ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΑ
ΨΥΧΙΚΗ ΔΟΜΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
Το συνειδητό
Το προσυνειδητό
Το ασυνείδητο
Δομικό μοντέλο (εκείνο, ενώ, υπερεγώ)
Το εκείνο
Δευτερογενής διεργασία
ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ
http://www.psychologia.gr/
Η έννοια ψυχοδυναμικά (ή απλώς δυναμικά) αναφέρεται στη συστηματική μελέτη και γνώση των ψυχικών δυνάμεων και κινήτρων που επηρεάζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά. Αν και δια μέσου των αιώνων πολλά μοντέλα προτάθηκαν για να εξηγήσουν και να σχηματοποιήσουν τη φύση της ψυχικής λειτουργίας του ανθρώπου, εντούτοις ήταν ο Sigmund Freud (1856-1939) εκείνος που ανέπτυξε την πιο ίσως ολοκληρωμένη και κλινικά χρήσιμη θεωρία για την κατανόηση της ψυχικής δομής και λειτουργίας. Η ψυχοδυναμική θεωρία του Freud η θεωρία δηλαδή των ψυχοδυναμικών, δίνει έμφαση στον ρόλο των ασυνείδητων κινήτρων σαν αιτίων της ανθρώπινης συμπεριφοράς καθώς και στη λειτουργική σημασία των συναισθημάτων. Περαιτέρω, η ψυχοδυναμική θεωρία (ή και ψυχοδυναμική απλά) θεωρεί ότι η συμπεριφορά του ατόμου καθορίζεται από τα βιώματα του παρελθόντος, τη γενετική ιδιοσυστασία και την τρέχουσα πραγματικότητα.
ΨΥΧΙΚΗ ΔΟΜΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
Ο Freud πρότεινε δύο βασικά μοντέλα για την κατανόηση της ψυχικής δομής και λειτουργίας, το τοπογραφικό μοντέλο και το δομικό μοντέλο.
Τοπογραφικό μοντέλο (συνειδητό, προσυνειδητό, ασυνείδητο)
Η ανακάλυψη του ασυνειδήτου ήταν οπωσδήποτε μια από τις πιο σημαντικές επιτεύξεις του αιώνα μας. Η ιδέα ότι ο καθένας μας έχει μια ψυχική ζωή που λειτουργεί έξω από τη συνείδηση μας πρωτοπαρουσιάστηκε από τον Freud το 1900 στην Ερμηνεία των Ονείρων σε μια προσπάθεια να εξηγηθούν φαινόμενα όπως το να ξεχνά κανείς τι ονειρεύθηκε, η εμφάνιση ξεχασμένων παιδικών εμπειριών στα όνειρα κτλ. Το τοπογραφικό μοντέλο προτείνει τρία επίπεδα ψυχικής λειτουργίας του ατόμου, το συνειδητό, το προσυνειδητό και το ασυνείδητο. Φυσικά, τα επίπεδα αυτά λειτουργίας δεν είναι πραγματικοί χώροι στον εγκέφαλο αλλά σχηματικές έννοιες ψυχικής λειτουργίας - ο βαθμός δηλαδή στον οποίο σκέψεις, συναισθήματα, φαντασίες κτλ. είναι προσιτά στη συνείδηση μας.
Είναι το επίπεδο ή τμήμα της ψυχικής λειτουργίας για το οποίο το άτομο είναι ενήμερο σ' όλες τις στιγμές. Περιλαμβάνει, επομένως, συνειδητές σκέψεις και συναισθήματα, αισθητηριακές αντιλήψεις από τον «εσωτερικό» και τον εξωτερικό κόσμο κτλ.
Το προσυνειδητό
Το προσυνειδητό περιλαμβάνει κάθε ψυχικό στοιχείο που δεν βρίσκεται στην άμεση επίγνωση του ατόμου αλλά που μπορεί ν' ανακληθεί με συνειδητή προσπάθεια. Επομένως, είναι το επίπεδο ή τμήμα της ψυχικής λειτουργίας που περιέχει σκέψεις, συναισθήματα, μνήμες κτλ. που μπορούν να γίνουν συνειδητά αν επιλέξουμε να εστιάσουμε την προσοχή μας σ' αυτά.
Το ασυνείδητο
Το ασυνείδητο περιέχει ιδέες, εξορμήσεις, συναισθήματα, φαντασίες που βρίσκονται έξω από τη συνειδητή αντίληψη και που δεν μπορούν να γίνουν συνειδητά με εστιασμό της προσοχής μας σ' αυτά. Όλο αυτό το υλικό έχει «σμπρωχθεί» έξω από την ενημερότητα του ατόμου - έχει απωθηθεί - επειδή θεωρήθηκε κατά κάποιο τρόπο μη αποδεκτό (π.χ. η επιθετική ενόρμηση ενός παιδιού προς τον γονιό του). Ασυνείδητα στοιχεία μπορούν να φθάσουν στο συνειδητό όταν χαλαρώσει η λογοκρισία που εξασκεί το εγώ, όπως π.χ. στα όνειρα, με την επίδραση διαφόρων φαρμάκων (π.χ. LSD) και με μορφή συμπτωμάτων στις νευρώσεις. Σημειώνουμε ότι το σύμπτωμα σύμφωνα με την ψυχοδυναμική θεωρία είναι η μεταμφιεσμένη μορφή την οποία παίρνει το απωθημένο ασυνείδητο συγκρουσιακό υλικό που επανέρχεται στο συνειδητό (άγχος, καταναγκαστική συμπεριφορά, φοβία, παθητικά-επιθετικά στοιχεία προσωπικότητας κτλ.).
