Καβάλα παν στην εκκλησιά... - Point of view

Εν τάχει

Καβάλα παν στην εκκλησιά...





Καλά να πάθω.
Τι τα ήθελα εγώ τα στοιχήματα με τη γκαντεμιά που με δέρνει;
Και μάλιστα στοίχημα με το βάσανο!
Πώς μας ήρθε μια μέρα δεν ξέρω και είπαμε να κάνουμε κάτι να σπάσει η μονοτονία των τελευταίων δευτερολέπτων (παραπάνω δεν πλήττει κανείς από τους δυό μας).
Είχε ματς με την πανάθα λοιπόν, ο Νίκος ήταν άρρωστος, παρέα να δω το ματς δεν είχα και αυτή ήθελε να δει μια ελληνική παπαριά.
Πάνω στο παζάρι, της λέω ότι αν δεχτεί να δούμε το ματς μαζί, εγώ θα έκανα το ίδιο μαζί της σε οτιδήποτε ήθελε. Θα παρακολουθούσα δηλαδή μαζί της όποτε ήθελε και οτιδήποτε αρκεί να διαρκούσε την ίδια ώρα.
Ε, το πολύ να με βάλει να δω κάνα δακρύβρεχτο σίριαλ σκέφτηκα, θα το άντεχα αρκεί να έβλεπα πανάθα.
Κάτσαμε λοιπόν, το ματς άρχισε και μαζί το μαρτύριο.
«Γιατί σφυράει συνέχεια αυτός;» η μια ερώτηση.
«Γιατί τον κυνηγάει αυτόν εκείνος;» η άλλη.
Για να προλάβω το κακό της εξήγησα σε χρόνο ντετε τα βασικά, κλωτσάμε τη μπάλλα ή τη βαράμε με το κεφάλι με σκοπό να τη βάλουμε μέσα σ' αυτό το κουτί με το δίχτυ κι αυτό είναι γκολ. Οποιος βάλει τα περισσότερα νικάει, κι αυτός που σφυράει είναι ο διαιτητής, σφυράει τις παραβάσεις.
Αμέσως ήρθε και η πρώτη ερώτηση με κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις:
«Αφού όλοι ξέρουν τους κανόνες γιατί κάνουν παραβάσεις και αναγκάζουν τον άνθρωπο να τρέχει ξοπίσω τους και να σφυράει;»
Τι να της πεις τώρα; Εκανα μια απέλπιδα προσπάθεια:
«Αφού όλοι εμείς ξέρουμε τους νόμους γιατί κάνουμε παραβάσεις κι έχουμε τους μπάτσους και τους δικαστές να μας κυνηγάνε; ε;»
Την αποστόμωσα αλλά μόνο προσωρινά.
«Αυτός τώρα την έπιασε με τα χέρια και δε σφύριξε τίποτε, τι γίνεται;»
Γκρρρρ.
«Αυτός μωρό μου είναι ο τερματοφύλακας και έχει δικαίωμα να την πιάνει.»
«Ααααα! Δε μου το είχες πει, δε φταίω.»
Πέρασαν μερικά σεκοντς ησυχίας και νάσου την πάλι.
«Αχ! Κάνε ένα κοντινό σ' αυτόν, τι παιδαράς!»
Γμτ.
«Αυτός είναι με τους άλλους.»
«Τι πειράζει; Είναι ομορφούλης, έχει και ωραία γάμπα».
Σε λίγο, γκολ η πανάθα, πετάγομαι πάνω φωνάζοντας γκοοοολ κι αυτή με κοιτάει περιφρονητικά.
«Σιγά χριστιανέ μου, θα πάθεις τίποτε. Σιγά το δύσκολο, και η γιαγιά μου μπορεί να βάλει ένα τόπι σ΄αυτό το τεράστιο δίχτυ».
«Καλά, το γενάρη θα την πάρουμε μεταγραφή, άσε μας.».
Ημίχρονο, κατούρημα, ζάπιγκ, τσιγάρο και ξανά ματς.
Τη γκαντεμιά μου μέσα, βυντριά  ο δικός μας ο απτάλης, το φάγαμε σα χαπάκι το γκολ και μας ισοφαρίσανε και την ίδια στιγμή πετάγεται η άλλη φωνάζοντας γκοοοοολ!
Την κοιτάω άγρια και της λέω να κάτσει κάτω.
«Γιατί καλέ, γκολ δε βάλαμε;»
«Όχι καλέ, οι άλλοι μας το βάλανε».
«Μα αφού στο δικό τους δίχτυ μπήκε».
«Μα στο ημίχρονο αλλάζουν δίχτυ αφού, κλωτσάνε αντίθετα».
«Ααααα, πολύπλοκο είναι τελικά, γιατί αλλάζουν τέρμα; Δεν καταλαβαίνω».
Τα νεύρα σύρματα, μικρό διάλειμμα ηρεμίας και νάσου την πάλι, αφού νόμισε ότι έγινε εξπερ και στα οφσάιντ.
«Αυτός εκεί τώρα είναι πιο μπροστά από τους άλλους, γιατί δε σφυράει;»
«Γιατί η μπάλα παίζεται αλλού, μακρυά».
Με κοιτάει σαν ουφο.
«Καλά, είστε σοβαροί; Παιχνίδι είναι αυτό; Για να το δεις πρέπει να έχεις βγάλει πανεπιστήμιο με τόσους κανόνες που έχει».
Και στο καπάκι:
«Αχ το χρυσό μου, τον κλώτσησαν πάλι τον παίδαρο, τον χτυπάνε επειδή είναι όμορφος μου φαίνεται».
«Ναι, σιγά το κελεπούρι σου, ντάξει φάουλ».
Επιτέλους το ματς έληξε κι όχι μόνο δε νικήσαμε αλλά άρχισαν να με ζώνουν τα φίδια για το τι θα ζητούσε για αντάλλαγμα.
Δεν άργησε να έρθει η κατραπακιά.
Το αντάλλαγμα ήταν να πάμε μαζί στην εκκλησία την επόμενη μέρα, Κυριακή.
Ντάξει δεν ήταν και το τέλος του κόσμου.
Για την τιμή των όπλων πέταξα δειλά μια ερωτησούλα.
«Τι θες ρε παιδάκι μου στην εκκλησία πάλι; Μόνο φέτος πήγαμε δυό φορές και πέρυσι άλλες τέσσερεις».
«Ναι, σε τρεις γάμους, δυό βαφτίσια και μια κηδεία. Και δε μπήκες καν μέσα, μόνο στην κηδεία».
Είχε ένα πόιντ κι άλλαξα βιολί.
«Τι ώρα πάμε και πόση ώρα κρατάει;»
«Ε, να, θα πάμε στις οχτώ, τελειώνει στις εννιά, σου κάνω και μισή ώρα έκπτωση, το ματς κράτησε μιάμιση».
Ο.Κ. σκέφτηκα, δίκαιη μοιρασιά και για να την κάνω να νοιώσει καλύτερα, ότι δεν παραδόθηκα αμαχητί, έριξα και μια μικρή γκρίνια.
«Καλά ρε μωρό, και θα ξυπνήσουμε κυριακάτικα από τις εφτά; Δε μας λυπάσαι;»
Σχεδόν τσίριξε.
«Α, δε φτάνει που πάμε αργά, μιλάς κιόλας. Αμα δε θες μην έρχεσαι εγώ θα πάω, το 'χω τάξει».
Με διαπέρασε ένα ελαφρό ρίγος στη φράση "το 'χω τάξει"' αλλά πρυτάνευσε η λογική και δε ρώτησα καν τι πράμα έταξε και γιατί, φοβόμουνα ακόμη και να το ακούσω και συμφώνησα χωρίς άλλη κουβέντα.

