Σὲ ποιὰ πράγματα ἀντηχοῦν οἱ λέξεις; περὶ ἀναρχίας καὶ συναφῶν μικροαστικῶν φαντασμάτων - Point of view

Εν τάχει

Σὲ ποιὰ πράγματα ἀντηχοῦν οἱ λέξεις; περὶ ἀναρχίας καὶ συναφῶν μικροαστικῶν φαντασμάτων




Ἀνδρέας Γ. Βιτούλας
«ἐλευθερία σημαίνει
ὅτι μαθαίνεις νὰ ἔχεις ἀπαιτήσεις μόνο ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου,

ὄχι ἀπὸ τὴ ζωὴ ἢ ἀπὸ τοὺς ἄλλους

καὶ ξέρεις νὰ δίνεις:
ἐλευθερία σημαίνει θυσία ἐν ὀνόματι τῆς ἀγάπης»

Ἀντρέι Ταρκόφσκι
Δὲν ἦταν λίγες οἱ φορὲς στὴν ἱστορία ποὺ λέξεις φορτισμένες πυροδότησαν διαμάχες, ἰδεολογικοὺς φανατισμούς, συγκρούσεις ἀκόμη καὶ πόλεμο. Ἡ ἀλήθεια ὅμως φανερώνεται στὰ πράγματα, ποὺ κοινοποιοῦν κάθε φορὰ οἱ λέξεις, καὶ ὄχι στὸν χρησιμοποιούμενο γλωσσικὸ κώδικα. Αὐτὸ ἔχοντας ὑπ’ ὄψιν του ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς,
ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης τὸν 14ο αιώνα, στὸ τέλος μίας σοβαρῆς θεολογικῆς καὶ φιλοσοφικῆς ἀντιπαράθεσης, ἔγραφε συνοψίζοντας: «οὐ γὰρ ἐν ρήμασιν ἡμῖν, ἀλλ’ ἐν πράγμασιν ἡ ἀλήθειά τε καὶ ἡ εὐσέβεια […] κἂν τὶς ἐπὶ τῶν πραγμάτων ὁμοφωνῇ, πρὸς τὰς λέξεις οὐ διαφέρομαι». Τὸ κύριο λοιπὸν εἶναι νὰ διερευνηθεῖ σὲ ποιὰ πράγματα, σὲ ποιὸν τρόπο ζωῆς, παραπέμπουν οἱ λέξεις. Λίγη σημασία ἔχει ἡ ἐπιλογὴ τῆς διατύπωσης, ὅταν ἡ ποικιλία τῆς προφορικῆς ἢ γραπτῆς ἐκφορᾶς σημαίνει τὸ αὑτὸ σημαινόμενο.
Ἡ σύγχυση ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὴν ἐμμονὴ στὸν ἀχὸ τῶν λέξεων, χωρὶς νὰ λαμπικάρεται τὸ νοούμενο, περιπλέκει ἀδιέξοδα τὰ πράγματα.  Γεννᾶ ἀνούσιες ἀντιπαραθέσεις, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ συσκοτίζονται τὰ ἴδια τὰ πράγματα ἀπὸ τὴν σκόνη ποὺ παράγουν τὰ ποδοβολητὰ στὴν ἐπιφάνειά τους. Κλασικὸ πιὰ παράδειγμα τῶν ἡμερῶν οἱ δημόσιες συζητήσεις περὶ τῆς ἀναρχίας. Συνθήματα, κοινοτοπίες καὶ ἀφορισμοὶ ἀποστέλλονται ἑκατέρωθεν, ὥστε ἡ ὄντως ἐνδιαφέρουσα συζήτηση, γιὰ κάτι ποὺ ἔχει περιβληθεῖ τὴν θρησκευτικὴ ἱερότητα τοῦ ταμποῦ καὶ ἐμποδίζει τὴν κριτική του προσπέλαση, νὰ μὴν γίνεται ποτέ. Τὸ χειρότερο δὲ εἶναι ὅτι στὸ ὑπόβαθρο τῶν περισσότερων καταγγελιῶν ἐναντίων τῆς «ἐπάρατης» ἀναρχίας λιμνάζει μία ἀποκρουστικὴ χριστιανίζουσα ἠθική, ποὺ φανερώνει ὅτι οἱ αὐτοεπονομαζόμενοι χριστιανοὶ ἀπέχουμε ἀπὸ «τοῦ Θεοῦ τὰ πράματα» ἔτη φωτός.
Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι ἡ δαιμονοποίηση λέξεων, στὴ συγκεκριμένη περίπτωση ἡ «ἀναρχία», ἡ ὁποία ἀποκαλύπτει μὲ τὸν πιὸ τραγικὸ τρόπο τὴν ὑπαναχώρηση τοῦ ριζοσπαστικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἤθους σὲ μιὰ καρικατούρα ἠθικιστικῆς ἀστικῆς νομιμοφροσύνης. Μία περιδιάβαση ὅμως στὴν ἱστορία καὶ τὸ δόγμα τῆς Ἐκκλησίας παρουσιάζει μία ἐντελῶς διαφορετικὴ  ἀντίληψη τῶν πραγμάτων.
Ἡ βιβλικὴ ἐπιστήμη σήμερα γνωρίζει ὅτι στὶς ἀρχαιότερες παραδόσεις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης συγκαταλέγονται ἐκεῖνες ποὺ ἀναγνωρίζουν τὸν Θεὸ ὡς ἐλευθερωτὴ τοῦ Ἰσραὴλ ἀπὸ τὴ σκληρὴ σκλαβιὰ τῶν Αἰγυπτίων. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι γιὰ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ προέχει ἡ ἀνίχνευση τῆς ἀπελευθερωτικῆς παρουσίας Του στὴν ἱστορία. Ὁ Θεὸς λοιπὸν αὐτοαποκαλύπτεται καὶ ἀναγνωρίζεται ὡς ἐλευθερωτής: «ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου, ὅστις ἐξήγαγόν σε ἐκ γῆς Αἰγύπτου, ἐξ οἴκου δουλείας». Ὁ Θεὸς φανερώνεται στὴν ἱστορία γιὰ νὰ ἐλευθερώσει. Ἡ θεολογικὴ ἐπεξεργασία τοῦ δημιουργικοῦ Του ἔργου ἕπεται τῆς ἀπελευθερωτικῆς Του παρέμβασης.
