97. Ο Μέγας Βασίλειος σημειώνει και ένα άλλο χρέος που έχουν αυτοί που μεταλαμβάνουν. Διότι όσοι μεταλαμβάνουν καταγγέλλουν τον θάνατο του Κυρίου με την Μετάληψι, όπως λέγει και ο Παύλος: «Όσες φορές τρώγετε τον άρτον αυτό και πίνετε αυτό το ποτήριο, καταγγέλλετε τον θάνατο του Κυρίου» (Α΄ Κορ. 26). Και ο θάνατος του Κυρίου έγινε για όλους εκείνους που μεταλαμβάνουν και για όλους τους ανθρώπους γενικά σύμφωνα με τον απόστολο Παύλο που λέγει: «Εάν ένας πέθανε για όλους άρα απέθαναν όλοι, και πέθανε για όλους» (Β΄ Κορ. 5,15). Λοιπόν όσοι μεταλαμβάνουν οφείλουν να δείχνουν, για την αγάπη και την πίστι και για τις εντολές του Θεού, υπακοή μέχρι θανάτου και να μη ζούν πλέον στον κόσμο και στην αμαρτία και στον εαυτό τους αλλά μόνο στον Θεό που μεταλαμβάνουν, σε αυτόν που πέθανε γι αυτούς και αναστήθηκε, πάλι σύμφωνα με τον Παύλο, που λέγει: «Ώστε όσοι ζούν, να μη ζούν πλέον για τον εαυτό τους, αλλά για εκείνον που πέθανε γι αυτούς και αναστήθηκε» (Β΄ Κορ. 5,15). Και αυτό λέγει ο άγιος ότι είναι δόγμα που έχει παραδοθή από τον Παύλο. (Στόν λόγο ότι «δεί τον αναγενηθέντα δια του βαπτίσματος τρέφεσθαι και τα εξής)
99. Διότι όλες οι άλλες αρετές με την ομοιότητα που έχουν προς τον Θεό κάνουν τον ενάρετο άνθρωπο ικανό στο να ενωθή με τον Θεό, δεν τον ενώνουν όμως. Η Νοερά όμως προσευχή έχει τέτοια δύναμι και να ενώνη με τον Θεό (βλέπε και στο με΄ κεφάλαιο). Και κατά κάποιον τρόπο οι άλλες αρετές μοιάζουν με τα όργανα που ισιάζουν και προσαρμόζουν δυό σανίδια, ενώ η προσευχή παρομοιάζει με την κόλλα, που ενώνει αυτά τα ταιριαστά σανίδια. Γι αυτό και ο μέγας Γρηγόριος επίσκοπος της Θεσσαλονίκης είπε ότι «η δύναμις της προσευχής ιερουργεί την ανάτασι και ένωσι του ανθρώπου με τον Θεό, διότι είναι σύνδεσμος των λογικών κτισμάτων με τον κτίστη» (Φιλοκαλία).
100. Από το ρητό αυτό ο άγιος Μάξιμος συμπεραίνει ότι όποιος εργάζεται τις εντολές του Κυρίου, δεν δέχεται μόνο τον Κύριο στην ψυχή του, αλλά μαζί με αυτόν δέχεται και τον Πατέρα που είναι μαζί του και το αχώριστο από αυτόν Άγιο Πνεύμα. Γενιά δέχεται μέσα του όλη την Αγία Τριάδα και γίνεται κατοικία της (κεφ. οα΄ της β΄ εκατοεντ.).
