Αόρατος πόλεμος: Υποσημειώσεις 1ου μέρους - Point of view

Εν τάχει

Αόρατος πόλεμος: Υποσημειώσεις 1ου μέρους




1. Η τελειότητα των χριστιανών απαιτείται σαν εντολή και παραδίδεται στην Καινή Διαθήκη γιατί λέγει ο Κύριος· «να είσθε τέλειοι, όπως ακριβώς είναι και ο Πατέρας σας» (Ματθ. 5,48). Και ο Παύλος λέει «τη κακία νηπιάζετε, ταις δε φρεσί τέλειοι γίνεσθε» (Α΄ Κορινθ. 14,20)· και πάλι «να είσθε τέλειοι και να εκπληρώνετε σε όλα το θέλημα του Θεού» (Κολοσ. 8,12). Και πάλι· «Στην τελειότητα ας οδηγούμαστε» (Εβρ. 6,1). Προανεκηρύχθηκε αυτή σαν εντολή στην Παλαιά Διαθήκη, γιατί λέει στους Ιουδαίους ο Θεός στο Δευτερονόμιο: «Να είσαι τέλειος απέναντι Κυρίου του Θεού σου» (18,18). Και ο Δαβίδ διατάζει τα ίδια στον υιό του τον Σολομώντα. «Και τώρα παιδί μου Σολομώντα, να γνωρίσης τον Θεό των πατέρων σου και να τον υπηρετήσης με όλη σου την καρδιά και προθυμία ψυχής» (Α΄ Παραλ. 28,9). Συμπεραίνουμε λοιπόν, ότι απαιτεί ο Θεός από όλους τους χριστιανούς να ασκούν και να είναι γεμάτοι από την τελειότητα, δηλαδή ζητάει από μας ο Θεός, να γίνουμε τέλειοι σε όλες τις αρετές.

2. Γιά αυτή βλέπε πιο κάτω στο μς κεφάλαιο.

3. Σημείωσε, ότι, κατά τους θεολόγους, βλάβη του Θεού λέγεται, κάθε αμαρτία απλά, γιατί βλάπτει, πληγώνει και εναντιώνεται στο Θεόν. Και κατά το ότι αυτή μεν δεν υπάρχει σαν ζωντανός οργανισμός, βλάπτει και εναντιώνεται στο είναι του Θεού, και καθότι είναι κακό, βλάπτει την αγαθότητα του Θεού, καθότι είναι ασθένεια και αδυναμία, βλάπτει την δύναμί του, καθότι αγνωσία, βλάπτει την σοφία του. Και απλά, καθότι αυτή είναι και λέγεται ατελειότητα και παράλειψη, βλάπτει και εναντιώνεται στις άπειρες τελειότητες του Θεού και καθότι παράβαση και ανομία βλάπτει και πληγώνει τους νόμους και τις εντολές του Θεού και καθώς, κάθε λόγος εναντίον του Θεού, ονομάζεται βλασφημία, γιατί βλάπτει την φήμη και το όνομα του Θεού, έτσι και κάθε αμαρτία βλάβη λέγεται του Θεού, όχι μόνο γιατί από μόνη της εναντιώνεται σαν μεγαλύτερο κακό στο μεγαλύτερο κακό, αλλά γιατί και σαν γίνεται στα κτίσματα του Θεού, κάνει να βλασφημήται ο Κτίστης αυτών, Πως είναι και αυτός τέτοιος κακός, και στη συνέχεια ότι έκτισε και τέτοια κακά· καθώς και η αρετή των κτισμάτων, κάνει να δοξάζεται και ο Κτίστης τους.

4. Βλέπε αγαπητέ, πόσο άριστη είναι η τάξι και η μέθοδος, που μεταχειρίζεται αυτό το βιβλίο. Επειδή κάθε τάξι και τέχνη, από το σκοπό της γνωρίζεται, σύμφωνα με το φιλοσοφικό αξίωμα και το τέλος που προκατασκευάζεται και στοχεύεται σύμφωνα με την διάνοια, αρχή γίνεται και λόγος της εργασίας και της επιχειρήσεως κάθε πράγματος· γι αυτό και το βιβλίο αυτό, πριν από κάθε τι άλλο, προσθέτει εδώ στην αρχή, την τελειότητα και το σκοπό όλου αυτού του αοράτου πολέμου, ώστε γνωρίζοντας τα όλοι εκείνοι που πρόκειται να πολεμήσουν, να μην πλανηθούν με τίποτα άλλο, αλλά να κατευθύνωνται προς αυτό, σαν σε σημείο και προς μία κατεύθυνσι να οδηγούν όλες τις πράξεις τους.

5. Γι αυτό και ο θείος Απόστολος διατάζει να κάνουμε γενικά όλα μας τα έργα για μόνο την δόξαν του Θεού λέγοντας «Είτε τρώτε, είτε πίνετε, είτε κάτι άλλο κάνετε, όλα να τα κάνετε για την δόξα» (Α΄ Κορ. 10,31).

6. Και αληθινά, το να υποτασσώμαστε στο θέλημα του Θεού πάντα και να προτιμάμε αυτό από το δικό μας, και με την φωνή του μας το εδίδαξε ο αρχηγός και τελειωτής της σωτηρίας μας Ιησούς, ο οποίος μας παράγγειλε να προσευχώμαστε και να λέμε «Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς... γεννηθήτω το θέλημά σου ως εν ουρανώ και επί της γης» (Ματθ. 6,10), και με το παράδειγμά του, γιατί και στην αρχή της ζωής του, αμέσως που μπήκε στο κόσμο, το θέλημα του Θεού εζήτησε να κάνη κατά τον Παύλο που λέει: «Να, έρχομαι να κάνω το θέλημά σου» (Εβρ. 16,9)· και στο μέσον του Ευαγγελίου του, αυτό έλεγε «κατέβηκα από τον ουρανό, όχι για να κάνω το δικό μου θέλημα, αλλά το θέλημα εκείνου που μ έστειλε» (Ιωάν. 6,38)· και στο τέλος της ζωής του, αυτό το ίδιο εσφράγισε λέγοντας, στην προσευχή· «Πάτερ, ας μη γίνη το δικό μου θέλημα, αλλά το δικό σου» (Λουκ. 22,42).

7. Τα ίδια σχεδόν λέει και ο άββας Ισαάκ (λόγ. κγ΄), όπου λέει: «Είναι καλύτερο να λύσης τον εαυτό σου από τον σύνδεσμο της αμαρτίας, παρά να ελευθερώσης δούλους από την δουλεία»· και άλλα πολλά σύμφωνα με αυτά που εξηγούνται εδώ (ανάγνωσε και τον νς λόγο του ιδίου).

8. Ο προφήτης Ιερεμίας καταραμένο ονομάζει και αποστάτη του Θεού, εκείνον που θαρρεύεται και ελπίζει στον εαυτό του λέγοντας: «Τάδε λέγει Κύριος· Επικατάρατος ος την ελπίδα έχει επ άνθρωπον και στηρίσει σάρκα βραχίονος αυτού επ αυτόν, και από Κυρίου αποστή η καρδιά αυτού» (ιζ 5). Αυτό το ρητό ερμηνεύοντας ο μέγας Βασίλειος λέγει ότι για αυτόν, που έχει την ελπίδα αυτού πάνω σε άνθρωπο, φανέρωσε ο προφήτης το να μην ελπίζουμε σε άλλον με το να να στηρίζη τη σάρκα ο βραχίονας αυτού, εφανέρωσε το να ελπίζουμε στον εαυτό μας· και τα δυό δε αυτά τα ωνόμασε αποστασία από τον Θεόν (βλ. κατά πλάτος, μβ΄). Και με άλλον τρόπο το ρητό αυτό ερμηνευόντας, συμπεραίνει ότι είναι καταραμένος και αποστάτης, εκείνος, που ελπίζει στον εαυτό του. Γιατί, λέει, ότι όποιος ελπίζει στον άνθρωπο είναι καταραμένος και του Θεού αποστάτης. Βλέπε και εδώ πόσο άριστη είναι η τάξις, που χρησιμοποιεί το βιβλίο αυτό, γιατί αρχίζει τον πόλεμο από την φιλαυτία, η οποία είναι η προκαταρκτική αιτία και η ρίζα και η αρχή όλων των άλλων παθών και κακιών.

9. Το να νομίζουμε ότι είμαστε κάποιοι, αυτό ονομάζεται υπερηφάνεια (οίησις), η οποία είναι ένα πάθος, που γεννιέται μεν από την φιλαυτία, γεννά δε αυτά πάλι και γίνεται ρίζα και αρχή και αιτία όλων των άλλων παθών, τόσο δε λεπτό και κρυφό πάθος είναι η οίησις αυτή, σε τρόπο που, για την πολλή λεπτότητά του, ούτε το αισθάνονται καθόλου εκείνοι που το έχουν, όσο όμως είναι λεπτό και κρυφό, τόσο είναι και μεγάλο κακό. Γιατί, την πρώτη εκείνη πόρτα του νού, από την οποία πρόκειται να μπή η χάρις του Θεού και να κατοικήση στον άνθρωπον, αυτό το καταραμένο πάθος στέκεται και την κλείνει και δεν αφήνει την χάρι να μπή, η οποία δίκαια αναχωρεί· γιατί Πως μπορεί να έρθει η χάρις να φωτίση ή να βοηθήση τον άνθρωπο εκείνο, που νομίζει Πως είναι κάτι μεγάλο; Πως είναι σοφός; και Πως δεν έχει ανάγκη από άλλη βοήθεια; ο Κύριος να μας λυτρώση από τέτοιο εωσφορικό πάθος και αρρώστια, αυτούς που έχουν το πάθος αυτό της περηφανίας· την βασανίζει ο Θεός με τον προφήτη, λέγοντας· «Αλοίμονο σ εκείνους που νομίζουν ότι είναι σοφοί» (Ησ. 5,21)· και ο Απόστολος μας παραγγέλνει αυτό· «Μήν έχετε την ψευδαίσθησι ότι είσθε σοφοί» (Ρωμ. 12,16)· και ο Σολομώντας «Μη νομίζης σοφό τον εαυτό σου» (Παρ. 3,7).

10. Γι αυτό λέει ο θείος Χρυσόστομος, ότι όποιος νομίζει τον εαυτό του ότι δεν είναι τίποτα, εκείνος περισσότερο από όλους γνωρίζει τον εαυτόν του· «ούτος μάλιστα εστίν ο εαυτόν ειδώς, ο μηδέν εαυτόν είναι νομίζων». Ο δε θείος Μάξιμος «Αρετής όρος εστίν, η της ανθρωπινής ασθενείας κατ επίγνωσιν προς την θείαν δύναμιν ένωσις» (κεφ. οθ της Ι εκατονταδ. Φιλοκαλ.). Ο δε Πέτρος ο Δαμασκηνός· «ουδέν κρειττον του γνώναι την οικείαν ασθένειαν και αγνωσίαν, ουδέ χείρον του ταύτην αγνοείν» (Φιλοκ. σελ. 611. Περί του μη απογινώσκειν).

11. Όχι μόνον όταν πέση κάποιος σε κανένα αμάρτημα, αλλά και όταν πέση σε διάφορες δυστυχίες, περιστάσεις και θλίψεις, και μάλιστα σε ασθένειες σωματικές και πολυχρονίους, πρέπει να γνωρίζη την ταπεινή γνώσι του εαυτού του και της αδυναμίας του, και να ταπεινώνεται, γιατί γι αυτό το σκοπό παραχωρούνται από το Θεό να μας έρχονται όλοι απλά οι πειρασμοί οι από του διαβόλου, οι από των ανθρώπων και οι από της φύσεως. Οπότε και ο Απόστολος αυτό το σκοπό σκεπτόμενος, έλεγε ότι γι αυτό και μόνο αυτό ακολούθησαν οι στην Ασία θανατηφόροι πειρασμοί. «Αλλ αυτοί εν εαυτοίς το απόκριμα του θανάτου εσχήκαμεν, ίνα μη πεποιθότες ώμεν εφ εαυτοίς, αλλ επί τω Θεώ, τω εγείροντι τους νεκρούς» (Β΄ Κορ. α΄ 9). Και για να πω με συντομία όποιος θέλει να γνωρίση την ασθένειά του στην πράξι, ας παρατηρήση, όχι πολύ χρόνο, αλλά μιας μόνο ημέρας τους λογισμούς και τα λόγια και τα έργα, που σκέφθηκε και μίλησε και έκανε και βρίσκοντας ότι οι περισσότεροί του λογισμοί και τα λόγια και τα έργα είναι λανθασμένα, στραβά, ανόητα και κακά, από την δοκιμή αυτή θα καταλάβη πόσο είναι ασθενής ο εαυτός του και από την κατανόηση αυτή και την αληθινή γνώσι, οπωσδήποτε θα ταπεινωθή, και στο εξής δεν θα ελπίζη στον εαυτό του. Όχι λιγώτερο από αυτά που είπαμε πιο πάνω, θα μας φέρη στην επίγνωσι της ασθένειάς μας, η υλική αρχή του είναι μας, δηλαδή, όταν σκεφτούμε Πως το είναι μας,...

12. Τα λόγια της Αποκαλύψεως είναι αυτά: «Να, στέκομαι μπροστά στην πόρτα και κτυπώ. Αν κάποιος ακούση την φωνή μου και μου ανοίξη την πόρτα, θα μπώ στο σπίτι του και θα δειπνήσω μαζί του κι αυτός μαζί μου» (3, 20).

13. Γιά αυτό και ο βασιλεύς Αύγαρος, αφού αναστήλωσε την αχειροποίητη εικόνα του Κυρίου μας, πάνω στην Πόρτα της πόλης Έδεσσα, έγραψε και αυτά τα λόγια σε αυτή «Χριστέ ο Θεός, ο εις σε ελπίζων, ουκ αποτυγχάνει ποτέ» (από τον Συναξαριστή της ις του Αυγούστου).

14. Γι αυτό και ο θεολόγος Γρηγόριος, σύμφωνα με αυτό λέει, ότι από την αγάπη ή το μίσος, συνηθίζει να κλέβεται η αλήθεια· «δεν υπάρχει τίποτε τόσο ευχάριστο στους ανθρώπους, όσο το να συζητούν τα ξένα, και μάλιστα όταν επηρεάζωνται από μίσος ή συμπάθεια για κάποιον, εξ αιτίας των οποίων, ως συνήθως, εξαφανίζεται η αλήθεια» (Λόγ. απολογητικ.)

15. Γιά αυτό και ο μέγας Βασίλειος προστάζει, να είναι σε μας, σαν μια πικρή γεύσι όλα τα κοσμικά διηγήματα· «ήτω σοι πικρά γεύσις, η των κοσμικών διηγημάτων ακρόαση, κηρία δε μέλιτος, τα των οσίων ανδρών διηγήματα» (Λόγ. ασκητικ. περί αποταγ.)" και ο προφήτης Δαβίδ, λέει· «Διηγήσαντό μοι παράνομοι αδολεσχίας, αλλ ουχ ως ο νόμος σου Κύριε» (Ψαλμ. ριη 85).