Δομικό μοντέλο (εκείνο, ενώ, υπερεγώ)
Όπως και στο τοπογραφικό μοντέλο, έτσι και στο δομικό μοντέλο, που το συμπληρώνει, τα τρία ψυχικά τμήματα που το αποτελούν, δηλαδή το εκείνο, το εγώ και το υπερεγώ, είναι κατά βάση σχηματικά. Δεν πρέπει επομένως να θεωρηθούν ως συγκεκριμένες ανεξάρτητες ενότητες που έχουν πραγματική υπόσταση, αλλά ως συστήματα λειτουργιών στενά διασυνδεδεμένα μεταξύ τους.
Το εκείνο
Το εκείνο είναι μια συλλογική ονομασία για τις βιολογικές ανάγκες και ενορμήσεις του ατόμου. Αποτελεί την εγγενή πλευρά της προσωπικότητας και περιλαμβάνει βασικά τις ενστικτώδεις ανάγκες για αέρα, τροφή, νερό και λοιπά στοιχεία διατροφής, για διατήρηση της θερμοκρασίας του σώματος καθώς και για αναπαραγωγή. Προοδευτικά οι ενστικτώδεις αυτές ανάγκες διαφοροποιούνται σε ενορμήσεις που έχουν ψυχική αναπαράσταση, όπως ενορμήσεις εξάρτησης, επιθετικές τάσεις, τάσεις φυγής και σεξουαλικές ενορμήσεις. Οι ενορμήσεις εξορμούν από το ασυνείδητο και όταν επενδυθούν από το εγώ με τη λειτουργία της αντίληψης και της νόησης γίνονται συναισθήματα, που μπορεί να είναι όπως και οι ιδέες που σχηματίζει πάλι το εγώ συνειδητά ή ασυνείδητα. Ψυχαναλυτικά, σύμφωνα με τον Freud υπάρχουν δύο βασικές ενορμήσεις: η σεξουαλική ενόρμηση (ένστικτο της ζωής ή Έρως) και η επιθετική ενόρμηση (ένστικτο θανάτου ή θάνατος).
Η σεξουαλική ενόρμηση λειτουργεί με βάση την αρχή της ευχαρίστησης και κύριος σκοπός της είναι η προστασία και η διατήρηση της ζωής σε αντίθεση με την επιθετική ενόρμηση που σκοπός της είναι η διάλυση και ο θάνατος.
Η ασυνείδητη ψυχική ενέργεια που τροφοδοτεί τη σεξουαλική ενόρμηση λέγεται libido.
Η βασική δύναμη που καθοδηγεί το εκείνο είναι η αρχή της ευχαρίστησης, δηλαδή η τάση να ζητά άμεση ικανοποίηση των επιθυμιών, άμεση ευχαρίστηση και αποφυγή του πόνου.
Το εγώ
Το εγώ είναι το σύνολο των ψυχικών λειτουργιών που διαμορφώνουν τη σχέση μας με το περιβάλλον. Η οργάνωση του αρχίζει από τη γέννηση του ατόμου και μολονότι συνεχίζεται σ' όλη τη ζωή, οι βασικές του λειτουργίες έχουν αναπτυχθεί μέχρι το τέλος των τριών χρόνων, οπότε το παιδί έχει σαφή αίσθηση του εγώ ή εαυτού του.
Το εγώ παρεμβάλλεται ανάμεσα στις ενορμήσεις του εκείνο και τις απαγορεύσεις ή προσταγές του υπερεγώ και προσπαθεί να εναρμονίσει τις συγκρούσεις που απορρέουν από αυτές σε συνδυασμό με τις απαιτήσεις του περιβάλλοντος. Η λειτουργία του επομένως είναι σαφώς προσαρμοστική.
Το εγώ περιλαμβάνει βασικές λειτουργίες, όπως η εκτίμηση των διαφόρων καταστάσεων, ο έλεγχος της πραγματικότητας, η κρίση, η συμβιβαστικότητα, η ανεύρεση λύσεων στα διάφορα προβλήματα, η δημιουργία αμυντικών μηχανισμών κ.ά. και έρχεται σε επαφή με το περιβάλλον με τις λειτουργίες της αντίληψης, της σκέψης, του συναισθήματος και της πράξης. Σημειώνουμε ότι σε σημαντικό βαθμό οι λειτουργίες του εγώ επιτελούνται και σε ασυνείδητο επίπεδο.
Σε αντίθεση με τις ενορμήσεις του εκείνο που πιέζουν για άμεση ικανοποίηση και γι' αυτό λέμε, όπως αναφέραμε, ότι διέπονται από την αρχή της ευχαρίστησης, οι λειτουργίες του εγώ διέπονται από την αρχή της πραγματικότητας, δηλαδή λαμβάνουν υπόψη τους περιορισμούς της πραγματικότητας. Σύμφωνα με την αρχή αυτή το εγώ αναβάλλει την άμεση ικανοποίηση και υπολογίζει την κάθε πράξη ανάλογα με την άμεση και μελλοντική πραγματικότητα, οπότε εξασφαλίζει τελικά τη μεγαλύτερη δυνατή ευχαρίστηση και ικανοποίηση για το άτομο.