101. Αλλά και όσοι θέλουν πολύ συχνά και δεν μπορούν να δεχθούν την μυστηριώδη Θεία Κοινωνία, δηλαδή να μεταλαμβάνουν τον Χριστό που βρίσκεται μέσα στα Μυστήρια, ή διότι βρίσκονται σε τόπο έρημο όπου δεν υπάρχουν ούτε ιερείς ούτε θυσιαστήριο και εκκλησία: ή βρίσκονται στον κόσμο εμποδίζονται όμως από τους πνευματικούς όχι για κανένα τους σφάλμα, αλλά για την διεστραμμένη και πονηρή συνήθεια που επικρατεί, αυτοί λέγω, επειδή επιθυμούν και θέλουν να δεχθούν μυστηριακά τον Χριστό μέσα τους, αλλά για όσα λέχθηκαν και για άλλους λόγους δεν μπορούν, ας δέχωνται το Χριστό μέσα τους νοερά και πνευματικά, όπως λέγει ο Νικόλαος ο Καβάσιλας στην ερμηνεία της Λειτουργίας (κεφ. μβ΄), διότι ο Χριστός που βρίσκεται στα μυστήρια νοερά και χωρίς να φαίνεται και αόρατα τους μεταδίδει τον αγιασμό των μυστηρίων με τον τρόπο που γνωρίζει ο ίδιος.
102. Γιαυτό και ο αββάς Ισαάκ έγραψε: «Η ευχαριστία εκείνου που έλαβε ερεθίζει αυτόν που έδωσε για να δώση δώρα μεγαλύτερα από τα προηγούμενα» (Λόγ. Λ΄). Μερικοί πάλι και το χωρίο εκείνο του ψαλτηρίου λεγόμενο εκ μέρους του Θεού το ερμήνευσαν έτσι: «Τι υπάρχει για μένα στον ουρανό; (παρά μόνον η ευχαριστία δηλαδή) και από σένα άνθρωπε τι ζήτησα πάνω στη γη; (παρά δόξα και ευχαριστία δηλαδή)» (Ψαλμ. 72,24)
103. Επειδή, σύμφωνα με τον Μέγα Βασίλειο (όρος κατ επιτομήν νγ΄), αυτός είναι ο αγιασμός, το να αφιερωθή κανείς στον άγιο Θεό ολοκληρωτκά και χωρίς διακοπή σε κάθε καιρό και να φροντίζη να κάνη εκείνα που είναι αρεστά στον Θεό. Και ακόμη λέγει, ότι ό,τι αφιερωθή μία φορά στον Θεό, είναι ασεβές και τολμηρό, αν κάποιος το αποσύρη και το χρησιμοποιήση για κοινή χρήσι και ανθρώπινη.
104. Σημείωσε ότι κάθε έργο και κάθε είδος του πάθους Κυρίου μας ονομάζεται από μερικούς διδασκάλους μυστήριο, διότι και κάθε ένα από αυτά περιέχει και κάποιο μυστηριώδες νόημα: γι αυτό και παρακάτω στο κεφάλαιο αυτό λέγει να περνάμε από το ένα μυστήριο στο άλλο μυστήριο της ζωής και του πάθους του. Μαθαίνοντας λοιπόν αυτό, μην αμφιβάλλης.
105. Γιά παράδειγμα: όπως είναι μερικοί ευλαβείς και που κατανύσσονται εύκολα, όπως οι γυναίκες, και όσοι έτυχε από την φύσι της να έχουν ιδιοσυγκρασία απαλή.
106. Λέγεται ότι κατανύγονται από τον διάβολο όσοι κάνουν αυτά από κενοδοξία και ανθρωπαρέσκεια ή από μέθη ή από διάφορα άλλα παρόμοια πάθη.
107. Μελέτησε τον λόγο του Αββά Ισαάκ και ιδής την αλλοίωσι που δέχεται η ψυχή και τον σκοτισμό και την απόγνωσι και τον δισταγμό για την πίστι και τις βλασφημίες και Πως και γιατί και ποιοί τα παθαίνουν αυτά και Πως θεραπεύονται.
108. Και ο άγιος Ισαάκ λέγει στον ίδιο λόγο ότι ο άνθρωπος που πάσχει αυτά χρειάζεται φωτισμένον άνθρωπο και που να έχη πείρα στα παρόμοια θέματα για να φωτισθή από αυτόν και δυναμωθή.
