Ήλθε στο ύπνο μου και πάλι ο ζητιάνος
ρακένδυτος και ελεεινός.
Δεν άντεξα στη θέα του και στη βρώμα
κι έστρεψα με απέχθεια το πρόσωπο.
Μ’ αυτός χωρίς να πτοηθεί άρχισε να φωνάζει:
“Μην αποστρέφεις το κεφάλι σου και κοίτα με”
“Τι θέλεις από μένα γύφτο; Δεν έχω να σου δώσω τίποτα”
“Δεν ήλθα για ελεημοσύνη” αποκρίθηκε,
“τα πρωτοτόκια πίσω σου ζητώ,
την περιουσία μου να επιστρέψεις,
να ζήσω θέλω τη ζωή που δεν έζησα!”
“Μήπως παραλογίζεσαι απ’ τη φτώχεια;” του είπα,
“ποιος επιτέλους είσαι εσύ που πας τόσο καιρό να με τρελάνεις;”
“Είμαι το δάκρυ που κυλά την ώρα του διαλογισμού,
το άσπρο σύννεφο που χίλια σχήματα αλλάζει,
είμαι το χάδι, το φιλί, η αγκαλιά του αγαπημένου σου,
είμαι ο Αιώνιος Εραστής
που έθαψες στα βάθη της ψυχής σου,
είμαι η Αγάπη που δεν έζησες ποτέ,
είμαι ΕΣΥ
είμαι ο Θεός που γύφτο τον κατάντησες…”
Συνοδοιπόροι είμαστε με τον ίδιο προορισμό...