Η ανάπτυξη του εγώ περνά από διάφορα στάδια μέχρι να φθάσει στην ωριμότητα, που αποτελεί και την ωριμότητα του ατόμου. Τα στάδια αυτά στα τρία πρώτα χρόνια της ζωής (δηλαδή βρεφική και νηπιακή ηλικία} αφορούν κατά τη Μ. Mahler την ανάπτυξη της ικανότητας του εγώ ή ατόμου να δημιουργήσει στενής σχέση με τους γονείς του και ιδιαίτερα τη μητέρα του, αλλά και της ικανότητας να αποχωρισθεί από αυτήν και να αποκτήσει αυτονομία και ανεξαρτησία, ενώ κατά τον Ε. Erikson δημιουργούν τις βάσεις για την ανάπτυξη της εμπιστοσύνης του ατόμου προς τους ανθρώπους, της βασικής εμπιστοσύνης και κατόπιν της αυτονομίας. Ακολουθούν τα επόμενα στάδια (ή ψυχοκοινωνικές κρίσεις, όπως τα ονομάζει ο Erikson στη θεωρία του της ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης) της προσχολικής και σχολικής ηλικίας, της εφηβείας, της νεαρής ενήλικης και ενήλικης ζωής και της ώριμης ηλικίας, στα οποία το άτομο κατορθώνει ή όχι να αποκτήσει επίσης προοδευτικά και αντίστοιχα προς τα στάδια, πρωτοβουλία, επιμέλεια, προσωπική ταυτότητα, στενές σχέσεις, παραγωγικότητα και ακεραιότητα και να συνθέσει τελικά το ώριμο εγώ ή ώριμη προσωπικότητα, που το χαρακτηρίζει εσωτερική αρμονία και όχι απογοήτευση και απελπισία.
Το υπερεγώ
Το υπερεγώ αρχίζει να σχηματίζεται ήδη στον πρώτο χρόνο της ζωής του ατόμου, παρουσιάζει τη βασική του ανάπτυξη στην οιδιπόδεια περίοδο (3 ως 6 χρόνια) και συνεχίζοντας να αναπτύσσεται αποκτά την τελική του διαμόρφωση στην ώριμη ηλικία.
Στην αρχή αποτελείται από την εσωτερίκευση με τον μηχανισμό της ενδοβολής των παροτρύνσεων και απαγορεύσεων ή τιμωριών των γονέων και αργότερα των δασκάλων, συγγενών κτλ. Προοδευτικά με τον μηχανισμό της ταυτοποίησης προσλαμβάνει και αφομοιώνει τις σταθερές της συμπεριφοράς αλλά και τα ιδεώδη και τις αξίες των γονέων και των ανθρώπων που εξασκούν σημαντική επιρροή στο άτομο καθώς αναπτύσσεται. Το υπερεγώ, επομένως, αποτελείται από δύο υποθετικά τμήματα: το καθαυτό υπερεγώ ή συνείδηση, που αποτελεί τον κριτικό έλεγχο του ατόμου και το ιδεώδες του εγώ, που περιλαμβάνει τις ηθικές, θρησκευτικές, κοσμοθεωριακές και λοιπές αξίες του ατόμου, τα ιδεώδη, τα ιδανικά και τις φιλοδοξίες του.
Όσο πιο ήρεμη και μη τιμωρητική η συμπεριφορά των γονέων προς το παιδί, τόσο το υπερεγώ του ατόμου θα είναι εύκαμπτο και θα επιτρέπει στο άτομο αρμονική διαβίωση και άνεση στην προσπάθεια επίτευξης των στόχων του και των φιλοδοξιών του. Όσο πιο τιμωρητική και προσανατολισμένη στη δημιουργία αισθημάτων ενοχής και ντροπής στο παιδί, τόσο το υπερεγώ θα γίνει δύσκαμπτο και τιμωρητικό, θα δημιουργεί εύκολα αισθήματα άγχους, ενοχής και ντροπής στο άτομο και θα αποτελέσει τροχοπέδη στην ανάπτυξη των ικανοτήτων του και στην ικανοποίηση των φιλοδοξιών του.
Η αρμονική συνεργασία του εκείνο, εγώ και υπερεγώ χαρακτηρίζει τη λειτουργία του καλά προσαρμοσμένου ανθρώπου. Αντίθετα, η συμπεριφορά του νευρωτικού, ψυχωτικού ή διαταραγμένου στον χαρακτήρα ή προσωπικότητα ατόμου μπορεί να θεωρηθεί ως αποτέλεσμα της διαταραχής της δυναμικής ισορροπίας των τμημάτων αυτών της προσωπικότητας.
Σε σύνδεση με το τοπογραφικό και το δομικό μοντέλο της ψυχικής δομής και λειτουργίας, ο Freud περιέγραψε και δύο τύπους διεργασίας της σκέψης, την πρωτογενή διεργασία και τη δευτερογενή διεργασία.
Πρωτογενής διεργασία
Είναι η μη οργανωμένη ψυχική δραστηριότητα που λειτουργεί κατά κύριο λόγο ασυνείδητα. Η πρωτογενής διεργασία της σκέψης είναι πρωτόγονη, δεν σέβεται τη λογική, δεν έχει αίσθηση του χρόνου, είναι γεμάτη αντιφάσεις και λειτουργεί με βάση την αρχή της ευχαρίστησης, δηλαδή στοχεύει σε άμεση ικανοποίηση. Πρωτογενής διεργασία παρατηρείται στη βρεφονηπιακή ηλικία, σε ψυχωτικούς ασθενείς και στα όνειρα. Βασικοί μηχανισμοί της πρωτογενούς διεργασίας (που αποτελούν και βασικούς μηχανισμούς του ονείρου) είναι ο συμβολισμός - μια ιδέα ή ένα αντικείμενο παίρνει τη θέση ενός άλλου με βάση κάποια ομοιότητα (π.χ. ένα φίδι μπορεί να συμβολίζει ένα πέος), η συμπύκνωση - δύο η περισσότερα αντικείμενα ή έννοιες συγχωνεύονται ούτως ώστε ένα σύμβολο αναπαριστά πολλές συνιστώσες (π.χ. ο πατέρας, ο δάσκαλος και το αφεντικό κάποιου ατόμου, μπορεί να γίνουν το ίδιο πρόσωπο σ' ένα όνειρο), η μετάθεση - συναισθήματα, ιδέες ή επιθυμίες μεταφέρονται από το αρχικό τους αντικείμενο σε ένα πιο αποδεκτό υποκατάστατο (π.χ. θυμός μπορεί να μετατεθεί από τη μητέρα σ' ένα δάσκαλο).
