Οι Δεσποτικές εορτές
Από τις εορτές της Εκκλησίας ονομάζομε Δεσποτικές, εκείνες που συνδέονται με τα λυτρωτικά γεγονότα της ζωής του Ιησού Χριστού και μας θυμίζουν «τους ποταμούς των χαρίτων και ευεργεσιών, τους οποίους εξέχεεν εις τον κόσμον ο Μονογενής Υιός του Θεού δια της ενσάρκου Του οικονομίας» (Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης). Οι Δεσποτικές εορτές αποτελούν τον κεντρικό άξονα της λατρευτικής ζωής μας. Η Εκκλησία τελώντας τις εορτές αυτές ξαναζεί τα λυτρωτικά γεγονότα σαν ένα αιώνιο παρόν. Οι ψυχές των πιστών γεμίζουν ευγνωμοσύνη, κατάνυξι και ελπίδα των ουρανίων.
Οι Δεσποτικές εορτές
Η Περιτομή του Ιησού Χριστού
Τα Θεοφάνεια
Η Υπαπαντή του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού
Η μετά βαΐων και κλάδων υποδοχή του Κυρίου εις Ιεροσόλυμα
Τα Άγια Πάθη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού
Η Ανάστασις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού
Η Ανάληψις του Κυρίου
Η Πεντηκοστή
Του Αγίου Πνεύματος
Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος
Η Ύψωσις του Τιμίου Σταυρού
Η Γέννησις του Σωτήρος Χριστού
Αναλυτικά
Η ΠΕΡΙΤΟΜΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Οι Θεοφώτιστοι Πατέρες της Εκκλησίας κανόνισαν, να εορτάζεται την πρώτη του έτους η Περιτομή του Χριστού, για να μας θυμίσουν βασικά πράγματα της πνευματικής ζωής και να μας βοηθήσουν να πάρωμε σωστές αποφάσεις εν όψει του νέου έτους.
Η περιτομή των Εβραίων, στην οποία υποβλήθηκε, κατά συγκατάβασιν, και ο Θεάνθρωπος Χριστός, ήταν ένας τύπος του Χριστιανικού Βαπτίσματος. Όπως οι Εβραίοι με την περιτομή έκοβαν και πετούσαν την «ακροβυστίαν της σαρκός», έτσι και μείς στο Βάπτισμα αποβάλλομε και πετάμε τον «παλαιό» άνθρωπο της αμαρτίας, και «ενδυόμεθα», φοράμε τον νέο, τον αναγεννημένο άνθρωπο. Πρέπει τώρα στην αρχή του νέου έτους να θυμηθούμε, ότι είμαστε βαπτισμένοι Χριστιανοί, δηλαδή αναγεννημένοι άνθρωποι, και να αποφασίσωμε να ζήσομε σαν αναγεννημένοι άνθρωποι.
Η Ευαγγελική περικοπή της Εορτής μας μιλάει με λίγα περιεκτικά λόγια, για το πώς ζούσε ο Χριστός από την παιδική ηλικία μέχρι τα τριάντα Του χρόνια, για να μας υποδείξη, πώς πρέπει να ζούμε κι’ εμείς σαν βαπτισμένοι ορθόδοξοι Χριστιανοί.
Μας λέει, ότι το «παιδίον Ιησούς» «εκραταιούτο πνεύματι πληρούμενον σοφίας, και χάρις Θεού ην επ’ αυτό» (Λουκά β’ 40). Μας λέει ακόμη, ότι «προέκοπτε σοφία και ηλικία και χάριτι παρά Θεώ και ανθρώποις» (Λουκά β’ 52). Μας διδάσκει δηλαδή, ότι σαν Χριστιανοί που έχομε σκοπό να αυξηθούμε πνευματικά και να φθάσωμε σε ωριμότητα, «εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφεσ. δ’ 13), πρέπει όπως ο Χριστός: α) Να «κραταιούμεθα πνεύματι». Να αυξάνωμε την αγωνιστικότητά μας κατά της αμαρτίας και να ασκούμε τη θέλησί μας προς το αγαθό, καλλιεργώντας τις αρετές, β) Να προκόπτωμε και να «πληρούμεθα» σοφίας με καθημερινή μελέτη και συχνή ακρόασι του λόγου του Θεού. γ) Να προκόπτωμε «χάριτι παρά Θεώ» μετέχοντας συχνά και συνειδητά στα Μυστήρια της Εκκλησίας μας και δ) Να προκόπτωμε «χάριτι παρά ανθρώποις», οι οποίοι βλέποντας τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος στη ζωή μας θα ωφελούνται.
Ο νέος χρόνος δεν θα γίνη ευτυχισμένος με ευχές μόνο, αλλά με αγώνα να προκόψωμε «σοφία και χάριτι παρά Θεώ και ανθρώποις», όπως ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός.
ΤΑ ΑΓΙΑ ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ
Ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος είχε σαν αποστολή από το Θεό, να προετοιμάση τους ανθρώπους να δεχθούν το Λυτρωτή Χριστό. Και τους προετοίμαζε κηρύττοντας μετάνοια και βαπτίζοντας στον Ιορδάνη ποταμό εκείνους, που εκφράζοντας τη μετάνοιά τους εξομολογούνταν κατά το βάπτισμα τις αμαρτίες τους.
Πήγε και ο αναμάρτητος Σωτήρας να βαπτισθή. Ο Πρόδρομος έφριξε: «Κύριε, εγώ έχω ανάγκη να βαπτισθώ από Σένα, και έρχεσαι Εσύ να Σε βαπτίσω;» Βρισκόταν μπροστά σε μια ακατανόητη συγκατάβασι του αναμαρτήτου Κυρίου Του. Η συγκατάβασι όμως αυτή είχε κάποιο σκοπό, όπως και κάθε λόγος ή πράξι του Θεανθρώπου.
Πρώτον είχε φθάσει το «πλήρωμα του χρόνου» για ν’ αρχίση ο Ιησούς το δημόσιο λυτρωτικό έργο Του. Και θέλησε ο Θεός Πατήρ να διακηρύξη επίσημα την έναρξι του Μεσσιακού έργου, δείχνοντας στους ανθρώπους το Λυτρωτή τους. Η διακήρυξι έγινε με τη φωνή του Πατρός εξ ουρανού: «Ούτος εστιν ο υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα» και με την έλευσι του Αγίου Πνεύματος εν είδει περιστεράς πάνω στον Ιησού.
Δεύτερον ο Θεός θέλησε για πρώτη φορά ν’ αποκαλύψη το μέγα μυστήριο της τριαδικότητάς Του, για να δείξη ότι ο Ιησούς που βαπτιζόταν θα δίδασκε στους ανθρώπους την τέλεια αποκάλυψι της Αλήθειας. Έτσι ο Πατήρ φανερώθηκε με τη φωνή απ’ τους ουρανούς, ο Υιός φανερώθηκε σαρκωμένος να βαπτίζεται, και το Άγιο Πνεύμα φανερώθηκε εν είδει περιστεράς, να κατεβαίνη στο Μεσσία Χριστό.
Τρίτον ο αναμάρτητος συγκατέβη να βαπτισθή, διότι όπως είπε στον Πρόδρομό Του «ούτω πρέπον εστί πληρώσαι πάσαν δικαιοσύνην». Ήθελε να δώση παράδειγμα εφαρμογής όλων των εντολών του Θεού. Αν Αυτός ο αναμάρτητος ταπεινώθηκε και βαπτίσθηκε σαν αμαρτωλός, επειδή ήταν θέλημα Θεού να βαπτίζωνται οι άνθρωποι, πόσο μάλλον εμείς πρέπει να τηρούμε όλες τις εντολές του Κυρίου;
Διδασκόμαστε από τη συγκατάβασι του Θεανθρώπου κι’ εμείς, να πιστεύωμε ορθά στο Θεό. Να πιστεύωμε ότι ο Θεός είναι ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, «Τριάς ομοούσιος και αχώριστος». Να πιστεύωμε ακόμη, ότι μέσα στον κυκεώνα των ετεροδιδασκαλιών της εποχής μας ένας είναι ο Διδάσκαλος απόλυτης εμπιστοσύνης: Ο Ιησούς Χριστός, που ο ίδιος ο Θεός συνιστά: «Αυτού ακούετε». Διδασκόμαστε επίσης να είμαστε λεπτολόγοι ως προς την τήρησι των εντολών του Κυρίου. Όλες οι εντολές, χωρίς διάκρισι, είναι αξιοσέβαστες και τηρητέες.
Ας αναβαπτισθούμε κι’ εμείς στον Ιορδάνη. Ας αναβαπτισθούμε ως προς την ορθή πίστι, ως προς την εμπιστοσύνη προς τον μοναδικό Σωτήρα και Λυτρωτή και ως προς τον αγώνα για την εφαρμογή των εντολών Του. Τα Θεοφάνεια ας γίνουν ένα νέο ξεκίνημα, να γίνωμε καλλίτεροι.
Η ΥΠΑΠΑΝΤΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
Περιγράφοντας ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης την ιερή σκηνή της υποδοχής του νηπίου Ιησού και Μητέρας Του από το γέροντα Συμεών και την προφήτιδα Άννα λέει: «Η Παρθένος φαίνεται γεμάτη θεία χάρι, και σαν να την ελαφρώνη το θείο βρέφος, αντί να τη βαραίνη. Το θείο βρέφος φαίνεται ωραιότερο από κάθε άνθρωπο και χαρούμενο στην αγκαλιά της μητέρας του. Ο γέροντας Συμεών με δυναμωμένα τα πόδια από τη χάρι του Θεού προϋπαντά το παντοδύναμο βρέφος, το αγκαλιάζει και με δυνατή φωνή ζητάει την απόλυσί του από τη ζωή. Η δε Άννα ξεχνώντας τα γηρατειά της δοξολογεί και ευχαριστεί τον Θεό». Ας υποδεχθούμε κι εμείς τον «νηπιάσαντα Θεόν» και ας διδαχθούμε από τον ερχομό Του στη γη.
