Γιώργης Παπανικολάου
Είναι γνωστό ότι μέχρι και σήμερα, ένα μεγάλο κομμάτι της φιλοσοφικής σκέψης αφορά τη δυνατότητα αντίληψης της παρουσίας του Θεού στην ανθρώπινη βιωματική διαδρομή. Είναι επίσης γνωστό πως οι θετικές επιστήμες, άλλες περισσότερο κι άλλες λιγότερο, πάντοτε έψαχναν και πειραματίζονταν προσπαθώντας να φτάσουν σε κάποιες αποδείξεις για την ύπαρξη ή μη της Υπέρτατης Νόησης. Αυτές οι προσπάθειες εξακολουθούν να υπάρχουν και σήμερα, παρ’ όλη τη τεράστια πρόοδο και τα επιτεύγματα σε όλους τους τομείς, όπως τη δημιουργία τεχνητής νόησης, τη δημιουργία εμβρύων (τεχνητή γονιμοποίηση, κλωνοποίηση), τη δημιουργία ειδών με επιλεγμένες και αυξημένες δυνατότητες (μετάλλαξη κτλ.). Ο άνθρωπος, με τη νοητική του ικανότητα, ανακάλυψε κι «έσπασε» γενετικούς κώδικες και μυστικά που παρέχουν βάσιμες προσδοκίες για μεγάλη αύξηση του προσδόκιμου ορίου ζωής, και τα διαστημικά ταξίδια για τον εποικισμό άλλων πλανητών είναι υπόθεση του προβλέψιμου μέλλοντος. Παράλληλα, και στα πλαίσια των ερευνών που αφορούν περισσότερο τον ανταγωνισμό των εξοπλισμών, έγιναν ανακαλύψεις που παρέχουν δυνατότητες ολοκληρωτικής καταστροφής της ζωής και του πλανήτη. Κι ενώ το ανθρώπινο ον έφτασε σε επιτεύγματα και ανακαλύψεις που, αγγίζοντας κάποιες «Θεϊκές» ιδιότητες, τουλάχιστον θα μπορούσαν να δώσουν κάποιες σαφείς απαντήσεις για την ύπαρξη ή μη της Υπέρτατης Νόησης, εντούτοις, εξακολουθεί και τώρα να υπάρχει η προβληματική που υπήρξε απ’ την αρχή της φιλοσοφικής σκέψης. Προφανώς ένας απ’ τους λόγους που συμβαίνει αυτό είναι γιατί όλες οι ανακαλύψεις και οι λύσεις των προβλημάτων που αγγίζουν τις «Θεϊκές» ιδιότητες, παραπέμπουν σε νέα προβλήματα και σε νέους κώδικες και μυστικά, αποδεικνύοντας πως ο χαρακτηρισμός της μοναδικότητάς τους είχε να κάνει με την ανάπτυξη και τη πρόοδο της ανθρώπινης αντιληπτικής και κατανοητικής ικανότητας. Πάνω σ’ αυτές τις δυνατότητες στηρίχτηκαν τα επιχειρήματα για την ύπαρξη ή μη του Θείου, που οδήγησαν σε αντίθετα συμπεράσματα και θεωρίες.
Απ’ τη μια λοιπόν έχουμε τη θεώρηση των πραγμάτων που καταλήγει σε μια καθαρά υλιστική – μηχανιστική αντίληψη, που κρίνει ότι δεν υπάρχει ο σχεδιασμός ενός υπέρτατου όντος για τη δημιουργία και τη πορεία του Σύμπαντος, αλλά τα πάντα άρχισαν κι εξελίσσονται μέσα από τις προϋπάρχουσες δυνατότητες των αυθύπαρκτων πρωταρχικών στοιχείων. Η αρχή της εκδήλωσης αυτών των δυνατοτήτων οφείλεται στο τυχαίο γεγονός κάποιου συνδυασμού των αυθύπαρκτων πρωταρχικών στοιχείων, κι έκτοτε τα πάντα κινούνται και μεταλλάσσονται υπακούοντας στον βασικό και πρωταρχικό νόμο της εξέλιξης, που δημιουργεί συνεχώς καινούργια δεδομένα, που με τη σειρά τους οδηγούν σε καινούργιες αναγκαίες προσαρμογές.
Απ’ την άλλη έχουμε μια καθαρά Θεολογική αντίληψη της δημιουργίας του Κόσμου, που θεωρεί ότι τα πάντα δημιουργήθηκαν κι εξακολουθούν να δημιουργούνται και να πορεύονται μόνο με τον σχεδιασμό και την παρέμβαση του Υπέρτατου Όντος. Δηλαδή, ο Θεός έκφρασε τη βούλησή του κι έδωσε ύπαρξη σε οτιδήποτε μπορεί να συμπεριληφθεί σ’ αυτό που ο άνθρωπος μπορεί να αντιλαμβάνεται σαν κτίση και δημιουργία.