16. Γι αυτό και ο Απόστολος μας παραγγέλλει να δοκιμάζουμε ποιό είναι το θέλημα του Θεού, όχι μόνο το αγαθό, αλλά και το ευάρεστο και σε όλες τις περιστάσεις τέλειο. «Να μεταμορφώνεσθε συνέχεια προς το καλό… για να διακρίνετε ποιό είναι το θέλημα του Θεού, το καλό και αρεστό στον Θεό και τέλειο» (Ρωμ. 12,2). Επειδή εάν μία μόνο περίστασι λείπει ή αν με όλη την προαίρεσι και δύναμί μας δεν κάνουμε το θέλημα του Θεού, είναι φανερό ότι ατελές και ελιπές αυτό και γίνεται και ονομάζεται.

17. Το να αισθανώμαστε ενεργή την από το Θεό παρακίνησι, αυτό γίνεται ή με θεϊκό φωτισμό και νοερή φώτισι, με τα οποία αποκαλύπτεται στους καθαρούς το του Θεού θέλημα θεωρητικά, ή με εσωτερική έμπνευσι του Θεού με λόγο· ή με άλλες ενέργειες της θείας χάριτος που ενεργούνται στην καθαρή καρδιά, τα οποία είναι μία ζεστασιά που δίνει ζωή, μία χαρά άρρητη, σκιρτήματα πνευματικά, κατάνυξι, καρδιακά δάκρυα, θεία αγάπη και τα άλλα θεοφιλή και μακάρια πάθη, τα οποία πετυχαίνονται όχι με την θέλησι τη δική μας, αλλά από το Θεό, ετεροκίνητα και παθητικά· μέσα από την αίσθησι λοιπόν αυτών όλων πληροφορούμαστε, ότι εκείνο που ζητάμε να κάνουμε είναι κατά το θέλημα του Θεού. Προτύτερα όμως από αυτά, έχουμε χρέος για το θέμα μας να κάνουμε προς τον Θεό θερμότατη και καθαρή προσευχή και μία φορά και δυό και πολλές φορές.

18. Γι αυτό και ο θείος Γρηγόριος ο Σιναΐτης έγραφε: «Πρόσεχε και στην πρόθεσι· (δηλαδή τηνπροαίρεσί σου) με ακρίβεια ερεύνα κάθε ώρα που κίνει· εάν κάθεσαι ησυχάζοντας κατά Θεόν, γι αυτό το καλό ή για την ψυχική ωφέλεια, είτε ψάλλεις είτε μαλετάς, είτε προσεύχεσαι, είτε εργαζόμενος κάποια αρετή για να μη συλληφθής χωρίς να ξέρης τι κάνεις» (Κεφ. ιβ΄. Φιλοκαλ.).

19. Οι τρεις αυτές θελήσεις, ονομάζονται και νόμοι από τον Απόστολο Παύλο (Ρωμ. κεφ. 7). Η λογική θέλησις, νόμος του νού, ο παράλογος νόμος που βρίσκεται στα μέλη και αντιστρατεύεται το νόμο του νού, η επιθυμία του Θεού, νόμος πνευματικός και νόμος του Θεού, με τον οποίο συνδέεται ο νόμος του νού, προσθέτει δε και τέταρτο νόμο, τον της αμαρτίας· ο οποίος είναι, κατά την ερηνεία του θείου Δαμασκηνού, η από τον εχθρό εξαπολυμένη επίθεσις των κακών λογισμών, στην οποία αιχμαλωτίζει τον νού ο νόμος που βρίσκεται στα μέλη· την δε λογική επιθυμία, και νόμο του νοός, ο Θείος Δαμασκηνός, ονομάζει συνείδησι. (Βιβλ. Θεολόγ. κεφ. 99).

20. Επειδή, κατά τον Σολομώντα «Όταν έλθη ασεβής εις βάθος κακών, καταφρονεί».(Παρ. ιη 3).

21. Γιατί τόσο μεγάλο και λεπτό πράγμα είναι η τελειότητα και η ένωσις με τον Θεόν, ώστε ένα τόσο μικρό εμπόδιο, όσο είναι μία μοναχή τρίχα, μπορεί να την στερήση από μας και να μη μας αφήση να ενωθούμε με τον Θεό, καθώς λέγει ο άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος (Λόγ. νζ΄). «Ήγουν, αν έχωμεν από αμέλειάν μας κανένα μικρό λογισμόν, ή δισταγμόν απιστίας, ή διψυχίας, ή δειλίας, ή άλλο κανένα πάθος και προσπάθειαν, δεν θέλομεν αξιωθή να έχωμεν εγκάτοικον τον Θεόν εις την ψυχήν μας».

22. Σημείωσε εδώ, αδελφέ, και για κάποιες φυσικές κλίσεις ή πάθη, τα οποία ούτε θανάσιμα αμαρτήματα λέγονται, ούτε συγγνωστά, με το να μη γίνωνται από την προαίρεσί μας, είναι εξαρτημένα από την ιδιοσυγκρασία των σωμάτων αυτά δε ονομάζονται ατελειότητες, ελαττώματα και ψεγάδια φυσικά, καθώς λόγου χάρι, είναι πολλοί από τη φύσι τους πικροί και μελαγχολικοί· άλλοι αυστηροί και οξύθυμοι· άλλοι ελαφροί στο λογισμό και ασύστατοι, άλλοι πεισματώδεις· άλλοι φιλόφιλοι και άλλοι έχουν άλλα φυσικά ελαττώματα. Οπότε και κατά αυτών των ελαττωμάτων πρέπει να πολεμάμε, διορθώνοντας τις υπερβολές και τις ελλείψεις τους με την διάκρισι του σωστού λόγου και μετατρέποντας αυτά σε αρετές. Γιατί κανένα φυσικό, όσο και αν είναι άγριο, δεν αντιστέκεται τόσο στην προαίρεσι, που με την χάρι του Θεού και με τον κόπο και την επιμέλεια τη δική μας, να μην μπορή να νικηθή. Λέγω δε να πολεμούμε και αυτά, γιατί αν και φυσικά και όχι και προαιρετικά, μας εμποδίζουν όμως από την τελειότητα.

23. Όσοι μεν αφού πρόκοψαν στην πρακτική έγιναν δυνατοί στο λογισμό, με το να ελευθερωθούν από κάθε ψεύτικη και παράλογη δόξα, απόκτησαν δε σωστό λόγο μέσα από τη θεωρία των αληθινών και πνευματικών λόγων, αυτών που βρίσκονται μέσα στην θεία Γραφή, όσο και στην κτίσι, αυτοί μπορούν να αντιστέκωνται και να πολεμούν τα πάθη και τους λογισμούς με αντίδρασι οξύθυμη, δηλαδή, πότε με ρητά της αγίας Γραφής, τα αντίθετα στα πάθη που τους πολεμούν και στους λογισμούς, καθώς με αυτήν την αντιλογία ο Κύριος πολέμησε και νίκησε τις τρεις προσβολές που του έφερε ο πειρασμός, της φιληδονίας, φιλοδοξίας και φιλαργυρίας. Και άλλοτε με τον ορθό και φυσικό λόγο, τον αποδεικνύοντα το ψεύδος και την απάτη των σπαρμένων λογισμών και των πολεμούντων παθών, γι αυτό και αυτοί λέγονται αληθινά ότι πολεμούν κατ ευθείαν τους εχθρούς και τους νικούν και στεφανώνονται. Όσοι όμως είναι αδύνατοι στο λογισμό, είναι καλύτερα να πολεμούν τους λογισμούς και τα πάθη πλάγια· δηλαδή, αμέσως μόλις τους πολεμήσουν οι λογισμοί ή τα πάθη, να τρέχουν στον Θεόν με την προσευχή, έως που να καταπαύσουν με την προσευχή και τις κινήσεις των παθών και τις ομιλίες των λογισμών, καθώς διδάσκει ο Αββάς Ισαάκ. (Αν και αυτό δεν λέγεται κυρίως πόλεμος, αλλά φυγή πολέμου για την αδυναμία που υπάρχει). Όμως, και οι ασθενείς αυτοί, κάποτε, ή όταν με υπερβολή τους ενοχλούν τα πάθη και οι λογισμοί, ή όταν γνωρίζουν τον εαυτόν τους Πως έχει δύναμι κατά καιρό, πρέπει να πολεμούν και κατ ευθείαν τους λογισμούς και τα πάθη, για να φανή και η δική τους ανδρεία και το ελεύθερό της προαιρέσεως αυτών και μισόκακο, καθώς και αυτό βλέπουμε στο ίδιο τον Αββά Ισαάκ. «Εάν δε γένηται φησι καιρός αντιστήναι και παλαίσαι προς αυτά (τα πάθη δηλ.) και τούτο ποιήσωμεν». Πλήν, όταν κατ ευθείαν πολεμούμε τα πάθη και τους λογισμούς, ακαταμάχητη βοήθεια είναι το να κρατούμεν ως όπλο πολεμικό, ή με την καρδιάν ή με τα χείλη, το όνομα του Κυρίου Ιησού, ήτοι το «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιε του Θεού ελέησόν με», καθώς και μπροστά λέμε στο ις΄ κεφάλαιο. Γιατί με αυτόν τον τρόπο και τους εχθρούς πολεμούμε και νικούμε και σε αυτό δεν υπερηφανευόμαστε, με το να καταγράφουμε τη νίκη αυτή στο νικοποιό όνομα του Κυρίου. Σημείωσε, ότι όχημα μέγιστο και δυνατώτατο είναι στον πόλεμο των λογισμών και των παθών η καταφρόνησις. Δηλαδή, το να καταφρονή κάποιος σαν γαυγίσματα σκύλων τις προσβολές των λογισμών και τις κινήσεις των παθών και μάλιστα τους λογισμούς εκείνους και τα πάθη, που έφθασε να πολεμήση προτύτερα και να διώξη, αυτά δε πάλι με αναίδεια τον ενοχλούν και γενόμενος σοβαρός και σιωπηλός στον εαυτό του, να μη θέλη, ούτε να γυρίση να τα δη, ούτε να τα ακούση εκπληρώνοντας το ψαλμικό εκείνο που λέει «Εγώ όμως έκανα σαν κουφός που δεν θέλει νακούη και άλαλος που δεν ανοίγει το στόμα του» (Ψαλμ. 37,14). Αλλά να τρέχη στο δρόμο της αρετής και της προκοπής του, χωρίς να εμποδίζεται από τα μηδαμινά φόβητρα των λογισμών και όποιος το αγαπά, ας χρησιμοποιήση αυτό το όπλο και θα ωφεληθή πολύ.

24. Συνήθεια θα πεί, μία μεγάλη ευκολία, που λαμβάνει κάποιος στην αρετή ή στην κακία ή σε κάποιο άλλο κανένα έργο και τέχνη, η οποία με ευκολία αποκτάται και γίνεται, από πολυχρόνιους και συνεχείς πράξεις και ενέργειες της αρετής ή κακίας ή του έργου και της τέχνης· γιαυτό και αυτή η συνήθεια, δεύτερη φύση ονομάζεται επειδή, καθώς η φύση, ούτως και αυτή με ευκολία προβάλλει τις ενέργειές της.

25. Άριστα τούτο εδώ διδάσκεται δε σύμφωνα με τον Αββά Ισαάκ που λέει, ότι είναι καλύτερο να εξαπατούμε και να νικάμε τα πάθη με την ενθύμησι των αντιθέτων σε αυτά αρετών, παρά με την αντίστασι. «Κρείσσον εν τη μνήμη των αρετών υποκλέπτειν τα πάθη, ή τη αντιστάσει». Οπότε, επειδή και τα τρία είναι τα μέρη της ψυχής, λογιστικό, επιθυμητικό και θυμικό, γνώριζε ότι, από αυτά τα τρία γεννούνται και οι τριών ειδών λογισμοί. Και από μεν το λογιστικό γεννούνται οι λογισμοί της απιστίας, της αχαριστίας προς τον Θεό και του γογγυσμού, της αδιακρισίας, της αγνωσίας και απλά, όλοι οι καλούμενοι καθολικά βλάσφημοι λογισμοί, από δε το επιθυμητικό γεννούνται οι λογισμοί της φιληδονίας, φιλοδοξίας, φιλαργυρίας και απλά, όλοι οι καλούμενοι αισχροί λογισμοί· από δε το θυμικό γεννούνται οι λογισμοί των φόνων, της εκδικήσεως, φθόνου, μίσους, ταραχής και απλά, όλοι οι καλούμενοι πονηροί λογισμοί. Λοιπόν εσύ πρέπει να νικάς αυτά με τις αντίθετές τους αρετές· δηλαδή, την απιστία, με την αδίστακτη πίστι στο Θεό, την αχαριστία και τον γογγυσμό προς τον Θεό, με την ευχαριστία, την αδιακρισία, με την διάκρισι του καλού και κακού· την αγνωσία, με την αληθινή γνώσι αυτών που υπάρχουν αληθινά και τις βλασφημίες, με τις δοξολογίες. Παρόμοια την φιληδονία με την εγκράτεια και την νηστεία, την φιλοδοξία με την ταπείνωσι και την φιλαργυρία με την λιτότητα. Παρομοίως, τον φθόνο και μίσος, με την αγάπη, την εκδίκηση με την πραότητα και υπομονή, την ταραχή με την ειρήνη της καρδιάς. Και για να πω γενικά με τον Άγιο Μάξιμο: Το μεν λογιστικό της ψυχής σου, στόλιζέ το με την αρετή της προσευχής, και θείας γνώσεως. Το επιθυμητικό, με την αρετή της εγκράτειας· και το θυμικό, με την αρετή της αγάπης· και βέβαια το φως του νού σου δεν θα σκοτισθή ποτέ, οι δε προηγούμενοι λογισμοί, μπορούν εύκολα να γεννηθούν από αυτούς.

