχι απλές ψυχολογικές ή βιολογικές αποφάνσεις) πάνω στην ουσία του ανθρώπου. Ωστόσο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πολλοί μεσαιωνικοί άνθρωποι, και μάλιστα όχι οι λιγότερο προικισμένοι, ένοιωσαν ως πλήρωμα της ψυχής τους και ως υπαρξιακή ένταση ακριβώς τα πράγματα εκείνα, που από την κοσμοθεωρητική σκοπιά του ορθολογισμού των Νέων Χρόνων παρουσιάστηκαν ως ετερονομία ή εξευτελισμός του ανθρώπου. Ακόμη και ως προς την καθαρά νοητική δραστηριότητα, η εξονυχιστική διερεύνηση ενός θεολογικού προβλήματος θα πρέπει τότε να προκαλούσε τουλάχιστον ίση ευχαρίστηση ή αίσθηση ελευθερίας όσο αργότερα και μια επιστημονική ανακάλυψη.»
«Συχνά, άλλωστε, όσοι μιλάνε για τον Δυτικό Μεσαίωνα, δίνουν την εντύπωση ότι γι’ αυτούς ο μεταμεσαιωνικός δυτικοευρωπαϊκός πολιτισμός ήταν κάτι πέρα για πέρα διαφορετικό από την δυτική μεσαιωνική παράδοση ή κάτι ριζικά νέο, που προέκυψε στο χώρο της Δύσης κατά παρθενογένεση. Η Αναγέννηση, λένε, γκρέμισε το Μεσαίωνα και λευτέρωσε τους ανθρώπους από την εκκλησιαστική αυθεντία και εξουσία. Όμως τα γενικά χαρακτηριστικά της δυτικής μεσαιωνικής ζωής και σκέψης είναι ο λόγος, ο νόμος και η τάξη σε μια οργανική αλληλεξάρτηση. Και τα τρία είναι θεοποιημένα κατά κάποιον τρόπο, και κατά βάση θεωρούνταν απόλυτα. Από αυτό το είδος της θεοποίησης και απολυτοποίησης διόλου δεν απαλλάχθηκε ο νεότερος μετα-μεσαιωνικός δυτικός πολιτισμός. Καμμία σημασία δεν έχει η απελευθέρωσή του από την εκκλησιαστική κηδεμονία, διότι η ίδια αυτή η παπική κηδεμονία διαμορφώθηκε από την θεοποίηση του λόγου, της τάξης και του νόμου. Τα βασικά γνωρίσματα του μεσαιωνικού πολιτισμού, που αναφέρονται στην ηθική, το λόγο, το νόμο και την οργάνωση, βρίσκονται σε προέκταση και στο νεότερο δυτικό πολιτισμό.»(14/4/2004)
Porta Aurea

Pages