Ποιος ήταν πραγματικά το βρέφος Ιησούς; Ένα τροπάριο του Κανόνος της εορτής, που έγραψε ο Άγιος Κοσμάς, επίσκοπος Μαϊουμά, απαντάει: «Ο πρωτότοκος και προαιώνιος Υιός του Θεού, φάνηκε στη γη πρωτότοκος και μόνος υιός παρθένου μητέρας». Ήταν λοιπόν το βρέφος εκείνο ο ίδιος ο Υιός του Θεού και Θεός, που γεννήθηκε πριν από κάθε κτίσμα από τον Πατέρα Θεό! Και όπως ο προφήτης Ησαΐας είδε το Θεό ένδοξο σε θρόνο, έτσι και ο Θεοδόχος Συμεών είδε τον Υιό και Λόγο του Πατρός σαν σε θρόνο στα άχραντα χέρια της Παρθένου! Το θείο βρέφος όμως ήταν και «πρωτότοκος υιός κόρης παρθένου». Ήταν δηλαδή και «υιός ανθρώπου», άνθρωπος τέλειος, όπως όλοι μας, εκτός αμαρτίας. Ώστε το βρέφος ήταν ο Θεάνθρωπος Κύριος!
Αλλά γιατί ο Υιός του Θεού και Θεός, έγινε άνθρωπος και νήπιο; Ο υμνωδός απαντάει: «Επέφανεν τω Αδάμ χείρα προτείνων». Ο Αδάμ, δηλαδή ο άνθρωπος, έγινε με την απάτη του διαβόλου ανόητος κατά το νου, σαν νήπιο. Για να τον διορθώση λοιπόν ο Πανάγαθος έγινε νήπιο, όχι κατά το νου σαν τον Αδάμ, αλλά κατά την ανθρώπινη φύση και ηλικία. Για να φωτίση άρα τον σκοτισμένο άνθρωπο, και για να τον βοηθήση να ανδρωθή και προοδεύση πνευματικά, έγινε ο Θεός νήπιο. Και ακόμα για να τον αναστήση από το θάνατο της αμαρτίας με το Βάπτισμα και τη ζωή της αρετής.
Ο «νηπιάσας» Υιός του Θεού μας παρακινεί να πάψουμε να είμαστε πνευματικά νήπιοι και να ανδρωθούμε. Πότε είμαστε πνευματικά νήπιοι; Όταν ταλαντευόμαστε ως προς το Ορθόδοξο «πιστεύω» μας, σαν το καλάμι που φυσάει ο άνεμος (Εφεσ. 4, 14) και παρασυρόμαστε εύκολα από τις ψευδολογίες και πλάνες των αιρετικών ανθρώπων. Όταν ακόμη είμαστε υλόφρονες και σαρκικοί, και ζούμε σαν να μη υπάρχη ψυχή και ανώτερη ζωή μας. Μας καλεί να αναστηθούμε από τον ύπνο της νηπιότητος, και ν’ ακολουθήσουμε Αυτόν, τον «πρωτότοκον εκ των νεκρών». Ο Χριστός μας απλώνει το χέρι. Ας μη του αρνηθούμε το δικό μας.
Η ΜΕΤΑ ΒΑΪΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΔΩΝ ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
Καθώς βρισκόμαστε στα πρόθυρα των Παθών του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, πρέπει να ξεκαθαρίσωμε, ότι ο Ιησούς δεν υπήρξε θύμα τραγικό της κακίας των ανθρώπων, αλλά θύμα της αγάπης Του για τον άνθρωπο. Η Θυσία του Ιησού ήταν μια θεληματική και εξουσιαστική πράξι του Παντοδύναμου Βασιλέως Χριστού για τη σωτηρία μας. Αυτό αποκαλύπτεται στην περιγραφή της θριαμβευτικής εισόδου Του στα Ιεροσόλυμα από τον Ευαγγελιστή Ιωάννη.
Ο Ευαγγελιστής μας πληροφορεί, ότι ο ταπεινός Ιησούς επέτρεψε στην περίπτωσι αυτή, να τον υποδεχθή ο λαός με τα «βαΐα των φοινίκων» και με τα λόγια: «Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, ο βασιλεύς του Ισραήλ». Οι Ιουδαίοι υποδέχτηκαν τον Κύριο σαν νικητή και τροπαιούχο, σαν νικητή του θανάτου, αφού πρόσφατα είχε αναστήσει το Λάζαρο. Τον υποδέχτηκαν με λόγια του 118ου Ψαλμού, λόγια Μεσσιακά, που ταιριάζουν σε βασιλέα. Και η Γραφή το βεβαιώνει: «Ιδού ο βασιλεύς σου έρχεεται…». Βασιλεύς λοιπόν ο μετέπειτα σταυρωθείς Ιησούς.
Ο Χριστός μπήκε στα Ιεροσόλυμα πάνω σε «πώλον όνου», πάνω σ’ ένα νεαρό ακαβαλίκευτο γαϊδουράκι. Προτύπωσε έτσι τη μελλοντική βασιλική κυριαρχία Του πάνω στα ακάθαρτα μέχρι τότε και αγύμναστα στην ευσέβεια ειδωλολατρικά έθνη, που εικονίζονται από το «ονάριον». Χωρίς να το καταλάβουν το προφήτεψαν και οι Φαρισαίοι: «Ίδε ο κόσμος οπίσω αυτού απήλθεν» (Ιωάν. ιβ’ 19). Το προείπε και ο Κύριος, όταν λίγο μετά την είσοδό Του στα Ιεροσόλυμα Τον επισκέφθηκαν μερικοί Έλληνες, σαν αντιπρόσωποι των εθνών: «Ελήλυθεν η ώρα, ίνα δοξασθή, ο υιός του ανθρώπου». Βασιλεύς και των εθνών λοιπόν ο Ιησούς Χριστός.
Η βασιλική ιδιότητα του Κυρίου πρέπει να μας προβληματίση, εν όψει μάλιστα και της Μεγάλης Εβδομάδος. Είναι βασιλεύς της ζωής μας ο Χριστός; Κυριαρχεί στην καρδιά, στη σκέψι, στις πράξεις και στα λόγια μας; Ή μήπως βασιλιάς μας είναι το χρήμα, η δουλειά μας, οι απολαύσεις της ύλης, τα κόμματα, ο αθλητισμός; Αν ισχύη το τελευταίο, ας κλάψουμε τη Μεγάλη Εβδομάδα, κι ας κάνουμε αποφασιστική στροφή στη ζωή μας. Αν δεν το κάνουμε, θα πάθουμε ό,τι οι Ιουδαίοι της εποχής του Κυρίου. Επειδή απέρριψαν τον Χριστό σαν βασιλέα και σωτήρα τους, ο Θεός τους εγκατάλειψε. Τους αφαίρεσε όλα τα προνόμια του περιουσίου λαού. Τους πήρε την ιερωσύνη και τους προφήτες. Γκρέμισε τον Ιουδαϊσμό και έδωσε όλα τα προνόμια στο νέο λαό Του, τους Χριστιανούς.
Ας μετανοήσουμε λοιπόν και ας προχωρήσουμε προς την Αγία Κοινωνία με τη λαχτάρα, να θρονιαστή μόνιμα στο σώμα και την ψυχή μας, και στη ζωή μας ολόκληρη ο Χριστός, σαν βασιλεύς και Κύριός μας.
ΤΑ ΑΓΙΑ ΠΑΘΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
Το θείο δράμα κορυφώνεται με τη σταύρωσι του Κυρίου. Ταυτόχρονα κορυφώνεται και η έκφρασι της αγάπης του Θεού για τον αποστάτη άνθρωπο. Ο σαρκωθείς Θεός βρίσκεται καρφωμένος στο Σταυρό σαν ληστής. Η θεία «κένωσι» στο υπέρτατο σημείο. Το θείο δράμα συγκλονίζει, αλλά και διδάσκει.
Λίγο πριν τη σταύρωσι ο Ιησούς εξαντλημένος σωματικά από τα γεγονότα της προηγούμενης νύκτας και σηκώνοντας ηρωικά το ασήκωτο φορτίο της κατάφωρης αδικίας, μεταφέρει αγόγγυστα και χωρίς λέξι παραπόνου το βαρύ σταυρό Του. Θεληματικά και με άφατη υπομονή πορεύεται το δρόμο του μαρτυρίου Του.
Καρφωμένος τώρα πάνω στο σταυρό και υποφέροντας φρικτούς πόνους, ο Ιησούς στρέφει το βλέμμα στη μητέρα Του, που έστεκε κάτω απ’ το σταυρό γεμάτη οδύνη: «Γύναι, ίδε ο υιός σου». Ιωάννη, «ιδού η μήτηρ σου». Πόση αγάπη θα είχε ο Θεάνθρωπος, για να βρη το κουράγιο να φροντίση για τον πόνο της μητέρας Του!
Η υπέρτατη Θυσία φθάνει στο τέλος της. Ο Ιησούς βγάζει δυνατή εξουσιαστική κραυγή: «Τετέλεσται». Τίποτε απ’ όσα ο Πατέρας μου ανέθεσε να κάνω δεν μένει ατελείωτο. Και μετά κλίνοντας την κεφαλή, για να εκφράση την μέχρι θανάτου υπακοή στον Πατέρα, παραδίδει θεληματικά το πνεύμα.
Καθώς η Μεγάλη Εβδομάδα μας θυμίζει τον τρόπο που ο Θεάνθρωπος βάδισε προς το μαρτύριο, μας υποδεικνύει προβάλλοντας το ασύγκριτο παράδειγμά Του, πώς πρέπει να σηκώνωμε κι εμείς τον προσωπικό μας σταυρό. Μας διδάσκει να τον σηκώνωμε αγόγγυστα, χωρίς μεμψιμοιρίες, με υπομονή, σαν θέλημα Θεού, στο οποίο οφείλομε υπακοή μέχρι θανάτου. Μας διδάσκει ότι πρέπει να βρίσκωμε τη δύναμη, να ξεχνάμε το δικό μας πόνο και να φροντίζωμε ν’ ανακουφίσωμε και τον πόνο του πλησίον μας. Αν πάρωμε την απόφασι έτσι να πολιτευόμαστε στο εξής, η απόφασί μας αυτή θα είναι η καλλίτερη συμμετοχή στο Πάθος του Κυρίου μας.
Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
Μυριόστομη φωνή δονεί κάθε Πάσχα τον αέρα απ’ άκρου σ’ άκρο της Ελληνικής γης και κάθε Χριστιανικής ορθόδοξης χώρας: «Χριστός ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας». Είναι η φωνή που εκφράζει τη βαθειά πεποίθησι όλων των Ορθοδόξων, ότι ο Ιησούς Χριστός αναστήθηκε εκ νεκρών και μας χάρισε λύτρωσι, ελπίδα, νέα ζωή. Και πράγματι:
Η Ανάστασι του Χριστού επιβεβαίωσε το λυτρωτικό Του έργο. Πρόσφερε πάνω στο σταυρό την υπέρτατη Θυσία, παραδίδοντας θεληματικά σαν θύτης την αναμάρτητη ανθρώπινη φύσι Του σε σφαγή «δια την ημετέραν σωτηρίαν». Με την Ανάστασί Του απέδειξε, ότι η Θυσία Του έγινε δεκτή και έτσι λυτρωθήκαμε από τις καταδικαστικές μέχρι τότε αμαρτίες μας.