26. Ο θείος Χρυσόστομος (ομιλ. ιε΄, Κεφάλ. ε΄ του κατά Ματθαίον) λέει, ότι ο Κύριος στο Κεφάλαιο αυτό διδάσκει εννέα βαθμούς, στους οποίους ανεβάζει όλους τους Χριστιανούς με τις αγίες του εντολές α΄, ότι, οι Χριστιανοί δεν πρέπει να αδικούν κάποιους· β΄, ότι αν αδικήση κάποιος αυτούς, αυτοί πρέπει να μη τον εκδικούνται με την ίδια αδικία· γ΄, ότι να μη κάνουν στους άλλους, εκείνα τα κακά που τους έκαναν εκείνοι, αλλά να τα υπομένουν και να ησυχάζουν δ΄, όχι μόνο να ησυχάζουν, αλλά και να δώσουν θεληματικά τον εαυτό τους στο να πάθουν τα κακά· ε΄, το και να δώσουν τον εαυτό τους στα πάθη περισσότερο και προθυμώτερα, παρά όπου θέλει εκείνος που τους κακοποιεί· ς΄, το να μη μισήσουν εκείνο που τους κακοποιεί· ζ΄, το και να αγαπήσουν αυτόν από την καρδιά τους· η΄. το και να τον ευεργετήσουν θ΄, το να παρακαλούν και τον Θεό γι αυτόν. Ο δε άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος, στο λόγο σχετικά με την απάθεια και των χαρισμάτων της, προσθέτει κοντά στους εννέα βαθμούς και άλλους τρεις μεγαλύτερους, δηλαδή, ένα μεν, το, όχι μόνο να προσευχώμεθα για αυτούς που μας κακοποιήσαν, αλλά και το να τυπώνουμε νοερά στην φαντασία μας τα πρόσωπά τους και να τα φιλάμε με απάθεια, με δάκρυα αγάπης, σαν γνήσιους φίλους. Δεύτερο δε, το να φυλάμε προς αυτούς και στον ίδιο χρόνο που μας κακοποιούν, ίδια και χωρίς αλλαγές την διάθεσι της καρδιάς μας. Και τρίτον, τα να ξεχνά κανείς τελείως όλα όσα έπαθε και να μη τα ενθυμήται, τόσο όταν είναι παρόντες αυτοί που τον κακοποίησαν, όσο και όταν λείπουν, αλλά να φέρεται σε αυτούς χωρίς καμμία σκέψι, καθώς φέρεται και στους φίλους του, συνομιλώντας και συντρώγοντας με αυτούς.

27. Καθώς o Θεός δεν εξωλόθρευσε όλα τα έθνη από την γη της επαγγελίας, αλλά άφησε σε αυτή τις πέντε περιφέρειες των αλλοφύλων και τους Σιδωνίους και Εβραίους, ένα μεν, για να δοκιμάζη τους Εβραίους, αν φυλάττουν τις εντολές του και σταθερή την πίστι τους σε αυτή. Και άλλο, για να τους μαθαίνη πάντοτε τον πόλεμο, όπως γράφτηκε. «Και αυτά τα Έθνη άφησε ο Κύριος, ώστε πειράσαι εν αυτοίς τον Ισραήλ.... Γνώναι εισακούσονται τας εντολάς Κυρίου. Του διδάξαι αυτοίς πόλεμον» (Κρίτ. γ΄ 13, 14). Κατά αυτό τον τρόπο δεν εξολοθρεύει όλα τα πάθη από μας, αλλά αφήνει και μερικά να μας πολεμούν μέχρι το θάνατό μας, όχι από αδυναμία, ή αιτία δική του, αλλά από αιτία δική μας, καθώς ερμηνεύει ο Θεοδώρητος: Ο α΄, για να μη πέσωμε σε αμέλεια, αλλά να είμαστε άγρυπνοι, επιμελείς και προσεκτικοί· ο β΄, για να μην λησμονήσουμε τον πόλεμο και ξαφνικά μας πλακώσουν και μας νικήσουν τα πάθη και οι εχθροί· γ΄, για να προστρέχωμεν πάντα στον Θεό και να ζητούμε θερμότερα την βοήθειά του· ο δ΄, για να μην υπερηφανευώμαστε, αλλά να είμαστε ταπεινοί στο φρόνημα· ε΄, για να μισήσουμε από την καρδιά μας τα πάθη και τους εχθρούς, που τόσο ακούραστα ας πολεμούν ς΄, δια να δοκιμασθούμε, αν μέχρι τέλους φυλάξουμε την τιμή του Θεού και την αγάπη και την πίστι· ζ΄, για να παρακινούμεθα στενώτερα στο να φυλάττουμε όλες τις εντολές και να μη παραβαίνουμε ούτε την παραμικρή· η΄, για να μάθουμε με την δοκιμή πόσο αξίζει η αρετή και ακολούθως να μη την αφίνουμε και να πέφτουμε στην αμαρτία, θ΄, για να γίνεται και ο παντοτεινός πόλεμος υπόθεσις μεγαλυτέρων στεφάνων σε μας· ι΄, για να δοξάσουμε τον Θεό και να ντροπιάσουμε περισσότερο τον διάβολον και την αμαρτία, με την μέχρι τέλους υπομονή μας και ια΄, για να είμαστε γυμνασμένοι από συνήθεια στον πόλεμο να μην φοβηθούμε την ημέρα του θανάτου, όταν θα μας γίνη ο πλέον δυνατώτερος πόλεμος.

28. Ο μέγας Βασίλειος στον σχετικά με την Παρθενία λόγο του, αναφέρει πάνω σε αυτό ένα ωραίο παράδειγμα και λέει. «Καθώς οι βασιλικοί στρατιώτες σε καιρό πολέμου, δεν βάλλουν τα άρματά τους μέσα σε κλεισμένα σπίτια, αλλά μέσα σε εκείνα που βρίσκουν ανοικτά και αφού τα βάλουν μίαν φορά, τα αφήνουν μέσα και αυτοί βγαίνουν έξω και περπατούν, χωρίς να φοβούνται ότι κάποιος θα ρίξη έξω τα άρματά τους, κατά αυτό τον τρόπο και οι πονηροί δαίμονες, όταν βρίσκουν ανοικτή την πόρτα της καρδιάς μας, βάζουν μέσα σε αυτή τα άρματά τους, τα οποία είναι οι κακοί λογισμοί και τα πάθη και τα αφήνουν, εάν εμείς δεν αγωνισθούμε να τα πετάξουμε έξω.

29. Στάδιο λέγεται ο τόπος εκείνος μέσα στον οποίο γίνονται οι αθλητικοί αγώνες και ο πόλεμος.

30. Πολύ σοφά και αληθινά αυτό εδώ μαθαίνουμε, ότι, η προμελέτη και προετοιμασία είναι το μεγαλύτερο όπλο και το πιο δραστικό προστατευτικό στα ξαφνικά κινήματα των παθών, γιατί όπως ο σίφουνας και αυτά που καλούνται μπουρίνια, όταν πέσουν ξαφνικά στη θάλασσα, αναποδογυρίζουν τα πλοία, και κάνουν αυτούς τους πολύ έμπειρους ναύτες, να τα χάνουν για το ανέλπιστο, κατά αυτό τον τρόπο και τα ξαφνικά αυτά συναντήματα και οι κινήσεις των παθών, κάνουν να χάνουν τη διάκρισι και αυτοί οι τέλειοι στην αρετή.

31. Δηλαδή δεν βγήκε προς τα έξω το πάθος και η ταραχή του θυμού· αλλά, όπως το κύμα της θαλάσσας το άγριο, δεν βγαίνει έξω από τα όρια της θάλασσας, αλλά κατατσακιζόμενο μέσα στους παραθαλάσσιους αιγιαλούς γίνεται ήρεμο, κατά αυτό τον τρόπο και ο θυμός· έτσι ερμηνεύει το γνωμικό αυτό ο Μέγας Βασίλειος (Λόγος κατά οργιζομένων).

32. Και ο αγαπημένος Ιωάννης λέγει· «Όποιος μισεί τον αδελφό του είναι ανθρωποκτόνος» (α΄ 3,15)· και πάλιν «Όποιος δεν αγαπά τον αδελφό του, παραμένει στον θάνατο» (αυτόθ. 14).

33. Όταν ο μέγας εκείνος Νείλος είπε «Και αν νομίζης ότι είσαι με τον Θεό, να φυλάγεσαι από τον δαίμονα της πορνείας, γιατί είναι πολύ απατεώνας και φθονερός και θέλει να είναι πιο γρήγορος από την κίνησι και την προσοχή του νού σου» (Κεφ.γ΄ σελ. 61, Φιλοκαλ.). Η αιτία για την οποία η σαρκική επιθυμία πάντοτε μας πειράζει, είναι, γιατί καθώς ένας φυσικά αγαπά τον εαυτό του, έτσι φυσικά αγαπά να πολλαπλασιάση μέσα από αυτή την κακία τον ίδιο του τον εαυτό και να κάνη όμοιον με αυτόν έτσι όπως η κενοδοξία πάντα μας εξαπατά έτσι και η σαρκική επιθυμία και δύσκολα από αυτή φυλασόμαστε.

34. Πολλοί πολλές φορές πλανήθηκαν από τα παρόμοια ενάρετα και ευλαβή πρόσωπα, είτε γυναικών, είτε ανδρών χωρίς γένεια και συγκατοίκησαν με αυτά, ή και απρόσεκτα συναναστράφηκαν, έπεσαν σε πάθη ντροπής, πλανηθέντες από τα δεξιά, δηλαδή, από την αρετή και την ευλάβεια και την σεμνότητά τους· εμείς όμως προσθέτουμε εδώ, ότι, όχι μόνο από αυτά καταπιάνεται κάποιος σε σφοδρή επιθυμία και σαρκικό έρωτα με αυτά τα πρόσωπα, αλλά και αν αυτά, μπορεί να υποτεθή, είναι παιδιά πλουσίων γονέων, ευγενή ή με καλή ομιλία στη γλώσσα ή καλόφωνα στα μουσικά ή ωραία στην όψι ή επιδέξια στο μυαλό, ή επιδέξια στα χειρωνακτικά και στις τέχνες ή έχουν άλλα τέτοια φυσικά και επίκτητα χαρίσματα· γιατί όλα αυτά αυξάνουν τη σφοδρή επιθυμία και την αγάπη, γι αυτό πρέπει να προσέχουμε και να προφυλασσώμαστε από τα παρόμοια.

35. Γι αυτό και ο Σολομώντας, σοφό μεν ονομάζει εκείνον που φοβάται και αποφεύγει τις αιτίες των κακών, και σώφρονα εκείνον, που εμπιστεύεται τον εαυτό του και δεν τις αποφεύγει· «σοφός φοβηθείς, εξέκλινεν από κακού, ο δε άφρων, εαυτώ πεποιθώς, μίγνυται ανόμω» (Παρ. ι8΄ 16). Σοφός ήταν ο πάγκαλος Ιωσήφ και γι αυτό αφού άφησε το ιμάτιό του και απόφευγε την αιτία της αμαρτίας, απέφυγε και την αμαρτία· γιατί αν δεν απέφευγε, σίγουρα θα αμάρτανε με την κυρία του, όπως είναι η άποψις πολλών διδασκάλων. Ασύνετος βρέθηκε ο μάρτυρας εκείνος του Χριστού, ο οποίος ύστερα από πολλά βασανιστήρια που έπαθε για τον Χριστό, ευρισκόμενος στη φυλακή και υπηρετούμενος από μία μοναχή, επειδή πίστεψε στον εαυτό του και δεν απέφευγε το πρόσωπο που τον σκανδάλιζε, κύλησε με αυτό στην πορνεία, όπως γράφει ο Αββάς Μακάριος. Γι αυτό και ο Απόστολος την αποφυγή αυτή υπονοούσε όταν έλεγε «να αποφεύγετε την πορνεία» (Α΄ Κορινθ. 6,18).

36. Γι αυτό και ο Ιωάννης της Κλίμακος λέγει, ότι, όποιος έπεσε στην πορνεία ή άλλη σαρκική αμαρτία, εκείνος από πριν είχε την υπερηφάνεια και γι αυτό επέτρεψε ο Θεός να πέση για να ταπεινωθή· «όπου πτώμα κατέλαβεν, εκεί υπερηφάνεια προεσκήνωσεν». Και πάλι, «παίδευσις υπερηφάνω, πτώμα» (Λόγος, κβ΄).

37. Γιατί δυό είναι οι ελπίδες, σύμφωνα με τον Άγιο Ισαάκ, μία αληθινή και πολύ σοφή και μία ψεύτικη και ανόητη. Και όσοι αφιέρωσαν όλο τον εαυτόν τους στο Θεό, για κανένα πράγμα δεν φροντίζουν κοσμικό, με το να είναι ολοκληρωτικά δοσμένοι στην επιμέλεια και εργασία των αρετών· αυτοί αληθινά ελπίζουν στο Θεό να τους σώση από κάθε κακό και στην τωρινή και στη μέλλουσα ζωή· όσοι όμως περνούν με αμέλεια την ζωήν τους και τις αρετές δεν επιμελούνται, αυτοί αν και λένε ότι ελπίζουν στο Θεό, ψεύτικα όμως ελπίζουν και ανόητη είναι η ελπίδα τους. «Προηγούμενος, λέγει, εστίν ο δια τον Θεόν κόπος και ο ιδρώς ο εν τη γεωργία αυτού, της εις αυτόν ελπίδος»· σαν να λέγη, ότι, πρώτα πρέπει να κουρασθή κάποιος για σπείρη έργα καλά και αρετές και έπειτα να ελπίζη ότι και έχει να θερίση και να πάρη το μισθό της σωτηρίας της ψυχής του.

38. Γιά αυτό ο μέγας εκείνος Αυγουστίνος έλεγε, ότι, «όσα κτίσματα ευρίσκονται εις τον κόσμον, ομιλούσι με τους ενάρετους άνδρας με μίαν γλώσσαν βουβήν αληθινά και σιωπηλήν, αλλά κατά πολλά ενεργητικήν, η οποία εύκολα ακούεται και καταλαμβάνεται από αυτούς και τους παρακινεί περισσότερον εις την του Θεού αγάπην και από όλα τα πάντα εβρίσκουν αφορμήν να λαμβάνουν καλούς και ευλαβητικούς λογισμούς». Και ο θεολόγος Γρηγόριος λέγει· «Όλα δοξάζουν τον Θεό με αλάλητες φωνές· για όλα ευχαριστείται ο Θεός δια μέσου εμού· και έτσι ο ύμνος εκείνων γίνεται δικός μας, από τους οποίους εγώ παίρνω τον ύμνο». (Λόγος εις την Καινήν Κυριακήν). Οπότε και οι τρεις παίδες πήραν αφορμή από όλα τα δημιουργήματα να δοξολογήσουν τον Κτίστη στον ύμνο τους.

39. Σημείωσε ότι, κατά τον άγιο Μάξιμο, η ουσία των υπαρκτών έχει εικόνα του Πατέρα, η δύναμις του Υιού, η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, ώστε κατά όποιον τρόπο παραθέτει αυτόν σαν Θεό ποιητή, όχι μόνο Πως είναι ένας, αλλά και Πως είναι Τρία.

40. Βλέπε το λη΄ κεφ. των φυσικών και θεολογικών του μεγάλου της Θεσσαλονίκης Γρηγορίου στη Φιλοκαλίας, που λέγει εκείνος ο θειότατος νους ότι το ζωοποιό Πνεύμα του σώματος, είναι ένας έρωτας νοερός, ο οποίος προέρχεται από το νού και το Λόγο, και υπάρχει στο λόγο και στο νού και σε αυτό υπάρχει τον λόγο και το νού· και ότι, σύμφωνα με αυτό το ζωοποιό Πνεύμα, η νοερά και η λογική ψυχή, πιο πολύ από τους Αγγέλους είναι, σύμφωνα με την εικόνα του Θεού, επειδή εκείνοι δεν έχουν τέτοιο είδους ζωοποιό Πνεύμα, διότι δεν έχουν το σώμα το οποίο να δίνη ζωή.