109. Ο Μέγας Βασίλειος στο πρόλογό του στους κατά πλάτος όρους πολύ σοφά και εκτεταμένα αποδεικνύει ότι είναι υποχρεωμένοι όλοι οι χριστιανοί, μικροί και μεγάλοι, να τηρούν όλες τις εντολές που μας προστάζει ο Κύριος στο Ιερό Ευαγγέλιο, χωρίς να εξαιρεθή καμμία από αυτές: Α΄) Διότι ο Κύριος αποστέλοντας τους μαθητάς του στο κήρυγμα τους είπε να διδάξουν όλα τα έθνη να τηρούν όσες εντολές τους παρήγγειλε αυτός: «Πηγαίνετε και κάνετε μαθητές μου όλα τα έθνη… διδάσκοντάς τους να τηρούν όλες τις εντολές που σάς έδωσα» (Ματθ. 28,19): δηλαδή όχι άλλες εντολές να φυλάττουν και άλλες να παραμελούν, αλλά όλες, όλες χωρίς καμία εξαίρεσι. Β΄) Διότι αν δεν ήταν αναγκαίες και απαραίτητες όλες οι εντολές για τη σωτηρία μας, δεν θα γράφονταν καθόλου στην Αγία Γραφή, ούτε θα θα έδινε εντολή ο Κύριος να φυλάττωνται όλες υποχρεωτικά. Γ΄) Αν ο Κύριος μας προστάσση να γινώμαστε τέλειοι «Να είσθε τέλειοι» (Ματθ. 5,48) και ο Παύλος παραγγέλλει να είναι ο άνθρωπος του Θεού καταρτισμένος και σωστός και ολόκληρος «για να είναι καταρτισμένος ο άνθρωπος του Θεού» (Β΄ Τιμ. 3,17), είναι φανερό ότι την τελειότητα αυτή και ολοκλήρωσι θα μας την χαρίση η φύλαξις των εντολών του Χριστού. Δ΄) Διότι οι εντολές του Χριστού είναι συνδεδεμένες η μία με την άλλη σαν με κάποια αλυσίδα, ώστε όποιος καταλύση και παραβή μία μόνον από τις εντολές, εκείνος με την λύσι και την παράβασι της μιας εντολής, λύνει και παραβαίνει συγχρόνως όλες τις άλλες εντολές και δεν δέχεται τόσο μισθό για τις εντολές που φύλαξε, όσο τιμωρία για εκείνην που δεν φύλαξε. Γι αυτό και ο αδελφόθεος Ιάκωβος από την μια μεριά λέγει ότι «Όποιος τηρήσει όλες τις εντολές του νόμου και παραβή μία, θεωρείται παραβάτης όλου του νόμου» (2,10) και ο ίδιος ο Μέγας Βασίλειος λέγει: Τι θα με ωφελήσουν οι άλλες εντολές που κατώρθωσα αν πω τον αδελφό μου μωρό και γι αυτό θεωρηθώ ένοχος της γέεννας του πυρός;». Από όλα αυτά λοιπόν βγάινει το συμπέρασμα ότι κάθε χριστιανός έχει μεγάλη υποχρέωσι να τηρή όλες τις εντολές. Και τι λέγω απλώς να τις τηρή; να τις τηρή με όλη του την δύναμι με όλη του την θέλησι και με όλη του την αγάπη, αν θέλη, σύμφωνα με τον Απόστολο να στεφανωθή σαν νόμιμος αθλητής. Και όχι μόνον αυτό αλλά και ο ίδιος από μόνος του να προσθέτη κάτι παραπάνω στις εντολές, κάνοντας κάτα κάποιον τρόπο, μία υπερβολή. Διότι κι εκείνος που είχε το ένα τάλαντο δεν δέχθηκε έπαινο από τον Κύριό του, διότι