Σε πείσμα κάθε αόρατης ενέργειας που με κρατάει πίσω με σκέψεις και «προβολές» αρνητικές, η ψυχή μου, το μυαλό μου και το σώμα μου με σπρώχνουνε αποφασιστικά, για άλλη μια φορά, να προχωρήσω. Είναι εύκολο να λες «έχω γράψει στίχους για 300 τραγούδια αλλά οι καιροί αλλάξανε, ο κόσμος δεν τα θέλει πια τα τραγούδια μου, αναγκαστικά μένω πίσω». Είναι εύκολο να πεις «έχω γράψει τρία βιβλία, κανένας δεν τα διάβασε, για τέταρτο είμαι τώρα;». Είναι πάντα πιο εύκολο να το σκας με διάφορες δικαιολογίες και να βουλιάζεις μελαγχολικά μέσα σε μιαν «αυτολύπηση» - αντί να αναλαμβάνεις για άλλη μια φορά την ευθύνη σου και να προχωράς για την καλή σου προσπάθεια, πιθανότατα την καλύτερη. Γιατί η πραγματική δημιουργία έχει και κόπο πολύ και πόνο συχνά και απαιτεί κάθε φορά μια καινούρια καθαρή κουβέντα με τον εαυτό σου καθώς γίνεσαι από 20άρης, 30άρης, 40άρης, 50άρης - και, σε λίγες μέρες, όπως εγώ, κλείνεις τα 60 σου χρόνια στον πλανήτη.
Εύκολα μπορείς να πεις ότι «φταίει ο Σαμαράς» και όλες οι προηγούμενες ηγεσίες αυτού του τόπου - και να διαλέξεις μάλιστα και ποια «παράταξη» σου φταίει πιο πολύ, για να ‘χεις να της φορτώνεις με περισσότερο θυμό την γκρίνια σου. Και, ναι, εντάξει, φταίνε και οι «εκπρόσωποι, οι έρημοι κι απρόσωποι» που λέει ο Σαββόπουλος. «Μ’ αν πονάει η κεφαλή, φταίει η απρόσωπη αγάπη που έχει βρει» κυρίως - και οι επιλογές που έχει κάνει ο καθένας, οι προτεραιότητες που, συνειδητά ή ασυνείδητα, ο ίδιος έχει επιλέξει. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως το «οικονομικό περιβάλλον» εκεί που πήγε να μας καλοσυνηθίσει, ήρθε τ’ απάνω-κάτω και μας ξεβόλεψε πάρα πολύ. Μνημόνια, τρόικες, ανεργία, μετανάστες χωρίς χαρτιά, εγκληματικότητα, Χρυσή Αυγή, τράπεζες αξιολύπητες, πείνα, άστεγοι, χρέη, αδιέξοδα, ανεργία, ανεργία, ανεργία και πάλι ανεργία. Δεν βοηθάει αυτό κανέναν μας, ούτε τους νέους που ξεκινάνε τη ζωή τους, ούτε τους παλιούς που προσπαθούνε να στηρίξουνε το δικό τους αύριο, όχι πια σε όσα ξέρανε αλλά σε ό,τι οφείλουνε να μάθουνε τώρα, απ’ την αρχή, σε μια ηλικία που «δεν μαθαίνεις εύκολα» - δεν είναι το μυαλό σου «σφουγγάρι» όπως τα παιδικά-νεανικά μυαλά. Μάλλον σούπα είναι πια. Σούπα φτιαγμένη από διάφορα υλικά, ξαναζεσταμένη κα τώρα χλιαρή - αν δεν την έχεις βάλει κιόλας στην κατάψυξη, μη σου ταραχτεί και «χαλάσει» το προϊόν τόσων «σπουδαίων» δεκαετιών.
Διαβάζω λοιπόν κι εγώ και ακούω και, συχνά, γράφω δημοσίως για όλα αυτά τα στραβά και τα ανάποδα που είναι εκτός του δικού μου ελέγχου αλλά με «εμποδίζουνε να αναπτυχθώ». Αν ήμουν επιχειρηματίας και πάλευα με την έλλειψη ρευστότητας και τις «στεγνές» πια τράπεζες, θα ήμουν σίγουρα πιο δικαιολογημένος να διαμαρτύρομαι. Αν ήμουν ένας υπάλληλος του ιδιωτικού ή του δημόσιου τομέα που είχε κάνει τους λογαριασμούς του προ Α’ Μνημονίου και ξαφνικά βρέθηκε άνεργος, χρεωμένος, χωρίς σπίτι, δίδακτρα για τα σχολεία των παιδιών - και τη γιαγιά να χρειάζεται γιατρούς και φάρμακα, τότε βέβαια, θα έπρεπε να θυμώσω πολύ και να εκραγώ. Σαν ελεύθερος επαγγελματίας όμως με κάποιες δεξιότητες σε ό,τι αφορά το γράψιμο και τη στιχουργική, «δεν δικαιούμαι δια να ομιλώ». Οφείλω κάτι να σκεφτώ για να βγω από τη δύσκολη θέση στην οποίαν βρίσκομαι και οφείλω μάλιστα και να βιαστώ.