41. Γι αυτό, από μεν το ένα μέρος ο Σολομώντας είπε· «από το μέγεθος και την ομορφιά των δημιουργημάτων, παίρνουμε την ανάλογη ιδέα για την δημιουργία τους» (Σοφ. 13,5)· από δε το άλλο ο μακάριος Παύλος· «Μολονότι είναι αόρατες και η αιώνια δύναμις του Θεού και η θεϊκή του ιδιότητα, μπορούσαν να τις ιδούν μέσα στην δημιουργία, από τότε που έγινε ο κόσμος» (Ρωμ. 1,20). Προσθέτουμε και αυτό εδώ ότι για το σκοπό αυτό δημιουργήθηκαν, από το ένα μέρος, όλα τα Δημιουργήματα, με λόγο και με σοφία, από δε το άλλο, οι άνθρωποι πλουτίσθηκαν με δύναμι λογική, μελετώντας τους λόγους των δημιουργημάτων, ώστε από τη λογική αυτή δύναμι να ανεβαίνουν στη γνώσι και μελέτη του προαιώνιου και ενυπόστατου λόγου, από τον Οποίο τα πάντα έγιναν. «Πάντα γαρ φησι, δι αυτού εγένετο και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν, ό γέγονεν» (Ιωάν. 1,3). Επειδή από τις αιτίες γνωρίζουμε τα αποτελέσματα, και από τα επακόλουθα, τι προηγήθηκε· ώστε φθάνει μόνο κάποιος να γνωρίζει να σκέφτεται σωστά και αμέσως, μέσα στην Δημιουργία βρίσκει την πίστι και από τα Κτίσματα και τους μελετώμενους λόγους των κτισμάτων, αντιλαμβάνεται και πιστεύει χωρίς αμφιβολία ότι υπάρχει Θεός.

42. Γιά δυό λόγους ο λόφος του Γολγοθά ωνομάσθηκε Κρανίου τόπος, πρώτα και το πιο σημαντικό, γιατί κατά την γνώμη Βασιλείου, Χρυσοστόμου και Θεοφυλάκτου είναι η παράδοσις αυτή ότι, εκεί ήταν θαμμένο το σώμα του Αδάμ. Γι αυτό και ο μοναχός Επιφάνιος σε αυτό το σύγγραμμα σχετικά με την Συρία και την Ιερουσαλήμ λέει· «Υπό τον Γολγοθάν ναός (ήτοι οίκος) μικρός του Αδάμ εστι και εν αυτώ ην η κάρα αυτού υπό το δείγμα του Γολγοθά» οπότε από αυτό ονομάστηκε Κρανίου τόπος· η δεύτερη και πιο πρόχειρη αιτία είναι γιατί κατά την γνώμην του Κορεσσίου και άλλων ιστορικών, δεν έλειπαν από εκεί πάντα κρανία σπαρμένα αυτών των κακούργων που απεκεφάλιζαν, από τα οποία και ονομάστηκε Κρανίου τόπος.

43. Ο πύρινος ουρανός έχοντας την ουσία του από φως καθαρώτατο, κατά τον άγιο Κάλλιστο, είναι, κατά τους θεολόγους, ο θρόνος του Θεού, κατά το «ο ουρανός μοι θρόνος»· και πάλι, «ο ουρανός του ουρανού τω Κυρίω» αυτός είναι και η κατοικία όλων των αγίων, τόσον Αγγέλων, όσον και των ανθρώπων· αυτός είναι και η πολυπόθητη βασιλεία των ουρανών, σχετικά για την οποία έλεγε ο μακάριος Αυγουστίνος, «αν και μίαν μόνην ημέραν έμελλον να απολαύσω την ουράνιον βασιλείαν, πάντα τα του κόσμου και πάσαν σωματικήν καταφρονήσω απόλαυσιν». Και ο Ιερώνυμος εμφανίστηκε σε όνειρο στον ιερό Αυγουστίνο πρώτα τον ερώτησε σχετικά με την βασιλεία των ουρανών, έλεγε· «Αδελφέ, η ουράνια μακαριότητα και με το στόμα δεν περιγράφεται και με τον ανθρώπινο νού δεν καταλαβαίνεται. Αυτήν και οι Άγγελοι απολαμβάνουν και οι δίκαιοι συναπολαμβάνουν και πίστευε έτσι».

44. Τρείς εξαίσιοι ύμνοι και δοξολογίες είναι, με τις οποίες δοξολογούν την Αγία Τριάδα οι εννιά τάξεις των Αγγέλων. Και της μεν πρώτης Ιεραρχίας των Θρόνων, Χερουβίμ και Σεραφίμ, είναι ο ίδιος ύμνος, το, Γέλ γέλ το οποίο βγαίνει από τους κύκλους των Χερουβίμ κατά τον Ιεζεκιήλ (κεφ. 1,13), δηλώνει δε ανακυλισμό, σύμφωνα με τον Άγιον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη (Ουράν. Ιεραρχ. κεφ. ιε΄)· της δε δεύτερης ιεραρχίας, των Κυριοτήτων, Δυνάμεων και Εξουσιών, ο ίδιος ύμνος είναι το, Άγιος, άγιος, άγιος (Ησ. 6,3). Της δε τρίτης των Αρχών Αρχαγγέλων και Αγγέλων ίδιος ύμνος είναι το, Αλληλούια, κατά τον Νικήτα τον Στηθάτη (Φιλοκαλ. κεφ. η΄ της τρίτης εκατοντ.).

45. Μιλώντας θυμήσου να προσέχης στην προσταγή του αγίου Θαλασσίου η οποία λέει· «Από τους πέντε τρόπους της συνομιλίας να διαλέξης τους τρεις. Τόν τέταρτο μη τον συνηθίσης. Και από τον πέμπτο να απέχης» (Φιλοκαλ.). Οι τρεις δε τρόποι, σύμφωνα με τον Νικόλαο Κατασκεπηνό είναι το ναί, το όχι και το ξεκάθαρο. Ο τέταρτος είναι το αμφίβολο. Ο δε πέμπτος, το άγνωστο, δηλαδή να μιλάς για πράγματα που γνωρίζεις Πως είναι αληθινά, ή ψεύτικα ή συγκεκριμένα· και για τα αμφίβολα και άγνωστα στους λόγους σου, να μην μιλάς· ή επειδή είναι πέντε τα είδη του λόγου, σύμφωνα με τον Βλεμίδη στη λογική. Κλητικό με το οποίο καλούμε κάποιον. Ερωτηματικό, με το οποίον ερωτούμε. Ευκτικό, με το οποίο ευχόμαστε. Οριστικό, με το οποίο οριστικά και καταφατικά μιλάμε και Προστακτικό, με το οποίο αρχοντικά και αυθεντικά προστάζουμε. Εσύ χρησιμοποίησε στην ομιλία σου μόνο τα τρία, το δε Οριστικό και Προστακτικό μη το χρησιμοποιής.

46. Γιά αυτό και ο Αββάς Ισαάκ (Λόγοι γ΄) λέγει, ότι είναι συνεργός των καλών η σιωπή και μεγαλύτερη όλων των έργων της μοναχικής πολιτείας (Λογ. λδ΄) και μυστήριο του μέλλοντος αιώνος (Επιστολ. γ΄ ). Ο δε μέγας Βαρσανούφιος λέει, ότι η σιωπή που κρατείται με τη θέλησί μας, είναι ανώτερη και από αυτή τη θεολογία.

47. Ο δε Αββάς Ισαάκ λέγει, ότι για τρία πράγματα σιωπά κάποιος· ή για την δόξα των ανθρώπων ή για την ζεστή επιθυμία και το ζήλο της αρετής ή γιατί έχει κρυφή θεϊκή συνομιλία μέσα στον εαυτό του και γι αυτό το λόγο πηγαίνει το νού του σε αυτή (λόγ. κστ΄).

48. Είναι ολοφάνερο αυτό και από τα παραδείγματα της Αγίας Γραφής. Γιατί οι υιοί του Θεού, δηλαδή του Σηθ και του Ενώς, με το να δούν τις κόρες των ανθρώπων, δηλαδή των απογόνων του Κάιν ότι ήταν όμορφες, πήραν αυτές γυναίκες και διέφθειραν αυτές και από αυτό ακολούθησε ο παγκόσμιος εκείνος κατακλυσμός (Γέν. κεφ. ς΄). Ο Συχέμ ο γιός του Εμμώρ στα Σίκιμα, για να δη την Δείνα την κόρη του Ιακώβ, την αγάπησε και έτσι την διέφθειρε και από τη διαφθορά αυτή, έγινε ο καταστροφικός εκείνος αφανισμός των Σικίμων από τους ανθρώπους έως τα ζώα. (Γέν. λδ΄). Ο Σαμψών γνώρισε γυναίκες, τόσο στα Θαμναθά, όσο και στη Γάζα και αγάπησε αυτές και κοιμήθηκε μαζί τους (Κρίτ. ιδ΄ και ις΄.) Είδε ο βασιλιάς Δαβίδ την Βηρσαβεέ όταν λουζόταν και την αγάπησε και έτσι εμοίχευσε με αυτή (Β΄ Βασιλ. ια΄). Είδαν οι δυό εκείνοι ηλικιωμένοι και κριτές του λαού την Σωσάννα και την επιθύμησαν (Σωσαν. ιστορ. 9). Και άλλα τέτοια πολλά.

49. Στα επιτίμια που δεν έχουν γραφή.

50. Ο μοναχός Ιώβιος, στην Μυριόβιβλο του Φωτίου, λέγει, ότι ονομάζεται μυρμηκολέων ο διάβολος, διότι, πρώτα ρίχνει τον άνθρωπο στα μικρά αμαρτήματα· και έπειτα τον ρίχνει στα μεγάλα· και στην αρχή φαίνεται ασθενής και μικρός, ωσάν μήρμυγκας, αλλ ύστερα φαίνεται κατά του αμαρτωλού, σαν ανδρειωμένο και μεγάλο λεοντάρι

51. Οπότε και ο Σιναΐτης θεοφόρος Γρηγόριος, έτσι λέγει περί των Δαιμόνων. «Όντας κάποτε και αυτοί νοερά όντα, αφού εξέπεσαν της αϋλίας και της λεπτότητος εκείνης, κάθε ένας απόκτησε κάποιο υλικό πάχος, έχοντας σώμα ανάλογο με την τάξι και την ενέργεια την οποία έχει κάνει από την έξι των παθών» (Κεφ. ρκγ΄ Φιλοκαλ.). Και συνεχίζοντας παρακάτω λέγει· «από την έξι των παθών, έγιναν κάπως υλικοί» (οι δαίμονες δηλαδή).

52. Βλέπε στο ξδ΄ κεφάλαιο Καλλίστου και Ιγνατίου των Ξανθοπούλων. Φιλοκαλ.

53. Οπότε και ο νέος Αδάμ, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, αν και είχε την φυσική των όντων φιλοσοφία και γνώσι (σχετικά με την οποία βλέπε στο νβ΄ κέφ.), δεν είχε όμως και τον παθητικό αυτόν και σύμφωνο νού, δηλαδή την φαντασία των αισθητών, αλλά τον ενεργεία και απαθή, αυτόν που επιβάλλεται αμέσως στους ασώματους λόγους των υπάρξεων, όπως είναι η γνώμη των θεολόγων. Οπότε ο θεολόγος εκείνος, Γεώργιος ο Κορέσσιος, σε μία από τις θεολογικές απορίες και λύσεις του σχετικά με την ένσαρκη οικονομία, είπε τα εξής· «Ήταν άξιος μισθού ο Κύριος... εξ αιτίας της αυξανομένης επιστήμης (δηλαδή της δυσικής γνώσεως των όντων) που υπάρχει αμέσως στο Χριστό και δεν εμποδίζοταν από τίποτε (ή από τον ύπνο), δηλαδή από τις φαντασίες του ύπνου ή από κάποια άλλη αιτία, όπως συμβαίνει με τον νού των ανθρώπων διότι ο νους του Χριστού δεν εξαρτόταν από τις φαντασίες, πράγμα που γίνεται εμπόδιο στην μετάδοσι των νοητών στους άϋλους λόγους)». Σε απόδειξι αυτού ούτε λίγο συντείνει και εκείνο που λέγει ο Βουλγαρίας Θεοφύλακτος (ερμην. του δ΄ του κατά Λουκ.) ότι ο Κύριος δεν φανταζόταν τα βασίλεια του κόσμου που του φανέρωνε ο εχθρός.

54. Βλ. στο τέλος αυτού του ίδιου κεφαλαίου.

55. Βλέπε πιο μπροστά σε αυτό το ίδιο κεφάλαιο.

56. Γιατί αν και τύχη και συναρπασθή κανείς από τα μάτια του και δη με εμπάθεια κανένα όμορφο πρόσωπο, πολεμήση όμως και δεν τυπώση στην φαντασία του την εικόνα του προσώπου εκείνου, βυθίζοντας τον νού του μέσα στην καρδιά του, γλυτώνει από τον ηδονικό συνδυασμό των λογισμών, γλυτώνει από την πάλη, γλυτώνει από την συγκατάθεσι και τελευταία γλυτώνει και δεν πέφτει στην διάπραξι της αμαρτίας. Γι αυτό και ο θεολόγος Γρηγόριος είπε τα εξής: «Μέ συνήρπασε ο όφις, αλλά δεν με συνέλαβε. Δεν έστησα είδωλο της αμαρτίας. Η πείρα είναι είδωλο, αποφύγαμε την διάπραξι. Αυτά είναι τα στάδια της πλάνης του εχθρού». Εάν όμως αφήση κάποιος να τυπωθή στην φαντασία του η εικόνα και ενθύμησις του προσώπου εκείνου, εύκολα μπορεί να πέση στους μεγαλύτερους βαθμούς της αμαρτίας έως και στην διάπραξι αυτής της αμαρτίας· ώστε το κάθετι στη φαντασία μένει.

57. Γι αυτό λέει ο μέγας Βασίλειος, όταν ο νους δεν σκορπίζεται στα εξωτερικά πράγματα, ούτε απλώνεται στο κόσμο από τις αισθήσεις, γυρίζει στον εαυτό του και μέσα από τον εαυτό του ανεβαίνει στην έννοια του Θεού· «νους μη σκεδαννύμενος επί τα έξω, μηδέ υπό των αισθητηρίων εις τον κόσμον διαχεόμενος, επάνεισι μεν προς εαυτόν, δι εαυτού δε, προς την του Θεού έννοιαν αναβαίνει» (επιστολ. α΄).