Κι ενώ η υλιστική - μηχανιστική αντίληψη των πραγμάτων φαίνεται να προσεγγίζει περισσότερο σε μια λογική και ρεαλιστική εξήγηση του φαινόμενου της δημιουργίας, εν τούτοις δεν γίνεται ανεπιφύλακτα αποδεκτή από τη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων, που εξακολουθεί να διακατέχεται ή τουλάχιστον να αποδέχεται την μεταφυσική και υπερβατική αντίληψη της Θεολογικής ερμηνείας. Μια εξήγηση γι’ αυτό είναι ότι η υλιστική θεωρία, παρ’ όλο που πλησιάζει περισσότερο στη λογική και πρακτική αντίληψη των πραγμάτων, δεν παύει να υστερεί στη λύση της αναζητούμενης σκοπιμότητας του υπαρκτικού γεγονότος. Δηλαδή, το τυχαίο γεγονός, που αποτελεί τη γενεσιουργό και ουσιώδη αρχή της δημιουργίας, αποστερεί απ’ την αρχή την ύπαρξη κάποιου σκοπού στη διαδοχική εξέλιξη των πραγμάτων. Ο Κόσμος υπάρχει κι εξελίσσεται απλά για να υπάρχει και να εξελίσσεται. Η αρχή και το τέλος του δεν μπορούν να εμπεριέχουν κανένα υπαρξιακό νόημα.
Αλλά το γεγονός της συνείδησης του ανθρώπου, που μόνο αυτός έχει γνώση της ύπαρξής του και της ύπαρξης του Κόσμου, βάζει το ερώτημα του σκοπού αυτής της ύπαρξης.
Ποιος είναι ο λόγος που ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα της αντίληψης των πραγμάτων, μέχρι το σημείο να διερωτάται και ν’ αγωνιά για τον σκοπό και τη τύχη της ύπαρξής του;
Γιατί ο άνθρωπος να μην αρκείται μόνο στην αντίδραση του ένστικτου της αυτοσυντήρησης, πράγμα που ισχύει για όλα τα υπόλοιπα όντα που διαβιούν μαζί του στον πλανήτη;
Αυτό το ερώτημα είναι τόσο καίριο, που η δυνατότητα της δημιουργίας του δεν μπορεί να αφεθεί στο τυχαίο γεγονός!
Απ’ την άλλη, αν δεχτούμε ότι υπάρχει ο Μεγάλος Δημιουργός του Κόσμου, θα αποτελούσε την έκφραση μιας υπέρτατης σαδιστικής εκδήλωσης το να δοθεί μόνο στον άνθρωπο, κατ’ εξαίρεση απ’ όλα τα υπόλοιπα όντα του πλανήτη, η συνείδηση του θανάτου, χωρίς να υπάρχει και η διέξοδος που μπορεί να οδηγήσει στην αιτιολόγηση και στη δικαίωση της δημιουργίας του.
Αυτή λοιπόν την αναζητούμενη διέξοδο δίνει κατ’ αρχήν η Θεολογική θεώρηση του Κόσμου.
Έτσι, βρίσκεται η ισορροπία μεταξύ της ενέργειας και του αποτελέσματος, έστω κι αν αυτό επιτυγχάνεται με τον λογικά οξύμωρο τρόπο που αποδέχεται πως το κτιστό δημιουργήθηκε απ’ το άκτιστο.
Αυτή η μεταφυσική και υπερβατική ερμηνεία και αποδοχή της δημιουργικής σχέσης μεταξύ του άκτιστου και του κτιστού, υπονοεί σαφέστατα και την ύπαρξη της δυνατότητας μιας αμφίδρομης σχέσης μεταξύ του Δημιουργού και του δημιουργήματος.
Πάνω σ’ αυτή τη δυνατότητα της σχέσης βρήκε διέξοδο η ανθρώπινη υπαρξιακή αναζήτηση, κι έτσι οικοδομήθηκε η έννοια της θρησκείας με τις διάφορες εκδοχές της, που οριοθέτησε τα πλαίσια της βιωματικής διαδρομής κι έδειξε τον τρόπο μετουσίωσης της θνησιγενούς ύλης σε αθάνατο πνεύμα.
Αν δεχτούμε πως η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων ενστερνίστηκε αυτή την έννοια της θρησκείας, τότε, σαν λογική συνέπεια του γεγονότος αυτού, θα’ πρεπε η κοινωνία να είχε οργανωθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε η καθημερινή νοητική καλλιέργεια να προσβλέπει στην ανάπτυξη της σχέσης και στην προσέγγιση με τον Δημιουργό. Όμως αυτό που έγινε, κι εξακολουθεί να γίνεται, ήταν ακριβώς το αντίθετο.
Έτσι ο άνθρωπος, που πραγματικά πιστεύει στην ύπαρξη και στη δυνατότητα της σχέσης του με το Υπέρτατο Όν, βρίσκεται εγκλωβισμένος σ’ έναν αντιθετικό τρόπο ζωής, που επιβάλλεται απ’ όλες τις μορφές εξουσίας και τον αποπροσανατολίζει από τον μοναδικό στόχο και σκοπό της σύντομης ζωής του. Όμως, μέσα απ’ όλες τις δυσκολίες της βιωματικής διαδρομής του, όπου βρίσκεται αναγκασμένος να παλεύει για την ικανοποίηση των συνεχώς αυξανόμενων υλικών αναγκών, είναι φορές που παράλληλα αναζητά και προσπαθεί να διαπιστώσει και να επιβεβαιώσει τη παρουσία και το ενδιαφέρον του Δημιουργού για το δημιούργημά του.