επέστρεψε το τάλαντο, αλλά κατακρίθηκε διότι δεν το αύξησε. Τελειώνω την υποσημείωσι και σου λεγω: Αδελφέ, αν ανήκης στην τάξι των δούλων και φοβάσαι τον Θεό για να μη σε κολάση, φύλαττε όλες τις εντολές. "Ευτυχισμένος είναι εκείνος που φοβάται τον Κύριο, στις εντολές βρίσκει ευχαρίστησι" (Ψαλμ. 111,1). Αν αναβής στην τάξι των μισθωτών και περιμένης να λάβης μισθό για την αρετή σου στην βασιλεία των ουρανών, φύλαττε όλες τις εντολές: "Έκκλινε την καρδιάν μου του ποιήσαι τα δικαιώματά σου δι αντάμειψιν" (Ψαλμ. 118,111). Αν ανεβής στην τάξι των υιών και δουλεύσης τον Θεό για μόνο την αγάπη προς αυτόν, φύλαττε όλες τις εντολές: "Υψώνω τα χέρια μου προς τις εντολές σου που αγάπησα" (Ψαλμ. 118,49). Και πάλι: "Αν είμαι Πατέρας, που είναι η δόξα μου;" λέγει ο Θεός. Δόξα του πατρός είναι η υπακοή του υιού προς τις πνευματικές εντολές. Γιατί γνώριζε και το εξής: Αν παραβής μία μόνο εντολή, όταν μπορής να μην την παραβής, δεν θα έχης παρρησία, αλλά θα ντραπής την ημέρα της κρίσεως. Γι αυτό και ο Δαβίδ έλεγε: "Τότε δεν θα ντραπώ όταν θα ξανακοιτάζω τις εντολές σου" (Ψαλμ. 118,6). Σου θυμίζω ακόμη ότι όλες οι εντολές, τόσο της Παλαιάς όσο και της Καινής Διαθήκης, ως επί το πλείστον λέγονται με ρήμα προστακτικό, όπως: "αγαπάτε τους εχθρούς σας, ευλογείτε εκείνους που σάς καταρώνται....", σπάνια προφέρονται σε οριστική, όπως το "αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου, ου φονεύσεις, ου μοιχεύσεις...", και πάρα πολύ σπάνια προφέρονται με άλλα ρήματα.
110. Λέγει και ο Μέγας Βασίλειος στην ερμηνεία του ζ΄ ψαλμού εξηγώντας το "μήποτε αρπάση ως λέων την ψυχήν μου, μη όντος λυτρουμένου μηδέ σώζοντος", ότι και αυτοί οι γενναίοι αθλητές, όσοι πάλαιψαν με τους δαίμονες σε όλη τους τη ζωή και γλύτωσαν από τις παγίδες και τις επιθέσεις τους, στο τέλος όμως της ζωής τους εξετάζονται από τον άρχοντα του αιώνος, και αν βρεθούν να έχουν κάποιες πληγές ή μολυσμούς ή ρύπους της αμαρτίας, κρατούνται από αυτόν· αν όμως βρεθούν χωρίς πληγές και μολυσμούς, αναπαύονται ως ελεύθεροι από το Χριστό. Μερικοί πάλι και εκείνο που είπε ο Θεός στον όφι, το "συ τηρήσεις αυτού (του ανθρώπου) πτέρναν", το εννόησαν αλληγορικά ως εξής: Ότι ο Διάβολος παρατηρεί πάντοτε το τέλος της ζωής του ανθρώπου και προσπαθεί να βρή κάποιο αμάρτημα για να τον παραλάβη. Σημαίνει δηλαδή η πτέρνα το τέλος της ζωής, γιατί και αυτή είναι το τέλος και το άκρο του σώματος.