Τα όνειρα έχουν όλα αυτά τα χαρακτηριστικά και γι' αυτό φαίνονται ανόητα και ακατανόητα. Αλλά, όπως αναφέραμε, και τα παιδιά κάτω από πέντε χρονών (βρεφονηπιακή ηλικία) χρησιμοποιούν πρωτογενή διεργασία της σκέψης, γι' αυτό και τα χαρακτηρίζει η μαγική σκέψη, δηλαδή πιστεύουν ότι οι επιθυμίες τους είναι και η πραγματικότητα ή ότι οι επιθυμίες ή οι φαντασίες και οι πράξεις είναι το ίδιο. Έτσι, ένα παιδί μπορεί να πιστεύει ότι το να επιθυμήσει τον θάνατο κάποιου σημαίνει ότι μπορεί και να συμβεί. Σιγά-σιγά, όμως, καθώς το παιδί μεγαλώνει, η μαγική σκέψη υποχωρεί μπροστά στην εγκατάσταση της πραγματικότητας (και μόνο σε καταναγκαστικούς και ψυχωτικούς ασθενείς μπορεί να επανεμφανισθεί).
Δευτερογενής διεργασία
Ο τύπος αυτός της σκέψης είναι λογικός, οργανωμένος και προσανατολισμένος στην πραγματικότητα, δηλαδή επηρεάζεται και δέχεται τους περιορισμούς της πραγματικότητας - την αρχή της πραγματικότητας. Χαρακτηρίζει τις ψυχικές δραστηριότητες που γίνονται στο συνειδητό και προσυνειδητό επίπεδο.
Έτσι η δευτερογενής διεργασία ακολουθεί τους κανόνες της λογικής - δηλαδή σήμερα δεν μπορεί να είναι και χθες και αύριο, ένα άτομο δεν μπορεί να είναι σε δύο μέρη την ίδια στιγμή, ενώ η πρωτογενής διεργασία δεν ακολουθεί λογικούς κανόνες - σ' ένα όνειρο κάποιος μπορεί ταυτόχρονα να είναι πέντε χρονών και φοιτητής Ιατρικής, το έτος να είναι 2005 και ο καθηγητής να έχει τα χαρακτηριστικά της μητέρας του.
ΑΜΥΝΤΙΚΟΙ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ
Όλοι μας χρησιμοποιούμε διάφορες τεχνικές ή μηχανισμούς για ν' ανακουφισθούμε από την εσωτερική ένταση και να προφυλαχθούμε από επώδυνες εμπειρίες. Από τους μηχανισμούς αυτούς μερικοί λειτουργούν συνειδητά, οι πιο πολλοί όμως λειτουργούν ασυνείδητα. Οι ψυχικοί μηχανισμοί που χρησιμοποιούμε ασυνείδητα για ν' ανακουφίσουμε το άγχος και να διευθετήσουμε τις συγκρούσεις μας λέγονται αμυντικοί μηχανισμοί. Κάθε ασυνείδητη σύγκρουση, βέβαια, είναι μια ψυχική πάλη που ξεκινά από την ταυτόχρονη εμφάνιση αντιτιθέμενων ή ασυμβίβαστων παρορμήσεων, ενορμήσεων, εσωτερικών ή εξωτερικών απαιτήσεων, π.χ. επιθυμία απαλλαγής από τον αντίζηλο στην οιδιπόδεια φάση πατέρα αλλά και αγάπη προς τον πατέρα.
Υπάρχει μεγάλος αριθμός αμυντικών μηχανισμών και κάθε άτομο μπορεί να χρησιμοποιεί κάποια είδη μηχανισμών. Όσο πιο φυσιολογικό είναι το άτομο τόσο λιγότερες είναι οι ασυνείδητες συγκρούσεις της παιδικής του ηλικίας που δεν έχουν λυθεί, οπότε και μικρότερη η ανάγκη για κινητοποίηση αμυντικών μηχανισμών, Όσο πιο νευρωτικό ή διαταραγμένο στην προσωπικότητα του, τόσο υπάρχουν άλυτες ασυνείδητες συγκρούσεις, που συνεχώς κινητοποιούν αμυντικούς μηχανισμούς, που δημιουργούν συμπτώματα και έκπτωση της διαπροσωπικής ή κοινωνικής ή επαγγελματικής λειτουργίας του ατόμου.
Ορισμένοι μιλούν επίσης για «ώριμους» ή «προσαρμοστικούς» και «ανώριμους» ή «δυσπροσαρμοστικούς» μηχανισμούς ανάλογα με τον βαθμό που παραποιείται κυρίως η πραγματικότητα σαν αποτέλεσμα της λειτουργίας του συγκεκριμένου αμυντικού μηχανισμού. Μολονότι η διάκριση αυτή είναι πολύ σχετική, θα λέγαμε π.χ. ότι η προβολή και ο διαχωρισμός είναι δυσπροσαρμοστικοί μηχανισμοί, ενώ το χιούμορ, η πρόβλεψη και ο αλτρουισμός είναι προσαρμοστικοί αμυντικοί μηχανισμοί (μπορεί, όμως, ένας μηχανισμός όπως π.χ. η άρνηση, άλλοτε να είναι προσαρμοστικός κι άλλοτε δυσπροσαρμοστικός).
Παρακάτω περιγράφουμε τους κυριότερους αμυντικούς μηχανισμούς:
Αλτρουισμός. Είναι η προσφορά υπηρεσιών προς τους άλλους συμπεριλαμβανομένης της φιλανθρωπίας και άλλων κοινωνικών δραστηριοτήτων. Πρόκειται για ώριμη και προσαρμοστική τεχνική έμμεσης ή άμεσης ικανοποίησης και αυτοεπιβεβαίωσης του ατόμου.