Αυτή η αναζήτηση της παρουσίας του Θεού στην ανθρώπινη καθημερινότητα, που έχει να κάνει με την αγωνία της υπαρξιακής του πορείας, αποκτά καταγγελτικό χαρακτήρα όταν διαπιστώνεται ή απουσία Του.
Πολλοί ερευνητές, συγγραφείς και διανοητές, στην ιστορική διαδρομή της ανθρωπότητας, έχουν επισημάνει και καταγγείλει την έλλειψη της παρουσίας και τη σιωπή του Θεού σε στιγμές τραγικές για τους ανθρώπους. Αυτή η καταγγελτική αναφορά της απουσίας του Θεού αποτελεί τη βάση της αμφισβήτησής Του, και οδηγεί στην αποδοχή της μοναδικότητας του υλιστικού – μηχανιστικού νόμου της εξέλιξης.
Ο συγγραφέας και διανοητής Νίκος Δήμου, στο δοκίμιό του «Η σιωπή του Θεού και η προπαγάνδα της πίστης», γράφει:
«Ο Θεός σιωπά. Η σιωπή του Θεού είναι το βασικό μοτίβο όλης της υπαρξιακής φιλοσοφίας – αλλά και Θεολογίας – του περασμένου αιώνα. Ο Θεός σώπασε στο Άουσβιτς και στη Ρουάντα, στην Καμπότζη και στην Σρεμπρένιτσα. Άφησε να εκτυλιχτούν απύθμενες βαρβαρότητες, χωρίς ποτέ να μας δώσει ούτε ένα «σημείον». Ο Θεός σωπαίνει όχι μόνο στις μεγάλες δημόσιες τραγωδίες αλλά και στις μικρές ιδιωτικές. Η μάνα που σπαράζει για το χαμό του παιδιού της δεν παίρνει απάντηση.
Ο Θεός σωπαίνει – είτε λέγεται Θεός, είτε Αλλάχ, είτε Ιεχωβάς, είτε αποκαλείται με άλλο όνομα, από τα πολλά που του δίνουν οι άνθρωποι.
Βλέπει το κακό να συμβαίνει και όχι μόνο δεν το σταματάει (αυτός ο Παντοδύναμος), αλλά ούτε καν αντιδρά είτε για να το δικαιολογήσει, είτε για να εκφράσει τη συμπαράστασή του.
Κι όμως στη Χριστιανική θρησκεία τα κύρια επίθετα του Θεού είναι Πανάγαθος, Ελεήμων και Φιλάνθρωπος, και στη Μουσουλμανική «Αλ Ραχμάν» (Ο Οικτίρμων) και «Αλ Ραχίμ» (Ο Συμπονετικός)».
Πιο κάτω, αναλύοντας τη φράση «Τα πάντα εν σοφία εποίησεν», αναφέρει:
«Ότι σοφία ενυπάρχει μέσα στην οργάνωση και στην δομή των όντων – από το απλό λουλούδι μέχρι τον περίπλοκο ανθρώπινο εγκέφαλο – είναι αναμφισβήτητο. Δεν γνωρίζουμε αν είναι η συνειδητή σοφία ενός Δημιουργού, Σχεδιαστή (οι Τέκτονες τον ονομάζουν Μέγα Αρχιτέκτονα του σύμπαντος) ή η αυτόματη (με τη μέθοδο της δοκιμής και του λάθους) εξελικτική μηχανική ευφυΐα των Δαρβινιστών.
Σίγουρα όμως αυτή η σοφία δεν φαίνεται να είναι διαποτισμένη με παναγαθότητα. Τίποτα μέσα στη φύση δεν δείχνει καλοσύνη ή ηθική βούληση. Αντίθετα κυριαρχεί ο πόλεμος πάντων εναντίον πάντων.
Η ύπαρξη του πόνου και του κακού στον κόσμο δεν συμβιβάζεται με την παρουσία ενός Πανάγαθου και Παντοδύναμου Θεού.
Η αρχαία διάζευξη (αν δεν μπορεί να εκριζώσει το κακό δεν είναι Παντοδύναμος – αν δεν το θέλει δεν είναι Πανάγαθος) ισχύει πάντα.
Οι αφελείς θεωρίες ότι ο Θεός έδωσε στον άνθρωπο την ελευθερία να πράττει και άρα δεν είναι υπεύθυνος γι’ αυτόν (είμαι άραγε ελεύθερος να μην πονώ και να μην πεθάνω;) δεν πείθουν κανένα – παρά μόνο όσους παραιτούνται από την λογική».
Όλα αυτά που αναφέρει ο Νίκος Δήμου δεν είναι παρά η ουσία των όσων κατά καιρούς έχουν γραφτεί και ακουστεί σαν ερωτήματα, διαπιστώσεις και συμπεράσματα από τους απολογητές της υλιστικής – μηχανιστικής αντίληψης του κόσμου, που θεωρεί πως οποιαδήποτε άλλη εξήγηση μπορεί να δοθεί μόνο με την εγκατάλειψη της λογικής.
