Σέ δυό περιπτώσεις ό διάβολος κυριεύει τον άνθρωπο: Είτε όταν του το επιτρέψει θεληματικά ό ίδιος ό άνθρωπος, είτε οταν τοϋ παραχωρήσει τό δικαίωμα αυτό ό Θεός.
Στήν πρώτη περίπτωση, ή είσοδος τοϋ πονηροΰ πνεύματος στον άνθρωπο συντελείται συνήθως μεθοδικά καί βαθμιαία. Τό θύμα είτε έχει επίγνωση τής καταστάσεως του (μάγοι, μέντιουμ κ.ά.) είτε όχι (πλανεμένοι, αμετανόητοι κ.ά.). Ή μέθοδος τής βαθμιαίας καταλήψεως εφαρμόστηκε από τό διάβολο στήν περίπτωση τοϋ Ιούδα. Μόνος του ό Ιούδας άνοιξε τήν είσοδο στό σατανά με τό πάθος τής φιλοχρηματίας (Τω. 12:6). Στή συνέχεια, μπαίνοντας ό σατανάς μέσα του, αιχμαλώτισε τό νοϋ του καί τόν έσπρωξε στήν προδοσία (Ίω. 13:2). Τέλος, τόν κυρίεψε ολοκληρωτικά (Ίω. 13:27). "Ετσι, άν καί μεταμελήθηκε, δεν μετανόησε, αλλά αυτοκτόνησε, γιατί ό εχθρός τοΰ σκότισε τό λογικό με απελπιστική λύπη.
Σύμφωνα με την πατερική διδασκαλία, εκείνοι πού υποδουλώνονται εκούσια σε κάποιο πάθος, όσο κι αν αυτό φαίνεται "μικρό", βρίσκονται κάτω από την εξουσία και την κυριαρχία τοϋ διαβόλου. Ή κατάσταση των ανθρώπων αυτών είναι τραγική, γιατί, ενώ εξωτερικά δείχνουν ελεύθεροι, ή ψυχή τους βρίσκεται σε ολέθρια δαιμονική κατοχή. «'Ω γάρ τις ήττηται, τούτω και δεδούλωται», λέει ό άπόστολος Πέτρος (Β' Πέτρ. 2:19). Αυτοί είναι οι "δαιμονισμένοι " της καθημερινής κοινωνικής ζωής, κατά τόν άγιο Ίωάννη τόν Χρυσόστομο. Και ή συμφορά τους είναι απελπιστική, ακριβώς επειδή, όντας υποχείριοι τών δαιμόνων, δέν αντιλαμβάνονται οΰτε τις εφόδους πού αυτοί τους εξαπολύουν, αλλά οΰτε και τήν τυραννία πού υφίστανται.
Στή δεύτερη περίπτωση, ή δαιμονοκαταληψία, πού συμβαίνει μέ παραχώρηση τοϋ Θεοϋ, συντελεί πάντα στην ψυχική σωτηρία τοΰ ανθρώπου ή τοϋ άμεσου περιβάλλοντος του. Αύτοϋ τοϋ είδους ή δαιμονική κατοχή χρησιμοποιήθηκε ακόμα και άπό τήν Εκκλησία ώς παιδαγωγικό μέσο. Φτάνει νά θυμηθούμε τόν αίμομίκτη της Κορίνθου: 'Ο απόστολος Παύλος προέτρεψε τήν τοπική Εκκλησία νά τόν παραδώσει στό σατανά «είς όλεθρον της σαρκός, ίνα το πνεύμα σωθή εν τη ημέρα τοϋ Κυρίου Ίησού» (Α' Κορ. 5:5). Ό Ίδιος απόστολος, σέ άλλη περίπτωση, παρέδωσε οτήν εξουσία τοΰ σατανά τόν Ύμέναιο και τόν Αλέξανδρο, «ίνα παιδευθώσι μη βλασφημεΐν» (Α' Τιμ. 1:20).
Στήν κατηγορία αυτή ανήκουν οι καθαυτό δαιμονισμένοι, όπως λ.χ. εκείνοι πού αναφέρονται στά Ευαγγέλια. Σ' αυτούς ή κυριαρχία τών δαιμόνων είναι φανερή: Κυλιούνται στή γη, βγάζουν αφρούς άπό τό στόμα, τρίζουν τά δόντια, αισχρολογοϋν και βλασφημούν, χωρίς νά ουνειδητοποιοΰν τί κάνουν και τί λένε. "Εχει αλλοιωθεί ή φυσική τους κατάσταση σέ τέτοιο βαθμό, πού λόγια, κινήσεις και θελήματα δέν είναι πιά δικά τους, αλλά τών ιιονηρών πνευμάτων πού τους κατέχουν.