58. Γιατί τρεις είναι οι κινήσεις της ψυχής, κατά τον Αρεοπαγίτη Διονύσιο· α΄) μεν η κυκλική, η οποία γίνεται όταν η ψυχή γυρίζη από τα πολλά και από έξω πράγματα, πρώτα μαζεύεται στον εαυτό της, έπειτα ενώνεται με τις ενιαίες και αγγελικές δυνάμεις και έτσι ενώνεται με τον χωρίς αρχή και τέλος αγαθό, δηλαδή τον Θεό, β΄) η ελικοειδής, η οποία γίνεται, όταν η ψυχή κινήται και παίρνη τις θείες γνώσεις, όχι τελείως νοερά και ενιαία και αμετάβατα, αλλά μεταβατικά και με σκέψι, από ένα νόημα σε άλλο φερομένη, με ενέργειες, με κάποιο τρόπο ανακατεμένη από την κυκλική κίνηση και από την ευθεία, γ΄) ευθεία κίνησις είναι, όταν η ψυχή βγαίνη στη θεωρία των γύρω από αυτήν αισθητών πραγμάτων και από τα από έξω και αισθητά, ωσάν από κάποιες εικόνες διάφορες και πολλές, αναβαίνει στις απλές και ενιαίες θεωρίες. (Περί θείων ονομάτων, κεφ. δ΄). Λέγεται κυκλική η ανωτέρα και πρώτη κυρία κίνησις της ψυχής, γιατί, καθώς, παραδείγματος χάρι, όταν οι δυό άκρες μιας βέργας ενωθούν, γίνεται στεφάνι και κύκλος, έτσι και όταν η νοερά και γνωστική δύναμις και ενέργεια της ψυχής, η οποία βρίσκεται εξαίρετα στον εγκέφαλο, ως σωματικό όργανο, ενωθή με την νοερή ουσία της ψυχής που βρίσκεται στο κέντρο της καρδιάς και το εκεί καθαρώτατο ζωτικό πνεύμα, όπως σε ένα σωματικό όργανο, κατά το Ευαγγέλιο και τους νηπτικούς Πατέρες (Φιλοκαλία)· από την ένωσι και επιστροφή των δυό αυτών, κάποιος κύκλος γίνεται και με τον κύκλο αυτόν ενώνεται ο νους με την θεία χάρι, η οποία βρίσκεται στο μέσο της καρδιάς.

59. Γιά να αναφέρω κάποιο καλύτερο παράδειγμα· όπως οι ακτίνες του ηλίου, όσο απομακρύνονται από το κέντρο και το μέσον του γυαλιού, που ανάβει την ίσκα, τόσο ασθενέστερες, αραιότερες και σκοτεινότερες γίνονται, και όσο συμμαζεύονται στο κέντρο, τόσο δυνατώτερες, πυκνότερες και λαμπρότερες γίνονται, κατά αυτό τον τρόπο και ο νους και οι γνωστικές δυνάμεις της ψυχής, όσο μαζεύονται στο κέντρο της καρδιάς, τόσο δυνατώτερες και λαμπρότερες γίνονται.

60. Αν με αυτά τα θεία νοήματα και τις μελέτες ζωγράφιζες, αδελφέ, τον χάρτη της φαντασίας σου, όχι μόνο θα γλυτώσης από τις πονηρές ενθυμήσεις και κακούς λογισμούς, αλλά και θα επαινεθής με παρρησία σε εκείνη την ημέρα της Κρίσεως· γιατί λέγει ο μέγας Βασίλειος στον λόγο περί Παρθενίας, ότι κάθε άνθρωπος που βρίσκεται στο σώμα του, παρομοιάζεται με ένα ζωγράφο, που ζωγραφίζει κάποια εικόνα μέσα σε απόκρυφο τόπο. Καθώς λοιπόν ο ζωγράφος εκείνος, όταν βγάλη έξω στο θέατρο την εικόνα του, επαινείται μεν από τους θεατές, αν ζωγράφησε απάνω σε αυτή χαρακτήρες αγίων και άλλα ωραία και αξιοθέατα πράγματα, κατηγορείται όμως, αν ζωγράφησε σε αυτή συχαμερά, άσεμνα και αξιομίσητα πράγματα, κατά αυτό τον τρόπο και κάθε άνθρωπος, όταν μετά το θάνατον βρεθή στην Κρίσι του Θεού, θα επαινεθή και θα μακαρισθή από Θεό και Αγγέλους και Αγίους, αν στόλισε τον νού του και την φαντασία του με λαμπρά, θεία και πνευματικά νοήματα. Και πάλι, θα ντραπή και θα κατακριθή, αν γέμισε την φαντασία του με πάθη, με άσεμνα και αισχρά είδωλα και εικόνες. Και ο Θεσσαλονίκης Γρηγόριος θαυμάζει Πως από των αισθητών δημιουργείται στην ψυχή με την φαντασία ή νοητό φως, το οποίο παρέχει ζωή αιώνια ή νοητό και σκοτάδι κολαστήριο (Φιλοκαλία).

61. Και ότι μεν τα πάθη και οι λογισμοί βρίσκονται κρυμμένα στη καρδιά και από κεί βγαίνουν και μας πολεμούν, το μαρτυρεί ο Κύριος, λέγοντας· «Από την καρδιά βγαίνουν σκέψεις πονηρές, φόνοι, μοιχείες, κλοπές, ψευδομαρτυρίες, βλασφημίες. Αυτά είναι που μολύνουν τον άνθρωπο» (Ματθ. 15,18-19). Ότι όμως και οι εχθροί δαίμονες τριγύρω από την καρδιά κρύβονται και βρίσκονται (κατ ενέργεια όμως και όχι κατ ουσία, όπως λέγει ο μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος. Κυριακ. Δ΄ Νηστειών)· και αυτό το ίδιο μαρτυρεί ο άγιος Διάδοχος, λέγοντας ότι προ μεν του Αγίου Βαπτίσματος, η θεία χάρις παρακινεί τον άνθρωπο στα καλά από μέσα, ο δε σατανάς παραφυλάει στα βάθη της ψυχής και της καρδιάς· αφού δε ο βαπτισθή ο άνθρωπος, ο δαίμονας πηγαίνει έξω από την καρδιά, ενώ η χάρις μέσα (κεφ. ος΄). Πλήν και μετά το Βάπτισμα (λέγει ο ίδιος ο άγιος κεφ. πβ΄), παραχωρούνται να βρίσκωνται στα βάθη του σώματος (και μπορεί να πή κάποιος στην επιφάνεια της καρδιάς), για δοκιμασία του αυτεξουσίου και από κεί ερεθίζουν τον νού με την υγρότητα των σαρκικών ηδονών. Γι αυτό λένε οι Πατέρες, ότι οι δαίμονες δεν αγαπούν να γνωρίζουν οι άνθρωποι, ότι αυτοί βρίσκονται μέσα τους, για να μην διώχνουν από εκεί και τους πολεμούν με το όνομα του Ιησού Χριστού, το οποίο λέγεται μέσα στη καρδιά, όπως προείπαμε. Ότι οι δαίμονες βρίσκονται μέσα μας, συμφωνεί και ο θεολόγος Γρηγόριος, λέγοντας, ότι εκείνο που είπε ο Κύριος, Πως το ακάθαρτο πνεύμα, αφ ου εξέλθει από τον άνθρωπο, πάλιν παίρνει επτά άλλα πνεύματα και εισέρχονται και κατοικούν σε αυτόν τον άνθρωπον (Ματθ. 12,43)· αυτό, λέω, μαρτυρεί ο άγιος, ότι γίνεται μετά το Βάπτισμα, παραχωρούντος του Θεού να μπαίνουν οι δαίμονες στον βαπτισθέντα, για τους πονηρούς λογισμούς και τα λόγια και τα κακά έργα, που θα κάνη μετά το Βάπτισμα (Λόγ. εις τα Φώτα· βλ. και το κ΄ κεφάλ. του β΄ μέρους).

62. Βλέπε ότι σου έφερα παράδειγμα από την φαντασία που γεννάται από την όρασι. Γιατί γνώριζε, Πως άλλη αίσθησι δεν μας πολεμάει τόσο, όσο η όρασι. Και καθώς αυτή είναι η βασιλικώτερη, η λεπτότερη, η καθαρώτερη από όλες τις άλλες και η συγγενής με το νού κατά την λαμπρότητα και το ασώματο, όπως λένε οι θεολόγοι, έτσι και οι φαντασίες που γίνονται από αυτή, πολύ δύσκολα σβύνουν. Κατά δεύτερο τρόπο μας πολεμούν οι φαντασίες εκείνων των αισχρών και πονηρών λόγων, που ακούσαμε· και αυτό γνώριζε, ότι καθώς, όταν ενεργούν οι άλλες αισθήσεις, τα μάτια δεν ευχαριστούνται, αν δεν βλέπουν και αυτά εκείνο που αισθάνονται οι λοιπές αισθήσεις, έτσι και η φαντασία, δεν ευχαριστείται, αν ίσως δεν κάνη ορατά, όλα όσα ακούγονται και γεύονται και μυρίζονται και πιάνονται κατά τον Θεσσαλονίκης Γρηγόριο (Φιλοκαλία).

63. Γι αυτό και ο Αββάς Ισαάκ, όχημα και αμάξι του διαβόλου ονομάζει την σύγχυσι, πάνω στο οποίο καθήμενος εισέρχεται στη ταλαίπωρη ψυχή και την καταποντίζει (Λόγος λγ΄ ). και ο Πέτρος ο Δαμασκηνός λέγει· «Καμμία κακία δεν είναι τόσο εύκολη για την αμαρτία, όσο η σύγχυσις (Φιλοκαλία).

64. Γι αυτό, άξιο μνήμης είναι εκείνο, που συνήθιζε να λέγη πάντα ο θείος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, σε κάθε περίστασι που του συνέβαινε, καλή και κακή, δυστυχή και ευτυχή· είναι δε το απόφθεγμα αυτό: «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν ου γαρ παύσομαι τούτο επιλέγων αεί επί πάσί μοι τοις συμβαίνουσι» (εκ των προς την Διάκονον Ολυμπιάδα επιστολών ια΄)· το οποίο και ο Θεσσαλονίκης θείος Γρηγόριος μιμούμενος, αυτό το ίδιο συνήθιζε και έλεγε, όπως βλέπουμε στο βίο του.

65. Το κς΄ και κζ΄ κεφάλαιο του β΄ μέρους αυτού του βιβλίου, μας διδάσκει καθαρώτερα, ότι τα αμαρτήματα που λέει το παρόν κεφάλαιο, δεν εννοούνται Πως είναι θανάσιμα, αλλά μη θανάσιμα και συγγνωστά, και αυτοί που σε αυτά αμαρτάνουν δεν εννοούνται ότι είναι αυτοί που ζούνε απλά και αδιάφορα και κάνουνε θανάσιμα πταίσματα κάθε λίγο· (γιατί αυτοί πρέπει και να ενοχλούνται και με πόνο καρδιάς να κλαίνε και μεγάλη σκέψι να έχουν στο να εξετάζουν πάντα την συνείδησί τους και να εξομολογούνται· και λύπη ανάλογη να έχουν πάντα, όχι όμως και από την υπερβολική λύπη να πέφτουν σε απελπισία)· άλλα αυτοί που ζούνε πνευματική ζωή, οι αγωνιζόμενοι στη αρετή. Γιατί αυτοί αυτά τα συγγνωστά αμαρτήματα κάνοντας (ποιά δε είναι αυτά, βλέπε στην αρχή του κς΄ κεφαλαίου) ή και βαρύτερα από αυτά και μεγαλύτερα (στα οποία κάποτε πέφτουν και αυτοί, κατά παραχώρησι Θεού), κάνουν κατά την διάταξι του παρόντος κεφαλαίου· πλήν η διάταξις αυτή, ωφελεί απλά κάθε άνθρωπο, που κάνει το οποιοδήποτε αμάρτημα.

66. Σε αυτό αρμόζει η ιστορία που αναγινώσκομε στο Γεροντικό· φαίνεται εκεί ότι ένας μοναχός από συναρπαγή έπεσε σε πορνεία. Και επειδή οι λογισμοί της απογνώσεως από μέσα τον ενωχλούσαν, ότι έχασε την ψυχή του και πλέον σωτηρία δεν υπάρχει, αυτός ως φρόνιμος και έμπειρος στον κατά του εχθρού αόρατο πόλεμο, έλεγε στους λογισμούς του· «ουχ ήμαρτον, ούχ ήμαρτον»· έως ότου μπήκε στο κελλί του και κλείσθηκε και αφού ειρήνευσε την καρδιά του, τότε έδειξε την πρέπουσα μετάνοια δια την αμαρτία του· οπότε και αποκαλύφθηκε σε ένα άλλο διορατικό Γέροντα, ότι ο μοναχός εκείνος, έπεσε, ναί, αλλά σηκώθηκε και νίκησε.

67. Γνώριζε, λοιπόν, αγαπητέ, ότι από έξι μέρη μας πολεμούν οί δαίμονες, όπως λέγουν οι Πατέρες και μάλιστα ο άγιος Μελέτιος ο Ομολογητής· από πάνω και κάτω, από δεξιά και αριστερά και από εμπρός και από πίσω. Και από επάνω είναι οι υπερβολές που είναι πάνω από την δύναμί μας που κάνομε για την αρετή· από κάτω οι ελλείψεις που έχομε στην ίδια αρετή από την αμέλειά μας· (γι αυτό είπαν οι Πατέρες ότι τα άκρα είναι των δαιμόνων)· και δεξιά λέγονται, όταν οι δαίμονες με δεξιά αιτία και πρόφασι του καλού, μας ρίχνουν στο κακό· αριστερά, όταν από φανερή αιτία του κακού, μας κάνουν να αμαρτάνωμε. Και από μπροστά, όταν οι δαίμονες μας πολεμούν με τους λογισμούς και ενθυμήσεις των πραγμάτων που πρόκειται να έλθουν από πίσω, όταν μας πολεμούν με τις ενθυμήσεις και προλήψεις των περασμένων πραγμάτων. Και γενικά, όλοι οι πονηροί λογισμοί προσβάλλουν την ψυχή εσωτερικά ή εξωτερικά· και εσωτερικά την προσβάλλουν ή με ιδέα και εικόνα που τυπώνεται θεωρητικά στην φαντασία, ή με τον ενδιάθετο λόγο της καρδιάς που τυπώνεται ουσιαστικά στην ίδια την φαντασία. Εξωτερικά την προσβάλλουν δια μέσου των αισθητών αντικειμένων των πέντε αισθήσεων, δηλαδή με τα ορατά πράγματα, τα ακουστά, τα οσφρητά, τα απτά και τα γευστικά· (σχετικά με αυτά βλέπε στο κγ΄ κεφάλαιο: Πως πρέπει να διορθώνουμε τις αισθήσεις μας). Τα αίτια των εσωτερικών και εξωτερικών κινουμένων λογισμών είναι τρία· πρώτα οι δαίμονες, δεύτερον τα πάθη, δηλαδή οι πληγές που δεχθήκαμε στην καρδιά μας με την έξι προαιρετικά, ή μισώντας κάποιο πράγμα, ή αγαπώντας αυτό με εμπάθεια· και τέλος η διεφθαρμένη κατάστασις της ανθρωπίνης φύσεως.