Ωραία λοιπόν, ας προσπαθήσουμε κι εμείς να δούμε πάλι τα πράγματα χωρίς να εγκαταλείψουμε αυτή τη λογική, που σημαίνει δηλαδή ότι αποκλείουμε την οποιαδήποτε αναφορά στις εξ’ αποκαλύψεως «αλήθειες» και «παρουσίες». Ταυτόχρονα όμως έχουμε σκοπό να διερευνήσουμε λίγο και την «υφή» αυτής της λογικής.
Πριν αποδεχτούμε τη διαπίστωση ότι ισχύει η αρχαία διάζευξη, που αναμφισβήτητα με τη καταγγελία για υπευθυνότητα του Θεού, αν όχι για τη δημιουργία αλλά, τουλάχιστον για την ανοχή και τη διατήρηση του κακού, βάζει σε αμφισβήτηση τις βασικές ιδιότητες του Υπέρτατου Όντος (την Παντοδυναμία και την Παναγαθότητα) – δηλαδή την ουσία της ύπαρξής του – θα διερευνήσουμε τη λογική συνέπεια και συμβατότητα των εννοιών, σύμφωνα με όσα μπορεί να αντιλαμβάνεται ο ανθρώπινος νους.
Αμέσως λοιπόν δημιουργούνται τα παρακάτω λογικά ερωτήματα:
Η Παντοδυναμία του Θεού μπορεί να υπάρχει και να λειτουργεί ανεξάρτητα από την Παναγαθότητά Του;
Η Θεϊκή Υπέρτατη Δύναμη μπορεί να δρα μεμονωμένα και ξέχωρα από την Θεϊκή Υπέρτατη Αθωότητα και Αγαθότητα;
Η έννοια της Παντοδυναμίας, που περιέχει την απεριόριστη δυνατότητα καταλυτικής δράσης είτε για τη δημιουργία (το καλό) είτε για τη καταστροφή (το κακό), σαν βασική Θεϊκή ιδιότητα, λογικά, πρέπει να υπόκειται στην απόλυτη σύνδεση και αλληλεπίδραση με την άλλη βασική ιδιότητα, δηλαδή την Υπέρτατη Αγαθότητα – Αθωότητα.
Η έννοια της Υπέρτατης Αγαθότητας, που εκφράζεται σαν δράση της Απόλυτης Καλοσύνης, λογικά, δεν μπορεί να έχει καμία συμβατότητα με τη δυνατότητα δράσης που έχει σαν αποτέλεσμα την καταστροφή και κατ’ επέκταση το κακό.
Άρα, το λογικό συμπέρασμα είναι πως η επίκληση του Θεού για την κατάλυση του κακού δεν μπορεί να εισακουστεί, παρά μόνο σαν επίκληση προστασίας απέναντι στο κακό.
Η έννοια της τιμωρίας, ακόμα κι αυτού του κακού, που λίγο ή πολύ εμπεριέχει την έννοια της εκδικητικότητας, δεν είναι συμβατή με την έννοια του Πανάγαθου, του Ελεήμονα και του Συμπονετικού Θεού της Υπέρτατης Αγάπης.
Είναι προφανές λοιπόν πως όπου οι απολογητές της θρησκείας προσδίδουν στον Θεό τις ιδιότητες του τιμωρού και του εκδικητή, το κάνουν με σκοπό την επιβολή της εξουσίας τους στο όνομα του Θεού.
Ο Θεός της Υπέρτατης Αγάπης, που είναι Παντοδύναμος μόνο για το καλό, δεν απαιτεί τίποτα και δεν τιμωρεί κανέναν, παρά μόνο δέχεται ότι μπορεί να είναι συμβατό με την ύπαρξή Του.
Έτσι, σύμφωνα με την εννοιολογική συνάφεια και τη λογική συμβατότητα των βασικών ιδιοτήτων του Θεού, όπως μπορεί να τις αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος, γίνεται φανερό πως δεν μπορεί να υπάρξει η παρουσία Του εκεί όπου υπάρχει το κακό, κι ότι το κακό δεν μπορεί να υπάρξει εκεί όπου υπάρχει η παρουσία του Θεού.
Με βάση αυτή τη διαπίστωση, έρχεται σαν λογική συνέπεια η καταγγελλόμενη απουσία, σιωπή και αδράνεια του Θεού εκεί όπου βρίσκεται, «μιλάει» και συντελείται το κακό.
Αυτή η σιωπή και η έλλειψη αντίδρασης, δεν οφείλεται στην αδιαφορία του Θεού μπροστά στις τραγικές καταστάσεις που προκύπτουν από τη δράση του κακού, αλλά οφείλεται στο γεγονός της αναπόφευκτης απουσίας Του, που έχει να κάνει με το ασύμβατο τόσο της παρουσίας Του εκεί όπου δρα το κακό, όσο και της οποιασδήποτε κίνησης καταστροφής και κατάλυσης.