Αναπλήρωση. Ο μηχανισμός αυτός που είναι συνήθως ασυνείδητος μπορεί να είναι και συνειδητός. Με τον μηχανισμό αυτόν το άτομο προσπαθεί να επανορθώσει, δηλαδή να αναπληρώσει, μια φανταστική ή πραγματική σωματική ανεπάρκεια, π.χ. ένας ανάπηρος γίνεται τυραννικά δεσποτικός. Μπορεί όμως η αναπλήρωση να οδηγεί και σε προσαρμοστική επανόρθωση π.χ. ένας τυφλός να γίνει εξαίρετος μουσικός.
Αναστροφή. Πρόκειται για τον μηχανισμό όπου μια επιθετική ενόρμηση προς κάποιο άτομο στρέφεται προς τα πίσω (αναστρέφεται) προς τον εαυτό. Θεωρείται ψυχαναλυτικά ως βασικός μηχανισμός της κατάθλιψης (ιδιαίτερα σε άτομα που είχαν αμφιθυμική σχέση με κάποιο άτομο που έχασαν και εμφάνισαν κατόπιν κατάθλιψη - έστρεψαν δηλαδή την επιθετικότητα τους στον εαυτό τους). Μπορεί επίσης ν' αποτελέσει ψυχαναλυτική εξήγηση της υποχονδρίασης ως σωματικής εκδήλωσης επιθετικότητας που απευθύνονταν ουσιαστικά προς άλλους.
Αντισταθμιστική συμπτωματολογία (ή αντισταθμιστικός σχηματισμός ή αντιθετικός σχηματισμός). Με τον μηχανισμό αυτόν ένα άτομο υιοθετεί συναισθήματα, ιδέες, στάση και συμπεριφορά που είναι ακριβώς αντίθετα από ασυνείδητες μη αποδεκτές ενορμήσεις. Έτσι π.χ. ένα άτομο με έντονα απωθημένες σεξουαλικές ενορμήσεις μπορεί να παρουσιάζεται έντονα ηθικολόγος, ένα άτομο με έντονα απωθημένες επιθετικές τάσεις ως εξαιρετικά φιλόζωος ή ειρηνιστής κ.ο.κ.
Απώθηση. Είναι ο βασικός και πρωταρχικός αμυντικός μηχανισμός που βρίσκεται κάτω από όλους τους άλλους μηχανισμούς. Μοιάζει με ξέχασμα, γιατί η λειτουργία του είναι να ωθεί μη αποδεκτά ψυχικά στοιχεία - ιδέες, φαντασίες, συναισθήματα ή ενορμήσεις - στο ασυνείδητο και ενεργητικά να τα κρατά μακριά από την ενημερότητα και επίγνωση του ατόμου. Άλλοι αμυντικοί μηχανισμοί όπως η μετατροπή (στη διαταραχή μετατροπής), η μετάθεση (στις φοβίες) κτλ. μπορεί να κινητοποιηθούν σε δεύτερο επίπεδο, για να συμπληρώσουν ή να ενισχύσουν την απώθηση, που είναι όμως ο πρωταρχικός μηχανισμός των διαταραχών αυτών.
Αποτέλεσμα της απώθησης είναι και καθημερινά φαινόμενα, όπως π.χ. αργοπορία ή το ξέχασμα μιας ανεπιθύμητης συνάντησης. Η απώθηση διακρίνεται από την άρνηση που είναι ένας άλλος αμυντικός μηχανισμός, στο ότι η απώθηση μας προφυλάγει από την αναγνώριση των συναισθημάτων και σκέψεων μας, ενώ η άρνηση μας προφυλάγει από την αναγνώριση κυρίως της εξωτερικής πραγματικότητας.
Άρνηση. Είναι ο αμυντικός μηχανισμός που λειτουργεί ασυνείδητα και με τον οποίο το άτομο αρνείται την ύπαρξη ορισμένων στοιχείων της εξωτερικής κυρίως πραγματικότητας. Π.χ. ο αλκοολικός αρνείται ότι έχει πιει, ενώ ήδη μυρίζει ποτό. Σημασία έχει η άρνηση στις περιπτώσεις ύπαρξης σοβαρής ασθένειας, όπως π.χ. καρκίνου, που μπορεί να καθυστερήσει τη διάγνωση της (π.χ. μία γυναίκα αρνείται την ύπαρξη μικρού ογκιδίου στο μαστό της που συνεχώς μεγαλώνει για μήνες). Μετά τη διάγνωση μιας σοβαρής ασθένειας η άρνηση μπορεί να επηρεάσει τον βαθμό της επίγνωσης της σοβαρότητας της κατάστασης (καθώς το άτομο αρνείται κάποιο μέρος της αλήθειας που δεν αντέχει) και να λειτουργήσει έτσι είτε προσαρμοστικά είτε δυσπροσαρμοστικά.
Διανοητικοποίηση. Στον μηχανισμό αυτόν χρησιμοποιούνται διάφορα διανοητικά αφηρημένα σχήματα σε μια προσπάθεια του ατόμου ν' αποφύγει να έρθει αντιμέτωπο με ασυνείδητες συγκρούσεις και το άγχος που συνεπάγονται. Έτσι π.χ. ένας ασθενής μπορεί ν' αναφέρεται στην «οιδιπόδεια οργή» του χωρίς να αισθάνεται και να εκφράζει κανένα συναίσθημα.
Διάσχιση. Ο μηχανισμός αυτός αναφέρεται στον αποχωρισμό οποιασδήποτε ομάδας ψυχικών ή συμπεριφορικών διεργασιών από την υπόλοιπη ψυχική δραστηριότητα του ατόμου, όπως στην αμνησία, στην ψυχογενή φυγή, στην πολλαπλή προσωπικότητα κτλ.