68. Έτσι και εκείνος που προκόβει κάτω από την υποταγή κάποιου Γέροντα, επιθυμώντας να κατορθώση μεγαλύτερες αρετές, απατάται και αφίνει την υπακοή και πηγαίνει στη μοναξιά και άσκησι· και εκεί πέφτοντας στην αμέλεια, χάνει και την λίγη προκοπή που έκαμνε στην υπακοή, όπως λέγει ο Ιωάννης της Κλίμακας· το ίδιο παθαίνει και ο ερημίτης και αναχωρητής, όταν αφήση την ερημιά και πηγαίνη σε υπακοή, για να αποκτήση τάχα περισσότερες αρετές και ωφέλεια· επειδή στην υποταγή χάνει και τη λίγη ησυχία, που απελάμβανε στην μοναξιά.

69. Δηλαδή να παρακαλούμε να μη μπαίνουμε σε πειρασσμό, διότι λέγει· «Και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν» (Ματθ. 6,13). Και πάλι· «Προσεύχεσθε να μη εισέλθετε σε πειρασμό» (Λουκ. 22,40)· αυτό ερμηνεύοντας ο Θεοφύλακτος Βουλγαρίας λέγει, ότι είναι δαιμονικό πράγμα και υπερήφανο, το να ρίχνη κάποιος μόνος τον εαυτό του σε πειρασμούς. «Δαιμονιώδες γαρ το επιρρίπτειν εαυτούς εις πειρασμούς και αλαζονικόν». Πρέπει λοιπόν και πριν από τον πειρασμό, να παρακαλούμε για να μη πέσουμε σ αυτόν, και αφού πέσουμε στον πειρασμό πάλι να παρακαλούμε, για να μη νικηθούμε από αυτόν (διότι έτσι ερμηνεύτεται το «μη εισελθείν ημάς εις πειρασμόν», κατά τον Θεοφύλακτο)· δεν πρέπει όμως να πέφτουμε τόσο, να γογγύζουμε, να ανησυχούμε και να λυπούμαστε, όταν μας τύχουν πειρασμοί διάφοροι και θλίψεις, αλλά να ευχαριστούμε και να χαιρώμαστε, καθώς μας παραγγέλλει ο Αδελφόθεος: «Πάσαν χαράν ηγήσασθε, αδελφοί μου, όταν πειρασμοίς περιπέσητε ποικίλοις» (1,2)· όντας πληροφορημένοι, ότι ο πειρασμός που πάσχουμε, κατά το όνομα πειράζει, δηλαδή δοκιμάζει και λαμπρύνει την πίστι και αγάπη που έχομε προς τον Θεό, όπως και η φωτιά λαμπρύνει το χρυσάφι στο χωνευτήρι.

70. Πόσο πολύ ωφέλιμο πράγμα είναι το να έχη κανείς τον εαυτό του χειρότερο και κατώτερο από όλους τους ανθρώπους, το μαρτυρούν οι άγιοι· ο θείος Χρυσόστομος λέγει· «Δεν υπάρχει στον Θεό τίποτε τόσο αγαπητό, όσο το να θεωρή κάποιος τον εαυτό του ως τον χειρότερο απ όλους». Ο μέγας ανάμεσα στους Πατέρες Βαρσανούφιος είπε· «αν πράγματι θέλης να σωθής, άκουσε τι να κάνης έμπρακτα· σήκωσε τα πόδια σου από την γη και ύψωσε το νού σου στον Θεό. Και η μελέτη σου ας είναι εκεί μέρα και νύκτα· και με όση δύναμι έχεις καταφρόνησε τον εαυτό σου· πιστεύοντας ότι βλέπεις τον εαυτό σου κάτω από όλους τους ανθρώπους· αυτή είναι η αληθινή οδός· εκτός από αυτήν δεν υπάρχει άλλη για εκείνον που θέλει να σωθή με την δύναμι του Χριστού· ας τρέχη εκείνος που θέλει για να προλάβη· τον εξορκίζω στο όνομα του ζωντανού Θεού που θέλει να χαρίση την αιώνια ζωή σε όποιον επιθυμεί». Ο θείος Γρηγόριος ο Σιναΐτης, προσθέτει, ότι πρέπει να έχουμε τον εαυτό μας χειρότερο και από όλα τα κτίσματα και ελεεινότερο από τους ιδίους δαίμονες, διότι λέγει. «Υπάρχουν δυό είδη ταπεινώσεως, όπως λέγουν οι Πατέρες. Το ένα είναι να θεωρή κανείς τον εαυτό του κάτω από όλους και να αναφέρη τα κατορθώματά του στον Θεό· το πρώτο είναι η αρχή, το δεύτερο το τέλος». Και αυτή η ταπείνωσις πετυχαίνεται από αυτούς που την επιζητούν όταν εν γνώσει τους σκέπτωνται αυτά τα τρία για τον εαυτό τους· ότι είναι οι πιο αμαρτωλοί από όλους· και το ότι είναι οι πιο αισχροί από όλα τα κτίσματα, επειδή βρίσκονται στην παρά φύσι κατάστασι· και ότι είναι πιο ελεεινοί και από τους δαίμονες, επειδή υπηρετούν τους δαίμονες». (Φιλοκαλία, κεφ. ριε΄).

71. Σύμφωνα με την διδασκαλία αυτή, λέγει και ο μέγας εκείνος έγκλειστος και προφητικώτατος Βαρσανούφιος τα εξής: «Το να είσαι αμέριμνος από κάθε πράγμα σε κάνει να πλησιάσης στην πόλι, και το να μη σε υπολογίζουν οι άνθρωποι, σε κάνει να κατοικήσης στην πόλι· και το να πεθάνης για κάθε άνθρωπο, σε κάνει να κληρονομήσης την πόλι και τους θησαυρούς της. Αν θέλης να σωθής, κράτα το αψήφιστο, δηλαδή το να μη σε υπολογίζουν οι άνθρωποι, και τρέχε προς τον σκοπό σου». Το αψήφιστο, κατά τον όσιο Ιωάννη, τον μαθητή του Βαρσανουφίου, είναι το να μην εξισώσης τον εαυτό σου με άλλον και να τον συγκρίνης με κάποιον άλλον. Ούτε να πής και για κανένα καλό έργο ότι κι εγώ αυτό το έκανα. (πάλι εδώ ο άγιος εννοεί ή την καρδιά, ή την απάθεια ή τη θεϊκή γνώσι).

72. Και ακολούθως συλλογίσου αυτόν τον αληθέστατο και βεβαιώτατο στοχασμό, δηλαδή όσες περισσότερες αρετές κατορθώσεις και όσα περισσότερα χαρίσματα λάβεις, τόσο περισσότερο ευεργετείσαι από τον Θεό· και όσο περισσότερο ευεργετείσαι, τόσο και περισσότερο χρέος έχεις προς τον Θεό και τόσο περισσότερο υπόχρεως γίνεσαι· έτσι από τον στοχασμό αυτόν όχι μόνο δεν θα υπερηφανευθής για τις αρετές και τα χαρίσματά σου, αλλά θα αγωνισθής και να κατεβής στο βάθος της ταπεινώσεως μη έχοντας κάτι το αντάξιο για να ευχαριστήσης τον Θεό για τα θεϊκά του χαρίσματα.

73. Χωριστά από αυτό όλες οι αρετές, με το να είναι φυσικές ενέργειες του Θεού και δωρεές και χάριτες του αγίου Πνεύματος, ακολούθως είναι άναρχες και ατέλειωτες κατά τον άγιο Μάξιμο, άπειρες δε κατά το μέγεθος και αναρίθμητες κατά το πλήθος, ως λέγει ο μέγας Βασίλειος. Πως λοιπόν μπορεί κάποιος να υψηλοφρονήση, ότι απέκτησε αρετές, αφού μάθη Πως και οι αρετές, ούτε αρχή έχουν, ούτε τέλος, ούτε αριθμό; και Πως μάλιστα δεν θα κατεβή στο βάθος της ταπεινώσεως, συλλογιζόμενος Πως όσες αρετές κι αν κατώρθωσε, πάλι ούτε στην αρχή ακόμη των αρετών δεν έφθασε; αλλά δέχθηκε από αυτές τόσο μόνο, όσο είναι μία σταλαγματιά από άπειρο πέλαγος· ή Πως δεν θα παρακινηθή και αυτός πάντοτε να λέγη εκείνη την ευχή του μεγάλου Αρσενίου, που λέγει· «Ο Θεός μου, μη με εγκαταλείψης· δεν έκανα κανένα αγαθό ενώπιόν σου, αλλά εξ αιτίας της ευσπλαγχνίας σου, βοήθησέ με να κάνω αρχή».

74. Γι αυτό και ο Κύριος θέλοντας να οικοδομήση την θαυμαστή οικοδομή των μακαρισμών, πρώτο θεμέλιο αυτών έβαλε την πτωχεία του πνεύματος, δηλαδή την ταπείνωσι, λέγοντας· «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών εστίν η βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. 5,3)

75. Ο θείος και άγιος Αυγουστίνος, όχι μόνον ο ίδιος πολύ αγαπούσε να συνθέτη και να αναγινώσκη τις παρόμοιες ακοντιστικές προσευχές και σαϊτευτικές, αλλά και την πνευματική του θυγατέρα, την ευλαβή εκείνην Πρόβα, συμβούλευε να αναγινώσκη και να μελετά τις παρόμοιες προσευχές· μερικοί θέλουν και οι ερωτικές ευχές του αγίου αυτού να ονομάζωνται σαϊτευτικές.

76. Γι αυτό και ο Απόστολος Ιάκωβος μας παραγγέλλει, η υπομονή μας να μην είναι ατελής και ελλιπής, άλλα υπομένοντας και άλλα όχι· αλλά τέλεια και ολόκληρη πάντα, μικρά και μεγάλα υπομένοντας· «Η υπομονή ας παράγη τέλειο τον καρπό της τελειοποιήσεως σας, για να είσθε τέλειοι και ολόκληροι και να μη σάς λείπη τίποτε» (Ιάκ.1,4).

77. Και ο Αββάς Ισαάκ (λόγος ιβ΄) θέλει να τοποθετούμε σημάδια σε κάθε βήμα που κάνουμε για να γνωρίζουμε την πρόοδό μας ή την πλάνη του εχθρού· λέγει μάλιστα και τα εξής σημεία· όταν βλέπης ότι ο νους σου όχι με κάποια βία, αλλά ελεύθερα τρέχει στους αγαθούς λογισμούς, αυτό είναι σημείο ότι προοδεύεις. Παρόμοια όταν στεκόμενος στην προσευχή, ο νους σου δεν γυρίζη εδώ κι εκεί, αλλά και ο στίχος του ψαλμού, κόβεται από την γλώσσα σου και σου έρχεται σιωπή και θαυμασμός χωρίς να το θέλης εσύ. Και πάλι όταν βλέπης ότι σε κάθε σου ενθύμησι και κάθε λογισμό, και κάθε μελέτη και θεωρία, γεμίζουν τα μάτια σου από δάκρυα, χωρίς βία. Παρόμοια όταν βλέπης σε μερικά χρονικά διαστήματα να βυθίζεται όλος ο νους σου στην καρδιά σου, και να μένη εκεί λίγη ώρα και μετά από αυτό βέπης όλα τα μέλη σου εξασθενημένα και βασιλεύη στους λογισμούς σου ειρήνη, όλα αυτά, λέγει ο άγιος είναι σημείο της προόδου μας.

78. Αλλά ούτε τότε πρέπει να ξεθαρρέψουμε, αν δεν ταραχθούμε, όταν μας τύχουν ξαφνικά τα αίτια των παθών. Επειδή, αν υποθέσουμε ότι δεν ταραχθήκαμε την μία ή τις δυό φορές την ημέρα, όντας σε καλή κατάστασι, πιθανόν την τέταρτη ή την πέμπτη φορά να ταραχθούμε από τα πάθη. Και για να μιλήσω πιο απλά, επειδή ο άνθρωπος έχει την τρεπτότητα σαν κάτι το φυσικό και μπορεί από ώρα σε ώρα να αλλάξη, και την μία στιγμή να βρίσκεται στον παράδεισο και την άλλη στον άδη, γι αυτό πρέπει πάντοτε να έχη φόβο στην καρδιά του, όπως παραγγέλλει ο Παύλος· «να κατεργάζεσθε την σωτηρία σας με φόβο και τρόμο» (Φιλιπ. 2,12) και ποτέ δεν θα μπορέση να ξεθαρρέψη σε όλη του τη ζωή.

79. Γι αυτό και οι Πατέρες και μάλιστα ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, ωνόμασαν και αυτήν την τελειότητα των τελείων ατελή και λειψή· «η ατέλειωτη τελειότητα των τελείων». Και ο Παύλος σε αυτό ορίζει την τελειότητα, στο να τρέχουμε πάντοτε μπροστά και να μη γυρίζουμε πίσω, και στο να νομίζουμε ότι δεν κατωρθώσαμε τίποτε· γι αυτό και αυτός αποκαλεί τον εαυτό του ατελή, και λέγει ότι δεν μπόρεσε να λάβη τίποτε· «Δεν λέω ότι έλαβα πλέον το βραβείο και έχω κατορθώσει την πνευματική μου τελειοποίησι… Αδελφοί, εγώ δεν νομίζω ακόμη ότι επέτυχα το σκοπό, για τον οποίον απεστάλθηκα από τον Κύριο. Όσα κι αν έχω εργασθή και όσα και αν έχω κατορθώσει δεν φρονώ ότι ανταποκρίθηκα πλήρως στην αποστολή μου. Αλλά ένα πράγμα κάνω και για ένα φροντίζω· να λησμονώ τα όσα έγιναν στο παρελθόν και να απλώνωμαι συνέχεια και να σπεύδω σε εκείνα που είναι εμπρός μου και πρέπει να εκτελέσω». Και θέλοντας να φανερώση ότι η τελειότητα βρίσκεται σε αυτό, λέγει· «Όσοι λοιπόν προσπαθούμε να γίνουμε τέλειοι, αυτό ας φρονούμε» (Φιλιπ. 3,12-15). Δηλαδή, αυτό είναι η τελειότητα, το να φρονούμε ότι δεν φθάσαμε ποτέ στην τελειότητα. Και αυτό είναι η στάσι της αρετής, το να μη στεκώμαστε, αλλά να τρέχουμε πάντοτε προς αυτήν, πράγμα που φαίνεται κάπως παράξενο όταν λέγεται.