Στὰ παραγνωρισμένα στοιχεῖα τῆς ἱστορίας τοῦ Ἰσραὴλ ἀνήκει καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι μετὰ τὴν ἐγκατάσταση στὴν πολυπόθητη Χαναάν, ἀπουσιάζει ὁποιαδήποτε ἀναφορὰ σχετικὰ μὲ τὸν τρόπο διοίκησης τῶν δώδεκα φυλῶν. Ἐνῶ τὸν Μωυσῆ διαδέχεται καθ’ ὑπόδειξιν του ο Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ, ὁ τελευταῖος μετὰ τὸν θάνατό του δὲν ὑποδεικνύει κανέναν ἀντικαταστάτη.  Ὅταν οἱ γύρω λαοὶ κυβερνῶνται ἀπὸ μνημονευόμενους στὴν Παλαιὰ Διαθήκη βασιλεῖς, οἱ δώδεκα φυλὲς τοῦ Ἰσραὴλ ὁμοσπονδιοποιημένες μὲ ἕνα εἶδος ἀμφικτιονίας, γνωρίζουν τὶς τρομερὲς δυσκολίες τῆς αὐτοκυβέρνησης. Ἀπὸ τὶς περιπέτειες αὐτὲς γλιτώνουν μὲ τὴν ἔκτακτη ἀνάδειξη τῶν λεγόμενων Κριτῶν. Ἡ ἐξουσία τῶν Κριτῶν εἶναι ἔκτακτη, ἀποκλειστικὰ προσωπική, δηλαδὴ δὲν ἔχει κληρονομικὰ χαρακτηριστικά, καὶ λήγει ἀμέσως μόλις διεκπεραιωθεῖ ἡ σημαντικὴ ἀποστολὴ γιὰ τὴν ὁποία καὶ μόνο ἔχουν ἀναδειχθεῖ. Μετὰ τὸ πέρας αὐτῆς, οἱ Κριτὲς ἐπιστρέφουν στὴν ἰδιωτική τους ζωή. Εἶναι χαρακτηριστικὸς ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο κλείνει τὸ βιβλίο τῶν Κριτῶν ἀποδεικνύοντας ἴσως τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ ἀρχαιότερου τύπου ἀναρχίας: «ἐν δὲ ταῖς ἡμέραις ἐκείναις οὐκ ἦν βασιλεὺς ἐν Ἰσραήλ· ἀνὴρ τὸ εὐθὲς ἐνώπιον αὐτοῦ ἐποίει». Ἡ διατύπωση αὐτὴ μᾶλλον δὲν ἀφήνει ἀσυγκίνητο ὅποιον ἐμπνέεται ἀπὸ τὸ ἐπαναστατικὸ ὅραμα τῆς αὐτοθέσμισης ἢ τουλάχιστον ἐνδιαφέρεται νὰ γνωρίσει τὶς ἄγνωστες ἱστορικές του καταβολές.
Στὰ χρόνια τοῦ τελευταίου Κριτῆ Σαμουὴλ ὅμως ἡ βαθμιαία συντηρητικοποίηση τοῦ Ἰσραήλ, ἐξαιτίας τοῦ πνευματικοῦ ἀλληθωρίσματος πρὸς τοὺς γειτονικοὺς βασιλευόμενους λαούς, φθάνει στὸ σημεῖο νὰ ἀπαιτήσει ὁ λαὸς βασιλιά. Εἶναι ἄξια λόγου, στὸ κομβικὸ αὐτὸ σημεῖο τῆς ἱστορίας τοῦ Ἰσραήλ, ἡ προσπάθεια ποὺ καταβάλλει ἀνεπιτυχῶς ὁ Σαμουήλ, ὥστε νὰ πείσει τοὺς Ἰσραηλίτες νὰ ἀλλάξουν γνώμη. Περιγράφει μὲ τὰ μελανότερα χρώματα τοὺς κινδύνους καὶ τὶς συμφορὲς ποὺ θὰ πλήξουν τὸν λαὸ λόγῳ τῆς ἐπιθυμίας του νὰ κυβερνηθεῖ ἀπὸ βασιλιά.
Ἔχει ἰδιαίτερη σημασία νὰ σχολιασθεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ δεύτερος βασιλιὰς τοῦ Ἰσραήλ, ποὺ συνέδεσε τὸ ὄνομά του μὲ τὶς λαμπρότερες σελίδες τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ὁ Δαβίδ, δὲν ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν ἀντίληψη ποὺ θέλει τὸ κλέος καὶ οἱ ἐπιτυχίες τοῦ λαοῦ νὰ ἀποδίδονται στὴν ὀρθὴ τοποθέτησή του ἔναντι τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι στὰ κατορθώματά του. Στὸ πλαίσιο αὐτό, ὑμνώντας ὁ προφητάναξ Δαβίδ τὸν Θεό, συμβουλεύει, ὄντας ὁ ἴδιος στὸ ὕπατο ἀξίωμα: «ἀγαθὸν πεποιθέναι ἐπὶ Κύριον ἢ πεποιθέναι ἐπ’ ἄνθρωπον» καὶ ἀκόμη «μὴ πεποίθατε ἐπ’ ἄρχοντας, ἐπὶ υἱοὺς ἀνθρώπων, οἷς οὐκ ἔστι σωτηρία». Στὶς ἐπισημάνσεις αὐτὲς βέβαια μόνο μιὰ ἐπιπόλαιη ἀνάγνωση θὰ ἀναγνώριζε τὴ θεμελίωση τῆς θεοκρατίας. Ὄχι μόνο λόγῳ τοῦ γεγονότος ὅτι αὐτὲς πρέπει νὰ διαβάζονται στὴ συνάφεια τῆς προηγηθείσης παράδοσης ποὺ ἀπαγορεύει κάτι τέτοιο. Ἀλλὰ διότι αὐτὲς ἁπλῶς ὑπενθυμίζουν τὸ αὐτονόητο: ὅτι κάθε θεσμὸς ποὺ σαρκώνεται ἄνευ τῆς ἐμπειρίας τῆς ἀπελευθερωτικῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, εἶναι καταδικασμένος νὰ ἀποστεωθεῖ σὲ ἐξουσιαστικὸ εἴδωλο χειρότερο κάθε εἰδωλολατρίας. Ἡ συνεχὴς ἐγρήγορση τῶν πολιτῶν νὰ συντονίζονται στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ τὸ ἅλας, ποὺ ἐμποδίζει τὴ σήψη τῆς ἀντικειμενοποίησης σὲ κάθε εἴδους σχέση, τῆς πολιτικῆς διαχείρισης συμπεριλαμβανομένης.