Γιατί καλά τα λέει το «τι τριάντα, τι σαράντα, τι πενήντα» - δεν είναι όμως τυχαίο που δεν φτάνει ως τα εξήντα! Τον «Πενηντάρη» τον έγραψε και τον τραγούδησε ο Ζαμπέτας αλλά τον ύμνο του εξηντάχρονου δεν τον έχει παιανίσει άνθρωπος. Και οι σαραντάρες τώρα και πολύ καιρό δεν είναι παρά «δύο εικοσάρες», εν αντιθέσει με την «εξηντάρα» που κανείς σε κανένα μπουζουκομάγαζο, ευπρεπές ή μη, δεν την τραγούδησε υπό το πρίσμα πως δεν πρόκειται παρά για «δύο τριαντάρες».
Κακά τα ψέματα, the fundamental things apply, as time goes by. Τα βασικά δηλαδή και τα αυτονόητα. Ή «τρίβεις με κόπο και προχωράς» (όπως έλεγε μια παλιά διαφήμιση) ή μουχλιάζεις, αράζεις, ρουχλιάζεις, αραχνιάζεις - και μπαίνεις πια (one way trip) στο τούνελ με το λαμπερό Φως στην άκρη του, τραγουδώντας το άλλο διεθνές σουξέ : Bye-bye Love, bye-bye happiness, hello loneliness, bye-bye my love, goodbye. Που δε λέει. Καθόλου δε λέει. Ειδικά όταν κάθε τόσο σε κάποια τηλεόραση ή και στην περιοχή της Ρηγίλλης, πέφτεις πάνω στον Μητσοτάκη. Ο οποίος, αυτός μάλιστα, στα 120 θα είναι «σαν δύο εξηντάρηδες».
Δουλειά λοιπόν και σηκωμένα μανίκια από σήμερα κιόλας που είναι 1η Ιουλίου: Καλό μήνα σε όλους εύχομαι και μην το ξεχνάτε ποτέ: Αύριο ξημερώνει μια άλλη μέρα, άλλη μια μεγάλη ευκαιρία!
(Ο τίτλος μου είναι από το τραγούδι της Χάρις Αλεξίου «Φλαμέγκο» σε στίχους Λίνας Νικολακοπούλου και μουσική Θάνου Μικρούτσικου).
http://www.protagon.gr/Εύκολα μπορείς να πεις ότι «φταίει ο Σαμαράς» και όλες οι προηγούμενες ηγεσίες αυτού του τόπου - και να διαλέξεις μάλιστα και ποια «παράταξη» σου φταίει πιο πολύ, για να ‘χεις να της φορτώνεις με περισσότερο θυμό την γκρίνια σου. Και, ναι, εντάξει, φταίνε και οι «εκπρόσωποι, οι έρημοι κι απρόσωποι» που λέει ο Σαββόπουλος. «Μ’ αν πονάει η κεφαλή, φταίει η απρόσωπη αγάπη που έχει βρει» κυρίως - και οι επιλογές που έχει κάνει ο καθένας, οι προτεραιότητες που, συνειδητά ή ασυνείδητα, ο ίδιος έχει επιλέξει. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως το «οικονομικό περιβάλλον» εκεί που πήγε να μας καλοσυνηθίσει, ήρθε τ’ απάνω-κάτω και μας ξεβόλεψε πάρα πολύ. Μνημόνια, τρόικες, ανεργία, μετανάστες χωρίς χαρτιά, εγκληματικότητα, Χρυσή Αυγή, τράπεζες αξιολύπητες, πείνα, άστεγοι, χρέη, αδιέξοδα, ανεργία, ανεργία, ανεργία και πάλι ανεργία. Δεν βοηθάει αυτό κανέναν μας, ούτε τους νέους που ξεκινάνε τη ζωή τους, ούτε τους παλιούς που προσπαθούνε να στηρίξουνε το δικό τους αύριο, όχι πια σε όσα ξέρανε αλλά σε ό,τι οφείλουνε να μάθουνε τώρα, απ’ την αρχή, σε μια ηλικία που «δεν μαθαίνεις εύκολα» - δεν είναι το μυαλό σου «σφουγγάρι» όπως τα παιδικά-νεανικά μυαλά. Μάλλον σούπα είναι πια. Σούπα φτιαγμένη από διάφορα υλικά, ξαναζεσταμένη κα τώρα χλιαρή - αν δεν την έχεις βάλει κιόλας στην κατάψυξη, μη σου ταραχτεί και «χαλάσει» το προϊόν τόσων «σπουδαίων» δεκαετιών.
