Ιστορία της έρευνας της θρησκειολογίας - Point of view

Εν τάχει

Ιστορία της έρευνας της θρησκειολογίας










ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ


Ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός (18ος αιώνας) υπήρξε το καθοριστικό εκείνο γεγονός που συντέλεσε στο διαχωρισμό της θρησκείας από τη φιλοσοφία, ένας διαχωρισμός ο οποίος, με εφαλτήριο τους Γάλλους εγκυκλοπαιδιστές, τον αγγλικό Δεϊσμό (φυσική θρησκεία) και τη γερμανική φιλοσοφία, όπως τη φιλοσοφία του Friedrich Schleiermacher (1768-1834), οδήγησε στη δημιουργία και ανάπτυξη ενός αυτόνομου κλάδου προσέγγισης των θρησκευτικών πεποιθήσεων, αυτού της φιλοσοφίας της θρησκείας. Η φιλοσοφία της θρησκείας εφαρμόζει τις θεωρητικές αρχές της λογικοκρατίας στα ίδια ακριβώς ερωτήματα που απασχολούν και τη θρησκεία: στο ζήτημα της ύπαρξης θεού και της σχέσης του με τον κόσμο (μεταφυσική), στη δυνατότητα του ανθρώπου να γίνει κοινωνός αυτής της γνώσης (επιστημολογία), και στον καθορισμό ενός συστήματος αξιών (ηθική), επιχειρώντας, όμως, μια αποστασιοποίηση από τις όποιες δογματικές προκαταλήψεις.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ


Με τη φιλολογική κριτική των ιερών κειμένων του Χριστιανισμού από τους ανθρωπιστές της Αναγέννησης και αποκορύφωμα την κριτική έκδοση της Καινής Διαθήκης από τον Έρασμο (1516) η θεολογία του 19ου αιώνα βιώνει μια υπαρξιακή κρίση. Στο πλαίσιο αυτό τοποθετείται η γέννηση της Θρησκειοϊστορικής Σχολής (Wilhelm Bousset, 1865–1920• Hermann Gunkel, 1862–1932), που ξεκίνησε ως μια φιλολογική κριτική της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, μέσα στους κόλπους των προτεσταντικών θεολογικών σχολών της Γερμανίας, για να συνεχίσει με την έρευνα της σχέσης του αρχέγονου Χριστιανισμού με τον Ιουδαϊσμό και τον Ελληνισμό, συμβάλλοντας, έτσι, στο διαχωρισμό του θεολογικού δόγματος από τη μελέτη της θρησκευτικής ιστορίας, της πίστης από την ιστορία. Από την ιστορική καταγραφή της θρησκείας ως ουσίας (ουσιοκρατία) της Θρησκειοϊστορικής Σχολής απομακρύνεται η Ιταλική Σχολή (Raffaele Pettazzoni, 1883-1959• Ugo Bianchi, 1922–1995), η οποία, με μια σύγκριση αναλογικού και διαλεκτικού τύπου, προβαίνει στην ιστορική μελέτη των θρησκευτικών και λατρευτικών εκδηλώσεων των θρησκειών της αρχαιότητας, σε διάφορες εποχές, συγχρονικά και διαχρονικά, με τη συνδρομή της αρχαιολογίας και της εικονογραφίας.
ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ


Άμεσα επηρεασμένη από τη φαινομενολογική φιλοσοφία του Edmund Husserl (1859-1938), η φαινομενολογία της θρησκείας διατείνεται ότι η θρησκεία εκδηλώνεται στον κόσμο ως έκφανση της θρησκευτικής εμπειρίας, η οποία, αν και βιώνεται διαφορετικά από τον κάθε πολιτισμό, αποτελεί, ωστόσο, φαινόμενο της μιας και μοναδικής ουσίας της, του ιερού (Rudolf Otto, 1869-1937• Gerardus van der Leeuw, 1890-1950• Mircea Eliade, 1907-1986). Η θρησκεία συνιστά, με τον τρόπο αυτό, μια sui generis κατηγορία, καθώς δεν διακρίνεται αναγωγικά σε επιμέρους κατηγορίες (αντιαναγωγισμός), ούτε και μπορεί να ερευνηθεί σε βάθος από άλλες επιστήμες (όπως την κοινωνιολογία ή την ψυχολογία). Ο φαινομενολόγος θα πρέπει να ακολουθήσει ορισμένα στάδια, με στόχο την κατανόηση και την περιγραφή, όχι, όμως, και την εξήγηση, των μοναδικών προσβάσιμων στοιχείων που διαθέτει, των θρησκευτικών εμπειριών. Βασικές μεθοδολογικές αρχές είναι η αποστασιοποίηση του ερευνητή από το προσωπικό του σύστημα πεποιθήσεων και τις επιστημονολογικές ερμηνείες της εποχής του (απαγκίστρωση), και η ανάπτυξη μιας συμπαθητικής σχέσης με το αντικείμενο της έρευνάς του. Στόχος είναι η περιγραφή των θρησκευτικών εμπειριών και η κατανόηση του τρόπου με τον οποίο αυτές γίνονται αντιληπτές από τον πιστό. Τα θρησκευτικά φαινόμενα, αφού κατηγοριοποιηθούν τυπολογικά ή μορφολογικά, στη συνέχεια συγκρίνονται με αντίστοιχες τυπολογικές κατηγορίες από διάφορες άλλες εθνογραφικές καταγραφές.
ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΟΛΟΓΙΑ


Ο ευρωπαϊκός ιμπεριαλισμός του 19ου αιώνα, με το αποικιοκρατικό του πνεύμα, και η ανάπτυξη των φυσικών επιστημών και της εξελικτικής βιολογίας του Κάρολου Δαρβίνου (1809–1882) διαμόρφωσαν μια υλιστική ιδεολογία που έδωσε ώθηση στην ανάπτυξη της συγκριτικής θρησκειολογίας. Η συγκριτική θρησκειολογία προβαίνει στη σύγκριση πλήθους εθνογραφικών μαρτυριών, που πηγάζουν από την επιτόπια έρευνα και παρατήρηση των κατακτημένων λαών, ενώ υποκινείται από την αντίληψη ότι οι λαοί αυτοί είναι πρωτόγονοι εξελικτικά σε σχέση με την προηγμένη πολιτιστικά Δύση και η μελέτη τους δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια μελέτη της παιδικής ηλικίας της ανθρωπότητας. Βασική της αρχή είναι ότι θρησκεία δεν συνιστά παρά μια προσπάθεια της ανθρώπινης νόησης να δώσει μια εξήγηση στα φυσικά φαινόμενα. Στους κόλπους της συγκριτικής θρησκειολογίας διαμορφώθηκαν δύο αντικρουόμενες σχολές σκέψεως• η φιλοσοφική σχολή του Friedrich Max Müller (1823-1900), που υποστήριζε την προτεραιότητα του μύθου από την τελετουργία, κυρίως υπό το φως της φιλολογικής μελέτης των ιερών κειμένων της Ανατολής, και η αγγλική ανθρωπολογική σχολή, με πρωτοπόρους τον Wilhelm Mannhardt (1831-1880) και τον James George Frazer (1854-1941) και γνώρισμα τη σύγκριση σύγχρονων εθνογραφικών στοιχείων με τις φιλολογικές πηγές των θρησκειών της αρχαιότητας, τονίζοντας την προτεραιότητα της τελετουργίας έναντι του μύθου. Στο ρεύμα της αγγλικής ανθρωπολογίας ανήκει και η Σχολή του Cambridge (Jane Hellen Harrison, 1850-1928• Gilbert Murray, 1866–1957• Francis Cornford, 1874–1943• Arthur Bernard Cook, 1868–1952), η οποία ανέγνωσε την ελληνική και ρωμαϊκή μυθολογία κάτω από το πρίσμα των πρωτόγονων τελετουργιών που συνδέονται με το φυσικό κύκλο της ζωής.


Διάφορες εξελικτικές θεωρίες διατυπώθηκαν από τους ανθρωπολόγους στην προσπάθειά τους να καθορίσουν την αρχέγονη θρησκεία, όπως η θεωρία του τοτεμισμού (William Robertson Smith, 1846–1894• James George Frazer), του ανιμισμού (Edward B. Tylor, 1832-1917), του προανιμισμού, μανισμού (προγονολατρεία) ή δυναμισμού (Robert R. Marett, 1866–1943• Herbert Spencer, 1820–1903), του πρωτομονοθεϊσμού (Wilhelm Schmidt, 1868-1954• Andrew Lang, 1844-1912). Έκδοχα της σχολής αυτής είναι η θεωρία των επιβιωμάτων, που υποστηρίζει ότι κάθε στάδιο εξέλιξης του πολιτισμού αφήνει κατάλοιπα στοιχεία στο αμέσως επόμενο ανελικτικό του στάδιο, και η θεωρία της διασποράς, που πρεσβεύει ότι στοιχεία ενός ή περισσότερων αρχέγονων πολιτισμών επεκτάθηκαν γεωγραφικά σε άλλες περιοχές, μέσω του εμπορίου, της μετανάστευσης ή των κατακτήσεων. Οι παραπάνω θεωρήσεις εφαρμόζονται όχι μόνο στη μελέτη της θρησκείας των κατακτημένων, από τους αποικιοκράτες, λαών, αλλά και των "παγανιστικών" εθίμων των διάφορων αγροτικών πληθυσμών της Ευρώπης (Wilhelm Mannhardt). Η εθνογραφική γνωριμία της Ευρώπης με τους "νέο-ανακαλυφθέντες" πολιτισμούς συνέβαλε σε μια σημαντική αλλαγή, στη στροφή της θρησκειολογίας από τις αφηρημένες και εξιδανικευμένες φιλοσοφικές και φαινομενολογικές συγκρίσεις των παγκόσμιων θρησκειών στην εξέταση θρησκειών τοπικά περιορισμένων κοινωνιών.
ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ


Η κοινωνιολογία της θρησκείας οφείλει πολλά στην ανθρωπολογική, εθνογραφική και δημογραφική μελέτη μικρο-κοινωνιών. Η θρησκεία προέρχεται και είναι άμεσα συνδεδεμένη με την κοινωνία, ως σύνολο και ως σύστημα, ενώ δεν προσεγγίζεται με μια αναγωγή στο άτομο, αλλά στις κοινωνικές δομές. Οι τελετουργίες είναι απαραίτητες για την ενίσχυση των κοινωνικών αξιών και αποτελούν το μέσο με το οποίο οι κοινωνικές σχέσεις αναπαρίστανται και συμβολίζονται, καθώς δημιουργούνται σε καταστάσεις συναισθηματικής φόρτισης, που απαντώνται μόνο στις συλλογικές τελετουργίες. Οι τελετουργίες, λοιπόν, εξυπηρετούν κοινωνικούς σκοπούς, αυτούς της συλλογικής συνοχής, της ενότητας και του κοινωνικού αυτοπροσδιορισμού, παράγοντας αλληλεγγύη και συντελώντας στην τήρηση της κοινωνικής τάξης (Émile Durkheim, 1858–1917• Marcel Mauss, 1872–1950).


Το λειτουργικό αυτό μοντέλο του Émile Durkheim (λειτουργισμός) επηρέασε και τις αντίστοιχες θέσεις του κοινωνιολόγου Talcott Parsons (1902–1979), αλλά και την ανθρωπολογία της θρησκείας, που μετατρέπεται τώρα σε μια κοινωνική ανθρωπολογία. Η κοινωνία είναι μια ιεραρχία των ανθρώπινων αναγκών, τόσο των βιολογικών όσο και των πολιτισμικών, και οι θρησκευτικές τελετουργίες και πεποιθήσεις υπάρχουν (λειτουργούν) για να εξυπηρετούν αυτές τις ανάγκες (Bronisław K. Malinowski, 1884–1942• Alfred Radcliffe-Brown, 1881-1955• Arnold van Gennep, 1873-1957). Ο λειτουργισμός γνώρισε ιδιαίτερη απήχηση στην ερμηνεία των τελετουργιών των αρχαίων μεσογειακών λαών. Η ιερή θυσία αποτελεί μια μορφή θεσμοθετημένης βίας, καθώς εκτονώνει την κοινωνική βία, συγκρατώντας την εντός επιτρεπτών ορίων και διατηρώντας τις κοινωνικές ισορροπίες (René Girard• Walter Burkert). Η στροφή του λειτουργισμού από τη μελέτη της δομής των θρησκευτικών πεποιθήσεων και πρακτικών στην έρευνα του νοήματός τους σηματοδοτείται από το έργο του Edward E. Evans-Pritchard (1902–1973) και βρίσκει έκφραση στην επιστήμη της συμβολικής, της ερμηνευτικής του νοήματος των θρησκευτικών συμβόλων, ως μέρος του συστήματος του πολιτισμού (Victor W. Turner, 1920-1983• Mary Douglas, 1921–2007• Clifford Geertz, 1926–2006).


Η οικονομία, ως ένα υποσύνολο του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου, αποτελεί ένα ακόμη εργαλείο για τη διατύπωση κοινωνιολογικών θεωριών σχετικά με τη συμβολή της στην κατασκευή της θρησκείας (Karl Marx, 1818–1883), τη διαμόρφωσή της από τη θρησκευτική ηθική (Max Weber, 1864–1920) ή την εφαρμογή των στοιχειωδών αρχών της (εμπορίου) στην κατανόηση της λειτουργίας των θρησκευτικών συστημάτων (Rodney Stark).
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ


Στην ψυχολογία της θρησκείας το αντικείμενο της έρευνας υπάγεται στην ψυχολογία του ατόμου, και, παρά την επικράτηση ενός αναγωγικού ατομικισμού, διακρίνουμε ένα δομικό ενοποιητικό γνώρισμα: όλοι οι άνθρωποι διαθέτουν κοινούς ψυχολογικούς μηχανισμούς. Η ψυχολογία του William James (1842–1910) στρέφεται ενάντια στη φιλοσοφική αναγωγή της θρησκείας στην υπερβατική σφαίρα• οι ατομικές θρησκευτικές εμπειρίες, όπως η προφητεία, τα όνειρα, οι μυστικιστικές και υπερβατικές εκφάνσεις, αναγάγονται στο ανθρώπινο συναίσθημα και διαμορφώνουν τη θρησκευτική ζωή. Η ψυχανάλυση εκλαμβάνει τη θρησκεία ως προβολή των νευρωτικών διαταραχών της ψυχολογίας του ανθρώπου, που πηγάζουν από μια τραυματική παιδική ηλικία και βασίζονται στο πιο ισχυρό ανθρώπινο ένστικτο, τη σεξουαλικότητα (Sigmund Freud, 1856–1939). Άλλες φορές, η αναλυτική ψυχολογία, με τη μορφή της ψυχολογίας του βάθους, αναγνωρίζει στη θρησκεία ένα φυσιολογικό μηχανισμό εκδήλωσης μιας πανανθρώπινης ψυχολογίας, του συλλογικού ασυνειδήτου, το οποίο εκφράζεται με εικόνες και σύμβολα ή δογματικά, λειτουργικά και διανοητικά, με τα αρχέτυπα, που είναι κοινά σε όλες τις θρησκείες (Carl G. Jung, 1875–1961). Στην εποχή μας, η ψυχολογία της θρησκείας γνωρίζει ιδιαίτερη άνθιση στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Εμπειρικά δεδομένα, ψυχομετρικά και στατιστικά στοιχεία συνδυάζονται με το λειτουργισμό και την κοινωνιολογία, παρέχοντας μια αναγωγική μεθοδολογία για την εξήγηση της ανθρώπινης θρησκευτικής ψυχολογίας (C. Daniel Batson• W. Larry Ventis).
ΔΟΜΙΣΜΟΣ


Οι εξελίξεις στον τομέα της γλωσσολογίας και η προσπάθεια κατανόησης της λειτουργίας του ανθρώπινου νου συνέβαλαν στην ανάπτυξη του δομισμού και σε μια καινοτόμα μελέτη του μύθου. Ο μύθος, όπως και η γλώσσα, απαρτίζει ένα σύστημα επικοινωνίας, του οποίου το νόημα αποκαλύπτεται όταν διαχωρίζονται και αναλύονται τα δύο επίπεδα λειτουργίας του: το εμφανές αφηγηματικό μήνυμα και οι υπολανθάνουσες δομές του. Τα δομικά αυτά στοιχεία εκφράζονται με διπολικές αντιθέσεις, ενώ η κατάλληλη ανασύνθεση και συνδυασμός τους αποκαλύπτει το νόημά τους (Claude Lévi-Strauss, 1908–2009).
ΣΗΜΕΙΟΛΟΓΙΑ


Με τη γενίκευση της γλωσσολογίας σε μια θεωρία των σημείων οδηγούμαστε στην επιστήμη της σημειολογίας, η οποία αναλαμβάνει να καταδείξει τους μηχανισμούς παραγωγής νοήματος. Οι μύθοι είναι φορείς νοημάτων και απαρτίζονται από επιμέρους σημεία/νοήματα, που ανάγονται σε άλλα σημεία-τμήματα του ευρύτερου προκαθορισμένου νοηματικού συστήματος της ανθρώπινης επικοινωνίας. Ωστόσο, μέσα στο μύθο τα σημεία επισυνάπτουν νέες σημασιολογικές σχέσεις, συνθέτοντας, έτσι, μια μετα-γλώσσα (Roland




ΓΝΩΣΙΑΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΟΛΟΓΙΑ


Δεν θα μπορούσαμε να παραλείψουμε από αυτήν τη σύντομη επισκόπηση μια αρκετά υποσχόμενη, στις μέρες μας, προσέγγιση μελέτης της θρησκείας, τη γνωσιακή. Με την παρατήρηση ότι στη δομή του ανθρώπινου εγκεφάλου και στον τρόπο λειτουργίας του οφείλονται οι κοινές μορφές συμπεριφοράς και νόησης, γίνεται προσπάθεια για μια κατανόηση της διαδικασίας με την οποία ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται και μεταδίδει τη θρησκευτική σκέψη και συμπεριφορά. Η γνωσιακή θρησκειολογία διακρίνεται για τη διεπιστημονικότητά της, καθώς αντλεί από ένα ευρύ φάσμα επιστημών, όπως τη γνωσιακή και εξελικτική ψυχολογία και ανθρωπολογία, τις νευρο-επιστήμες και τη βιολογία (Dan Sperber• Stewart Guthrie• Harvey Whitehouse).

via

Pages