Ηδονιστής - Point of view

Εν τάχει

Ηδονιστής



Ποιοι γίνονται ηδονιστές; Είτε όσοι έχουν υποφέρει πολύ ώς τώρα και αντιλαμβάνονται ότι όλη η ζωή τους πέρασε δίχως χαρά, οπότε πέφτουν με τα μούτρα στην ηδονή (κάθε είδους), είτε όσοι έχουν χαρεί πολλά και θέλουν ακόμη περισσότερα.
    Τι είναι ο ηδονισμός; Όταν έχεις μια ανέλπιστη χαρά και μπορείς να προσθέσεις μία ακόμη (την οποία είχες πάντοτε στη διάθεσή σου), ώστε να μεγιστοποιηθεί η ηδονή, τότε είσαι ηδονιστής. Όταν, αντίθετα, πιστεύεις ότι η ηδονή που κατέχεις δυνάμει πάντα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο σε στιγμές δυστυχίας, ώστε να τις εξισορροπεί, τότε δεν είσαι ηδονιστής. Για παράδειγμα, άλλοι πίνουν από πόνο, για να ξεχάσουν μες' στην παραζάλη του μεθυσιού, κι άλλοι πίνουν από χαρά, για να "το κάψουν".    Άποψή μου είναι πως ο μη-ηδονιστής δεν είναι απαραίτητα ασκητικός. 