Διαχωρισμός. Στον μηχανισμό αυτόν ενδοβολές και ταυτοποιήσεις αντιθετικού χαρακτήρα παραμένουν ξεχωριστές και έτσι εμποδίζεται η σύνθεση ολοκληρωμένου εαυτού και σταθερής ταυτότητας. Άτομα, που χρησιμοποιούν τον μηχανισμό αυτόν, βλέπουν τον εαυτό τους και τους άλλους άλλοτε σαν «ολοκληρωτικά καλούς» κι άλλοτε σαν «ολοκληρωτικά κακούς» και χωρίζουν τον κόσμο κάθε φορά σε «ολοκληρωτικά καλούς» ή «κακούς». Ο διαχωρισμός χαρακτηρίζει κυρίως τη μεταιχμιακή διαταραχή της προσωπικότητας.
Εκλογίκευση. Στον αμυντικό αυτόν μηχανισμό μη αποδεκτή συμπεριφορά, κίνητρα ή συναισθήματα δικαιολογούνται με τη λογική ή γίνονται συνειδητά ανεκτά με λογικές (αλλά μη σωστές) εξηγήσεις. Έτσι, π.χ. μια γυναίκα περασμένης ηλικίας δικαιολογεί τη μη ανεύρεση συντρόφου με το ότι δεν βρέθηκε ποτέ ο κατάλληλος άντρας.
Εκδραμάτιση. Πρόκειται για μια συμπεριφορική απάντηση (συνήθως πράξη) σε μια ασυνείδητη ενόρμηση ή παρόρμηση με σκοπό την προσωρινή μερική ανακούφιση της εσωτερικής τάσης και την αποφυγή της επίγνωσης της πραγματικής αιτίας. Π.χ. η έντονη και πολλαπλή σεξουαλική συμπεριφορά ενός άντρα μπορεί να είναι αποτέλεσμα ασυνείδητου άγχους αμφισβήτησης της αντρικής του ταυτότητας.
Ενδοβολή. Είναι η ασυνείδητη συμβολική εσωτερικοποίηση κάποιας ψυχικής αναπαράστασης ενός αγαπητού ή μισητού εξωτερικού αντικειμένου (= ατόμου) με σκοπό να εγκατασταθεί εσωτερικά σταθερή παρουσία του αντικειμένου. Η ενδοβολή είναι το αντίθετο της προβολής και στα πρώτα χρόνια της ζωής του ατόμου, μαζί με την προβολή, διαδραματίζει σημαντικότατο ρόλο στην ανάπτυξη του εγώ ή εαυτού του ατόμου. Στην περίπτωση του αγαπητού αντικειμένου, το άγχος από τον αποχωρισμό ή η εσωτερική τάση που ξεκινά από την αμφιθυμία προς το αντικείμενο ελαττώνονται. Στην περίπτωση του φοβούμενου ή μισητού αντικειμένου, η εσωτερικοποίηση των κακών η επιθετικών χαρακτηριστικών του βοηθά ν' αποφευχθεί το άγχος τοποθετώντας συμβολικά αυτά τα χαρακτηριστικά κάτω από τον έλεγχο του ατόμου.
Ενσωμάτωση. Είναι ένας αρχέγονος αμυντικός μηχανισμός στον οποίο η ψυχική αναπαράσταση κάποιου ατόμου ή τμημάτων κάποιου ατόμου αφομοιώνεται μέσα στον εαυτό μέσα από μια διεργασία συμβολικής στοματικής πρόσληψης. Αναπαριστά ειδικό τύπο ενδοβολής και είναι ο πιο πρώιμος μηχανισμός ταυτοποίησης.
Εξιδανίκευση. Με τον μηχανισμό αυτόν που μπορεί να είναι και συνειδητός, ένα άτομο υπερεκτιμά συνειδητά ή ασυνείδητα μια ιδιότητα ή όψη κάποιου άλλου ατόμου που θαυμάζει. Έτσι, βέβαια, μπορεί και να καλύψει το άγχος από μια δικιά του ανεπάρκεια.
Καταστολή. Σε αντίθεση με την απώθηση, που είναι ασυνείδητη διεργασία, η καταστολή είναι ο συνειδητός έλεγχος και αναστολή μιας μη αποδεκτής ενόρμησης, συναισθήματος ή ιδέας, π.χ. η συνειδητή προσωρινή καταστολή μιας επώδυνης εμπειρίας.
Ματαίωση. Είναι ο μηχανισμός με τον οποίο ένα άτομο εκδραματίζει συμβολικά με αντίθετο τρόπο κάτι μη αποδεκτό απέναντι στο οποίο το εγώ πρέπει να αμυνθεί. Η εκδραμάτιση επαναλαμβάνεται πολλές φορές με σκοπό την ανακούφιση του άγχους, που προέρχεται από μη αποδεκτές ασυνείδητες ενορμήσεις. Πρόκειται για αρκετά πρωτόγονο αμυντικό μηχανισμό, ένα είδος μαγικής εξιλεωτικής πράξης, που παρατηρείται συνήθως στην ψυχαναγκαστική καταναγκαστική διαταραχή, π.χ. καταναγκαστικό επαναληπτικό πλύσιμο των χεριών (σαν εξιλεωτική κάθαρση από μη αποδεκτές σεξουαλικές ή επιθετικές ενορμήσεις).
Μετάθεση. Με τον μηχανισμό αυτόν συναισθήματα, ιδέες ή επιθυμίες μεταφέρονται από το αρχικό τους αντικείμενο σε ένα πιο αποδεκτό υποκατάστατο. Είναι ο βασικός μηχανισμός που ψυχαναλυτικά θεωρείται ότι δημιουργεί τις φοβίες συμπληρώνοντας την απώθηση και ακολουθούμενος από αποφυγή του φοβικού πια υποκατάστατου (π.χ. μετάθεση της επιθετικότητας ενός παιδιού και του φόβου τιμωρίας γι' αυτήν από τον πατέρα σ' ένα σκύλο και δημιουργία φοβίας των σκύλων). Μετάθεση, όμως, ανευρίσκεται σαν μηχανισμός και στις καθημερινές εκδηλώσεις της ζωής, όπως όταν ένα άτομο «βγάζει» το θυμό στην οικογένεια του, ενώ απευθύνονταν ο θυμός αυτός βασικά προς το αφεντικό του.