Ἡ διατηρήση λοιπὸν τῆς ζωντανῆς, δυναμικῆς σχέσης μὲ τὸν Θεὸ στὴν προσωπικὴ καὶ συλλογικὴ ἱστορία ἀπειλεῖται περισσότερο ἀπὸ τὴν τυπολατρία παρὰ ἀπὸ τὶς συχνὲς εἰδωλολατρικὲς παρεκκλίσεις. Διότι μὲ τὴν πρώτη εἰσβάλλει ἡ ψευδαίσθηση τῆς εὐσέβειας, ἡ ὁποία ἀποξηραίνει καὶ νεκρώνει τὴν ἀληθινὴ ζωή. Σὲ ἀντίθεση μὲ τὰ ὁλοφάνερα ἀποτελέσματα τῆς ἀπροκάλυπτης ἀποστασίας ἐκ τοῦ Θεοῦ, τὰ ὁποῖα τουλάχιστον δὲν ἐπιτρέπουν χῶρο γιὰ ἠθικὴ καύχηση.
Στὶς συνθῆκες λοιπὸν τῆς πνευματικῆς σκλήρυνσης, ποὺ παράγουν μέχρι σήμερα πολιτικὴ ἀποτελμάτωση, ἐμφανίζονται οἱ Προφῆτες. Ἀποκλειστικὸ ἔργο τους εἶναι ἡ ἀφύπνιση τοῦ κοιμώμενου λαοῦ καὶ ὄχι ἡ θρησκευτικὴ μελλοντολογία, ὅπως κακῶς θεωρεῖται. Χαρακτηριστικὸ τῶν περισσότερων Προφητῶν εἶναι ἡ καταγγελία τῆς ἐκμετάλλευσης ἢ παραμέλησης τῶν πτωχῶν ὡς ἔνδειξης πνευματικῆς ἀποστέωσης. Ὅμως ἡ σύγκρουση μὲ τὴν θρησκευτικὴ καὶ βασιλικὴ ἐξουσία ἀποτελεῖ τὴν πεμπτουσία τοῦ κηρύγματός τους. «Ἀκοῦστε τα αὐτὰ ἐσεῖς ἱερεῖς! Ἐσεῖς οἱ ἀρχηγοὶ τοῦ Ἰσραὴλ προσέξτε! Ἀκοῦστε τα κι ἐσεῖς ποὺ ἀνήκετε στὴ βασιλικὴ οἰκογένεια!» φωνάζει ὁ Ἀμώς, ἐνῶ ὁ Μιχαίας διώκεται διότι στηλιτεύει ἄρχοντες, πλούσιους, δικαστὲς καὶ ἱερεῖς. Ὁ Ἡσαΐας μεταφέρει τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ «οὐαὶ τοῖς ἰσχύουσιν ἐν Ἱερουσαλήμ» καὶ ὁ Ἱερεμίας δὲν διστάζει νὰ ἀποκαλύψει ὅτι «οἱ προφῆται προφητεύουσιν ἄδικα καὶ οἱ ἱερεῖς ἐπεκρότησαν». Ὁ Ἰεζεκιὴλ γνωστοποιεῖ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ νὰ ἀναλάβει ὁ Ἴδιος τὴ διακυβέρνηση τοῦ λαοῦ, καθὼς οἱ ποιμένες του κυβερνοῦν μὲ βία καὶ σκληρότητα. Ὁ Ὡσηὲ θεωρεῖ ὡς αἰτία τῆς ἀπώλειας τοῦ Ἰσραὴλ ἱερεῖς, βασιλεῖς καὶ ἄρχοντες «ὅτι πνεῦμα (πνευματικῆς) πορνείας ἐν αὐτοῖς ἐστι». Ὁ Ἀββακοὺμ ἀναπέμπει λόγους ἀπειλητικοὺς ἐναντίον ἐκείνων ποὺ συγκεντρώνουν περιουσία καὶ ἄνομο κέρδος. Ὁ Σοφονίας διαπιστώνει ὅτι «οἱ ἄρχοντες αὐτῆς (τῆς Ἱερουσαλὴμ) ἐν αὐτῇ ὡς λέοντες ὠρυόμενοι· οἱ κριταὶ αὐτῆς ὡς λύκοι τῆς Ἀραβίας […] οἱ προφῆται αὐτῆς […] ἄνδρες καταφρονηταί· ἱερεῖς αὐτῆς βεβηλοῦσι τὰ ἅγια καὶ ἀσεβοῦσι νόμον». Εἶναι ἀνάγκη νὰ σημειωθεῖ ὅμως ὅτι τὸ ριζοσπαστικὸ κήρυγμα τῶν Προφητῶν δὲν στρέφεται κατὰ τῶν ἴδιων τῶν θεσμῶν ἐξουσίας. Στηλιτεύει τὴν κατάχρηση. Πρωτίστως ὅμως ἀποδοκιμάζει τὴν ἀντίληψη ὅτι οἱ θεσμοὶ εἶναι ἀπὸ μόνοι τους ἱκανοὶ καὶ αὐτάρκεις, ὥστε νὰ ἐπιλύουν τὰ προβλήματα τοῦ λαοῦ, ὅταν αὐτὸς ἀποστασιοποιεῖται ἀπὸ τὸ νόημα ποὺ οἱ ἴδιοι οἱ θεσμοὶ πρέπει νὰ περιέχουν. Αὐτὸ δὲ ἀντλεῖται πάντοτε ἀπὸ τὴν ἐμπιστοσύνη στὸν Θεὸ-ἀπελευθερωτή του.