Διαβάζω λοιπόν κι εγώ και ακούω και, συχνά, γράφω δημοσίως για όλα αυτά τα στραβά και τα ανάποδα που είναι εκτός του δικού μου ελέγχου αλλά με «εμποδίζουνε να αναπτυχθώ». Αν ήμουν επιχειρηματίας και πάλευα με την έλλειψη ρευστότητας και τις «στεγνές» πια τράπεζες, θα ήμουν σίγουρα πιο δικαιολογημένος να διαμαρτύρομαι. Αν ήμουν ένας υπάλληλος του ιδιωτικού ή του δημόσιου τομέα που είχε κάνει τους λογαριασμούς του προ Α’ Μνημονίου και ξαφνικά βρέθηκε άνεργος, χρεωμένος, χωρίς σπίτι, δίδακτρα για τα σχολεία των παιδιών - και τη γιαγιά να χρειάζεται γιατρούς και φάρμακα, τότε βέβαια, θα έπρεπε να θυμώσω πολύ και να εκραγώ. Σαν ελεύθερος επαγγελματίας όμως με κάποιες δεξιότητες σε ό,τι αφορά το γράψιμο και τη στιχουργική, «δεν δικαιούμαι δια να ομιλώ». Οφείλω κάτι να σκεφτώ για να βγω από τη δύσκολη θέση στην οποίαν βρίσκομαι και οφείλω μάλιστα και να βιαστώ.
Γιατί καλά τα λέει το «τι τριάντα, τι σαράντα, τι πενήντα» - δεν είναι όμως τυχαίο που δεν φτάνει ως τα εξήντα! Τον «Πενηντάρη» τον έγραψε και τον τραγούδησε ο Ζαμπέτας αλλά τον ύμνο του εξηντάχρονου δεν τον έχει παιανίσει άνθρωπος. Και οι σαραντάρες τώρα και πολύ καιρό δεν είναι παρά «δύο εικοσάρες», εν αντιθέσει με την «εξηντάρα» που κανείς σε κανένα μπουζουκομάγαζο, ευπρεπές ή μη, δεν την τραγούδησε υπό το πρίσμα πως δεν πρόκειται παρά για «δύο τριαντάρες».
Κακά τα ψέματα, the fundamental things apply, as time goes by. Τα βασικά δηλαδή και τα αυτονόητα. Ή «τρίβεις με κόπο και προχωράς» (όπως έλεγε μια παλιά διαφήμιση) ή μουχλιάζεις, αράζεις, ρουχλιάζεις, αραχνιάζεις - και μπαίνεις πια (one way trip) στο τούνελ με το λαμπερό Φως στην άκρη του, τραγουδώντας το άλλο διεθνές σουξέ : Bye-bye Love, bye-bye happiness, hello loneliness, bye-bye my love, goodbye. Που δε λέει. Καθόλου δε λέει. Ειδικά όταν κάθε τόσο σε κάποια τηλεόραση ή και στην περιοχή της Ρηγίλλης, πέφτεις πάνω στον Μητσοτάκη. Ο οποίος, αυτός μάλιστα, στα 120 θα είναι «σαν δύο εξηντάρηδες».
Δουλειά λοιπόν και σηκωμένα μανίκια από σήμερα κιόλας που είναι 1η Ιουλίου: Καλό μήνα σε όλους εύχομαι και μην το ξεχνάτε ποτέ: Αύριο ξημερώνει μια άλλη μέρα, άλλη μια μεγάλη ευκαιρία!
(Ο τίτλος μου είναι από το τραγούδι της Χάρις Αλεξίου «Φλαμέγκο» σε στίχους Λίνας Νικολακοπούλου και μουσική Θάνου Μικρούτσικου).