80. Από που καταλαβαίνουμε ότι αυτά ησυχάζουν μέσα στην καρδιά μας; Από το εξής σημάδι· γιατί όταν συναντήσουμε κάποιο αίτιο και μάλιστα ξαφνικό που να παρακινή τα πάθη, τότε καταλαβαίνουμε κι εμείς ότι τα πάθη μας ταράσσουν και θαυμάζουμε που ήταν κρυμμένα και ξεφύτρωσαν. Γι αυτό και ωραία είναι και η παρομοίωσις που κάνει γι αυτό και ο αββάς Ισαάκ. Λέγει, ότι όπως τον χειμώνα τα χορτάρια και τα βότανα εξαφανίζονται από την επιφάνεια της γης, οι ρίζες τους όμως είναι κρυμμένες στο βάθος της γης, και αμέσως μόλις μυρίζουν τις ανοιξιάτικες βροχές, ξεφυτρώνουν και γεμίζουν το πρόσωπο της γης, έτσι συμβαίνει και με τα πάθη. Και για να το πω πιο έξυπνα· όπως αυτή η γη καταράσθηκε να βλαστάνη αγκάθια και τριβόλια, έτσι και η ανθρώπινη φύσις μας, αφού εφθάρη και σπείρεται και συλλαμβάνεται με αμαρτία, φυσικά κατά κάποιον γεννά τα πάθη και ποτέ δεν έχει εμπιστοσύνη.

81. Βιβλ. Α΄ της Ορθοδόξου Πίστεως κεφ. με΄. Σύμφωνα με τους θεολόγους υπάρχουν δυό θελήματα του Θεού· προηγούμενο και επόμενο. Και σύμφωνα με το προηγούμενο θέλημα, το οποίο λέγεται και ευδοκία και προέχεται από τον Θεό, κατά τον ιερό Δαμασκηνό, επιθυμεί ο Θεός όχι μόνον όλα τα καλά και την σωτηρία των ανθρώπων, αλλά και τις αμοιβές των καλών, τόσο των προσκαίρων όσο και των αιωνίων. Κατά δε το επόμενον θέλημα, που λέγεται και παραχώρησις, και προέρχεται από την δική μας αιτία, θέλει ο Θεός τις τιμωρίες όλων των κακιών, τόσο των προσκαίρων όσο και των αιωνίων. Και αυτή η αιώνια κόλασις, σύμφωνα με τον άγιο Μάρκο Εφέσου, συμφέρει στους κολαζομένους και ωφέλιμη είναι, διότι είναι εκκοπή του κακού και εκπλήρωσις της θείας δικαιοσύνης. Τα δε αληθινά κακά, δηλαδή τις αμαρτίες, δεν τις θέλει ο Θεός ούτε κατά το προηγούμενο θέλημα, ούτε κατά το επόμενο, διότι αυτές είναι γέννημα μόνον της κακής προαιρέσεως των λογικών κτισμάτων.

82. Λέγει ο άγιος αυτός ότι όσο διαφέρει και είναι πιο δυνατός ο χαλκός και ο σίδηρος από τα φρύγανα και τα ξύλα, τόσο διαφέρει και είναι πιο δυνατό ένα σώμα και μία κράσις από την άλλη. Γι αυτό εκείνο που είναι για μερικούς κακοπάθεια πάνω από το μέτρο, για τους δυνατώτερους είναι μια ανάπαυσις άνετη· έτσι δογματίζει το εξής· «Αρίστη εγκράτεια της γαστρός είναι αυτή που υπολογίζεται ανάλογα με την δύναμι του καθενός» (Διατάξ. Ασκητ. δ΄.).

83. Ενεργουμένη προσευχή, κατά τον Άγιο Μάξιμο, είναι εκείνη που συνοδεύεται από τα απαραίτητα έργα στηνπροσευχή, τόσο εκείνου που προσεύχεται όσο και του άλλου για τον οποίον κάποιος προσεύχεται.

84. Σύμφωνα με αυτά λέγει και ο ιερός Χρυσόστομος (λόγος α΄ στους Ανδριάντας): «Μεγάλο αγαθό είναι η προσευχή, όταν γίνεται με ευχάριστη διάνοια. Πρέπει να εκπαιδεύσουμε τους εαυτούς να ευχαριστούμε τον Θεό μας, όχι μόνον όταν λαμβάνουμε αλλά και όταν δεν λαμβάνουμε· γιατί άλλοτε δίνει και άλλοτε δεν δίνει, πάντοτε όμως προς το συμφέρον. Ώστε κι αν λάβης, κι αν δεν λάβης, χωρίς να λάβης, έχεις λάβει. Και αν πετύχης, κι αν δεν πετύχης, πέτυχες, χωρίς να έχης πετύχη· διότι μερικές φορές περισσότερο ωφέλιμο είναι το να μη λάβη κανείς. Διότι αν δεν ήταν συμφέρον, πολλές φορές το να μη λάβουμε, θα μας το έδινε· ώστε το να αποτύχη κανείς, σύμφωνα με το συμφέρον του, αυτό είναι επιτυχία».

85. Πολλά και μεγάλα είναι τα χαρίσματα που προκαλεί αυτή η ιερή και νοερή προσευχή, τα οποία απαριθμούν οι άγιοι και θεοφόροι Πατέρες, οι καλούμενοι Νηπτικοί, και βλέπε στην Φιλοκαλία. Εγώ όμως αναφέρω εδώ το γενικώτερο και σπουδαιότερο από όλα τα άλλα. Ο άνθρωπος είναι και λέγεται κατ εικόνα Θεού, έχοντας νού, λόγο και ζωοοποιό πνεύμα του σώματος, δηλαδή φυσική θέλησι και αγάπη. Επειδή όμως ο Θεός είναι τρία και ένα, και ο άνθρωπος που είναι κατ εικόνα Θεού να γίνη και τρία και ένα, για να μοιάζη με το πρωτότυπό του και στη συνέχεια να ενωθή με αυτό. Αυτή η ένωσις και ομοιότητα με τον Θεό δεν γίνεται με άλλον τρόπο παρά μόνο με την προσευχή αυτή. Όταν λοιπόν ο νους έχη όλη του την προσοσχή στραμένη στον ενδιάθετο λόγο, που είναι μέσα στην καρδιά και ο ενδιάθετος λόγος λέγη το «Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιε του Θεού, ελέησόν με», ενώ το Πνεύμα και η φυσική θέλησις με όλη της την δύναμι αγαπά και αφιερώνεται στα λόγια αυτά της προσευχής, τότε αυτές οι τρεις δυνάμεις, μένοντας τρεις γίνονται ένα· Και ο ένας άνθρωπος γίνεται τρία, μένοντας ένα· Και αυτό σημαίνει εκείνο που λέγει αμυδρά ο μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος, ο μεγάλος εκείνος εργάτης και διδάσκαλος της Νοεράς Προσευχής: «Όταν το ενιαίο του νού γίνεται τρία, μένοντας ένα, τότε ενώνεται με την Θεαρχική Τριαδική Μονάδα, αποκλείοντας κάθε είσοδο πλάνης, και βρίσκεται πάνω από κάθε καθεστώς σάρκας κόσμου και κοσμοκράτορος». Και στη συνέχεια λέγει ο άγιος ότι, κι αν αυτή η ένωσις των τριών, με την προσευχή αυτή, είναι πιο κοπιαστική από κάθε άλλο κόπο αρετής, όμως δίνει τα απόρρητα μυστήρια και τις αποκαλύψεις του Θεού, όταν κανείς υπομένη πολύ χρόνο στην εργασία και ένωσι αυτή. Και γιατί να πολυλογώ; Μέ άλλον τρόπο δεν μπορεί ο άνθρωπος να φυλάξη την πρώτη εντολή, δηλαδή, το «να αγαπήσης τον Κύριο το Θεό σου με όλη σου την ψυχή...», όπως προστάσσει ο Κύριος (Λουκ. 10,27), παρά με το μέσο της Νοεράς αυτής Προσευχής. Σημειώνω δε και τα εξής σε όσους είναι αντίθετοι στον τρόπο της προσευχής αυτής, την απόφασι που έχει ο Συνοδικός Τόμος, κατά του Βαρλαάμ και Ακινδύνου, επί Βασιλέως Ανδρονίκου Παλαιολόγου, ενώπιον της Συγκλήτου και των Ρωμαίων κριτών. Έχει δε ως εξής: «Φάνηκε από αυτά και ελέγχθηκε ο Βαρλαάμ ότι βλασφημεί και ομιλεί κακόδοξα για το Θαβώρειο Φως, και για εκείνους τους Μοναχούς και για την ιερή ευχή που προφέρουν αυτοί. Οι Μοναχοί αποδείχθηκαν ανώτεροι από την κατηγορία του, ως μένοντες στις εξηγήσεις και παραδόσεις των Αγίων Πατέρων… Γι αυτό... ο ίδιος ο Βαρλαάμ... αλλά και όποιος άλλος αναφανή να ομιλή βλάσφημα και κακόδοξα με βάσι εκείνα τα βλάσφημα που είπε αυτός και στρέφονται κατά των Μοναχών, μάλλον κατά της Εκκλησίας, ή όποιος φανή να ασχολήται γενικά με τα παρόμοια, στην ίδια καταδίκη από την δική μας Μετριότητα υποβαλλόμενος, αποκηρυγμένος θα είναι και αυτός και αποκομμένος από την Καθολική Ανατολική Εκλησία του Χριστού και του Ορθοδόξου συστήματος των χριστιανών».

86. Από που είναι φανερό αυτό; Διότι τόσο η χάρις, που δίνει ο Θεός στην παρούσα ζωή, όσο και η δόξα που πρόκειται να δώση στην άλλη, για τις οποίες είπε ο Δαβίδ «χάρι και δόξα θα δώση» (Ψαλμ. 83,12), και τα δυό ονομάζονται έλεος· η μεν χάρις, γιατί όσοι χαριτώθηκαν από τον Θεό, απλά κατά τον απόστολο Πέτρο ονομάζονται ελεημένοι «Εσείς που κάποτε δεν ήσασταν λαός, τώρα γίνατε λαός του Θεού· εσείς που άλλοτε δεν είχατε ελεηθή, τώρα βρήκατε έλεος» (Α΄ Πέτρ. 2,10). Και ο θείος Παύλος, αυτός που ελεήθηκε τόσο πολύ ονομάζει τον εαυτό του ελεημένο· «Εκφράζω τη γνώμη μου σαν άνθρωπος που έχει ελεηθή» (Α΄ Κορ. 7,25)· και αλλού λέγει· «Αλλά ελεήθηκα διότι το έκανα από άγνοια» (Α΄ Τιμ. 1,13). Παρόμοια και η δόξα των αγίων στους ουρανούς και ο στέφανος λέγεται έλεος και από έλεος δίνεται, όπως λέγει ο ψαλμωδός· «Αυτόν που σε στεφανώνει με έλεος και οικτιρμούς» (Ψαλμ. 102,4). Ερμηνεύοντας αυτό ο ιερός Χρυσόστομος λέγει· «Λοιπόν ο στέφανος είναι αποτέλεσμα χάριτος και φιλανθρωπίας».

87. Λέγει ο άγιος Ισαάκ: «Πρέπει να γνωρίζετε και το εξής αδελφοί· ότι κάθε συνομιλία που γίνεται στα κρυφά και κάθε μέριμνα αγαθής διανοίας εν Θεώ και κάθε μελέτη των πνευματικών καθορίζεται με το όνομα της ευχής (δηλαδή ονομάζεται προσευχή) και κρύβεται μέσα στο όνομα αυτό· είτε αναφέρεις διάφορες αναγνώσεις, ή φωνές του στόματος ή δοξολογία του Θεού, ή λυπηρών φροντίδα εν Κυρίω, είτε γονυκλισίες, είτε στιχολογία ψαλτηρίου είτε τα υπόλοιπα, από τα οποία αποτελείται η διδασκαλία της αληθινής ευχής» (Λόγος λε΄).

88. Αυτό ήταν επόμενο να συμβή οπωσδήποτε. Γιατί καθώς διηγείται ο Κορνήλιος ο Ιταλός τα όργανα της μαστιγώσεως του Κυρίου μας ήταν αλυσίδες, βούνευρα, βέργες αγκαθωτές και σχοινιά που είχαν δεμένα στις άκρες αγκίστρια. Οι Δήμιοι που τον μαστίγωναν στον αριθμό ήταν εξήντα. Έτσι δεν του άφησαν μέρος χωρίς πληγές. Άνοιξαν οι φλέβες και το αίμα έτρεχε σαν ποτάμι, σε σημείο ώστε από τους πολλούς δαρμούς οι σάρκες του εξαφανίσθηκαν και μπορούσαν να μετρήσουν ένα ένα τα κόκκαλά του, όπως προφήτεψε γι αυτά ο προφήτης Δαβίδ λέγοντας «Απαρίθμησαν όλα τα οστά μου» (Ψαλμ. 21,18), Αυτή η διήγησις φαίνεται ότι συμφωνεί με τα Ευαγγέλια. Γιατί τόσο ο Ματθαίος όσο και ο Μάρκος αναφέρουν ότι αυτοί που υπηρέτησαν στην μαστίγωσι και τους άλλους εμπαιγμούς του Κυρίου ήταν όλη η σπείρα, δηλαδή όλο το στρατιωτικό τάγμα του Πιλάτου, όπως ερμηνεύει ο Θεοφύλακτος· πράγμα το οποίο σημαίνει ότι πιθανόν και είναι επόμενον να υπερβαίνη και τον αριθμό των εξήντα.