Πέρα από κάθε λογική λοιπόν, ο άνθρωπος, που τις περισσότερες φορές αυτός ο ίδιος είναι που καλλιεργεί τις συνθήκες για τη δράση του κακού, επικαλείται τη Θεία παρουσία την ώρα που συντελείται το κακό για να το εξαλείψει. Ενώ δηλαδή οι άνθρωποι έχουν οργανώσει τις κοινωνίες τους έτσι, που ο συνεχής ανταγωνισμός μεταξύ τους έχει σαν συνέπεια τους συνεχείς προσωπικούς ή και πολλές φορές συνολικούς πολέμους, επικαλούνται τη παρουσία και τη βοήθεια του Θεού για την εξάλειψη του κακού που οι ίδιοι προκάλεσαν, προετοιμαζόμενοι ταυτόχρονα για τον επόμενο πόλεμο.
Αυτή η συμπεριφορά του δημιουργήματος απέναντι στον δημιουργό δείχνει έναν εγωισμό και μια απαίτηση που ξεπερνούν τα όρια της λογικής, γιατί, ενώ το δημιούργημα έχει κλείσει τον δρόμο επικοινωνίας με τον Δημιουργό, ταυτόχρονα τον καλεί σε βοήθεια χωρίς να έχει φροντίσει για την απελευθέρωση της διόδου επικοινωνίας, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα αποκατάστασης της σχέσης.
Με ποια λογική λοιπόν καταγγέλλεται η απουσία και η σιωπή του Θεού μπροστά στις ανθρώπινες τραγωδίες, όταν οι ίδιοι οι άνθρωποι αποκόπτουν την ουσιαστική δυνατότητα επαφής με Αυτό στο οποίο απευθύνουν την επίκληση για βοήθεια;
Η ηθική φιλοσοφία του Άγγλου φιλόσοφου Thomas Hobbes (1588 – 1679), υποστηρίζει ότι η ανθρώπινη φύση δεν είναι αγαθή, αλλά καθορίζεται ουσιαστικά από εγωιστικά κίνητρα ή την ορμή της αυτοσυντήρησης, που αποτελεί μια απλή και αυτόνομη αρχή για την εξήγηση όλων των βουλητικών εκδηλώσεων.
Για τον άνθρωπο, ως φυσικό ον, δεν υπάρχει άλλος γνώμονας για την εκτίμηση των πραγμάτων παρά μόνο η ωφέλεια ή η ζημιά που προκύπτει από αυτά. Αν δυο άνθρωποι επιθυμούν το ίδιο πράγμα γίνονται εχθροί και στη πορεία για την απόκτησή του προσπαθούν να καταστρέψουν ή να υποτάξουν ο ένας τον άλλον.
Αυτή η καθαρά υλιστική αντίληψη της ανθρώπινης φύσης, που της προσδίδει μόνο τις λειτουργίες των ενστίκτων, θεωρεί αναγκαία την ύπαρξη μιας ανώτερης ρυθμιστικής αρχής (Κράτος), που να βάζει και να τηρεί κανόνες που προσεγγίζουν την ηθική των νόμων της φύσης, για να περιορίζει την αλληλοεξόντωση και να προωθεί την επίτευξη του ανώτατου υλικού σκοπού.
Η φυσιοκρατική και ωφελιμιστική ηθική του T. Hobbes, που έβαλε σε δεύτερη μοίρα την πνευματική υπόσταση του ανθρώπου και ευαγγελίστηκε ένα κράτος «θηριοδαμαστή», έθεσε πολλά ερωτήματα στην ηθική προβληματική κι έτσι προώθησε την φιλοσοφική σκέψη με τις νέες θεωρίες, που ήρθαν σαν συνέχεια και αντίδραση στη δική του θεωρία. Ο John Locke (1632 – 1704), ο J.J. Rousseau (1712 – 1778), οImmanuel Kant (1724 – 1804) και άλλοι, συμπλήρωσαν ή και αντέκρουσαν την θεωρία του Hobbes.
Στον εγωισμό, τον ωφελιμισμό και στην απουσία του Θείου, αντιτάσσουν την πνευματικότητα, που εκφράζεται με τον καλό χαρακτήρα και παραπέμπει σε μια ηθική αίσθηση που πηγάζει από την παρουσία του Θείου στην ανώτερη συνείδηση του ανθρώπου.
Έτσι δημιουργούνται οι δυνατότητες για βουλητικές εκδηλώσεις που ξεφεύγουν ή και πολλές φορές υπερβαίνουν την ορμή της αυτοσυντήρησης και αποτελούν έννοιες που πηγάζουν από τις Θεϊκές ιδιότητες.
Η αλληλεγγύη, η αμοιβαιότητα και η αυτοθυσία, που αποτελούν εκδηλώσεις του αλτρουισμού και της κοινωνικότητας, η αντίληψη της αρμονίας, της ισορροπίας και της μουσικότητας των ήχων, των χρωμάτων, του φωτός, του λόγου και του Έρωτα, του υλικού και του άϋλου, που έχουν να κάνουν με την αίσθηση του Ωραίου, παραπέμπουν σε ανθρώπινες δυνατότητες που οδηγούν στην αγαλλίαση και προσιδιάζουν σε εκφάνσεις της Παναγαθότητας του Υπέρτατου Όντος.