Ὅταν ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ σαρκώνεται στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου καὶ ἐγκαινιάζει τὴν Καινὴ Διαθήκη Του μὲ τοὺς ἀνθρώπους, δὲν ἄφησε ἀσχολίαστο τὸ ζήτημα τῆς ἐξουσίας. Ὁ τρίτος ἀπὸ τοὺς γνωστοὺς πειρασμούς Του στὴν ἔρημο ἀφοροῦσε ἀκριβῶς σὲ αὐτὸ τὸ ζήτημα. Ὁ σατανᾶς τοῦ προτείνει τρεῖς τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους τὸ σωτηριῶδες ἔργο Του θὰ μποροῦσε νὰ φαλκιδευθεῖ ἀρκούντως, ὥστε ἀντὶ τῆς ζωῆς ποὺ νικᾶ τὸν θάνατο, νὰ προσφερθεῖ στὸν κόσμο μία ἀκόμη θρησκεία. Ἡ τρίτη πρόταση τοῦ ἀρχέκακου διαβολέα χαρίζει στὸν Χριστὸ τὴν ἐξουσία ὅλου τοῦ κόσμου, ἂν Αὐτὸς τὸν προσκυνήσει. Καὶ μόνο τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἐξουσία ὑπονοεῖται ὡς δώρημα τοῦ σατανᾶ καθιστᾶ περιττὸ κάθε περαιτέρω σχολιασμό. Εἶναι ἀνάγκη ὅμως νὰ διευκρινιστεῖ ὁ λόγος τῆς ταύτισης ἐξουσίας-κακοῦ. Διότι ἀλλιῶς θὰ περιπέσουμε στὴν ἀ-νόητη δαιμονοποίηση τῆς ἐξουσίας. Ἡ ἐξουσία λοιπὸν ἀπορρίπτεται γιατὶ εἶναι παντελῶς ἄσχετη μὲ τὴ θυσία. Ἡ ἐπιβολὴ τῆς ἰσχύος, μὲ τὴν ὁποία εἶναι περιβεβλημένη κάθε ἐξουσία, στραγγαλίζει ὄχι μία  ἐξωτερικὴ ἐλευθερία ἐπιλογῆς ἁπλῶς ἀλλὰ τὸ ἐνδεχόμενο τῆς κατεξοχὴν ἐλευθερίας νὰ θυσιάζομαι γιὰ τὸν ἄλλο. Καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου «οὐκ ἦλθεν διακονηθῆναι ἀλλὰ διακονῆσαι καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν». Εἶναι γνωστὸ ἄλλωστε, σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ σὲ σχετικὸ ἐρώτημα τῶν μαθητῶν Του, ὅτι «οἱ ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν. Οὐχ οὕτως ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ’ ὃς ἐὰν θέλῃ ἐν ὑμῖν μέγας γενέσθαι ἔσται ὑμῶν διάκονος, καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ ἐν ὑμῖν εἶναι πρῶτος ἔσται ὑμῶν δοῦλος». Ἡ ὄντως ἐλευθερία συνεπῶς, ποὺ βρίσκεται στοὺς ἀντίποδες τῆς ἐξουσίας, εἶναι δουλεία στὴν ἀγάπη. Ἡ σωτηριώδης αὐτὴ ἀντίφαση δὲν ἀποτελεῖ λογοπαίγνιο ἀλλὰ ρεαλιστικὴ ἀποτίμηση τῆς ἀποτυχίας τοῦ κόσμου καὶ τῶν θεσμῶν του. Γιατὶ ὁ κόσμος πλάστηκε ἀπὸ καὶ γιὰ τὴν ἀν-αρχία (ἀρχὴ = ἐξουσία) τοῦ ἔρωτα, προοπτικὴ ἡ ὁποία στενάζει ὑπὸ τὴ στένωση ποὺ ἐπιβάλλει ὁ ἐξουσιαστικὸς ἰὸς τῆς φιλαυτίας.
Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὴν ἄμεση καταδίκη τῆς ἐξουσίας καὶ τῆς ἠθικῆς της ὁ Χριστὸς τὴν γελοιοποιεῖ καὶ τὴν ἀπαξιώνει μὲ περισσῆ εἰρωνεία. Ὅταν ἐπρόκειτο νὰ πληρώσει καθιερωμένο φόρο, ρωτᾶ τὸν Πέτρο σχετικὰ μὲ τὸ ποιὸς εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ πληρώνει φόρους στοὺς βασιλεῖς τῆς γῆς. Ἀπὸ τὴν ἀπάντηση τοῦ Πέτρου ὁ Χριστὸς συμπεραίνει ὅτι ἡ ὑποχρέωση τοῦ φόρου βαρύνει τοὺς μὴ ἐλεύθερους. Γιὰ νὰ μὴν σκανδαλίσουν ὅμως προβαίνει σὲ μία πράξη ἐντελῶς παράδοξη, ὅσο καὶ ἡ ἀνάγκη τῶν ἐλεύθερων νὰ ἀνταποκρίνονται στὶς ἀπαιτήσεις τοῦ κράτους: βρίσκει τὸ ἀπαιτούμενο ποσὸ στὴν κοιλιὰ τοῦ ψαριοῦ ποὺ ψάρεψε ὁ Πέτρος κατ’ ἐντολήν Του γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτό! Περαιτέρω σχόλια ἴσως περιττεύουν γιὰ νὰ διευκρινίσουν τὸν ὠμὸ σαρκασμὸ πρὸς τοὺς κρατικοὺς θεσμούς.
Στὴν «κρίσιμη» στιγμὴ τῆς παρουσίας Του ἔναντι τοῦ Πιλάτου, πιεσμένος ὁ Ρωμαῖος διοικητὴς ἀπὸ τὴν καταφανέστατη ἀθωότητά Του, σὲ ἀντίθεση μὲ τὶς φωνασκίες τοῦ ὄχλου, Τὸν φέρνει ἀντιμέτωπο μὲ τὴν δύναμη τῆς ἐξουσίας ποὺ κατέχει πάνω στὴ ζωή Του. Λαμβάνει ὅμως τὴν ἀποστομωτικὴ ἀπάντηση ὅτι «οὐκ εἶχες ἐξουσίαν κατ’ ἐμοῦ οὐδεμίαν εἰ μὴ ἦν δεδομένον σοι ἄνωθεν». Ἡ ἐξουσία ἐπετράπη μήπως καὶ ἡ ἀποκρουστική της ἐφαρμογὴ συνεφέρει ἄρχοντες καὶ ὑπηκόους ὑποχρεώνοντάς τους ἔτσι νὰ ἀναζητήσουν ἄλλον τρόπο θέσμισης τῶν πραγμάτων τοῦ βίου τους, πέραν τῆς ἐξημερωτικῆς τοῦ ὄχλου ἀτομικῆς πολιτικῆς ἀνάθεσης. Διότι αὐτὴ ἡ ἐπιλογὴ ἐθίζει στὴν ἰδιοτελῆ συνδιαλλαγὴ καὶ τὸ χειρότερο, ἀντικαθιστᾶ τὴν εὐθύνη τῆς ἀγάπης μὲ τὸν ἀνέξοδο αὐτοματισμὸ τῆς ἰσχύος καὶ τῆς ἐπιβολῆς.
Ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ αὐτὴ ἀναδρομὴ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀπουσιάσει τὸ χιλιοταλαιπωρημένο βιβλίο τῆς Ἀποκάλυψης τοῦ Ἰωάννου. Ἡ μυωπικὴ προσπέλασή του ἀπὸ τυχάρπαστους ἐμπόρους τοῦ φόβου παραγνωρίζει τὸ κεφαλαιῶδες ζήτημα, τὸ ὁποῖο παρεπιπτόντως ἀποτελεῖ καὶ τὴν αἰτία τῆς συγγραφῆς του. Αὐτὴ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν ποιητικὴ-κωδικοποιημένη καταγγελία, γιὰ λόγους «συνομωτικοὺς», τῶν ἀπεχθέστατων ἐξουσιαστικῶν δομῶν τῆς καταρρέουσας καὶ γι’ αὐτὸ ἐξόχως ἀπάνθρωπης ρωμαϊκῆς ἐξουσίας. Ἡ ἐπίσημη κρατικὴ ἰδεολογία τοῦ ρωμαϊκοῦ imperium στὰ τέλη τοῦ πρώτου μ.Χ. αἰώνα, ὁπότε καὶ γράφεται ἡ Ἀποκάλυψη ἀπὸ τὸν ἐξόριστο εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη τὸν Θεολόγο, περιβάλλεται μὲ θρησκευτικὸ μανδύα. Ἡ πλέον ἀηδὴς καὶ ἀήθης ἐκδοχὴ τῆς ἐξουσίας ἀνακηρύσσει τὸν αὐτοκράτορα θεό. Μέσῳ τῆς ἀπαίτησης νὰ λατρεύεται ὁ Ρωμαῖος κοσμοκράτορας ἐπιχειρεῖται ἡ παγκόσμια κυριαρχία, ποὺ ὅμοιά της ἀναγνωρίζεται μόνο στὶς ὀργουελιανὲς περιγραφές. Ἐξ αὐτῆς τῆς φρικτῆς ἀλαζονείας τῆς ἐξουσίας προκαλοῦνται τὰ δεινὰ τῆς ἀνθρωπότητας, ποὺ μὲ γλαφυρότητα περιγράφονται ἀπὸ τὸν Ἰωάννη. Στὸ πλαίσιο αὐτὸ ἡ Ἀποκάλυψη ἀποτελεῖ τὴ ρεαλιστικότερη ἀποτίμηση τῆς ἱστορίας. Τὸ θηρίο, ὁ κολοφώνας τῆς ἐξουσιαστικῆς βίας, βρυχᾶται καὶ γεμίζει πόνο καὶ ἀγωνία ἐκείνους ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ ζήσουν καὶ νὰ ὑπάρξουν ἐλεύθεροι. Ὁ λόγος τοῦ Θεολόγου Ἰωάννη ἀποτελεῖ ἀκριβῶς τὸν φάρο, ὁ ὁποῖος φωτίζει τὴν τραγικότητα τῆς ἱστορίας. Ὅσο καὶ ἂν τρίζει τὰ δόντια του τὸ θηρίο τῆς αὐτοθεωμένης ἐξουσίας, ὁ Ἰωάννης καὶ οἱ παραλῆπτες τοῦ ἔργου του γνωρίζουν ὅτι θριαμβευτὴς θὰ εἶναι τελικὰ ἡ ἐλευθερία, ἡ πληρότητα τῆς ὁποίας στὴν τραγωδία τοῦ κόσμου συνιστᾶ ζητούμενο. Εἶναι ἐξόχως ἀποκαλυπτικὲς οἱ περιγραφὲς τῆς Βαβυλώνας, ποὺ συμβολίζει τὴν εἰδωλοποιημένη ἐξουσία, αὐτὴ ποὺ ἀξιώνει τὴ λατρεία της μέσῳ τῆς ἀπόλυτης ἀναγνώρισης καὶ ὑπακοῆς: ἀπὸ τὸ μεθυστικὸ κρασί τῆς πορνείας της ἔχουν πιεῖ ὅλα τὰ ἔθνη, οἱ βασιλιάδες πόρνεψαν μαζί της καὶ οἱ ἔμποροι πλούτισαν ἀπὸ τὴ χλιδή της. Ἡ βδελυρὴ αὐτὴ ἐξουσία, ὡς κορύφωση τῆς ἀποστασιοποίησης ἀπὸ τὸν Θεό, χαρακτηρίζεται «πορνεία». Ἐπίσης ἄξια λόγου εἶναι ἡ ἀναφορὰ στοὺς πενθοῦντες τὴν πτώση τῆς Βαβυλῶνος. Εἶναι ὅσοι πλούτισαν ἀπὸ αὐτή, ὅσοι ἀσέλγησαν ὄντες ἐκμεταλλευτὲς καὶ καταπιεστὲς τῶν χειραγωγημένων μαζῶν. Ὁ θρῆνος τους εἶναι γοερὸς «ὅτι μιᾷ ὥρᾳ ἠρημώθη ὁ τοσοῦτος πλοῦτος»!
Ἡ ἀντιεξουσιαστικὴ ἀμεσοδημοκρατικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας (σήμερα οἱ συγκεκριμένοι ὅροι ξαφνιάζουν ἂν δὲν τρομάζουν) πραγματοποιήθηκε κατεξοχὴν στὴν κοινότητα τῶν πρώτων χριστιανῶν. Οἱ Ἀπόστολοι ἀναθέτουν τὴ διαχείριση τῆς κοινῆς περιουσίας καὶ ὅλων τῶν πρακτικῶν ζητημάτων σ’ ἐκείνους ποὺ ἐλεύθερα θὰ ἐπιλέξει τὸ σῶμα τῶν πιστῶν (ἐκλογὴ διακόνων). Κι ὅταν θὰ συντελεστεῖ ὁ μεγάλος συμβιβασμὸς μὲ τὴν αὐτοκρατορικὴ ἐξουσία, θὰ ξεπηδήσει ἀπὸ τὴν ἐλευθερία τῆς ἐρήμου ἡ ἀπόπειρα τῆς κοινοτικῆς αὐτοδιάθεσης μὲ τὴν ὀργάνωση τοῦ μοναστικοῦ κοινοβίου. Ἂν δανειστοῦμε τὴν ἀκρίβεια τῆς ζουραρείου ἰδιολέκτου, θὰ ἀναγνωρίσουμε ὅτι «τὸ ὀρθόδοξο κοινόβιο ὑπῆρξε τὸ μόνο ὑπαρκτὸ σοβιὲτ ποὺ πέτυχε!»
Οἱ διακηρύξεις τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν κοινωνικὴ δικαιοσύνη ἀποτελοῦν ἕνα ἀδιάψευστο κριτήριο τῆς ἀπόστασης ποὺ χωρίζει τοὺς σημερινοὺς ἐπαναπαυμένους χριστιανοὺς ἀπὸ τὰ καίρια τῆς πίστεως ποὺ ἐπαγγελλόμαστε. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης καταφέρεται ἐνάντια στὴ δουλεία (ποὺ ἀκόμη δὲν καταργήθηκε) καὶ στὴν ἐκμετάλλευση, διότι ἀντιστρατεύονται τὸ νόμο τῆς φύσεως, ἡ ὁποία πλάστηκε αὐτεξούσια καὶ ἐλεύθερη. Ὑπενθυμίζει δέ, συνεχίζοντας τὸ ὑπόμνημά του στὸν Ἐκκλησιαστή, ὅτι ἡ ἐξουσία τοῦ ἀνθρώπου περιορίζεται ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο στὰ ζῶα.