Πώς, όμως, συμβαίνει αυτή ή κατοχή; Διεισδύουν, άραγε, τά ακάθαρτα πνεύματα στην ψυχή τοΰ ανθρώπου;
Ό άγιος Διάδοχος Φωτικής, μιλώντας γενικά γιά τή σχέση δαίμονα και ψυχής, λέει ότι, «από τήν ώρα τοΰ Βαπτίσματος, ό διάβολος διώχνεται έξω άπό τήν ψυχή και ή χάρη μπαίνει μέσα. Γι' αυτό, όπως πρίν άπό τό Βάπτισμα κυριαρχούσε ή πλάνη πάνω στην ψυχή, έτσι μετά κυριαρχεί ή αλήθεια. Άλλα και μετά τό Βάπτισμα ό σατανάς ενεργεί εναντίον τής ψυχής όπως και πρίν, ή μάλλον και χειρότερα... Αυτό συμβαίνει επειδή τό Βάπτισμα τής άγιότητος αφαιρεί τήν ακαθαρσία τής αμαρτίας, τόν διπλό όμως χαρακτήρα τής θελήσεως μας δέν τόν αλλάζει άπό τώρα, οΰτε και εμποδίζει τους δαίμονες νά μας πολεμούν... Αυτοί φωλιάζουν έξω, στις αισθήσεις τοΰ σώματος, και ενεργούν μέσω τής αδυναμίας τής σάρκας... γιά ν' απομακρύνουν τή μνήμη τοΰ Θεοΰ άπό τό νοΰ, κι έτσι νά τόν αποσπούν άπό τήν ένωσή του μέ τή χάρη».
Ό άγιος Κασσιανός ορίζει πιό συγκεκριμένα τή σχέση αυτή. Λέει ότι «ένα πονηρό πνεύμα μπορεί νά άσκεί πάνω στην ψυχή μας μιά μυστική δύναμη πειθούς, αλλά τοΰ είναι εντελώς αδύνατο νά εισχωρεί στην ϊδια τήν ουσία τής ψυχής -μολονότι κι αυτή είναι πνεύμα- και νά γίνεται ένα μαζί της». Στή συνέχεια, εξηγεί τόν τρόπο μέ τόν όποιο ένεργοΰν τά ακάθαρτα πνεύματα πάνω στους δαιμονισμένους, ώστε νά μήν ελέγχουν, οι δύστυχοι, οΰτε τά λόγια τους ούτε τίς κινήσεις τους. Λέει: «Αυτά τους συμβαίνουν όχι επειδή χάνει κάποια ιδιώματα της ή ψυχή, αλλά επειδή εξασθενίζει τό σώμα. Τό ακάθαρτο πνεύμα, εισχωρώντας στά μέλη όπου εδρεύει ή δύναμη τής ψυχής και συνθλίβοντας τα κάτω άπό ανυπόφορο βάρος, πνίγει μέσα σέ βαθύ σκοτάδι τίς διανοητικές δυνάμεις. Βλέπουμε, άλλωστε, ότι τό κρασί, ό πυρετός, ένα βαρύ κρυολόγημα και άλλες σοβαρές ασθένειες, πού μας συμβαίνουν άπό εξωτερικούς παράγοντες, προκαλούν παρόμοια συμπτώματα. Αυτόν ακριβώς τό σκοτισμό τοϋ νου απαγόρευσε ό Θεός στό διάβολο νά προκαλέσει εναντίον τοΰ Ίώβ, οταν, (αφού τοΰ έδωσε την εξουσία πάνω στό σώμα τοΰ δικαίου, τόν πρόσταξε: "Νά, σοΰ τόν παραδίνω, μόνο την ψυχή του μήν πειράξεις" (Ίώβ 2:6). Δηλαδή, σοΰ απαγορεύω νά τόν ρίξεις στην παραφροσύνη, εξασθενίζοντας τό όργανο πού εϊναι ή έδρα της ψυχής. Οΰτε, τήν ώρα πού θά σοΰ αντιστέκεται, νά τοΰ σκοτίσεις τή νοημοσύνη και τήν κρίση, πνίγοντας μέ τό βάρος σου τό κύριο μέρος της καρδιάς του». Ό άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς, σχολιάζοντας τήν περίπτωση τοΰ δαιμονισμένου τοΰ Ευαγγελίου, πού κυλιόταν καταγής, έβγαζε αφρούς, έτριζε τά δόντια κι έμενε ξερός, δίνει τήν ακόλουθη εξήγηση: «Τοϋ δαιμονώντος πρώτον τε καί μάλλον τών άλλων μορίων τοϋ σώματος ό εγκέφαλος πάσχει». Ό διάβολος, λέει, κυριεύει