Κι ενώ ο άνθρωπος γνωρίζει πως, μέσω της υλικής του υπόστασης, έχει τις δυνατότητες να ενεργεί πνευματικά μέχρι του σημείου της έκστασης και της υπέρβασης αυτής της υπόστασης, παρ’ όλ’ αυτά, έχει οργανώσει έτσι την καθημερινότητά του, που η πνευματική διαβίωση και ανάπτυξη να περιορίζεται σχεδόν αποκλειστικά και μόνο σ’ αυτά που εξυπηρετούν την ύλη. Η μη επιλογή της πορείας πραγμάτωσης της σχέσης με τον Θεό και η επικράτηση στην πράξη της ωφελιμιστικής ηθικής, οφείλεται στην ευκολία αποδοχής και στη δυσκολία αντίστασης σε βουλητικές εκδηλώσεις που πηγάζουν από την ορμή της αυτοσυντήρησης, και ειδικότερα στην ικανοποίηση του εγωισμού, σαν άμεση ανάγκη έκφρασης και προβολής της ατομικότητας, που βρίσκει την ηδονή σε μια συνεχόμενη αναζήτηση απόκτησης δόξας, δύναμης και εξουσίας.
Η ιστορική πορεία του ανθρώπινου είδους, μέσα από τις διάφορες εκδοχές οργάνωσης των κοινωνιών, έχει σαν κοινή συνισταμένη την αποδοχή της ουσίας τους ωφελιμιστικής ηθικής του Hobbes. Η ανάγκη της υπαρξιακής αναζήτησης εκφράζεται και εξαντλείται μέσα από την γενικότερη αποδοχή και συμμετοχή σε τελετές και εκδηλώσεις μιας θρησκείας, που τις περισσότερες φορές δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να επιβεβαιώνει την αναμφισβήτητη εξουσία των απολογητών της ή και να χρησιμοποιείται σαν στήριγμα για την άσκηση βίας κατά αλλόθρησκων – και πολλές φορές ομόθρησκων – κοινωνιών, εξυπηρετώντας συμφέροντα που έχουν να κάνουν με την έκφραση μιας καθαρά υλιστικής αντίληψης των πραγμάτων.
Οι αντίθετες φωνές, που με ποικίλους τρόπους καταγγέλλουν αυτό το σύστημα και υποστηρίζουν την εναλλακτική πρόταση της ηθικής που αφορά την ανώτερη συνείδηση του ανθρώπου, δεν φιμώνονται και δεν καταπνίγονται, αλλά, τουναντίον προβάλλονται επανειλημμένα σε διάφορα φόρουμ και σε κάποια μέσα μαζικής ενημέρωσης, φτάνοντας ακόμα και στη βράβευση ατόμων και φορέων.
Το σύστημα είναι τόσο σίγουρο για τις στέρεες βάσεις του, που δεν έχει κανένα λόγο να φοβάται τις όποιες καταγγελίες ή προτάσεις αλλαγής, έστω κι αν αυτές στρέφονται κατά της ουσίας των επιλογών του.
Η δυναμική της ικανοποίησης των απαιτήσεων της ύλης έχει τέτοια ένταση, που η συνεχής εξέλιξη και μεγέθυνση αυτών των απαιτήσεων δεν αφήνει πολλά περιθώρια για άλλον σοβαρό προβληματισμό, παρά μόνο για την αντιμετώπιση της καθημερινής πάλης στη προσπάθεια ικανοποίησης των όλο κι αυξανόμενων απαιτήσεων. Έτσι, η συνεχής προβολή κι επανάληψη των αντίθετων απόψεων χωρίς κανένα πρακτικό αποτέλεσμα, επιβεβαιώνει τη δύναμη του συστήματος και συντελεί στο ξεθύμασμα των προσδοκιών και στην απαξίωση των εννοιών.
Κι ενώ η ανθρωπότητα διανύει την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, η πολιτική της παγκοσμιοποίησης, όπως αυτή εφαρμόζεται, προωθεί κι εξαπλώνει σ’ ολόκληρο το πλανήτη τις πιο σκληρές εκφάνσεις της ωφελιμιστικής ηθικής, που έχουν σαν επακόλουθο όλα τα τραγικά και τρομακτικά στη προοπτική τους αποτελέσματα.
Η ανάγκη του συστήματος για τη συνεχή δημιουργία νέων απαιτήσεων, αναγκάζει τους ανθρώπους να ενεργούν σαν ακρίδες και να απομυζούν συνεχώς τους ζωτικούς χυμούς του πλανήτη, που αντιστέκεται και παλεύει για να κρατήσει τις ισορροπίες του.