Οἱ φιλήσυχες συνειδήσεις τῶν νοικοκυραίων χριστιανῶν μᾶλλον δὲν αἰσθάνονται πολὺ ἄνετα διαβάζοντας τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο δὲν πρέπει νὰ ἀγαπᾶμε κάθε εἰρήνη, γιατὶ ὑπάρχει ὁμόνοια πολὺ βλαβερή. Σὰν καὶ αὐτὴ ποὺ στηρίζουν οἱ «χριστιανικὲς» κοινωνίες βαυκαλιζόμενες μὲ τὴν ἐπίπλαστη τάξη καὶ ἀσφάλεια, οἱ ὁποῖες περιφρουροῦν τὰ μικροσυμφέροντα τῶν «νομοταγῶν». Τὶ ἔχουμε ὅμως νὰ ἀπαντήσουμε καὶ πάλι στὸν δεύτερο Θεολόγο τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν ἀναφέρει ὅτι ὅρος τῆς πνευματικῆς ὑγείας εἶναι τὸ συμφέρον τοῦ ἄλλου; (Ἀπὸ τὴν ἔννοια τοῦ συμφέροντος ἀπουσιάζει φυσικὰ ἡ προάσπιση τοῦ πλούτου, τὸν ὁποῖο οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας θεωροῦν σύμφυτο μὲ τὴν ἀδικία).
Ἡ ἐξέγερση τοῦ φτωχοῦ, ποὺ τόσο τρομάζει τὴν λεγόμενη κοινωνικὴ εἰρήνη, εἶναι ἕνα γεγονὸς ποὺ οἱ πατέρες δὲν ἀντιμετωπίζουν ἐπιπόλαια μὲ ἀφορισμοὺς κατὰ τῆς βίας. Στὴν ἑρμηνεία τῆς πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολῆς ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀναφέρει: «Ἀκόμη κι ἂν (ὁ φτωχὸς) ἐπιτίθεται θὰ πρέπει νὰ τὸν ἐλεήσουμε, διότι ἡ πείνα εἶναι ποὺ τὸν πιέζει καὶ φορᾶ τὴν κουκούλα τοῦ εξεγερμένου. Αὐτό εἶναι ἕνα ἔγκλημα ποὺ τὸ διαπράττει ἡ δικιά μας ἀσπλαχνία.» Στὸ ἴδιο κλίμα, σχεδὸν δέκα αἰῶνες ἀργότερα, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, στὴν εἰκοστὴ δεύτερη ὁμιλία του καταγγέλλει: «Κι ἂν ὑποκριθοῦμε γιὰ λίγο κάποια φαινομενικὴ εἰρήνη μεταξύ μας, οἱ ἐξουσιαστὲς αὐξάνουμε ἀκόμη περισσότερο τὴν καταπίεση τῶν φτωχῶν […] Αὐτοὶ ποὺ ταΐζουν σκυλιὰ καὶ τρέφουν γουρούνια (πλούσιοι) καταβροχθίζουν σὰν ἀγριογούρουνα καὶ αἱμοβόρα σκυλιὰ τὴν περιουσία τῶν ἀπροστάτευτων. Γι’ αὐτὸ ὑψώνουν οἱ φτωχοὶ τὴ φωνή τους ἐνάντια σὲ ὅλους σας […] γιατὶ δὲν μποροῦν νὰ ὑποφέρουν τὴν ἄσπλαχνη καὶ μισάνθρωπη ἐξουσία τῶν φοροεισπρακτόρων καὶ τὴ συνεχῆ βία καὶ ἀδικία ποὺ προέρχεται ἀπὸ σᾶς ποὺ εἶστε ἰσχυρότεροί τους».
Τὴν σίγουρη καταδίκη ὡς τρμοκράτη, ποὺ θὰ ἐπέσυραν οἱ σημερινοὶ χριστιανοὶ ἐναντίον ἐκείνου ποὺ θὰ τολμοῦσε νὰ καταθέσει τὰ παραπάνω, θὰ τὴ συνόδευε σίγουρα ἡ πλειστάκις κακοποιημένη ρήση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «πᾶσα ψυχὴ ἐξουσίαις ὑπερεχούσαις ὑποτασσέσθω […] ὁ ἀντιτασσόμενος τῇ ἐξουσίᾳ τῇ τοῦ Θεοῦ διαταγῇ ἀνθέστηκεν […]». Εἶναι ἀνάγκη ὅμως νὰ διευκρινιστοῦν κάποια εἰδικότερα θέματα. Τὸ συγκεκριμένο χωρίο προέρχεται ἀπὸ τὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή. Ἀπευθύνεται λοιπὸν στοὺς χριστιανοὺς τοῦ διοικητικοῦ κέντρου τῆς αὐτοκρατορίας. Συνεπῶς ἡ ριζοσπαστικότητα τῶν χριστιανῶν τῆς Παλαιστίνης πρέπει νὰ μετριαστεῖ, καθὼς οἱ τῆς Ρώμης βρίσκονται στὸ ἐπίκεντρο τοῦ κυκλώνα. Ἄλλωστε ἔχει ἤδη συμβεῖ ὁ διωγμὸς τοῦ Νέρωνα, ποὺ προκλήθηκε λόγῳ τῆς ἀπροθυμίας τῶν Ρωμαίων χριστιανῶν νὰ συνεργαστοῦν μὲ τὸ κράτος καὶ νὰ ὑπακούσουν στοὺς νόμους του. Ὑπάρχει ὅμως καὶ κάτι ἀκόμα, ποὺ σχετίζεται μὲ τὴ συνάφεια τοῦ συγκεκριμένου χωρίου. Τρεῖς μόλις στίχους παρακάτω ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀποκαλύπτει τὸ εἶδος τῶν ἀρχόντων στὸ ὁποῖο ὀφείλεται ὑπακοή. Οἱ χριστιανοὶ ὑπακοῦν σὲ ἐκείνους ποὺ εἶναι Θεοῦ διάκονοι καὶ ἐπαινοῦν ἐκεῖνον ποὺ κάνει τὸ καλό. Ἂν λοιπὸν ἡ συγκεκριμένη φράση τοῦ Παύλου ἐκλαμβάνεται ἀτυχῶς ὡς κάλεσμα νομιμοφροσύνης τῶν χριστιανῶν ἔναντι τῆς ἐξουσίας, τότε τὸ θυσιαστικὸ καὶ ἡρωικὸ μαρτύριο τῶν ἐκατομμυρίων χριστιανῶν ποὺ προηγήθηκε καὶ κυρίως ἀκολούθησε τὴν παύλεια νουθεσία, δὲν ἦταν παρὰ μιὰ τραγωδία, ἐφόσον βασίστηκε στὴν παρακοὴ τῆς συμβουλῆς τοῦ Ἀποστόλου. Τὴν ἐπιτομὴ τῆς σκέψης τοῦ πρωτοκορυφαίου Παύλου θὰ κάνει καὶ πάλι ὁ Χρυσόστομος Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος, κατὰ τὸν μακαριστὸ καθηγητὴ π. Γεώργιο Φλορόφσκι, θεωρεῖ ὅτι «ἡ ἐξουσία ἐνέχει τὴν ἀνισότητα καὶ εἶναι μία μορφὴ ὑποδουλώσεως. Ἔχει καθιερωθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀλλὰ μόνο ὡς συνέπεια τῆς ἁμαρτίας».