89. Μέ κάθε δίκαιο χαιρόταν και χαιρόταν και με το παραπάνω η Αγία Τριάδα πριν από την δημιουργία του κόσμου, γνωρίζοντας εκ των προτέρων, σύμφωνα με την θεαρχική της ιδέα, την αειπάρθενο Μαριάμ. Γιατί είναι γνώμη μερικών θεολόγων, ότι αν υποθέσουμε ότι όλα τα εννέα τάγματα των Αγγέλων γκρεμίζονταν από τους ουρανούς και γίνονταν δαίμονες, αν όλοι οι άνθρωποι, από τότε που δημιουργήθηκε ο κόσμος εγίνοντο κακοί και πήγαιναν στην κόλασι χωρίς να γλυτώση κανείς· αν όλα τα κτίσματα ουρανός, φωστήρες, άστρα, στοιχεία, φυτά ζώα, αποστατούσαν από τον Θεό και έβγαιναν από την τάξι τους και πήγαιναν στην ανυπαρξία, παρ όλα αυτά όλες αυτές οι κακίες των κτισμάτων συγκρινόμενες με το πλήρωμα της αγιότητος της Θεοτόκου, δεν μπορούσαν να λυπήσουν τον Θεό· διότι μόνο η Κυρία Θεοτόκος μπορούσε να τον ευχαριστήση ως προς όλα και για όλα, και να μην τον αφήση να λυπηθή τόσο πολύ για τον χαμό και τη απώλεια των τόσων κτισμάτων του, όσο θα τον έκαμνε να χαίρεται υπερβολικά για την ίδια της· διότι μόνον αυτή χωρίς καμμία σύγκρισι τον αγάπησε περισσότερο από κάθε άλλον διότι αυτή περισσότερο από κάθε άλλον υπάκουσε στο θέλημά του· διότι μόνον αυτή μπόρεσε και έγινε ικανή να δεχθή όλα εκείνα τα φυσικά, υπερφυσικά και προαιρετικά χαρίσατα που ο Θεός διαμοίρασε σε όλη την κτίσι. Και με ένα λόγο, γιατί αυτή έγινε ένας άλλος Δεύτερος Κόσμος, ασύγκριτα καλλίτερος από όλον τον αισθητό και νοητό κόσμο και αρκετός και μόνος του να δοξάζη αιώνια τον Ποιητή από την καλλονή και ποικιλία των χαρισμάτων του περισσότερο από όλη την δημιουργία του σύμπαντος. Από αυτά λοιπόν βγαίνει το συμπέρασμα ότι, επειδή και ο Θεός προώρισε την Θεοτόκο, σύμφωνα με την προαιώνια ευδοκία του, που είναι όχι το επόμενο και κατ επακολούθησι θέλημα του Θεού, αλλά το προηγούμενο και το κύριο θέλημα αυτού, όπως το ερμηνεύει ο μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος (λόγ. Α΄ εις τα Φώτα και λόγος εις την Χριστού Γέννησιν). Από αυτά λοιπόν βγαίνει λέγω το συμπέρασμα ότι, όπως γίνεται το περιβόλι για να φυτευθή το δένδρο και πάλι το δένδρο φυτεύεται για τον καρπό, έτσι και όλος ο αισθητός και νοητός Κόσμος έγινε για τον σκοπό αυτό, δηλαδή για την Κυρία Θεοτόκο· και πάλι η Κυρία Θεοτόκος έγινε για τον Κύριό μας Ιησού Χριστό· και έτσι εξεπληρώθη η αρχαία βουλή και ο πρώτος σκοπός του Θεού· με το ότι ανακεφαλαιώθηκαν όλα εν Χριστώ και ενώθηκε η κτίσις με τον Κτίστη, όχι φυσικά, όχι προαιρετικά και κατά χάριν, αλλά κατά την υπόστασι· αυτός είναι ο ανώτατος βαθμός της ενώσεως, μετά από τον οποίον άλλος ανώτερος ούτε βρέθηκε, ούτε και θα βρεθή.

90. Τα λόγια του Μεγάλου Βασιλείου είναι τα εξής: «Κατά την πρώτη του ηλικία υποτασσόμενος στους γονείς του, κάθε κόπο σωματικό εκτελούσε με πραότητα και υπακοή. Γιατί όντας άνθρωποι δίκαιοι και ευσεβείς, φτωχοί όμως και χωρίς να έχουν τα απαραίτητα (και το αποδεικνύει η φάτνη ως τόπος του θείου τοκετού), φυσικά εργάζονταν συνέχεια οικονομώντας για τον εαυτό τους τα απαραίτητα. Και ο Ιησούς υποτασσόμενος σ αυτούς, όπως λέγει η Γραφή, έδειχνε ότι στους κόπους έδειχνε την απαραίτητη υπακοή.

91. Όλοι οι άγιοι όταν βρίσκονταν στη γη αξιώθηκαν να βλέπουν αμυδρά τον Θεό και σαν σε καθρέφτη και αινιγματικά, όπως λέγει και ο Παύλος (Α΄ Κορ. 13), ανερχόμενοι όμως στους ουρανούς και γινόμενοι μακάριοι, βλέπουν τον Θεό πρόσωπο προς πρόσωπο, δηλαδή αμέσως και καθαρά, όπως το λέγει και αυτό ο Παύλος. Η ψυχή όμως του Χριστού, όντας ενωμένη καθ υπόστασι με τον Θεό Λόγο και έχοντας την Θεότητα από αυτήν την άκρα σύλληψί του, όπως διδάσκουν οι ιεροί θεολόγοι, είχε στη συνέχεια και αυτή την απόλυτη θέα από αυτήν την πρώτη ένωσι. Και ενώ ακόμη ο Χριστός ήταν πάνω στη, γη έβλεπε με τον νού του καθαρά και άμεσα τον Θεό, στην μακάρια θέα του οποίου πάντοτε εντρυφούσε και αισθανόταν αγαλλίαση, ακόμη κι όταν βρισκόταν σ αυτά τα πολυώδυνα πάθη του σταυρού, τα οποία αισθανόταν μόνον κατά την ανθρώπινη αίσθησί του. Αυτή η μακαρία θέα του Χριστού συμπεραίνεται και από πολλά άλλα, ιδιαιτέρως όμως από το ρητό· « Κανένας δεν ανέβηκε στον ουρανό, παρά μόνον ο υιος του ανθρώπου που βρίσκεται στον ουρανό» (Ιω. 3,12), το οποίο σημαίνει ότι ο Χριστός ήταν στον ουρανό με αυτή την μακάρια όρασι, που δίνεται στον ουρανό. Γιατί οι θεολόγοι λέγουν ότι η ψυχή του Χριστού είχε τρεις γνώσεις· αυτήν την μακάρια, όπως είπαμε, την Θεόπνευστη, που είχαν και οι Προφήτες, με την οποία ο Χριστός γνώριζε και τις κρυφές σκέψεις των ανθρώπων, όπως αναφέρεται· «Και δε χρειαζόταν να τον πληροφορήση κανείς για έναν άνθρωπο, διότι αυτός ήξερε καλά τι είχε ο καθένας μέσα του» (Ιω. 2,25)· και την επίκτητη, δηλαδή, την φυσική φιλοσοφία των όντων, η οποία ήταν βέβαια στην ψυχή του Χριστού εγκεχυμένη, όπως ήταν και στον Σολομώντα, ως προς την φύσι της όμως και την υπόστασί της είναι και λέγεται επίκτητη, γιατί αποκτάται με πόνο και μάθησι.

92. Τόσο άφθονη και τόσο πλούσια έγινε η πληρωμή των αμαρτιών μας από τον Κύριο, ώστε αυτή να μοιάζη με ένα ατέλειωτο πέλαγος και όλες οι αμαρτίες των ανθρώπων, περασμένες, παρούσες και μελλοντικές, να μοιάζουν με μία σταγόνα νερού. Έτσι θεολογεί γι αυτό ο ιερός Χρυσόστομος: «Πλήρωσε ο Χριστός περισσότερα από εκείνα που χρωστούσαμε. Και τόσο περισσότερα, όσο συγκρίνεται το αμέτρητο πέλαγος με μία μικρή σταγόνα νερού». Γι αυτό και ο Παύλος έλεγε: « Η χάρις που έφερε ο Χριστός, δε συγκρίνεται με το παράπτωμα» (Ρωμ. 5,15)· και πάλι· Όπου η αμαρτία φάνηκε στο αληθινό τρομακτικό της μέγεθος, εκεί η χάρις του Θεού την υπερκάλυψε με το παραπάνω» (Ρωμ. 5,20). Και ο θεολόγος Γρηγόριος: «Και αν κατέκρινε τους ανθρώπους η γεύσις του καρπού, πόσο μάλλον τους δικαίωσε το πάθος του Χριστού» (Λόγ. Εις τα Γενέθλ.). Και μερικοί θεολόγοι λέγουν ότι ήταν αρκετό ο υιος του Θεού, για να πληρώση τις αμαρτίες όλων των ανθρώπων, και αν ακόμη αισθανόταν τόσο μικρό πόνο, όσο αισθάνεται κανείς, όταν του αφαιρέσουν μία τρίχα από το κεφάλι του. Επειδή όμως δέχθηκε τόσους πολλούς πόνους και έχυσε όλο του το αίμα, μέχρι την τελευταία του σταγόνα και πέθανε με τέτοιον ατιμωτικό θάνατο, σκέψου και συ πόσο πλούσια και άπειρη είναι η πληρωμή και ικανοποίησις που έγινε για χάρι μας.

93. Το μέγεθος του Τιμίου Σταυρού ήταν στο μήκος του δεκαπέντε ποδών, στο πλάτος του, δηλαδή στο πλάγιο ξύλο, οκτώ ποδών, όπως είναι παλιά παράδοσις. Γι αυτό επόμενο ήταν, από το πολύ βάρος του Σταυρού να μην μπορούσε πλέον ο Ιησούς να τον σηκώση, ως αποκαμωμένος από τα προηγούμενα βασανιστήρια. Γι αυτό και στο δρόμο πολύ συχνά γονάτιζε, πράγμα το οποίο βλέποντάς το οι στρατιώτες αγγάρεψαν τον Σίμωνα για να τον σηκώση, όχι επειδή τον σπλαγχνίσθηκαν, αλλά επειδή εφοβούντο μήπως πεθάνη στον δρόμο, πριν δεχθή τον ατιμωτικό θάνατο του Σταυρού.

94. Η σταύρωσις με τα καρφιά συνηθίζονταν στους Ρωμαίους όχι για κάθε άνθρωπο, αλλά στους πιο υπόδικους και κακοποιούς, όπως φαίνεται από την απόφασι του Πιλάτου κατά του Χριστού. Γι αυτό και πολλοί έχουν την γνώμη ότι οι δυό ληστές δεν σταυρώθηκαν με καρφιά, όπως ο Ιησούς, αλλά δέθηκαν σφιχτά με σχοινιά.

95. Ο τίτλος γράφτηκε σε τρεις γλώσες, για να καταλάβουν όλοι, Ρωμαίοι, Έλληνες και Εβραίοι ότι τάχα ο Ιησούς ήταν αποστάτης της βασιλείας και μόνος του θέλησε να κάνη τον εαυτό του βασιλιά. Γιά χάρι των φιλολόγων προσθέτουμε και τα λόγια των τριών γλωσσών. Τα Εβραϊκά ήταν τα εξής: «Γιεσουά Ναζωρί μέλεχ Γεχουντίμ», τα Ελληνικά « Ιησούς Ναζωραίος Βασιλεύς των Ιουδαίων», και τα Ρωμαϊκά «Γιέζους Ναζαρέννους ρέξ Γιουνταιόουμ».

96. Όπως από τον καπνό γνωρίζουμε την φωτιά, έτσι από κάποια εξωτερικά σημεία μπορούμε να καταλάβουμε ταπεινά την εσωτερική φωτιά της αμέτρητης επιθυμίας που είχε ο Κύριος για να πάθη· αυτά εν συντομία είναι: το να ελέγχη τον Πέτρο και να τον ονομάζη Σατανά, διότι τον εμπόδιζε να πάη στα Ιεροσόλυμα για να μην πάθη: «Πήγαινε πίσω μου Σατανά, διότι δεν φρονείς τα του Θεού, αλλά τα των ανθρώπων» (Ματθ. 16,23)· η υπερβολική στενοχώρια του πριν από το πάθος, πότε δηλαδή να έλθη η ώρα για να πάθη· διότι αυτό φανερώνει το «έχω βάπτισμα για να βαπτισθώ, και με κατέχει μία ανυπομονησία μέχρις ότου τελειώσει» (Λουκ. 12,50)· το να ονομάζη το πάθος και τον θάνατο ποτήριο, πράγμα το οποίο, κατά τον ιερό Θεοφύλακτο δείχνει χαρά και ηδονή και γιορτή, την οποία δέχονται αυτοί που πίνουν το κρασί. «Το ποτήριο που μου ώρισε ο Πατέρας δεν θα το πιώ;» (Ιω. 18,11)· το να τρέχη τα μεσάνυχτα να περνάη τον χείμαρρο των Κέδρων και να φροντίζη να έλθη στον Κήπο, τον οποίο γνώριζε ο Ιούδας και να δείχνη με αυτό ότι θεληματικά έρχεται στο πάθος, όπως ερμηνεύει ο ιερός Χρυσόστομος· «Αφού είπε αυτά ο Ιησούς, βγήκε μαζί με τους μαθητές του και πήγαν στην απέναντι πλευρά του χειμάρρου των Κέδρων. Εκεί ήταν ένας κήπος, όπου μπήκε ο Ιησούς και οι μαθητές του. Αυτόν τον τόπο τον γνώριζε και ο Ιούδας» (Ιω. 18,1-2)· το να βγαίνη μόνος του να λέη στους στρατιώτες ότι αυτός είναι για να τον πιάσουν «εγώ είμαι» (Ιω. 18,5), όπως ερμηνεύει και ο Σολομώντας στο άσμα το εθελούσιο πάθος του Κυρίου και είπε εκ μέρους του: «Θα πορευθώ στο βουνό της σμύρνης» (4,6), δηλαδή του θανάτου και της νεκρώσεως, γιατί τέτοιο έγινε το όρος του Γολγοθά σύμφωνα με την ερμηνεία του Νύσσης, του Μαξίμου και του Νείλου· το να έχη χαρούμενα τα μάτια όταν κρεμόταν πάνω στο σταυρό, σύμφωνα με εκείνο του Ιακώβ· «Χαρούμενα είναι τα μάτια του από το κρασί» (Γεν. 49,12) κατά την ερμηνεία του Κυρίλλου. Μέ ιδιαίτερο όμως τρόπο και έμφασί μας δείχνουν την άπειρη αγάπη και επιθυμία που είχε ο Χριστός να πάθη και να παθαίνη πάντοτε για μας αυτά τα δυό· α) η παράδοσις των θείων μυστηρίων, στα οποία μυστηριακά και πνευματικά πεθαίνει πάντοτε και παθαίνει αλλά και ανασταίνεται ο Χριστός· β΄) η ιστορία που αναφέρει ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης στην επιστολή του προς Δημόφιλο· διότι λέγει ότι ο απόστολος Κάρπος όντας στην Κρήτη, λυπόταν και παρακαλούσε τον Θεό να κολάση έναν ασεβή, που έναν χριστιανό τον ωδήγησε στην πλάνη και την ασέβεια. Εκεί λοιπόν που προσευχόταν κατέβηκε ο Κύριος με πλήθος από αγγέλους και αφού του άπλωσε το δεξί του χέρι, του είπε να τον χτυπά· γιατί παρόλο που οι άνθρωποι τον σταυρώνουν και γι αυτό κολάζονται, αυτός είναι έτοιμος να πεθάνη για τη σωτηρία των ανθρώπων πολλές φορές· «χτύπησέ με λοιπόν διότι και πάλι είμαι έτοιμος να πεθάνω για ανθρώπους που πάλι θέλουν να σωθούν, και αυτό μου είναι αγαπητό, αφού δεν θα υπάρχουν άλλοι άνθρωποι να αμαρτάνουν».

Pages