Με την εκ νεκρών Ανάστασί Του ο Χριστός έγινε «απαρχή των κεκοιμημένων» (Α’ Κοριν. ιε’ 20), ο πρώτος από τους νεκρούς που αναστήθηκε, όχι προσωρινά, αλλά «εις ζωήν αιώνιον». Αυτό μας γεμίζει ελπίδα και μας βεβαιώνει, ότι τόσο εμείς, όσο και οι προσφιλείς μας που έφυγαν από τη ζωή αυτή θα αναστηθούμε εν Χριστώ «εν τη παρουσία αυτού».
Η Ανάστασι του Κυρίου έγινε ακόμη η αιτία της πνευματικής μας αναστάσεως από τη ζωή αυτή. Στο Βάπτισμα γίναμε συμμέτοχοι του θανάτου του Χριστού, αλλά και συμμέτοχοι της Αναστάσεώς Του, ώστε όπως «ηγέρθη Χριστός εκ νεκρών… ούτω και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν» (Ρωμ. στ’ 4). Στο Βάπτισμα σταυρώθηκε και θανατώθηκε ο «παλαιός άνθρωπος» της αμαρτίας, και αναστήθηκε ένας νέος άνθρωπος, που είναι καλεσμένος να ζήση νέα, αναγεννημένη, πνευματική ζωή.
Ας ψάλουμε κι εμείς το «Χριστός ανέστη» με ευγνωμοσύνη για τη λύτρωσι που μας χάρισε με την Ανάστασί Του ο Σωτήρ, αλλά και με τη σταθερή απόφασι να ζήσωμε στο εξής σαν αναστημένες υπάρξεις, «αξίως της κλήσεως ης εκλήθημεν».
Η ΑΝΑΛΗΨΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
Με τον Ευαγγελισμό γιορτάσαμε την «κατάβασι» του Θεού Λόγου από τον ουρανό στη γη. Με την Ανάληψι γιορτάζομε την «ανάβασι» του σαρκωθέντος Θεού Λόγου από τη γη στον ουρανό. Κατά τον Ευαγγελισμό. ο Θεός Λόγος «κατέβηκε» κρυφά και γυμνός από την ανθρώπινη σάρκα, με την Ανάληψι «ανέβηκε» φορώντας την ανθρώπινη σάρκα, φανερά και με δόξα. Αλλά ποιο είναι το νόημα αυτής της «αναβάσεως»;
«Ανελήφθη εν δόξη ο των αγγέλων βασιλεύς» για να μας στείλη τον «άλλον Παράκλητον», που είχε υποσχεθή (Ιωάν. ιστ’ 7), το Άγιο Πνεύμα. Ο Χριστός πρόσφερε τη λύτρωσι και σωτηρία στον κόσμο, αλλά χρειαζόταν να έλθη το Άγιο Πνεύμα για να μεταδώση τη Χάρι της σωτηρίας στον κάθε πιστό προσωπικά, με τους 7 κρουνούς της Θείας Χάριτος, τα Μυστήρια της Εκκλησίας μας.
Η ανθρώπινη φύσι με την αποστασία του προπατορικού αμαρτήματος είχε γίνει το «απολωλός πρόβατον» της παραβολής. Ο Χριστός όμως ήλθε και βρήκε τον πλανεμένο άνθρωπο και τον έβαλε στην πνευματική «μάνδρα», την Εκκλησία και τον Παράδεισο. Με την Ανάληψί Του δε, μετέφερε στους «ώμους» την πρώην πλανεμένη και τώρα πια σωσμένη ανθρώπινη φύσι, που την αντιπροσώπευε η αναμάρτητη ανθρώπινη φύσι Του, και την κάθισε στο θρόνο του Θεού. Τί τιμή! Έτσι με την Ανάληψί Του ο Χριστός, έγινε η «απαρχή» της Θεώσεως των πιστών Χριστιανών.
«Ον τρόπον κατείδετε Χριστόν ανερχόμενον, ούτω σαρκί ελεύσεται δίκαιος πάντων κριτής» (τροπάριο του Κανόνος της Εορτής). Με την Ανάληψί Του δηλαδή ο Κύριος μας υπενθύμισε, ότι θα έλθη κάποτε πάλι «εν σαρκί» για να κρίνη τον κόσμο, και να εξετάση πώς αξιοποιήσαμε το δώρο της σωτηρίας που μας έδωσε. Η σκέψι αυτή της Κρίσεως πρέπει να μας διεγείρη σε περισσότερο αγώνα.
Ο Χριστός ανέβηκε στον ουρανό και λάμπει τώρα στο θρόνο του Θεού πιο πολύ κι’ απ’ τον ήλιο. Έτσι θα λάμπουν στη Βασιλεία των ουρανών και όσοι με τη βοήθεια της θείας Χάριτος αγωνίζονται από τη ζωή αυτή να καθαρίσουν και να θεώσουν τον εαυτό τους.
Η ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ
«Πεντηκοστήν εορτάζομεν και Πνεύματος επιδημίαν και προθεσμίαν επαγγελίας…».Η εκπλήρωσι της υποσχέσεως του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ότι μετά την Ανάληψί Του θα στείλη το Άγιο Πνεύμα στους μαθητές Του, πραγματοποιήθηκε κατά την ημέρα της Πεντηκοστής. Καθώς ήταν συγκεντρωμένοι στο υπερώο της Ιερουσαλήμ, ήχος δυνατός σαν τον άνεμο που φυσάει πλημμύρισε τον τόπο, και το Άγιο Πνεύμα σαν πύρινες γλώσσες κατέβηκε και επεφοίτησε στον καθένα χωριστά. Έγινε αυτό που είχε προφητεύσει ο Πρόδρομος. Βαπτίσθηκαν οι μαθητές «εν Πνεύματι Αγίω και πυρί» (Λουκά γ’ 16).
Η επιφοίτησι του Αγίου Πνεύματος είχε αξιοθαύμαστα αποτελέσματα. Οι μέχρι τότε δειλοί μαθητές του Χριστού έγιναν «λέοντες πυρ πνέοντες». Οι αγράμματοι έγιναν σοφώτεροι των σοφών. Και όχι μόνο οι Απόστολοι, αλλά και όλοι οι μαθητές του Χριστού σε κάθε εποχή. Το Άγιο Πνεύμα επιφοιτά σ’ αυτούς με το Βάπτισμα, το Χρίσμα και τα άλλα ιερά Μυστήρια της Εκκλησίας, και τους αναγεννάει, τους ενισχύει, τους αγιάζει, τους σώζει. Εξειδικεύει το δώρο της σωτηρίας, που χάρισε ο Χριστός με το λυτρωτικό Του έργο στην ανθρωπότητα.
Το Άγιο Πνεύμα φανερώθηκε σαν φωτιά. Σημάδι ότι Αυτός που επεφοίτησε δεν ήταν μια απρόσωπη δύναμι, όπως λένε οι αιρετικοί, αλλά ο ίδιος ο Θεός, που είναι «πυρ καταναλίσκον». ο Άγιον Πνεύμα είναι βέβαια πηγή Χάριτος, αλλά σε όσους πλησιάζουν τα μέσα της Χάριτος αυτής -τα ιερά Μυστήρια- με ταπείνωσι και ευλάβεια. Για τους ασεβείς, αδιαφόρους και αθεοφόβους είναι φωτιά, διότι «φοβερόν το εμπεσείς εις χείρας Θεού ζώντος».
Ας προσευχηθούμε σήμερα με φόβο Θεού: «Πνεύμα Άγιον, Παράκλητε αγαθέ, μη φλέξης ημάς, αλλ’ ελθέ και σκήνωσον εν ημίν και σώσον ημάς».
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
Από τη στιγμή της πτώσεως των πρωτοπλάστων ο αποστάτης άνθρωπος βρισκόταν σε πόλεμο με τον Πλάστη του. Ήλθε όμως ο Χριστός και σταμάτησε την έχθρα με το Αίμα που έχυσε στο Σταυρό. Και όπως μετά τους μακροχρόνιους πολέμους οι αντίπαλοι ανταλλάσσουν εγγυήσεις, έτσι και μετά την ειρήνη που έφερε ο Θεάνθρωπος, η μεν ανθρωπότητα έστειλε ενέχυρο στον ουρανό την αναμάρτητη ανθρώπινη φύσι του Χριστού, ο δε Θεός έστειλε στη γη εγγύησι της σωτηρίας μας το Άγιο Πνεύμα Του, που λατρεύουμε πάντοτε και προσκυνάμε ιδιαίτερα σήμερα.
Ήλθε το Άγιο Πνεύμα κατά την Πεντηκοστή και γέμισε τον κόσμο με τα ουράνια χαρίσματά Του: α) Μας αναγεννάει δια του Βαπτίσματος, του «λουτρού της παλιγγενεσίας και ανακαινώσεως Πνεύματος Αγίου» (Τίτον γ’ 5). Με το Βάπτισμα γινόμαστε επίγειοι άγγελοι και με τη Χάρι που παίρνομε από τις άλλες πηγές της Χάριτος, τα ιερά Μυστήρια, τροφοδοτούμαστε, ώστε να ζήσωμε σαν ανακαινισμένες υπάρξεις, β) Μας χαρίζει το μέγα δώρο της ιερωσύνης. Αυτό δίνει στην Εκκλησία τους ποιμένες και διδασκάλους, επισκόπους, πρεσβύτερους και διακόνους, που τελούν τα Μυστήρια, κηρύττουν το λόγο του Θεού, ποιμαίνουν την Εκκλησία και «ορθοδόξως θεολογούν», γ) Μας χαρίζει κάθε αγαθό. Μας οδηγεί σε συναίσθησι των αμαρτιών μας και μετάνοια. Μας φωτίζει στη γνώσι του θείου θελήματος και παρακινεί στην εφαρμογή του. Μας δίνει ζωή αληθινή και ειρήνη (Ρωμ. η’ 6). Μας δίνει θάρρος και δύναμι στις δυσκολίες και έτσι πλάθει τους Μάρτυρες. Γεννάει στην ψυχή τις αρετές: «Αγάπην, χαράν, ειρήνην, μακροθυμίαν, χρηστότητα, αγαθωσύνην, πίστιν, πραότητα, εγκράτειαν» (Γαλάτ. ε’ 22).