Ὅλα τὰ παραπάνω, ὡς θεωρητικὸς προσανατολισμὸς ἀλλὰ καὶ πρακτικὴ ἐφαρμογή, δὲν ἀντλοῦνται ἀπὸ ἕναν ἠθικὸ ρομαντισμὸ γιὰ μία ἄλλη κοινωνία. Ἀποτελοῦν συνεπῆ ἔκφραση καὶ ἀπόπειρα νὰ σαρκωθεῖ ἡ ζωὴ τῆς ἐλευθερίας ποὺ φανέρωσε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο. Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτει ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἡ ὄντως ἐλευθερία. Γεννιέται ὡς ἄνθρωπος, γιατὶ μπορεῖ νὰ ὑπάρξει καὶ μὲ τρόπο διαφορετικὸ ἀπὸ αὐτὸν ποὺ τοῦ «ἐπιβάλλει» ἡ ἴδια Του ἡ φύση. Ὁ ἄνθρωπος ἀντιθέτως δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι κάτι ἄλλο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ τοῦ ἐπιτάσσει ἡ φύση του, εἶναι ἀναγκασμένος νὰ εἶναι ἄνθρωπος. Ὁ Θεὸς ἐπειδὴ εἶναι ἡ ἐλευθερία τῆς ἀγάπης μπορεῖ, ὡς ἔκφραση αὐτῆς Του τῆς ἀγάπης, νὰ ὑπάρξει καὶ ἀλλιῶς καὶ αὐτὸ γιὰ χάρη τοῦ ἀνθρώπου.  Ἡ δὲ Ἀνάστασή Του κομίζει στὸν κόσμο αὐτὴν ἀκριβῶς τὴ δωρεά: νὰ ὑπάρξει ὁ ἄνθρωπος, ἐὰν τὸ θελήσει, ἐλεύθερος ἀπὸ τὴ φθορὰ τοῦ θανάτου, ἐλεύθερος ἀπὸ τὸν ἔσχατο καταναγκαστικὸ προσδιορισμὸ τοῦ εἶναι του. Αὐτὴ εἶναι ἡ ὄντως ἐλευθερία. Κάθε ἀπόπειρα ὅμως νὰ ἐπιβληθεῖ, τὴν καθιστᾶ αὐτομάτως μία καρικατούρα βίας, ποὺ στραγγαλίζει τὸ εἶναι τοῦ ἀνθρώπου. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἡ βία ἀποτελεῖ βασικὴ προϋπόθεση γιὰ τὴν πραγματοποίηση τῆς ἐλευθερίας. Πρόκειται ὅμως γιὰ τὴ βία ποὺ στρέφεται κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ καὶ ὄχι κατὰ τοῦ ἄλλου. Κατὰ τῶν ἐξουσιαστικῶν ἀγκυλώσεων ποὺ μαστίζουν τὸν καθένα, ἀπὸ τὶς ὁποῖες καὶ μόνο πηγάζει καὶ ἡ πιὸ ἀδιόρατη διάθεση ἐπιβολῆς. Ἡ φιλαυτία εἶναι ἡ μήτρα τῆς ἐξουσίας. Αὐτὴ ἐπιδιώκει μανιωδῶς νὰ ψευδοσυντηρήσει τὸν ἑαυτὸ ἔναντι τοῦ θανάτου καὶ σὲ αὐτὴ τὴ διαδικασία ὁ ἄλλος δὲν εἶναι ὁ πρὸς εὕρεση ἑαυτός μου ἀλλὰ ὁ θάνατός μου, ποὺ πρέπει νὰ θανατωθεῖ. Καὶ ὁ κύκλος τῆς ὑπαρξιακῆς βίας συνεχίζεται σκορπίζοντας κατὰ τὴν κίνησή του μόνο ἐξουσία. Γι’ αὐτὸ ὁ κατὰ πολλοὺς «ἀναρχοχριστιανὸς» Τολστόι ἔγραψε διαπιστωτικά: «ὅλοι θέλουν νὰ ἀλλάξουν τὸν κόσμο ἀλλὰ κανεὶς τὸν ἑαυτό του». Γι’ αὐτὸ κάθε βία ἀπὸ τὸν ἑαυτό ἀλλὰ ὄχι πρὸς τὸν ἑαυτό, εἶναι καταδικασμένη νὰ ἀναπαράγει τὸν φαῦλο κύκλο τῆς ἐξουσίας.
Ὁ ἐκκλησιαστικὸς τρόπος ὕπαρξης θεμελιώνεται στὸ παράδειγμα τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐξουσία Του εἶναι παντοδύναμη μόνο γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι εἶναι ἐλεύθερος νὰ παραιτεῖται ἀπὸ αὐτή. Ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἰλιγγιώδη προοπτικὴ ποὺ φανέρωσε, καὶ ἀπὸ τότε παραμένει ἀνοιχτὴ ὡς δυνατότητα γιὰ τὸν καθένα, μπορεῖ νὰ ξεμυτίσει ἡ ἐλευθερία. Κάθε ἄλλη ἀπόπειρα εἶναι ἁπλῶς ὑπονομευμένη ἀπὸ τὴν ἀναγκαιότητα τοῦ βρυχώμενου καὶ ἀδηφάγου ἐγωτισμοῦ. Ἡ δὲ ἐγωικὴ ἀναδίπλωση δὲν ἀποτελεῖ ἠθικό ζήτημα. Εἶναι κατεξοχὴν ζήτημα ζωῆς ἢ θανάτου, διότι ὁ ἐγωτισμὸς ἀρνεῖται τὸ ἐνδεχόμενο τῆς ἄρνησής του, ἐνὼ ὁ Θεὸς εἶναι ἐλεύθερος ἀπὸ τὴν ἀνάγκη νὰ ἐπιβάλει τὴν παρουσία Του. Ἡ ἐλευθερία μας νὰ Τὸν ἀπορρίπτουμε εἶναι μία ἐπιβεβαίωση τῶν ἀτέρμονων ὀριζόντων τῆς ἐλευθερίας Του.