Μετατροπή. Ο μηχανισμός αυτός παίρνει τις ασυνείδητες συγκρούσεις που αλλιώς θα προκαλούσαν άγχος και τις δίνει συμβολική εξωτερική έκφραση μέσω κάποιου σωματικού συμπτώματος, τις μετατρέπει δηλαδή σε σωματικά συμπτώματα. Εμφανίζεται σε ποικιλία καταστάσεων από το φυσιολογικό άτομο ως την επιληψία και τη σχιζοφρένεια και αποτελεί τον βασικό μηχανισμό που ακολουθεί την απώθηση στη διαταραχή μετατροπής (ή υστερική νεύρωση τύπου μετατροπής). Έτσι π.χ. το χέρι κάποιας γυναίκας μπορεί ξαφνικά να παραλύσει σαν αποτέλεσμα μιας μη αποδεκτής παρόρμησης να μαχαιρώσει τον άπιστο σύζυγο της.
Μετουσίωση (ή εξευγενισμός ή εξύψωση). Ο μηχανισμός αυτός μεταστρέφει μη αποδεκτές ενορμήσεις - σεξουαλικές και επιθετικές - σε κανάλια που είναι προσωπικά και κοινωνικά αποδεκτά. Έτσι π.χ. επιθετικότητα μπορεί να μετουσιωθεί σε συναγωνιστικά αθλήματα, μη αποδεκτή σεξουαλικότητα σε καλλιτεχνία κ.ο.κ.
Μόνωση (του συναισθήματος). Πρόκειται για τον αποχωρισμό μιας ιδέας ή μνήμης από τη συνοδό συναισθηματική της επένδυση και γενικά για την απομάκρυνση των συναισθημάτων από τη συνείδηση. Ο αμυντικός αυτός μηχανισμός είναι χαρακτηριστικός σε ψυχαναγκαστικό καταναγκαστικό στιλ ζωής και σε ψυχαναγκαστική καταναγκαστική διαταραχή της προσωπικότητας και χρησιμοποιείται για να προφυλάξει τα άτομα αυτά από απειλητικά ή μη αποδεκτά συναισθήματα, σεξουαλικά ή επιθετικά. Έτσι π.χ. ένα άτομο μπορεί να μιλά χωρίς κανένα συναίσθημα για το πώς θάθελε να σκοτώσει τη γυναίκα του, χωρίς να νιώθει καθόλου το μίσος που τον πλημμυρίζει. Μπορεί όμως η μόνωση να βοηθά κι ένα άτομο, π.χ. ένα γιατρό ογκολόγο να μη νιώθει την έκταση και την ένταση του πόνου που σχετίζεται με την κατάσταση των ασθενών του και που κυριολεκτικά θα τον παρέλυε λειτουργικά. Στην ψυχαναγκαστική καταναγκαστική νεύρωση, βέβαια, η μόνωση θεωρείται ψυχαναλυτικά ως ο βασικός μηχανισμός, που ακολουθείται από την αντισταθμιστική συμπτωματολογία και τη ματαίωση, ενώ στην ψυχαναγκαστική καταναγκαστική διαταραχή προσωπικότητας ή στυλ ζωής η μόνωση σχετίζεται στενά με τον μηχανισμό της διανοητικοποίησης.
Παλινδρόμηση. Είναι ο μηχανισμός με τον οποίο ένα άτομο υφίσταται μια μερική ή ολική επιστροφή-οπισθοχώρηση σε παιδικά σχήματα συμπεριφοράς ή σκέψης, τα οποία χαρακτηρίζουν πρωϊμότερα στάδια της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης. Παλινδρόμηση παρατηρείται σε πολλές ψυχιατρικές καταστάσεις και ιδιαίτερα στη σχιζοφρένεια, αλλά και στον ύπνο, το παιγνίδι, τη σωματική αρρώστια. Ψυχαναλυτικά, η παλινδρόμηση θεωρείται ότι μπορεί επίσης να βρίσκεται στη βάση της καλλιτεχνικής ή επιστημονικής δημιουργίας ορισμένων ατόμων (παλινδρόμηση στην υπηρεσία του εγώ).
Πρόβλεψη. Πρόκειται για την προετοιμασία και τον σχεδιασμό με ρεαλιστικό τρόπο σε αναμονή ενός μελλοντικού επώδυνου γεγονότος ώστε να ελαττωθεί αποτελεσματικά το άγχος, π.χ. προσεκτική προετοιμασία για την απώλεια αγαπημένου προσώπου.
Προβολή. Είναι ο μηχανισμός με τον οποίο το άτομο αποδίδει σε κάποιο άλλο άτομο εκείνες τις γενικά ασυνείδητες δικές του ιδέες, σκέψεις, ενορμήσεις, κίνητρα και συναισθήματα που του είναι ανεπιθύμητα ή απαράδεκτα. Η προβολή προφυλάγει το άτομο από το άγχος που προκύπτει από μια εσωτερική σύγκρουση. Εξωτερικεύοντας κάθε τι το απαράδεκτο, το άτομο αντιμετωπίζει αυτό το απαράδεκτο σαν μια κατάσταση ξέχωρη απ' αυτό. Η προβολή μπορεί να χρησιμοποιείται τόσο από άτομα που είναι εκτός πραγματικότητας (όπως π.χ. μια παραληρητική ιδέα καταδίωξης που μπορεί να είναι η προβολή της εσωτερικής επιθετικότητας στο περιβάλλον) όσο και από υγιή άτομα (όπως π.χ. η απόδοση κινήτρων, ιδεών, συμπεριφοράς του ενός συζύγου στον άλλο και τανάπαλιν). Ρατσιστικές, θρησκευτικές κτλ. προκαταλήψεις και φανατισμοί βασίζονται επίσης στην προβολή.