Ας μένωμε πάντα στο πλευρό των ποιμένων της Εκκλησίας, που τους κατέστησε ποιμένες το Πνεύμα το Άγιον. Ας αποκρούωμε πάντα με βδελυγμία κάθε απόπειρα υποκαταστάσεώς τους από αιρετικούς ή Καίσαρες του κόσμου τούτου.
Τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος χορηγούνται με αφθονία, αλλά σε όσους έχουν «δεκτικήν επιτηδειότητα» και αγωνίζονται να καθαρθούν από τα πάθη και να καλλιεργήσουν τις αρετές. Γι’ αυτό «ας σηκωθώμεν και ημείς επάνω από τα γήινα… και από κάθε πάθος. Τότε η ψυχή μας ως καθαρός καθρέπτης θα τραβήξει τας ακτίνας του Αγίου Πνεύματος… και έτσι παίρνοντας σαν αρραβώνα την χάριν του Αγίου Πνεύματος… θα αξιωθώμεν να την απολαύσωμεν τελειοτέραν κατά την μέλλουσαν ζωήν» (Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης).
Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ
Λίγο καιρό πριν το Πάθος Του ο Κύριος πήρε τους τρεις προκρίτους μαθητές Του, τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, και ανέβηκαν στο όρος Θαβώρ. Εκεί μπροστά στα έκθαμβα μάτια τους μεταμορφώθηκε. Το πρόσωπό Του έλαμψε όπως ο ήλιος και τα ρούχα Του έγιναν λευκά σαν το χιόνι. Οι μαθητές έγιναν για λίγο ικανοί, να δουν το υπερκόσμιο άκτιστο φως της θεϊκής δόξας, να ξεχύνεται από το εσωτερικό του Χριστού. Με τη Μεταμόρφωσί Του ο Κύριος θέλησε να δώση στους μαθητές Του, και γενικά σε όλο τον κόσμο, ένα μήνυμα.
Ο άνθρωπος πλάσθηκε από τον Τριαδικό Θεό «κατ’ εικόνα» Του. Οι πρωτόπλαστοι είχαν αγγελοειδείς ψυχές. Αλλά και τα σώματά τους μέσα στον επίγειο παράδεισο ακτινοβολούσαν την εσωτερική λαμπρότητα και το μεγαλείο της ψυχής τους. Αλλά η επανάστασι κατά του Θεού με την παράβασι της εντολής Του αλλοίωσε τον άνθρωπο. Η αμαρτία μαύρισε και παραμόρφωσε την λαμπρή εικόνα του Θεού. Ο «βραχύ τι παρ’ αγγέλους ηλαττωμένος» άνθρωπος έγινε σατανοειδής. Αλλά ο Πανάγαθος Πλάστης δεν θέλησε ν’ αφήση το πλάσμα Του έτσι παραμορφωμένο. «Έκλινεν ουρανούς και κατέβη». Ο Υιός του Θεού φόρεσε την αμαυρωμένη ανθρώπινη φύσι και με το όλο λυτρωτικό Του έργο την καθάρισε και ελάμπρυνε. Να το μήνυμα της Μεταμορφώσεως: Ήλθε ο Υιός του Θεού στον κόσμο, για να μεταμορφώση και δοξάση την παραμορφωμένη από την αμαρτία ανθρώπινη φύσι μας.
Ο Χριστός «κατέλιπεν ημίν υπογραμμόν». Έδειξε ότι μπορούμε και έχομε προορισμό υψηλό από τη ζωή αυτή, να μεταμορφωθούμε και να θεωθούμε. Η ζωή των αγίων αποδεικνύει αυτή την αλήθεια. Οι άγιοι έγιναν μέτοχοι της θείας ζωής. Έγιναν ζωοποιοί, καθώς ανάσταιναν νεκρούς. Έκαναν υπερφυσικά έργα, θαύματα. Έλαμπαν σαν τον ήλιο την ώρα της προσευχής τους. «Ηρπάγησαν έως τρίτου ουρανού», ενώ ζούσαν ακόμη στον κόσμο αυτό. Αυτές τις εμπειρίες ας ποθήσωμε κι’ εμείς. Μην αφήνωμε τις αμαρτίες να αμαυρώνουν τη μεταμορφωμένη και αγγελοειδή μορφή, που πήραμε στο Βάπτισμα. Αντίθετα ας αναλάβωμε σκληρό και αδιάκοπο αγώνα κατά των παθών και για την απόκτησι των αρετών, ώστε μέρα με τη μέρα να «μεταμορφούμεθα από δόξης εις δόξαν, καθάπερ από Κυρίου Πνεύματος» (Β’ Κορ. γ’ 18).
Με την αμαρτία ο κατά χάριν Θεός, ο άνθρωπος, γίνεται διάβολος. Με την αρετή και τον αγώνα για τη θέωσι ο άνθρωπος γίνεται θεός. Την κατάκτησι αυτής της κορυφής ας οραματιζώμαστε.
Η ΥΨΩΣΙΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
Η Εκκλησία υψώνει στις 14 Σεπτεμβρίου τον Τίμιο Σταυρό, όπως κάνει κάθε χρόνο από το 325 μ.Χ., τότε δηλαδή που μετά την εύρεσί του από την Αγία Ελένη ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Μακάριος ύψωσε θριαμβευτικά το Τίμιο Ξύλο. Υψώνοντας δε η Εκκλησία το Σταυρό μας θυμίζει, όσα σπουδαία απεργάστηκε μ’ αυτόν σαν όργανο ο Χριστός.
Ένας ύμνος της Εορτής της Υψώσεως μας λέει: «Όταν ο Μωυσής διέγραψε με το ραβδί του το σημείο του σταυρού, διαίρεσε την Ερυθρά Θάλασσα και πέρασε σώος ο Ισραηλιτικός λαός. Όταν μετά διέγραψε και πάλι το σημείο του σταυρού, τα νερά ενώθηκαν και έπνιξαν το Φαραώ και το στρατό του». Το προφητικό αυτό γεγονός της ιστορίας του περιουσίου Ισραηλιτικού λαού κατά την προχριστιανική εποχή, είχε βαθειά συμβολική αναφορά στο πρόσωπο και το έργο του Σωτήρος Χριστού. Ο Ιησούς Χριστός, ο νέος Μωυσής, πήρε το νέο περιουσίο λαό, τη χριστιανική Εκκλησία, από τη δουλεία του διαβόλου και της αμαρτίας, και τους χάρισε με όπλο το Σταυρό την πνευματική ελευθερία και τη σωτηρία. Με το ίδιο όπλο νικήθηκαν ο διάβολος και οι δαίμονες (ο πνευματικός «Φαραώ» και οι «στρατιώτες» του).
Ο Σταυρός λοιπόν υπήρξε το όργανο της σωτηρίας μας και γι’ αυτό είναι το «αήττητον όπλον», που διώχνει κάθε σατανική επιρροή και ελευθερώνει τον πιστό. Δίκαια επομένως τον προσκυνάμε, όπως άλλωστε διατάσσει και η Γραφή: «Υψούτε Κύριον τον Θεόν ημών και προσκυνείτε τω υποποδίω των ποδών αυτού» (Ψαλμός 98, 5). Και πολύ ορθά σε κάθε περίπτωσι κάνομε το σημείο του σταυρού, σαν φυλακτήριο κατά των δαιμόνων.
Η Εκκλησία προβάλλοντας τον Τίμιο Σταυρό, μας προτρέπει δια στόματος του Αγίου Κυρίλλου επισκόπου Ιεροσολύμων: «Βάλε πρώτο και δυνατό θεμέλιο στη ζωή σου τον Εσταυρωμένο Χριστό και το Σταυρό Του, και πάνω εκεί οικοδόμησε όλο το υπόλοιπο οικοδόμημα της πίστεως».
Η ΓΕΝΝΗΣΙΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ
«Σήμερον ο Χριστός εν Βηθλεέμ γεννάται εκ Παρθένου». Μυστήριον ξένον. Δεν γεννιέται ένας απλός άνθρωπος, ή έστω ο πιο σπουδαίος άνθρωπος. Γεννιέται ο ίδιος ο Θεός σαν άνθρωπος. Με τη Γέννησι του Χριστού ο «Θεός εφανερώθη εν σαρκί», μας λέει η Γραφή (Α’ Τιμόθ. γ’ 16). Ο Υιός του Θεού έγινε και υιός ανθρώπου. Ακατάληπτο το γεγονός. Ακολουθώντας όμως τις διηγήσεις της Γραφής μπορούμε να ψηλαφήσωμε το λόγο, για τον οποίο συνέβη η Σάρκωσις του Λόγου.
Από το βιβλίο της Γενέσεως της Παλαιάς Διαθήκης μαθαίνομε, ότι μέσα στον επίγειο παράδεισο, την Εδέμ, οι πρωτόπλαστοι ζούσαν σε άμεση κοινωνία με τον Θεό.
Του μιλούσαν, κι Εκείνος τους μιλούσε και τους ευλογούσε. Ήταν η προπτωτική κατάστασι της ανθρωπότητος.
Η πτώσι όμως των πρωτοπλάστων χάλασε αυτή τη σχέσι, που είχαν με το Θεό Πατέρα τους. Διαβάζομε στο βιβλίο της Εξόδου ότι, όταν οι Ισραηλίτες έφθασαν στο όρος Σινά και ο Μωυσής ανέβηκε να πάρη τις πλάκες του Νόμου, ο λαός διατάχτηκε να μείνη μακρυά από το όρος επί ποινή θανάτου. Η σχέσι λοιπόν του Θεού με τους ανθρώπους μετά την αποστασία δεν ήταν φιλική. Ο Θεός προστάτευε από συγκατάβασι το πλάσμα Του, αλλά ο άνθρωπος δεν είχε πια παρρησία. Έτρεμε το Θεό, δεν τολμούσε να Τον κοιτάξη.
Έτσι κύλησαν οι αιώνες, μέχρι που ήλθε «το πλήρωμα του χρόνου», και σαρκώθηκε ο Υιός του Θεού. Ο τέλειος Θεός έγινε άνθρωπος. Περπάτησε στους δρόμους μας, μίλησε μαζί μας, γιάτρεψε τις αρρώστιες μας, κήρυξε πλήρη την Αλήθεια. Τέλος σταυρώθηκε και θυσιάστηκε για χάρι μας. Να λοιπόν ο λόγος της Σαρκώσεως: Επειδή ο άνθρωπος είχε χάσει την επαφή και την παρρησία του απέναντι στο Θεό, ο Θεός έγινε άνθρωπος για να αποκαταστήση την χαμένη κοινωνία. Από εχθρούς Του μας έκανε φίλους Του και πάλι.