111. Και πράγματι η ταπείνωσις και η ειρήνη και η πραότητα της καρδιάς είναι τόσο ενωμένα, ώστε όπου βρίσκεται το ένα είναι και το άλλο, και όποιος είναι πράος στην καρδιά, εκείνος είναι και ταπεινός: και αντίστροφα, όποιος είναι ταπεινός στην καρδιά, εκείνος είναι πράος και ειρηνικός. Γι αυτό και ο Κύριος τα πρόφερε αυτά ενωμένα λέγοντας: "Μάθετε από εμένα ότι είμαι πράος και ταπεινός και ειρηνικός στην καρδιά" (Ματθ. 11,29)
112. Αυτό το λέγει ο άγιος στους λόγους του προς την μοναχή Ξένη.
113. Γιά παράδειγμα: όπως είναι μερικοί ευλαβείς και που κατανύσσονται εύκολα, όπως οι γυναίκες, και όσοι έτυχε από την φύσι τους να έχουν ιδιοσυγκρασία απαλή.
114. Άλλο είναι πένθος και άλλο δάκρυα. Πένθος είναι λυπηρός λογισμός και ένας πόνος της καρδιάς, με τον οποίο λυπούμαστε και πονούμε: α) διότι λυπήσαμε και παραπικράναμε τον Θεό με τις επιθυμίες μας και παραβήκαμε τις εντολές του, β) διότι στη ζωή αυτή στερηθήκαμε την χάρι του και μετά θάνατο μπορεί να στερηθήκαμε και την βασιλεία του και γ) διότι με τις αμαρτίες μας κάναμε τον εαυτό μας υπεύθυνο γά την αιώνια κόλασι. Ο πόνος αυτός και η σκέψις γίνεται σαν ένα βάρος και πλακώνει την καρδιά ή σαν ένα κεντρί που την κεντά και από αυτό ακολουθούν οι εκ βάθους στεναγμοί: όταν αυξηθή πολύ το πλάκωμα και το κέντρισμα αυτό, τότε κατανύγεται η καρδιά και πηδούν δάκρυα από τα μάτια, δια μέσου όμως της συνεργίας της χάριτος του Θεού, που μας χαρίζει αυτά για να πλύνουμε τις αμαρτίες μας και για να ξανακερδίσουμε την χάρι του. Διότι όπως αναφέρεται ο Θεός με την στέρησι της χάριτός του σκληρύνει τις καρδιές: «Σκλήρυνες τις καρδιές μας ώστε να μη σε φοβούμαστε» (Ησ. 63,17). Έτσι αναφέρεται ότι με την ενέργεια και χορηγία της χάριτός του κατανύγει τις καρδιές (Ρωμ. 11,8 και Ψαλμ. 59,3. Ησ. 29,10). Λοιπόν εμείς πρέπει πάντοτε να ασχολούμαστε με το πένθος, διότι εξαρτάται από εμάς και μοιάζει με την επιστροφή και μετάνοια του Ασώτου. Τα δάκρυα όμως πρέπει να τα ζητούμε από τον Θεό σαν ένα χάρισμα δικό του, και παρομοιάζουν με τους εναγκαλισμούς και ασπασμούς του Θεού πατρός προς τον Άσωτο, όπως λέγει ο Γρηγόριος Θεσσαλονίκης.
115. Γι αυτό και ο ιερός Αυγουστίνος στις ερωτικές του ευχές, αφού ρώτησε τους φωστήρες τα άστρα, την άβυσσο και τα άλλα κτίσματα αν αυτά έχουν το Θεό του, και όταν έμαθε ότι δεν κατοικεί σ αυτά, στο τέλος αφού στράφηκε στον εαυτό του βρήκε τον Θεό να κατοική μέσα του. Και έτσι ελεεινολογεί τον εαυτό του που ζητούσε τον Θεό στα εξωτερικά πράγματα, ενώ αυτός βρισκόταν μέσα του.