Προβλητική ταυτοποίηση. Ο μηχανισμός αυτός μοιάζει με την προβολή στο ότι περιλαμβάνει κατά βάση προβολή εσωτερικών απαράδεκτων στοιχείων στο περιβάλλον. Διαφέρει από την προβολή, όμως, στο ότι το άτομο ταυτόχρονα αισθάνεται και τα στοιχεία που προβάλλει (π.χ. επιθετικά τμήματα του εαυτού του και των αντικειμένων) και την απειλή από το αντικείμενο στο οποίο προβλήθηκαν τα ασυνείδητα στοιχεία (ενώ στην προβολή νιώθει μόνο την απειλή). Το αποτέλεσμα είναι ταυτοποίηση με το αντικείμενο αλλά και προσπάθεια ελέγχου του αντικειμένου. Παρατηρείται συχνά σε μεταιχμιακή διαταραχή της προσωπικότητας και σχετίζεται με τον διαχωρισμό.
Συμβολισμός. Με τον μηχανισμό αυτόν μια ιδέα ή αντικείμενο παίρνει τη θέση ενός άλλου με βάση κάποια κοινή πλευρά ή ποιότητα και στα δύο. Ο συμβολισμός στηρίζεται στην ομοιότητα και στον συσχετισμό. Τα σύμβολα που χρησιμοποιούνται προστατεύουν το άτομο από το άγχος που συνδέεται με την αρχική ιδέα ή αντικείμενο. Ο μηχανισμός αυτός χρησιμοποιείται, όπως ήδη αναφέρθηκε, στο σχηματισμό των ονείρων καθώς και στο σχηματισμό συμπτωμάτων, όπως μετατροπής, ψυχαναγκασμούς, καταναγκασμούς κτλ.
Ταυτοποίηση. Είναι ο μηχανισμός με τον οποίο ένα άτομο διαμορφώνει τον εαυτό του σύμφωνα με κάποιο άλλο άτομο, οπότε ο εαυτός του μεταβάλλεται κατά το μάλλον ή ήττον μόνιμα. Βασίζεται στην ενδοβολή ή την ενσωμάτωση στοιχείων ή χαρακτηριστικών βασικών μορφών του περιβάλλοντος, όπως οι γονείς.
Υποκατάσταση. Με τον μηχανισμό αυτόν ένα άτομο αντικαθιστά μια μη εφικτή ή μη αποδεκτή επιθυμία, ενόρμηση, συναίσθημα, σκοπό ή αντικείμενο με κάτι άλλο περισσότερο αποδεκτό (π.χ. στη μετάθεση, η υποκατάσταση του πατέρα με κάποιο ζώο).
Χιούμορ. Ο μηχανισμός αυτός επιτρέπει την έκφραση βασικά αγχογόνων συναισθημάτων και ιδεών χωρίς την πρόκληση άγχους (τόσο στο άτομο που τον χρησιμοποιεί όσο και στους άλλους που συμμετέχουν) με εστιασμό στην αστεία ή ειρωνική πλευρά τους. Έτσι απαγορευμένες επιθυμίες - σεξουαλικές ή επιθετικές - μπορούν να εκφρασθούν με μορφή αστείου και να μην εκδραματισθούν.
Οπωσδήποτε, πέρασαν πολλά χρόνια από τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα, όταν ο Freud δημιούργησε τα βασικά στοιχεία της ψυχοδυναμικής θεωρίας. Στα χρόνια που πέρασαν η ψυχοδυναμική θεωρία διευρύνθηκε και εμπλουτίσθηκε και προοδευτικά εμφανίστηκαν καινούριοι εστιασμοί που αντανακλώνται τόσο στα στοιχεία που περιγράψαμε, όσο και στο επόμενο κεφάλαιο της Ανάπτυξης της προσωπικότητας - Κύκλου της ζωής: η ψυχολογία του εγώ, η θεωρία των σχέσεων με το αντικείμενο, η ψυχολογία του εαυτού. Οι νέες αυτές διαστάσεις αφενός έδωσαν μεγαλύτερη σημασία στις διαπροσωπικές σχέσεις και αφετέρου προοδευτικά τόνισαν τη συνθετική άποψη του εαυτού που εμπεριέχει και είναι πέρα από το εγώ, εκείνο και υπερεγώ (και που αναπτύχθηκε πρόσφατα ιδιαίτερα από τον Η. Kohut).
Η σημασία της ψυχοδυναμικής θεωρίας βρίσκεται στο ότι εξακολουθεί να προσφέρει ένα πρακτικό μοντέλο για την κατανόηση συμπεριφοράς που αλλιώς είναι ακατανόητη. Οι ασυνείδητοι μηχανισμοί και οι ασυνείδητες λειτουργίες βοηθούν στην κατανόηση όχι μόνο των διαταραχών της προσωπικότητας και των νευρώσεων, αλλά και στην κατανόηση κάθε διαπροσωπικού φαινομένου, όπως το γιατί π.χ. ένας ασθενής ανταγωνίζεται τον γιατρό του στο αν θα πάρει ή όχι τα φάρμακα του. Οι παιδικές εμπειρίες και συγκρούσεις εξηγούν τόσο το παραπάνω παράδειγμα όσο και αμέτρητο αριθμό άλλων.
Γι' αυτό, τελικά, από το σημαντικό αριθμό θεωριών της ανθρώπινης συμπεριφοράς, επιλέξαμε και πάλι για σύντομη σχετικά ανάλυση την ψυχοδυναμική θεωρία.