Αλλά και για έναν άλλο λόγο ο Θεός «εφανερώθη εν σαρκί». Διαβάζομε στην Αποκάλυψι του Ιωάννου, ότι στη Βασιλεία των ουρανών ο Κύριος θα σκηνώση μεταξύ των ανθρώπων (κεφάλ. κα’ 3). Δεν θα υπάρχη πια πόνος, θάνατος και πένθος. Ο Θεός θα φωτίζη τα σύμπαντα και οι δικοί Του θα Τον βλέπουν «πρόσωπον προς πρόσωπον» (Α’ Κορινθ. ιγ’ 12). Ο Θεός επομένως έγινε άνθρωπος, για να οδηγήση τον άνθρωπο σ’ έναν νέο Παράδεισο, ανώτερο από τον πρώτο, όπου θα υπάρχη άμεση επικοινωνία με το Θεό, και άρα ατελείωτη και αναλλοίωτη ευτυχία.
Ο Χριστός είναι ο «Εμμανουήλ», ο μεθ’ ημών Θεός. Ο Υιός του Θεού που σαρκώθηκε και μας έδωσε τη δυνατότητα να Τον πλησιάσωμε, αλλά και να ενωνώμαστε μαζί Του με τη Θεία Ευχαριστία και τα άλλα Μυστήρια. Αυτή η σχέσι θα γίνη τέλεια στην αιωνιότητα. Ο Θεός ήλθε κοντά μας. Εμείς κάνομε τίποτε για να Τον πλησιάσωμε;
Οι Θεομητορικές εορτές
Κατά τις εορτές αυτές φέρνομε στο νου μας τη σεπτή μορφή της Υπεραγίας Θεοτόκου και εμπνεόμαστε από το υπέροχο παράδειγμα αρετής εκείνης που την μακαρίζουν όλες οι γενεές και την τιμούν οι άγγελοι και οι Αρχάγγελοι σαν «τιμιωτέραν των Χερουβείμ και ενδοξοτέραν των Σεραφείμ».
Ακόμη την παρακαλούμε να μεταφέρη τα αιτήματά μας στον Υιό και Θεό της, όπως τότε στο γάμο της Κανά που γεμάτη κατανόησι για το πρόβλημα των νεονύμφων είπε στον Κύριο: «Οίνον ουκ έχουσι». Και γνωρίζομε ότι η Παναγία θα μας ακούση, γιατί είναι μητέρα μας, από τότε που ο σταυρωμένος Υιός της την έδειξε με το βλέμμα στον Ιωάννη -και άρα σε κάθε μαθητή Του κάθε εποχής- και είπε: «Ιδού η μήτηρ σου».
Επίσης κατά τις Θεομητορικές εορτές δεχόμαστε μέσα από τα μηνύματα των εορτών αυτών και την προτροπή της Παναγίας, να υπακούμε στον Κύριο. «Ό,τι αν λέγη υμίν ποιήσατε», είπε κάποτε στους υπηρέτες η Θεοτόκος. Το ίδιο λέει και σε μας. Έτσι τιμώντες με τις εορτές της την Θεομήτορα οδηγούμαστε προς τη λατρεία του Σωτήρος μας, πράγμα στο οποίο αποβλέπουν οι Θεομητορικές εορτές.
Οι Θεομητορικές εορτές
Ο Ευαγγελισμός (25 Μαρτίου)
Της Ζωοδόχου Πηγής (Παρασκευή της Διακ/σίμου)
Η Κατάθεσις της Τιμίας Εσθήτος της Υπεραγίας Θεοτόκου (2 Ιουλίου)
Η Κοίμησις της Θεοτόκου (15 Αυγούστου)
Η Κατάθεσις της Τιμίας Ζώνης της Υπεραγίας Θεοτόκου (31 Αυγούστου)
Το Γενέσιον της Θεοτόκου (8 Σεπτεμβρίου)
Η Αγία Σκέπη της Θεοτόκου (28 Οκτωβρίου)
Τα Εισόδια της Θεοτόκου (21 Νοεμβρίου)
Η Σύναξις της Υπερ. Θεοτόκου (26 Δεκεμβρίου)
Αναλυτικά
Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ (25 Μαρτίου)
«Αρχήν και κεφάλαιον» όλων των εορτών ονομάζει τον Ευαγγελισμό ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Διότι έγινε αρχή όλων των αγαθών και διότι από τον Ευαγγελισμό εξαρτώνται όλες οι δεσποτικές εορτές. Όπως η ρίζα του φυτού είναι η αιτία του κορμού, αλλά και των κλάδων και των λουλουδιών και των καρπών, έτσι και ο Ευαγγελισμός για τις άλλες εορτές. Γιορτάζουμε την Πεντηκοστή, γιατί προεορτάσαμε την Ανάληψι. Γιορτάζομε την Ανάληψι, γιατί πιο μπροστά προεορτάσαμε την Ανάστασι. Και πριν από αυτήν την Σταύρωσι, και πιο πριν τη Βαϊοφόρο. Πιο μπροστά την ανάστασι του Λαζάρου και ακόμη πιο πριν τη Μεταμόρφωσι. Γιορτάζομε τη Μεταμόρφωσι, διότι προεορτάσαμε τα Θεοφάνεια και πιο πριν την Υπαπαντή και τη Γέννησι του Σωτήρος. Γιορτάζομε δε τη Γέννησι, διότι γιορτάζομε πριν απ’ όλα τον Ευαγγελισμό.
α) Είναι δε τόσο σπουδαίος ο Ευαγγελισμός, διότι κατ’ αυτόν συνέβη το κοσμοσωτήριο γεγονός της σαρκώσεως του Υιού και Λόγου του Θεού, αλλά και γιατί έγιναν σπουδαία πράγματα και από ανθρωπίνης πλευράς, από της πλευράς της Θεοτόκου. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός που έγραψε τον Κανόνα των ύμνων της εορτής, κάνει ένα παραλληλισμό μεταξύ της πρωτόπλαστης Εύας και της Θεοτόκου, για να τονίση την ανεκτίμητης αξίας συμβολή της Παναγίας στον Ευαγγελισμό: «Της Εύας νυν δι’ εμού καταργείσθω κατάκριμα, αποδότω δι’ εμού το οφείλημα σήμερον». Η Εύα πλάσθηκε από την πλευρά του Αδάμ. Ο Θεός ύπνωσε τον Αδάμ, του πήρε ανωδύνως μία πλευρά, συμπλήρωσε σάρκα και οστά και έπλασε έναν άλλο τέλειο άνθρωπο, την Εύα. Η Εύα λοιπόν χρωστούσε στον Αδάμ τη σωματική της υπόστασι. Ήλθε τώρα η απόγονος της Εύας Θεοτόκος και πλήρωσε το χρέος αυτό προς τον άνδρα. Πώς; Δανείζοντας τη σάρκα της για να σαρκωθή ο Υιός του Θεού. Όπως τότε από την πλευρά του Αδάμ πλάσθηκε τέλειος άνθρωπος, έτσι τώρα από τη σάρκα της Παρθένου πλάσθηκε εκ Πνεύματος Αγίου τέλειος άνθρωπος, ο Θεάνθρωπος Χριστός. Όπως τότε η Εύα δημιουργήθηκε όχι με νόμο φυσικό, αλλά μόνο από την πλευρά του ανδρός, έτσι και τώρα ο Χριστός γεννήθηκε από τη Θεοτόκο, χωρίς τη συνέργεια ανδρός. Όπως τότε ο Αδάμ δάνεισε χωρίς πόνους τη σάρκα του, έτσι και τώρα η Παρθένος χωρίς πόνους γεννάει το Θεάνθρωπο. Σώος έμεινε ο Αδάμ μετά την αφαίρεσι της πλευράς, άφθορη και παρθένος έμεινε και η Θεοτόκος μετά τη Γέννησι του Σωτήρος.
β) «Η εμή προμήτωρ δεξαμένη την γνώμην του όφεως, τρυφής της θείας εξωστράκισται διόπερ καγώ δέδοικα τον ασπασμόν τον ξένον σου, ευλαβουμένη τον όλισθον». Η πρωτόπλαστη Εύα άκουσε το διάβολο που της είπε, ότι παρακούοντας το Θεό θα γίνουν σαν θεοί και τιμωρήθηκε με την απώλεια του Παραδείσου. Έδειξε εμπιστοσύνη στο διάβολο και ανυπακοή στο Θεό. Η Παρθένος όμως διόρθωσε την πτώσι της Εύας. Εκφράζοντας την απορία της προς τον Αρχάγγελο έδειξε, ότι δεν ήταν εύπιστη, αλλά φυλαγόταν από ολισθήματα αμαρτίας. Με τη συγκατάθεσί της δε προς την κλήσι του Θεού («Ιδού η δούλη Κυρίου») έδειξε την υπακοή της στο θείο θέλημα. Η Παρθένος έγινε πνευματική πρόγονος τέκνων υπακοής προς τον Κύριο.
γ) «Της Εύας νυν δι’ εμού καταργείσθω κατάκριμα». Τί αποτέλεσμα είχε η παρακοή της Εύας; Να εξορισθή κι’ αυτή και ο Αδάμ από τον Παράδεισο και να καταδικασθή να γεννάη με λύπες και στεναγμούς. Να όμως που η Παρθένος κατήργησε την καταδίκη της Εύας, της γυναικός… Η εγκυμοσύνη της ήταν χωρίς βάρος και κόπο και ο τοκετός της χωρίς ωδίνες. Η Θεοτόκος άκουσε από τον άγγελο το «Χαίρε» και πραγματικά χάρηκε χαρά ανεκλάλητη, που έγινε σκήνωμα του ίδιου του Θεού, που γέννησε και μεγάλωσε Εκείνον που ήλθε να καταργήση το θάνατο και τη λύπη. Αλλά και τον Παράδεισο άνοιξε η Θεοτόκος για όλους, αφού έφερε στον κόσμο το Σωτήρα των ανθρώπων.
«Εκ γυναικός τα φαύλα» είπε κάποτε ο διάδοχος του θρόνου του Βυζαντίου Θεόφιλος στην Εικασία. Κι’ εκείνη με ετοιμότητα απάντησε: «Και εκ γυναικός τα κρείττονα». Η Θεοτόκος ήταν αυτή η γυναίκα. Αυτή διέλυσε το χρέος της γυναικός προς τον άνδρα, έγινε τέκνον υπακοής προς τον Κύριο, κατήργησε την καταδίκη του ανθρώπου και έφερε στη γη το Σωτήρα. Ας την ευγνωμονούμε ισοβίως γι’ αυτά τα δώρα.