116. Σημείωσε ότι ο Θεός βρίσκεται μέσα στην ψυχή και μετέχεται, όχι κατά την αληθινή του ουσία, μακριά μία τέτοια σκέψι, αλλά κατά την δική του χάρι και ενέργεια, όπως λέγουν οι ιεροί θεολόγοι: βρίσκεται μάλιστα, όχι μόνο στην ενέργεια της ψυχής, αλλά πολύ περισσότερο στην ουσία της. Διότι εφόσον μόνον ο Θεός είναι δημιουργός ουσιών, κατά συνέπεια αυτός είναι μόνον που ενώνεται και δια μέσου των ουσιών και με τις ουσίες, τόσο των σωμάτων, όσο και των πνευμάτων, όπως αναφέρει με λεπτομέρεια ο υψινούστατος εκείνος Γρηγόριος Θεσσαλονίκης στην επιστολή του προς τον Βαρλαάμ. Μάλλον για να μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα, αυτός είναι το κέντρο όλο στο οποίο βρίσκονται και στερεώνονται όλες οι ουσίες των όντων, σύμφωνα με το γραφικό χωρίο «εν αυτώ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν» (Πράξ. 7,28). Βλέπε και το κδ΄ κεφάλαιο του α΄ μέρους. Είπα ότι μόνον ο Θεός ενώνεται με τις ουσίες, επειδή κανένα κτίσμα, είτε είναι πνεύμα είτε σώμα, δεν ενώνεται με την ουσία άλλου κτίσματος, αλλά με μόνη την ενέργεια: ώστε και ο σατανάς δεν μπορεί να ενωθή με την ουσία της ψυχής, αλλά επικοινωνεί με μόνη την ενέργειά της κατά συζυγία, όπως λέγει ο ανωτέρω άγιος Γρηγόριος.
117. Τα ίδια λέγει και ο αββάς Ισαάκ παραγγέλοντας να αφήσουμε την ποσότητα και την γνώσι των μέτρων και τους στίχους και το αποστήθισμα, και μόνον η σκέψι μας να βρίσκεται στην μελέτη των λεγομένων, μέχρις ότου εγερθή η ψυχή μας ή στην δοξολογία του Θεού, ή σε ωφέλιμη λύπη και κατάνυξι: και από τότε αναχωρεί η σύγχυσις, που αφαιρεί την γλυκύτητα των νοημάτων και σαν βδέλλα πνίγει τα νοήματα αυτών που μελετώνται (λόγος γ΄): βλέπε και τον κη΄ λόγο του, όπου ο ίδιος λέγει ότι πρέπει με απόλυτη ελευθερία να κάμνουμε την ακολουθία μας, χωρίς ταραχή. Κι αν ο λογισμός μας πή ότι πρέπει να συντομέψουμε, πρέπει να αφήνουμε μία στάσι ή όσο θέλουμε…
118. Πολλές και διάφορες είναι οι αιτίες για τις οποίες επιτρέπει ο Θεός σύμφωνα με την άβυσσο των ακατάληπτων κριμάτων του, να συμβαίνουν οι πειρασμοί τόσο στους αμαρτωλούς, όσο και στους αγίους και εναρέτους. Ο θείος Χρυσόστομος, στην ομιλία που κάνει στο αποστολικό ρητό «οίνω ολίγω χρώ δια τον στόμαχόν σου και τας πυκνάς σου ασθενείας», απαριθμεί ένδεκα αιτίες για τις οποίες επιτρέπει ο Θεός να πειράζωνται οι άγιοι. Και ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος αναφέρει πολλές άλλες αιτίες, για τις οποίες πειράζονται οι άνθρωποι τόσο στον ε΄ του λόγο, όσο και στον μη΄. Αναφέρει όμως ο ίδιος στο μη΄ λόγο γενικά, ότι «ο πειρασμός ωφελεί κάθε άνθρωπο… οι αγωνιστές πειράζονται για να προσθέσουν πλούτο στον πλούτο. Οι χαύνοι για να προφυλαχθούν από αυτά που τους βλάπτουν, αυτοί που κοιμούνται για να ξυπνήσουν και αυτοί που είναι μακριά για να πλησιάσουν τον Θεό· οι δε φίλοι του για να έχουν μεγαλύτερη παρρησία». Γι αυτό και ο άγος Ιωάννης ο Δαμασκηνός στο με΄ κεφάλαιο της Ορθοδόξου Πίστεως, αφού είπε ότι οι πειρασμοί έρχονται στους δικαίους και τους αμαρτωλούς κατά συγχώρεσι ή παραχώρησι ή από εγκατάλειψι οικονομική και πνευματική, στο τέλος συμπληρώνει: «Πρέπει να γνωρίζουμε ότι όλα τα δυσάρεστα σε όσους τα δέχονται με ευχαρίστησι, οπωσδήποτε προξενούν ωφέλεια».