τόν εγκέφαλο, πού είναι ή ακρόπολη τοΰ σώματος, και άπό έκεϊ καταδυναστεύει ολο τό σώμα. "Οταν υποφέρει ό εγκέφαλος, δημιουργοΰνται σοβαρά προβλήματα στά νεΰρα και στους μΰς, μέ αποτέλεσμα νά προκαλούνται κλονισμός και αθέλητες κινήσεις σ’ ολα τά μέλη τοΰ σώματος, και κυρίως στά σαγόνια, τών δαιμονισμένων. Εξαιτίας, μάλιστα, της ταραχής τών εσωτερικών οργάνων, ή αναπνοή γίνεται δύσκολη, τά υγρά βγαίνουν άπό τό στόμα σάν αφρός, ή σάρκα άφυδατώνεται καί ξεραίνεται. Και καταλήγει ό άγιος, προτείνοντας δυό τρόπους θεραπείας: "Αν ό ασθενής βρίσκεται απλά κάτω άπό «επήρεια» δαιμονική, τότε, επειδή έχει όκόμα τό αυτεξούσιο, μπορεί νά συνέλθει μέ τόν προσωπικό του πνευματικό αγώνα, καί κυρίως μέ τήν προσευχή καί τή νηστεία του. "Αν, όμως, έχει «ένοικον» μέσα του τόν ίδιο τό διάβολο κι έχει γίνει όργανο του, δέν μπορεί νά κάνει τίποτε άπό μόνος του. Τότε πρέπει ν' άγωνιστοΰν γιά χάρη του «εν προσευχή καί νηστεία» (Ματθ. 17:21) άλλοι άδελφοί, καί μάλιστα εκείνοι πού έχουν μέσα τους τό "Αγιο Πνεϋμα. "Ετσι μόνο μπορεί ν' απαλλαγεί άπό τό δαιμόνιο.
Ή εικόνα πού παρουσιάζουν οί. δαιμονισμένοι είναι αποκρουστική, γι' αυτό καί οί πατέρες μας συνιστούν νά μην τους απεχθανόμαστε ούτε νά τους κατηγορούμε, αλλά νά προσευχόμαστε γιά χάρη τους. Τή θέση αυτή τήν αιτιολογεί ό άγιος Κασσιανός. «Πρέπει», λέει. «νά πιστεύουμε ακράδαντα δυό πράγματα: Πρώτον, ότι κανείς δέν πειράζεται από τους δαίμονες χωρίς τήν άδεια τοΰ Θεοϋ. Καί δεύτερον, πώς οτιδήποτε προέρχεται από τόν Θεό, οσο δυσάρεστο ή καί ευχάριστο μας φαίνεται τήν ώρα εκείνη, μας αποστέλλεται από τόν πιό στοργικό πατέρα, από τόν πιό πονετικό γιατρό, γιά τό δικό μας συμφέρον. "Οσοι, λοιπόν, δοκιμάζονται, είναι σάν τά παιδιά πού παραδίνονται στον παιδαγωγό. Καλλιεργούνται έτσι στην ταπεινοφροσύνη, ώστε νά φύγουν γιά τήν άλλη ζωή ολότελα καθαροί. Υποφέρουν μόνο στην παρούσα ζωή μιά μικρή δοκιμασία: Παραδίνονται, σύμφωνα μέ τόν απόστολο, στό σατανά "είς όλεθρον της σαρκός, ίνα τό πνεύμα σωθή εν τη ημέρα τον Κυρίου Ίησοϋ" (Α' Κορ. 5:5)».
Στή συνέχεια ό άγιος δίνει μιά ωραία έκκλησιολογική διάσταση στό θέμα: «Νά μήν περιφρονούμε», λέει, «τους δαιμονισμένους, αλλά νά προσευχόμαστε ακατάπαυστα γι' αυτούς, όπως γιά τά μέλη ενός και του αυτού σώματος, καί νά συμμεριζόμαστε μ' όλη μας τήν καρδιά καί μέ αυθόρμητη τρυφερότητα τήν κατάσταση τους -γιατί, όταν "πάσχη εν μέλος, συμπάσχει πάντα τά μέλη " (Α' Κορ. 12:26)-, γνωρίζοντας ότι, εφόσον είναι μέλη μας, δέν μπορούμε νά φτάσουμε στην τελειότητα χωρίς αυτούς, όπως διαβάζουμε γιά τους πρίν από μας αγίους, πού δέν μπόρεσαν νά πετύχουν χωρίς εμάς όλα όσα τους υποσχέθηκε ό Θεός (βλ. Έβρ. 11:39-40)».
via