ΤΗΣ ΖΩΟΔΟΧΟΥ ΠΗΓΗΣ (Παρασκευή της Διακαινησίμου)
Αμέτρητα είναι τα θαύματα της Παναγίας σ’ όλες τις εποχές και σ’ όλους τους τόπους και ιδιαίτερα στα σεπτά προσκυνήματα, όπου φυλάσσονται οι θαυματουργές εικόνες της η Παναγία της Τήνου, η Μαλεβή, το Άξιον εστί, η Πορταΐτισσα, η Μυρτιδιώτισσα, η Φανερωμένη. Την Παρασκευή της Διακαινησίμου εβδομάδος γιορτάζομε τα πάμπολλα θαύματα που απεργάστηκε η Θεοτόκος σ’ ένα ιερό προσκύνημα έξω από την Κωνσταντινούπολη, όπου υπάρχει η θαυματουργή πηγή νερού και Ναός της Παναγίας, της Ζωοδόχου Πηγής όπως ονομάσθηκε. Ο Ναός αυτός οικοδομήθηκε από τους αυτοκράτορες του Βυζαντίου και εγκαινιάσθηκε κάποια Παρασκευή του Πάσχα.
Οι πιστοί δίκαια ονόμασαν την Παναγία Ζωοδόχο Πηγή, αφού αυτή «ζωήν την ενυπόστατον εκύησεν», δηλαδή γέννησε Αυτόν, που είναι «η Οδός και η Αλήθεια και η Ζωή». Γεννώντας το Χριστό η Θεοτόκος έγινε η πύλη, δια μέσου της οποίας εισήλθε στον νεκρό από τα αμαρτήματα κόσμο η αληθινή και ενυπόστατη Ζωή. Εισήλθε Εκείνος που ήλθε στους ανθρώπους «ίνα ζωήν έχωσι και περισσόν έχωσιν».
Αλλά η Θεοτόκος είναι Ζωοδόχος Πηγή και διότι υπήρξε πηγή αρετής και αιώνιας ζωής, λόγω της στενής επαφής της με το Θεό. «Αύτη εστιν η αιώνιος ζωή ίνα γινώσκωσι σε τον αληθινόν Θεόν και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν». Κανείς άλλος δεν υπήρξε τόσο κοντά στο Θεό από την Παναγία. Γι’ αυτό και ήταν ανυπέρβλητη η αρετή της, η αγάπη, η ταπεινοφροσύνη, η υπακοή στο Θεό, η πίστι, η υπομονή της.
Ακόμη η Παρθένος ονομάσθηκε από τη χριστιανική ευσέβεια Ζωοδόχος Πηγή, γιατί είναι για τους πιστούς πηγή ζωής και βοηθείας χάρις στην πανίσχυρη πρεσβεία της προς τον Κύριο. Κανείς πιστός που προσφεύγει στην Παναγία πιστεύοντας, ότι θα μεσολαβήση για να ικανοποιηθούν τα πνευματικά και υλικά του αιτήματα, δεν φεύγει ανικανοποίητος.
Όταν λοιπόν «τα νέφη των λυπηρών» καλύπτουν τη ζωή μας, να μη διστάζωμε να προσφεύγωμε στη Μητέρα μας. Σαν μητέρα είναι έτοιμη να μεσιτεύση στοργικά για μας, αλλά και σαν Ζωοδόχος Πηγή είναι ικανή να δώση λύσι στα προβλήματά μας. Φθάνει κι εμείς ν’ αγωνιζώμαστε να την ευχαριστήσωμε μιμούμενοι το παράδειγμά της. Όπως εκείνη βρήκε την αληθινή Ζωή κοντά στο Θεό, έτσι κι εμείς να μοχθούμε να μένωμε σταθεροί στην οδό της αρετής και κοινωνίας με τον Ζωοδότη Κύριο.
Κατά τη διήγησι της Παλαιάς Διαθήκης όταν ο λαός του Θεού πορευόταν μέσα στην έρημο και διψούσε, ο Θεόπτης Μωυσής χτυπούσε με το ραβδί του την πέτρα κι αυτή ανέβλυζε ζωογόνο νερό. Έτσι και οι χριστιανοί που πορεύονται μέσα στην έρημο του συγχρόνου κόσμου, έχουν την πέτρα-Ζωοδόχο Πηγή να τους φέρνη με την πρεσβεία της τη Θεία Χάρι που σώζει.
Η ΚΑΤΑΘΕΣΙΣ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΕΣΘΗΤΟΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ (2 Ιουλίου)
Η τιμία εσθής ή μαφόριον ή πέπλος της Παναγίας είχε μεταφερθή από τους πατρικίους Γάλβιο και Κάνδιδο από τα Ιεροσόλυμα, όπου φυλασσόταν από μία ευλαβή χριστιανή, στην Κωνσταντινούπολι. Εκεί ο βασιλεύς Λέων οικοδόμησε Ναό στις Βλαχέρνες και κατέθεσε εντός του με περισσή ευλάβεια το ιερό κειμήλιο μαζί με την αγία ζώνη της Θεοτόκου, για να προσκυνούνται από τους πιστούς. Το γεγονός αυτό τιμάμαι στις 2 Ιουλίου. Από τότε η αγία εσθής λιτανευόταν κατά τις μεγάλες εορτές και κατά τις εκστρατείες.
Οι ορθόδοξοι χριστιανοί, αντίθετα προς τους αιρετικούς (Χιλιαστές, Προτεστάντες), σεβόμαστε και τιμάμε όχι μόνο τους αγίους, αλλά και τα άγια λείψανά τους, τις εικόνες τους και τα αντικείμενα ακόμη που είχαν οι άγιοι όσο ζούσαν στον κόσμο αυτό, όπως την αγία εσθήτα και την αγία ζώνη της Παναγίας. Τα τιμάμε δε και τα προσκυνούμε, διότι «αυτός που αγγίζει λείψανο μάρτυρος γίνεται κοινωνός της θείας Χάριτος που κατοικεί στο σώμα του αγίου» (Μέγας Βασίλειος). Απόδειξι δε ότι τα λείψανα και τα αντικείμενα των αγίων είναι φορείς της θείας Χάριτος, είναι τα θαύματα που έγιναν και γίνονται δια μέσου αυτών. Και νεκρός αναστήθηκε, όταν ακούμπησε το λείψανο του Προφήτου Ελισσαίου (Δ’ Βασιλειών ιγ’ 21). Η σκιά του Αποστόλου Πέτρου και μαντήλια του Αποστόλου Παύλου γίνονταν μέσα θαυματουργικών ιάσεων και εκδιώξεως δαιμονίων (Πράξεων ε’ 15 και ιθ’ 11). Αμέτρητα θαύματα μαρτυρούνται στα ιερά προσκυνήματα της Παναγίας της Τήνου, του Αγίου Σπυρίδωνος, του Αγίου Γερασίμου και των άλλων αγίων της Εκκλησίας μας. Τα πραγματοποιεί η Θεία Χάρις «για να μη τιμώνται μόνο οι ψυχές των δικαίων και αγίων, αλλά να πιστέψωμε ότι υπάρχει και στα σώματά τους δύναμι, και όταν ακόμη είναι νεκρά. Υπάρχει δε αυτή η θεία δύναμι μέσα σ’ αυτά, γιατί κατοίκησαν εκεί επί χρόνια άγιες ψυχές, τις οποίες υπηρέτησαν τα άγια σώματα» (Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων).
«Αύτη η πίστις των Αποστόλων, αύτη η πίστις των Πατέρων, αύτη η πίστις των Ορθοδόξων, αύτη η πίστις την οικουμένην εστήριξεν». Ας τιμάμε λοιπόν κι εμείς ορθοδόξως την Παναγία και τους αγίους, προσπαθώντας κυρίως να μιμηθούμε την αξιοθαύμαστη πολιτεία τους.
Η ΚΟΙΜΗΣΙΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ (15 Αυγούστου)
Κατά την Παράδοσι όταν κοιμήθηκε η Θεοτόκος, συγκεντρώθηκαν θαυματουργικά στη Γεθσημανή οι Απόστολοι, που βρίσκονταν σε διάφορα μέρη της οικουμένης μαθητεύοντας «πάντα τα έθνη», και κήδευσαν το σώμα της μητέρας του Κυρίου. Το αειπάρθενο σώμα κηδεύθηκε, ενώ την καθαρή ψυχή της παρέλαβε ο Υιός Της στη Βασιλεία των ουρανών. Την ιερή αυτή σκηνή απεικονίζει και η Ορθόδοξη εικονογραφία, ενώ την εκφράζει και ποιητικά το εξαποστειλάριο της Εορτής: «Απόστολοι εκ περάτων συναθροισθέντες ενθάδε, Γεθσημανή τω χωρίω, κηδεύσατέ μου το σώμα και Συ, Υιέ και Θεέ μου, παράλαβέ μου το πνεύμα».
Η Παναγία μας δίδαξε με την αγία ζωή της και την αφοσίωσί της στο Χριστό, μας διδάσκει και με την Κοίμησί της. Όπως εκείνη προσευχήθηκε και ζήτησε να κηδευθή το σώμα της Χριστιανοπρεπώς και να πάη η ψυχή της κοντά στον Υιό και Θεό της, έτσι κι εμείς πρέπει να προσευχώμαστε να είναι τα τέλη της ζωής μας «ανώδυνα και ειρηνικά», χωρίς πόνο και θλίψι, αλλά και χωρίς διάστασι από το Θεό και τους αδελφούς μας Χριστιανούς. Ακόμη να είναι τα τέλη της ζωής μας «χριστιανά και ανεπαίσχυντα», να μη μας βρη δηλαδή ο θάνατος στην αμαρτία, αλλά στην αρετή και στη μετάνοια, ώστε να σταθούμε με παρρησία μπροστά στο φοβερό βήμα του Κριτή.