Κι ενώ οργανώσεις και μεμονωμένα άτομα, με αναγνωρισμένο πνευματικό και επιστημονικό κύρος, φωνάζουν επισημαίνοντας τον παραλογισμό που οδηγεί σε μια φανερή πλέον προοπτική αφανισμού του ανθρώπινου είδους, όχι μόνο οι παντός είδους ηγήτορες που κινούν τα νήματα δεν κάνουν τίποτε, μια και οι ίδιοι είναι οι εκφραστές του συστήματος, αλλά, υπάρχουν συγκροτημένες φωνές που «εγκαλούν» το Υπέρτατο Όν, για ότι αφήνει να συμβαίνει και για ότι θα επιτρέψει να συμβεί στο μέλλον.
Αν αυτό δεν αποτελεί μια έκφραση παραλογισμού, σίγουρα είναι μια εκδήλωση απελπισίας!
Οι «εγκαλούντες» παραμένοντας πιστοί στο δόγμα της υλιστικής – ωφελιμιστικής ηθικής, αμφισβητούν την ύπαρξη της δυνατότητας του ανθρώπινου όντος να αποφασίζει ελεύθερα για την υπαρξιακή του πορεία, συναρτώντας την έννοια της ελευθερίας με τη δυνατότητα επιλογής για το σταμάτημα της φυσικής φθοράς και την αθανασία της υλικής υπόστασης. Αφού λοιπόν δεν μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο, θεωρούν πως ο άνθρωπος είναι δέσμιος της φυσιολογίας της ύλης και, σαν δημιούργημα, ανεύθυνος για τα δεινά που υφίσταται στον σύντομο βίο του, τα περισσότερα από τα οποία είναι επακόλουθα των ιδιοτήτων που διέπουν την υπόστασή του, είτε αυτή είναι δημιούργημα τυχαίο, είτε οφείλεται στη βούληση του Υπέρτατου Όντος.
Αυτή η απλουστευμένη και ισοπεδωτική διατύπωση σχετικά με την υφή και τη σκοπιμότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, είναι καίριας και κρίσιμης σημασίας, γιατί αποτελεί και την ουσία στήριξης του συστήματος της ωφελιμιστικής ηθικής που επικρατεί σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η αποστασιοποίηση από οποιαδήποτε ευθύνη για την επικράτηση του κακού στον πλανήτη, είναι τουλάχιστον κοντόφθαλμη και υποκριτική, γιατί δεν παίρνει καθόλου υπόψη την πνευματικότητα του ανθρώπινου όντος και τις δυνατότητες που απορρέουν απ’ αυτή.
Η μοιρολατρική αντίληψη και εμμονή στην ικανοποίηση των απαιτήσεων κι απολαύσεων της ύλης στο διηνεκές, βάζει σε υποδεέστερη μοίρα την πνευματική – νοητική οντότητα, που την θέλει να λειτουργεί συμπληρωματικά και για λογαριασμό της υλικής. Αυτή η διατύπωση του αιτήματος της αιώνιας ζωής, παρ’ όλο που φαίνεται παράλογη γιατί αντίκειται στους γνωστούς φυσικούς νόμους, εν τούτοις, είναι συνεπής στην εγωιστική προβολή του πανίσχυρου ένστικτου αυτοσυντήρησης της υλικής οντότητας, που βάζει σε πρώτη προτεραιότητα τη συνέχιση της απτής ικανότητας να μπορεί να αντιλαμβάνεται την ύπαρξή της.
Αυτή η προσκόλληση στην ύλη και στις απαιτήσεις της, διαπερνά και διαποτίζει την αντιληπτική ικανότητα του ανθρώπου στην πνευματική αναζήτηση του Θείου.
Σχεδόν κατά κανόνα όλες οι κλήσεις και επικλήσεις προς το Υπέρτατο Όν, που γίνονται με τον τρόπο και τις διαδικασίες που προβλέπονται από την κάθε θρησκευτική εκδοχή, εμπεριέχουν μια μορφή παρακλητικής απαίτησης στη πρόσκληση της Υπέρτατης Δύναμης να προστρέξει σε βοήθεια, για την εξάλειψη του κακού και των δεινών που υφίσταται ο άνθρωπος. Επί της ουσίας δηλαδή, το δημιούργημα ζητά απ’ τον Δημιουργό να έρθει κοντά του και να το βοηθήσει, χωρίς αυτό το αίτημα να πηγάζει από μια πραγματική άδολη σχέση αγάπης, αλλά απευθύνεται σαν «έγκληση» εκπλήρωσης κάποιας μονομερούς υποχρέωσης.
Οι γονυκλισίες, οι νηστείες και οι οποιεσδήποτε ενέργειες που προβλέπονται από το τελετουργικό της κάθε θρησκευτικής εκδοχής, δεν είναι ικανές από μόνες τους να συνδέσουν ή να διατηρήσουν τη σχέση με τον Θεό, αν δεν υπάρχει το πραγματικό γεγονός της σχέσης αγάπης που πραγματώνεται σε τρόπο ζωής.
Έτσι λοιπόν, σε παγκόσμιο επίπεδο παρατηρείται το σχιζοφρενικό φαινόμενο που απ’ τη μια οι περισσότερες κοινωνίες έχουν τη θρησκεία σαν ένα από τα βασικά κι επίσημα προσδιοριστικά – συστατικά τους στοιχεία, κι απ’ την άλλη εφαρμόζουν και πραγματώνουν σε τρόπο ζωής την υλιστική – ωφελιμιστική ηθική.