Ὑπὸ τὶς παραπάνω προϋποθέσεις τὸ πολίτευμα τῶν χριστιανῶν δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ ἐγκαθιδρυθεῖ. Ὄχι ὅμως διότι ἀποτελεῖ οὐτοπία ἀλλὰ διότι ἐγκαθίδρυση σημαίνει ἀρχή. Καὶ ὅ,τι ἀρχίζει εἶναι καταδικασμένο νὰ τελειώσει, νὰ πεθάνει.  Ὁ πραγματικὸς ἄναρχος, ποὺ δὲν ἔλαβε ποτὲ ἀρχὴ καὶ δὲν θὰ ἔχει ποτὲ τέλος, εἶναι ὁ Τριαδικὸς Θεός. Δὲν εἶναι καθόλου τυχαῖο λοιπὸν ποὺ στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα «ἀρχὴ» θὰ πεῖ καὶ ἐξουσία. Ὅ,τι ἀρχίζει ὑπόκειται στὴν ἐξουσία αὐτοῦ ποὺ τὸ γέννησε. Φέρει ἐντός του τὴν ἀναγκαιότητα νὰ ὑπάρχει καὶ αὐτὴ τὸ προσδιορίζει καὶ τὸ καθορίζει. Τὰ πάντα στὸ φυσικὸ κόσμο διαθέτουν μία ἐξήγηση κι ἂν δὲν ἔχει ἀνιχνευθεῖ ἀκόμη κάποια στιγμὴ θὰ συμβεῖ, ἀκριβῶς διότι τὰ πάντα ὀφείλουν τὴν ἀρχή τους στὴν ἐξουσία τῶν ἀρχῶν ποὺ τὰ διέπουν. Τὸ μόνο γεγονὸς ποὺ δὲν θὰ μπορέσει νὰ ἑρμηνευθεῖ ἐξαντλητικὰ μὲ ὅρους φυσικῶν νόμων εἶναι ἡ δημιουργία ὡς γεγονὸς καὶ μόνο. Γιατὶ ὡς γεγονὸς ἀγάπης ὀφείλει τὴν ἀρχή της σὲ ἕνα Πρόσωπο. Ὁ Θεὸς δωρίζει τὴν ἐλευθερία στὸν ἄνθρωπο καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἡ δική Του ὑφίσταται τὴν «ἧττα» τῆς ἀγάπης. Διότι θέλει νὰ μὴν ἐπιβληθεῖ ποτέ. Σὲ αὐτὸ τὸ ἀντιεξουσιαστικὸ θέλημα ὀφείλεται ἡ ἀρχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἀποστασιοποιεῖται ἀπὸ τὸν ἐραστὴ Δημιουργό, σηκώνοντας τὴν παντιέρα τῆς «ἐλευθερίας», τὸ μόνο ποὺ καταφέρνει εἶναι νὰ ἐκπίπτει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ ἄναρχου Θεοῦ, στὴν ἀρχὴ τοῦ δικοῦ του πεπερασμένοπυ θελήματος, δηλαδη νὰ αὐτοκαταδικάζεται στὴν ἐξουσιαστικὴ δίνη τῆς φθαρτότητάς του.
Συνεπῶς κάθε ἀπόπειρα νὰ θεσμοποιηθεῖ ἡ ἐλευθερία, νὰ γίνει καθεστώς, σημαίνει αὐτόματα τὴν ἀναίρεσή της. Ἡ μόνη συμβατὴ μὲ τὰ παραπάνω πολιτικὴ προοπτικὴ εἶναι ἡ διαρκὴς πάλη, ὥστε νὰ ἀνατρέπεται ἀδιάκοπα ὅ,τι ὠθεῖ τὴ ζωὴ νὰ ἐκφυλίζεται σὲ σύστημα. Ἔτσι ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἀπαίτηση γιὰ τὴν καθολικὴ ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ βίου του εἶναι σύμφυτη μὲ τὴν κατάργηση καὶ τοῦ κράτους καὶ τῶν νόμων καὶ τῆς ἐξουσίας ἀλλὰ καὶ κάθε ἰδεολογίας. Ἀκόμη καὶ τῆς ἀναρχίας, διότι ἡ ὄντως ἐλευθερία δὲν ἀνέχεται τὴν ποδηγέτησή της ἀπὸ καμία πολιτικὴ πρωτοπορία, ἀπὸ κανένα μεσσιανικὸ ὅραμα, ἀπὸ τίποτα ποὺ τὴν φασκιώνει μὲ τοὺς νάρθηκες τῆς ἀποτελεσματικότητας.
Μὲ ἄλλα λόγια ἀπαιτεῖται μία διαρκὴς ἐπανάσταση. Ὡς συνεχὴς ἐγρήγορση, ὥστε νὰ μὴν καταντήσει ποτὲ ἡ ἐλευθερία παγιωμένη κατάσταση. Πῶς μπορεῖ νὰ ἐνυλωθεῖ στὴ ζωὴ αὐτὴ ἡ πολιτικὴ πρόταση; Αὐτὸ θὰ παραμένει πάντοτε ἕνα ἐνδεχόμενο, ποὺ περιλαμβάνει ἀκόμη καὶ τὴν ἀποτυχία. Κι ἂν σήμερα οἱ χριστιανοὶ πολιτικὰ ἀναπαράγουμε μόνο τὴν ἀποτυχία τῆς πτώσης, τουλάχιστον ἂς ἀναζητοῦμε τὰ πράγματα στὰ ὁποῖα ἀντηχοῦν οἱ λέξεις, χωρὶς νὰ παραμένουμε καθηλωμένοι στὸ ἐξωτερικό τους περίβλημα. Διότι οἱ ἀφορισμοί, ἡ ἐκ τῶν προτέρων ἀπόρριψη καὶ ἄλλα συμπτώματα ἀκρισίας, καταφέρνουν νὰ μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπελπιστικὰ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ μᾶς «ἀνήκουν» καὶ χρειαζόμαστε.

ἐπίμετρον: ὅταν ὁ Ληξουριώτης ἄθεος ἀναρχικὸς ποιητὴς Μικέλης Ἄβλιχος (1844-1917), προσωπικὸς φίλος τοῦ Μπακούνιν, ρωτήθηκε στὸ δικαστήριο ὡς ἔνορκος ποιὰ θρησκεία πρεσβεύει, ἀπάντησε: «οὐδεμία· ἀλλ’ ἐν τοσούτῳ εἶμαι χριστιανός, διότι αἱ θρησκεῖαι εἶναι δεσμὸς τῆς ἀνθρωπότητος, ἐνῶ ὁ χριστιανισμὸς εἶναι ἐναγκαλισμὸς τῆς ἀνθρωπότητος».
* ὁ Ἀνδρέας Γ. Βιτούλας εἶναι ἐκπαιδευτικός, Δρ. Θεολογίας Α.Π.Θ.
πηγή: Αντίφωνο,  δημοσιεύθηκε στην ἐφημερίδα τῆς Καστοριᾶς ΟΔΟΣ,.φ. 681, 28-02-2013)

Pages