«Απόστολοι εκ περάτων κηδεύσατέ μου το σώμα», ευχήθηκε η Θεοτόκος. Εμείς όμως πέρα από του να ευχώμαστε να έχωμε χριστιανά τέλη, οφείλομε προηγουμένως να «κηδεύσωμε» ένα άλλο σώμα, το «σώμα της αμαρτίας», τον παλαιό άνθρωπο, που δε νεκρώθηκε τελείως κατά το Βάπτισμα, αλλά φωλιάζει μέσα μας. Αυτός ο κακός εαυτός μας με την υπερηφάνεια και τα άλλα πάθη ξεσηκώνεται από το διάβολο, μόλις χαλαρώσομε τον αγώνα τον πνευματικό, και μας ρίχνει στην αμαρτία. Γι’ αυτό είναι ανάγκη να προσευχώμαστε εκτενώς στον Κύριο, ώστε με τις πρεσβείες της Θεοτόκου, των Αποστόλων και όλων των αγίων και με τον προσωπικό μας αγώνα να «κηδευθή» και νεκρωθή ο άνθρωπος της διαφθοράς, που οδηγείται από το διάβολο, και να «μας παραλάβη το πνεύμα» ο Χριστός, εμπνέοντάς μας δηλαδή την «εν Χριστώ» ζωή.
Εάν επιτύχω με την κατά Χριστόν ζωή, τότε ο θάνατος του σώματός μας δεν θα είναι παρά «μετάστασις» από την εν Χριστώ ζωή του παρόντος στην αιώνια ζωή, όπου θριαμβευτικά εισήλθε και η Θεοτόκος με την κοίμησί της.
Η ΚΑΤΑΘΕΣΙΣ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΖΩΝΗΣΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ (31 Αυγούστου)
Κατά την Παράδοσι μια ευσεβής Χριστιανή φύλαγε στα Ιεροσόλυμα σαν πολύτιμα κειμήλια την εσθήτα και τη ζώνη της Παναγίας. Κάποτε ο βασιλεύς Αρκάδιος μετεκόμισε τα κειμήλια στην Κωνσταντινούπολη και τα εναπέθεσε σε μία πολυτελή θήκη, την αγία Σορό. Όταν αργότερα έγινε βασιλεύς ο Λέων, συνέβη να κυριευθή από ακάθαρτο δαιμόνιο η σύζυγός του Ζωή. Έβγαλαν τότε από τη θήκη την αγία ζώνη, η οποία παρά τη μεσολάβησι εκατοντάδων ετών έμενε ανέπαφη σαν νεοϋφασμένη, και διά του Πατριάρχου την ακούμπησαν στην βασίλισσα που θεραπεύθηκε. Μετά με ευχαριστήριους ύμνους στη Θεοτόκο κατέθεσαν και πάλι την αγία ζώνη στη Σορό. Αυτήν την κατάθεσι εορτάζομε στις 31 Αυγούστου.
Ένα ένδυμα έγινε όργανο της θείας Χάριτος. Όχι όμως ένα οποιοδήποτε ένδυμα, αλλά εκείνο που ανήκε στην Παναγία και το φορούσε στο άγιο σώμα της η τιμιωτέρα των Χερουβείμ. Η ζώνη της έγινε όργανο της Χάριτος, επειδή και το σώμα που τη φορούσε υπήρξε δοχείο της θείας χάριτος. Το γεγονός αυτό δείχνει κάτι πολύ σπουδαίο για τη Χριστιανική ζωή. Δείχνει, ότι η αγιότητα δεν είναι κάτι που αφορά μόνο την ψυχή του ανθρώπου αλλά και το σώμα του. Ολόκληρη η ζωή μας, όλη η ψυχοσωματική μας ύπαρξι, πρέπει να είναι αγία, και όχι τμήμα μόνο αυτής της ζωής. Δεν γίνεται π.χ. να είμαστε σεμνοί στην Εκκλησία, ενώ αντίθετα στο δρόμο, ή στη θάλασσα, ή στις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους να είμαστε άσεμνοι. Δεν γίνεται να προσεύχεται η ψυχή μας και σε άλλη ώρα να πορνεύη το σώμα. Δεν γίνεται ν’ αγωνιζώμαστε να είναι η ψυχή μας αγνή, ενώ τα μάτια κοιτάνε πονηρά. Αυτός ο διχασμός αποκαλύπτει την υποκρισία μας, και τελικά, ό,τι καλό επιθυμεί η ψυχή το χαλάει η σαρκική και κοσμικόφρων ζωή.
Γι’ αυτό προσπάθειά μας ας είναι, να κάνωμε τις ψυχές αλλά και τα «σώματα ημών θυσίαν ζώσαν, αγίαν, ευάρεστον τω Θεώ». Να κάνωμε τα σώματά μας πραγματικούς ναούς του Αγίου Πνεύματος. Να δοξάζωμε και να υπηρετούμε το Θεό με την ψυχή και με το σώμα, με τα λόγια, με το ντύσιμο, με τον τρόπο βαδίσματος, με το που θα πάμε, τί θα δούμε, τί θ’ ακούσωμε. Έτσι θα μιμηθούμε την Παναγία, που και η ζώνη της ακόμη είχε ιαματική δύναμι, αφού ακουμπούσε στο άγιο σώμα της.
ΤΟ ΓΕΝΕΣΙΟΝ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ (8 Σεπτεμβρίου)
Προορισμός και κύριο μέλημα κάθε Ορθοδόξου Χριστιανού είναι να κατακτήση τη Βασιλεία των ουρανών. είναι να γίνη από τη ζωή αυτή γνήσιος και συνειδητός πολίτης αυτής της Βασιλείας διά μέσου της τηρήσεως των εντολών του Θεού και της Χάριτος των Μυστηρίων. Γι’ αυτό και κατά κανόνα οι μνήμες των αγίων συμπίπτουν με την ημέρα της κοιμήσεώς τους. Επειδή κατά την ημέρα αυτή οι άγιοι εισήλθαν πανηγυρικά και μεγαλόπρεπα στην αιώνια ζωή και Βασιλεία, αφού προηγουμένως αγωνίστηκαν μέχρι θανάτου για να ζουν σαν μέλη της Βασιλείας. Άλλα και όταν γιορτάζωμε τη γέννησι ενός αγίου -όπως σήμερα τη γέννησι της Θεοτόκου- το κάνομε, διότι αυτός εργάσθηκε και συνετέλεσε στο να έλθη η Βασιλεία του Θεού. Έτσι η γέννησι της Παναγίας «χαράν εμήνυσε πάση τη οικουμένη», επειδή από αυτήν βγήκε ο Θεάνθρωπος Χριστός, ο οποίος «εδωρήσατο ημίν ζωήν την αιώνιον».
Αφού λοιπόν πρέπει στη ζωή μας να έχη πρωταρχική σημασία η Βασιλεία του Θεού, οφείλομε στη γη αυτή να ζούμε όχι για να τρώμε, να πίνωμε και να απολαμβάνωμε τα εφήμερα αγαθά, αλλά για να αγωνιζώμαστε να είμαστε καλοί πολίτες της Βασιλείας του Θεού, καλοί Χριστιανοί. Το λίγο χρόνο της επίγειας ζωής πρέπει να μη τον σπαταλήσωμε με τα γήινα μόνο, αλλά να φροντίσωμε και για τα επουράνια και αιώνια.
Αυτό αποτελεί βίωμα των Ορθοδόξων. Βίωμα που εκφράζεται στον τονισμό της ονομαστικής εορτής του κάθε Χριστιανού. Ο εορτασμός των γενεθλίων είναι ξενόφερτη συνήθεια, που δείχνει κοσμικό φρόνημα, προσκόλλησι και προτίμηση των γήινων από τα επουράνια, γι’ αυτό και δεν συνηθίζεται στην Ορθοδοξία. Εμείς προτιμάμε την ονομαστική εορτή, διότι μας θυμίζει το Βάπτισμα, κατά το οποίο πήραμε επίσημα το όνομά μας. Όταν εορτάζωμε την ονομαστική μας εορτή, εορτάζομε ουσιαστικά την είσοδό μας στην Εκκλησία, τη Βασιλεία του Θεού. Μερικοί μάλιστα Χριστιανοί έχουν την αγία συνήθεια την ημέρα αυτή να εκκλησιάζωνται, να κοινωνούν και να ευφραίνωνται που είναι πολίτες της Βασιλείας του Θεού, της Εκκλησίας.
Το μήνυμα του ερχομού της Βασιλείας του Θεού που εμήνυσε το Γενέθλιο της Θεοτόκου, ας μας παρακινήση σε μεγαλύτερη συνέπεια στις απαιτήσεις αυτής της Βασιλείας.
Η ΑΓΙΑ ΣΚΕΠΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ (28 Οκτωβρίου)
Ο ορθόδοξος Χριστιανικός λαός μας έχει βαθειά πεποίθησι, ότι η Παναγία είναι «θερμή προστάτις και βοηθός» κάθε πιστού, και «ετοίμη αντίληψις των προστρεχόντων» εις αυτήν. Γι’ αυτό ονομάζει τη Θεοτόκο Γοργοεπήκοο και της έχει αφιερώσει ωραιότατες ικετευτικές Ακολουθίες, όπως το Μεγάλο και το Μικρό Παρακλητικό Κανόνα. Αλλά ο λαός μας πιστεύει, ότι η Παναγία είναι και προστάτις ολοκλήρου του Ελληνικού έθνους και αποδίδει τις νίκες και τη σωτηρία του πολλές φορές στις θαυματουργικές επεμβάσεις της Θεοτόκου. Οι γενναίοι Βυζαντινοί πρόγονοί μας έβλεπαν τη Θεοτόκο να τους οδηγή στα τείχη της Βασιλεύουσας και να τρομάζη τους εχθρούς. Στίφη βαρβάρων Αβάρων αποκρούσθηκαν θαυματουργικά από αμάχους χάρις στην Παναγία, που οι Βυζαντινοί ωνόμασαν «Υπέρμαχο Στρατηγό», και της αφιέρωσαν τον Ακάθιστο Ύμνο. Και σε άλλες περιόδους της Ελληνικής Ιστορίας έγινε αισθητή η προστασία της Παναγίας: Στην Επανάστασι του 21 αλλά και στο δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το ότι μια φούχτα πεινασμένοι και με πόδια σαπισμένα από τα κρυοπαγήματα Έλληνες νίκησαν τις στρατιές των Ιταλών το 40 δεν ήταν ένα θαύμα της Παναγίας, που τιμώρησε τους Ιταλούς για τον άνανδρο τορπιλισμό της Έλλης στο λιμάνι της Τήνου; Γι’ αυτό και ο Ελληνικός λαός κάνει κάθε χρόνο γιορτή στις 28 Οκτωβρίου, για να υμνήση τη Θεοτόκο για τη Σκέπη της προς τους Έλληνες.