Το ότι υπάρχουν μεμονωμένες περιπτώσεις ατόμων που, σε μια προσπάθεια διαφοροποίησης, ενεργούν με τρόπο που προωθεί την ανάπτυξη της πνευματικής σχέσης με τον Θεό, φανερώνοντας χαρίσματα που πηγάζουν από την ηθική αίσθηση της ανώτερης συνείδησης, αυτό μπορεί να μην έχει τη δύναμη να εκτρέψει τη γενικότερη πορεία των πραγμάτων, αλλά φανερώνει και αποδεικνύει τη δυνατότητα της ελεύθερης επιλογής.
Όπως λέει και ο Kant η ελευθερία του ανθρώπου συνίσταται στη δυνατότητα να υπερβεί τη πίεση των εξωτερικών συνθηκών και να πράξει σύμφωνα με τις ηθικές αρχές που πηγάζουν από τη καθαρή νόηση. Αν δεν υπάρχει ελευθερία, τότε η ηθική πράξη είναι αδύνατη και ο άνθρωπος είναι έρμαιο των εγωιστικών και ωφελιμιστικών ροπών του.
Το ερώτημα που τίθεται λοιπόν, δεν είναι εάν υπάρχει η δυνατότητα της ελεύθερης έκφρασης βούλησης για την επιλογή ενός άλλου τρόπου ζωής, αλλά κατά πόσο μπορεί αυτή η δυνατότητα να αξιολογηθεί από έναν άνθρωπο, που οι βασικές αρχές του ωφελιμιστικού συστήματος είναι πλέον καταγραμμένες στα γονίδιά του. Όμως, η ελπίδα υπάρχει ακόμα, γιατί όσο ο άνθρωπος εξακολουθεί να έχει τη δυνατότητα έκφρασης βούλησης, μπορεί να καταλάβει πως η πραγματική ωφέλεια βρίσκεται στη πλήρη αποδοχή της ηθικής αίσθησης που πηγάζει από την ανώτερη συνείδησή του.
Η συνεχόμενη, συστηματική και δημιουργική καλλιέργεια του πνεύματος, θα δώσει τη πραγματική διάσταση τη ανθρώπινης παρουσίας στον πλανήτη και τη δυνατότητα αποκατάστασης και επανασύνδεσης μιας πραγματικής σχέσης επικοινωνίας του δημιουργήματος με τον Δημιουργό του. Η κατανόηση του εσώτερου και ταυτόχρονα ανώτερου εαυτού, θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για το φινίρισμα και την υπέρβαση των ωμών αισθημάτων που προέρχονται απ’ τα ένστικτα, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα και την αξία των συναισθημάτων που πηγάζουν απ’ αυτό που συνιστά τη βασική οντολογική διαφορά του ανθρώπινου είδους. Αυτή η αλλαγή θα επιφέρει και την αλλαγή σε όλη τη κλίμακα αξιών του συστήματος που επικρατεί σήμερα, και η καλοσύνη και η αγάπη θα είναι σε μόνιμη βάση το μοναδικό πρίσμα εξέτασης όλων των προβλημάτων της ανθρώπινης καθημερινότητας σε παγκόσμιο επίπεδο. Μπορούμε να φανταστούμε τις θετικές επιπτώσεις που θα υπάρξουν στον πλανήτη όταν καλυφτεί από μια τεράστια θετική ενέργεια, που θα προκύψει όταν τα δισεκατομμύρια των ανθρώπων θα σκέπτονται και θα ενεργούν μόνο με αγάπη και καλοσύνη. Έτσι θα ανοίξει η δίοδος επικοινωνίας και θα δημιουργηθούν οι ευνοϊκές συνθήκες για την ανταπόκριση του Θεού στην ειλικρινή πρόσκληση του ανθρώπου.
Αν συμβεί αυτό, θα πρόκειται για την μεγαλύτερη επανάσταση στην ιστορία του ανθρώπινου γένους!
Ουτοπία Έ; Σύμφωνοι!!
Με τα δεδομένα που υπάρχουν σήμερα πρόκειται για μια από τις μεγαλύτερες ουτοπίες, μια κι αυτές οι σκέψεις μοιάζουν το λιγότερο αφελείς.
Όμως, εδώ μπορούμε να θυμίσουμε πως οι μεγαλύτερες και σοβαρότερες επαναστάσεις έγιναν για τη πραγμάτωση μιας ουτοπίας!
Αλλά σε κάθε περίπτωση, ακόμα κι αν δεχτούμε πως ο θάνατος σημαίνει τη πλήρη απώλεια της υλικής και πνευματικής ανθρώπινης υπόστασης, με την ολοκληρωτική επιστροφή στην ανυπαρξία, η ουτοπική πρόταση για την ουσιαστική αλλαγή του συστήματος αξιών, πιστεύουμε πως είναι η μόνη ριζική πρόταση για να βγει ο άνθρωπος από τα διαμορφωμένα και τα διαμορφούμενα αδιέξοδα της ζωής του.
πηγή: Αντίφωνο