    Δεν μπορούμε να κρίνουμε πολύ αρνητικά τους ηδονιστές της πρώτης κατηγορίας (όσους υπέφεραν πολύ). Θα μπορούσαμε να μην τους αποκαλέσουμε ηδονιστές. Ωστόσο, πρέπει, διότι υπάρχει λεπτή διαφορά. Αυτός που έχει υποφέρει πολύ ώς τώρα και αποφασίζει ότι η ζωή είναι ό,τι φάμε κι ό,τι πιούμε και πρέπει να φάει πριν διαλυθεί τελείως από τις αρρώστειες και το θάνατο, είναι ηδονιστής, έχει λάβει την απόφαση να γίνει ηδονιστής. Αντίθετα, αυτός που χρησιμοποιεί μια ηδονή που πάντα κατείχε, σε στιγμές δυστυχίας, ώστε να τις ξεπεράσει, δεν έχει απαραίτητα καταλήξει ότι σκοπός της ζωής του είναι να απολαύσει/φάει τώρα που μπορεί, όπως ο συνεχώς δυστυχής. Η μη υπερβολική δυστυχία του τον αποτρέπει από την αντίληψη ότι μόνο η ηδονή έχει νόημα πριν ψοφίσουμε. Υπερβολική εύτυχία και υπερβολική δυστυχία είναι οι καλύτερες προϋποθέσεις για τον ηδονισμό. Φυσικά, η υπερβολική δυστυχία μπορεί εξίσου να οδηγήσει και στον μηδενισμό ή π.χ. στον καρκίνο, αντί στην απόφαση να γίνεις ηδονιστής.
    Θα ήταν άσκοπο να καθορίσουμε τα όρια της μη υπερβολικής ευτυχίας και δυστυχίας. Αυτά δεν καθορίζονται μόνο από το συγκεκριμένο ευτυχές ή δυστυχές γεγονός, αλλά από την ζωτικότητα του ανθρώπου που το υφίσταται. Μικρή ζωτικότητα συνεπάγεται ότι η υπερβολική δυστυχία έχει μεγάλο εύρος γεγονότων εκ των οποίων μπορεί να προκύψει.
    Η ζωτικότητα πάλι δεν είναι απαραίτητα η έμφυτη ζωτικότητα. Είναι η αντοχή. Για παράδειγμα, κάποιος μπορεί να είχε γεννηθεί με αρκετό απόθεμα έμφυτης ζωτικότητας, αλλά διαδοχικές συμφορές, ειδικά σε μικρή ηλικία, του αφαίρεσαν κατά πολύ την έμφυτη αυτή ζωτικότητα κι έτσι η αντοχή του ελαχιστοποιήθηκε, γεγονός που αργότερα οδηγεί στο να υπάρχει γι' αυτόν μεγάλο εύρος γεγονότων/συμβάντων που μπορούν να τον κάνουν δυστυχή. Να τονίσουμε ότι κι εδώ δεν υπάρχει μαθηματική ακρίβεια στο πόσο και τι μπορεί να κάνει κάποιον λιγότερο ανθεκτικό.
    Από την άλλη, ας σκεφτούμε όσους είχαν έμφυτη ζωτικότητα μεγάλη και δεν είχαν περάσει πολλά άσχημα στη ζωή τους. Αυτοί θα γίνουν οπωσδήποτε ηδονιστές, όχι απαραίτητα συνειδητά (η συνειδητή μεταστροφή στον ηδονισμό είναι χαρακτηριστικό των μικρής ζωτικότητας, συνεχώς δύστυχων ατόμων), αλλά αφού και οι δυνατότητές τους είναι μεγάλες και το πεδίο δόξας λαμπρό, θα πέσουν με τα μούτρα στο φαί. Απομένει να δούμε αν θα γίνουν μηδενιστές κάποτε ή θα παραμείνουν ώς τέλους ηδονιστές. Σίγουρα θα έχουν κάποιες κρίσεις μηδενισμού, π.χ. όταν θα έχουν παραπιεί, αλλά αυτό δεν είναι το μηδενιστικό μπούχτισμα που παρατηρείται όταν κάποιος από αυτές τις φύσεις  "τα έχει δοκιμάσει όλα" και βαριέται. Αυτή η ειδική κατηγορία των ανθεκτικών ηδονιστών που βαρέθηκαν, είτε παρατά τον ηδονισμό και στρέφεται σε κάποιου είδους ασκητισμό (πρακτικό ή φιλοσοφικό) είτε συνεχίζει τον μηδενιστικό ηδονισμό τους. Αυτοί οι τελευταίοι διαφέρουν από τους ηδονιστές που δεν πέρασαν κρίση βαρεμάρας και είναι χαρούμενοι ηδονιστές, διότι οι έχοντες περάσει κρίση βαρεμάρας αλλά επιμείναντες ηδονιστές είναι θλιμμένοι πλέον ηδονιστές. Όχι ότι η ηδονή καθεαυτή τους προκαλεί θλίψη. Αλλά η βαρεμάρα είναι αγιάτρευτη.
    Άστατη είναι και η κατηγορία των μη ηδονιστών, που δεν έχουν περάσει μεγάλη δυστυχία αλλά ούτε και ευτυχισμένοι ή ζάμπλουτοι ήταν. Αυτοί έχουν μέτριες αντοχές. Ακόμη κι ο υπερβολικός ηδονισμός είναι κάτι που δε θα άντεχαν να συνεχίσουν για πολύν καιρό. Φυσικά μια ισχυρή δόση δυστυχίας ή ευτυχίας ελαττώνει τις αντοχές τους ή τις αυξάνει, αντίστοιχα, οπότε μεταπηδούν ή στον ηδονισμό, τον οποίο όμως δεν μπορούν να αντέξουν τόσο όσο οι ανθεκτικοί ευτυχείς που έγιναν ηδονιστές, διότι δεν είναι συνηθισμένοι, ή  στο μηδενισμό, τον οποίο  επιδιώκουν να ξεπεράσουν (και συχνά είναι εύκολο, ευκολότερο από τους συνεχώς δυστυχείς που έγιναν ηδονιστές, να το πετύχουν) θυμούμενοι την "μέση κατάσταση" στην οποία βρίσκονταν πριν την υπερβολική δόση δυστυχίας. Περιπτώσεις ασκητισμού είναι σπανιότερες, αλλά αυτό εξαρτάται από τη δόση της δυστυχίας που θα επιπέσει στον μη ηδονιστή (Δεν συζητώ την περίπτωση να γίνει αυτός ασκητικός έπειτα από βαρεμάρα λόγω υπερβολικής ηδονής, για τον απλό λόγο ότι δεν θα την άντεχε ούτως ή άλλως τόσο, ώστε να την βαρεθεί/μπουχτίσει).
    Πρέπει να υπάρχει ένας καλός συνδυασμός ηδονισμού, ασκητισμού και μη-ηδονισμού, μη-ασκητισμού. Αυτός μάλλον ποικίλλει ανάλογα με τη ζωτικότητα, άρα υπάρχουν διαφορετικοί συνδυασμοί. Ωστόσο ο σκοπός είναι ο εξής: ο μηδενισμός, η βαρεμάρα, η αποκτήνωση πρέπει να αποφεύγονται. Σε ό,τι συμβαίνει, πρέπει να υπάρχει μια στιγμιαία αντίδραση προς την κατάσταση στην οποία οδεύει κάποιος και ταυτόχρονα μια αντίδραση στην αντίδραση. Π.χ. όταν κάποιος δυστυχεί, είναι λογικό να αποφύγει το μηδενισμό της απελπισίας, είναι σωστό να το ρίξει λίγο στην καλοπέραση αλλά ταυτόχρονα να καλλιεργεί (μικρότερες από τις τάσεις καλοπέρασης) τάσεις ασκητισμού ενάντια στην καλοπέραση. Όταν κάποιος ευτυχεί καλό είναι να καλλιεργεί τάσεις ασκητισμού όχι για να γίνει ασκητικός, αλλά να μην βαρεθεί γρήγορα τις ηδονές του. Όταν κάποιος είναι ασκητικός και δυστυχήσει, καλό είναι να το ρίξει λίγο στον ηδονισμό, ώστε να μην γίνει μηδενιστής, αλλά ταυτόχρονα να προσέξει μην προκύψει ο μηδενισμός από την πίσω πόρτα της βαρεμάρας της υπερβολικής ηδονής στην οποία θα έχει πιθανόν πέσει.
via

Pages