Η Θεομητορική αυτή εορτή διδάσκει κάτι βασικό για μας. Ότι το μικρό και ολιγάριθμο έθνος μας επιβίωσε μέσα στους αιώνες και κάτω από τρομερές επιβουλές λαών δυνατωτέρων και πολυαριθμοτέρων όχι μόνο χάρις στις αρετές των Ελλήνων, τη φιλοπατρία και τον ηρωισμό. Επιβίωσε κυρίως χάρις στην προστασία του Θεού και την τεράστια προσφορά της Εκκλησίας. Αν η Εκκλησία δεν διατηρούσε και στις πιο σκοτεινές ακόμη περιόδους της Ελληνικής Ιστορίας αναμμένη τη λαμπάδα της πίστεως και ακμαία την εθνική συνείδησι, και αν ο Θεός διά της Θεοτόκου δεν υπεράσπιζε τα ελληνικά όπλα και τους δίκαιους αμυντικούς αγώνες δεν θα υπήρχαμε σαν λαός. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς βρισκόμαστε στα πρόθυρα της ενοποιήσεως με άλλους λαούς της Ευρώπης. Αν θέλωμε να επιβιώσωμε σαν λαός είναι ανάγκη να διατηρήσωμε την εθνική μας ταυτότητα, αλλά και τον σύνδεσμό μας με την ορθόδοξη πίστι και την Εκκλησία. Η Χάρις του Θεού και η ακοίμητη προστασία της Παναγίας μπορούν να μας κάνουν να μεγαλουργήσωμε. Σ’ αυτούς λοιπόν τους χαλεπούς καιρούς που ζούμε, που όλες οι σκοτεινές δυνάμεις πασχίζουν να μας αποχρωματίσουν σαν Έλληνες και σαν ορθόδοξους, εμείς ας αγωνιστούμε να μη χάσωμε τους πολύτιμους πνευματικούς θησαυρούς που μας κληροδότησαν οι πρόγονοί μας. Έτσι η Σκέπη της Παναγίας θα εξακολουθήση να μας προστατεύη από τον εθνικό αφανισμό.
ΤΑ ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ (21 Νοεμβρίου)
Οι ευσεβείς Ισραηλίτες Ιωακείμ και η σύζυγός του Άννα υπέμεναν καρτερικά για πολλά χρόνια τον «ονειδισμόν της ατεκνίας». Δεν απελπίζονταν όμως και με πόθο ψυχής ζητούσαν από τον Κύριο ένα παιδί, το οποίο, αφού θα ήταν δώρο του Θεού, σαν δώρο θα το αφιέρωναν στον Κύριο. Η κόρη που τους έδωσε ο Θεός, αίροντας θαυματουργικά την στειρότητα της Άννας, ήταν δώρο και στους ευσεβείς γονείς της και προς την ανθρωπότητα όλη: Η Παρθένος Μαρία, η μελλοντική μητέρα του Λόγου του Θεού, που θα σαρκωνόταν. Εκπληρώνοντας το τάμα τους οι γονείς της Παρθένου την αφιέρωσαν στα τρία της χρόνια στο Ναό του Θεού. Οι ιερείς με πομπή εισήγαγαν την Μαρία στα Άγια των Αγίων, όπου έζησε με προσευχή και μελέτη βιώνοντας την παρουσία του Θεού, που την προετοίμαζε για το μεγάλο έργο της. Την είσοδο της Παναγίας στο Ναό γιορτάζομε κατά την εορτή των Εισοδίων.
Ο Ναός του Θεού έγινε για την Παρθένο πηγή ζωής, εμπνεύσεως, πνευματικής καλλιέργειας. Αν εκείνος ο Ναός, που ήταν τύπος και σκιά, έγινε πηγή τέτοιας ωφέλειας, πόσο μεγαλύτερη είναι η ωφέλεια από το Χριστιανικό ναό, την Εκκλησία! Εκεί αναγεννιόμαστε με το Βάπτισμα, εκεί παίρνομε τα θεία χαρίσματα με το Χρίσμα, εκεί κοινωνούμε την ουράνια τροφή της θείας Ευχαριστίας, εκεί καθαριζόμαστε από τους ρύπους της αμαρτίας με την Εξομολόγησι, εκεί διδασκόμαστε το λόγο του Θεού, εκεί κατηχούμεθα, εκεί μελετάμε μαζί με άλλους Χριστιανούς τη Γραφή και προσευχόμαστε από κοινού. Η Εκκλησία είναι το λιμάνι μας, η τροφός μας, το κέντρο της ζωής μας! Η απουσία από αυτήν είναι σταδιακός θάνατος, η τακτική όμως παρουσία είναι ζωή και πηγή κάθε καλού.
Αλλά η Παναγία έγινε η «κλίμαξ δι’ ης κατέβη ο Θεός» γιατί προετοιμάστηκε και εμπνεύσθηκε όχι μόνο από τη φοίτησί της στο Ναό, μα και από τους ευσεβείς γονείς της. Ο Ιωακείμ και η Άννα ήταν άνθρωποι αρετής. Δεν έλεγαν μόνο, αλλά και έπρατταν το Νόμο του Θεού. Η Παρθένος είχε μπροστά στα μάτια της δυο υποδείγματα αγιότητος. Έτσι δημιουργήθηκαν οι ευνοϊκές προϋποθέσεις για να καρποφορήση η Θεία Χάρις στην πνευματικά εύφορη ψυχή της Θεομήτορος. Ακόμη οι γονείς της Παναγίας ήταν εκείνοι που την οδήγησαν και αφιέρωσαν στο Ναό, γνωρίζοντας καλά ότι την εμπιστεύονται στα χέρια του Θεού, κοντά στον οποίο υπάρχει ασφάλεια και χαρά.
Οι σημερινοί λοιπόν χριστιανοί γονείς που κυριεύονται από αγωνία για τα παιδιά τους, βλέποντας τις επαναστατικές τάσεις της νεολαίας και την απομάκρυνσί της από τα πατροπαράδοτα, ας μιμηθούν τους γονείς της Θεοτόκου. Ας δίνουν στα παιδιά τους όχι μόνο λόγια, αλλά και παράδειγμα ζωής. Ας τα διδάξουν από μικρά το θέλημα του Κυρίου, ας τα μάθουν να προσεύχωνται, να εκκλησιάζωνται, να εξομολογούνται, να πηγαίνουν στο Κατηχητικό. Έτσι μόνο, θα δρέψουν αγαθούς καρπούς στη ζωή των παιδιών τους.
Η Παρθένος με τα Εισόδια και το παράδειγμά της μας λέει: «Άφετε τα παιδία -και τους εαυτούς σας- ελθείν» προς τον Κύριο και την εκκλησία Του. Εκεί υπάρχει ασφάλεια, πνευματική προκοπή και σωτηρία.
Η ΣΥΝΑΞΙΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ (26 Δεκεμβρίου)
Στο σοφά καθωρισμένο εορτολόγιο της Εκκλησίας μας παρατηρείται, ότι συχνά μετά από μία Δεσποτική εορτή, αφιερωμένη στο πρόσωπο και το έργο του Σωτήρος Χριστού, ακολουθεί μία Θεομητορική εορτή, αφιερωμένη στη Μητέρα του Θεανθρώπου. Έτσι μετά τα Πάθη και την Ανάστασι του Χριστού γιορτάζομε τη Ζωοδόχο Πηγή, μετά τη Μεταμόρφωσι έχομε την Κοίμησι της Θεοτόκου και μετά τα Χριστούγεννα τη Σύναξι, δηλαδή την Ευχαριστιακή συγκέντρωσι των πιστών προς τιμήν εκείνης που υπηρέτησε στο μέγα θαύμα της ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού.
Η σύνδεσι αυτή Δεσποτικών και Θεομητορικών εορτών εκφράζει το στενό σύνδεσμο, που υπήρχε ανάμεσα στο Χριστό και στη μητέρα Του. Σ’ όλες τις μεγάλες στιγμές της ζωής του Κυρίου παρουσιάζεται στο πλευρό Του σιωπηλή και πιστή η μητέρα Του. Στην υπερφυσική σύλληψι κατά τον Ευαγγελισμό, στη Γέννησι, στην Περιτομή, στο Σταυρό, στην ταφή. Παντού όπου Εκείνος πήγαινε, η Θεοτόκος ακολουθούσε «και συνετήρει πάντα…. συμβάλλουσα εν τη καρδία αυτής». Αλλά και μετά την Ανάστασι και μέχρι την Ανάληψι του Κυρίου στους ουρανούς η Παναγία ήταν μεταξύ εκείνων που είδαν τον Αναστάντα, Του μίλησαν και Τον άκουσαν. Αυτόν τον ισχυρό σύνδεσμο μεταξύ του Κυρίου και της Θεοτόκου φανερώνει και η εικονογραφία της Εκκλησίας μας, η οποία κατά κανόνα σ’ όλες τις εικόνες της Παναγίας την παριστάνει μαζί με τον Υιό της.
Το μήνυμα λοιπόν που μας δίνει η Υπεραγία Θεοτόκος μέσω της εορτής της Συνάξεώς της είναι, ότι σαν ορθόδοξοι Χριστιανοί οφείλομε να έχωμε στενό σύνδεσμο με τον Σωτήρα μας Χριστό. Κανένα και τίποτε να μη βάζωμε πάνω από το Χριστό στη ζωή μας. Αυτός να είναι ο Αρχηγός και Κύριός μας. Αυτόν να ποθούμε να συναντήσωμε κάθε μέρα και ώρα με την προσευχή και τη μελέτη του λόγου Του. Η σφοδρότερη επιθυμία μας να είναι να δεχθούμε μέσα μας το Σώμα και το Αίμα Του με τη Θεία Μετάληψι. Να τρέχωμε συχνά στον πνευματικό ν’ αποθέσωμε το βρώμικο ρούχο της αμαρτίας και να ενδυθούμε το Χριστό με την άφεσι. Το θέλημά Του ν’ αγωνιζώμαστε σε κάθε βήμα να τηρήσωμε. Σ’ όλες τις μεγάλες στιγμές της ζωής μας Αυτός να ποθούμε πρώτα να είναι παρών: Στο Γάμο μας, στη Βάπτισι των παιδιών μας, παντού.
Η Παναγία με το στενό σύνδεσμό της με τον Υιό και Θεό της εξυψώθηκε και αξιώθηκε να γίνη «τιμιωτέρα των Χερουβείμ και ενδοξοτέρα των Σεραφείμ». Επομένως κι εμείς αν πάρωμε σύντροφο και κυβερνήτη του πλοίου της ζωής μας τον Κύριο Ιησού Χριστό, θα πλεύσωμε με ασφάλεια προς το ακύμαντο λιμάνι της αιώνιας ζωής, όπου «οι δίκαιοι εκλάμψουσιν ως ο ήλιος εν τη βασιλεία του Πατρός αυτών».
via