119. Πολύ καλά διδάσκεται αυτό εδώ. Ότι, δηλαδή, ο δούλος του Θεού μερικές φορές πέφτει στα ελαφριά και συνηθισμένα ή στα πιο βαρειά σφάλματα από αυτά, τα οποία κοινώς ονομάζονται συγγνωστά και μη θανάσιμα. Γιατί άλλο είναι το συγγνωστό αμάρτημα και άλλο είναι το να έχη κανείς κάποια κλίσι και θέλησι γενικά σε αυτό και να το επαναλαμβάνη πολλές φορές· γιατί από τα συγγνωστά αυτά αμαρτήματα και αυτοί οι άγιοι δεν είναι εντελώς ελεύθεροι σύμφωνα με τον ρκε΄, ρκστ΄ και ρκζ΄ κανόνα της εν Καρθαγένη αγίας Συνόδου, αλλά πολλές φορές πέφτουν ή από άγνοια ή και εν γνώσει τους ή και με την προαίρεσί τους σ αυτά λόγω της ανθρωπίνης ασθένειας. Οι παρόμοιοι όμως δεν πρέπει να έχουν γενικά κλίσι σ αυτά, ούτε πολύ συχνά, και με επιμονή να τα κόβουν, αλλά να πολεμούν πάντοτε για να καθαρίσουν την ψυχή τους από την κακή αυτή κλίσι, για να μη χάσουν την ευαρέσκεια προς τον Θεό. Γιατί αν και τα συγγνωστά αμαρτήματα ο Θεός δεν τα τιμωρεί με αιώνια κόλασι, όμως πάντοτε του φάινονται δυσάρεστα και μισητά, όπως και όλοι εκείνοι που τα διαπράττουν. Και επί πλέον από αυτά τα συγνωστά αμαρτήματα αδυνατίζουν τις δυνάμεις της ψυχής, καταστρέφουν την ευλάβεια, εμποδίζουν την χάρι που προέρχεται από τον Θεό, ανοίγουν θύρα στους πειρασμούς, και αν δεν θανατώνουν την ψυχή, όμως την κάνουν να ασθενή και ιδιαιτέρως όταν κανείς παραμένη σ αυτά για μεγάλο χρονικό διάστημα με την κλίσι που έχει και με την θέλησί του. Γιατί άλλο είναι το να πής μία ή δυό φορές ένα ελαφρύ ψέμα και άλλο το να λέγης ψέμα για κάθε υπόθεσι και να έχη κάποια κλίσι και χαρά σε τέτοιο ελάττωμα. Οι μύγες όταν περνούν γρήγορα από κανένα αρωματικό, δεν το καταστρέφουν όλο, αλλά όταν σταματήσουν και ψοφήσουν μέσα σ αυτό, το καταστρέφουν ολόκληρο και το βρωμίζουν, όπως λέγει ο Σολομώντας: «Οι μύγες όταν ψοφούν βρωμίζουν την συσκευασία αρωματικού ελαίου» (Εκκλ. 10,1). Έτσι συμβαίνει και με τα συγγνωστά αμαρτήματα, όταν παραμένουν για πολύ καιρό στην ψυχή, καταστρέφουν όλη της την ευλάβεια και την καλή της κατάστασι.