Το πρωί, αφού με ξύπνησε, τρόπος του λέγειν, με σκότωσε στις αγκωνιές μέχρι να σηκωθώ, πλύθηκα και πήρα το κράνος λέγοντας «πάμε;»
«Τι το θές το κράνος στην εκκλησία παιδί μου, χαζό είσαι;»
Την κοίταξα δήθεν απορημένος.
«Για δύο πολύ σοβαρούς λόγους. Πρώτον, μπορεί να γκρεμιστεί που πάω εγώ Κυριακή εκεί χωρίς λόγο, χωρίς γάμο ή κηδεία δηλαδή και να πέσουν τίποτε σοβάδες πάνω μας και δεύτερον, δεν έχεις ακούσει το δημώδες καβάλα παν στην εκκλησιά;».
Δεν έπιασε φυσικά και φύγαμε ποδαράτοι.
Ανάψαμε κερί, πήγα δεξιά και νατην ξοπίσω μου.
«Τι θες εδώ;» της ψιθύρισα, «δεν έχει γυναικωνίτη;»
«Οπου θέλουμε πάμε, δεν είμαστε στο μεσαίωνα» μου αντιψιθύρισε ζμπρώχνωντας ελαφρά.
Καλάααα.

Το μαγαζί ήταν τίγκα στο χούφταλο. Λογικό, όσο νοιώθεις να σου τελειώνει το λάδι γλείφεις τον ύψιστο για καμμιά αριθμημένη στον παράδεισο κι ας έκανες τα όργια στα προηγούμενα χρόνια.
Είχε καλό ψάλτη όμως δε λέω, θα έκανε καλή καριέρα στην όπερα, δεν ήταν άσχημα.
Χάζευα τις αγιογραφίες όπως πάντα όταν μπαίνω σε εκκλησία και έκανα ξανά την ίδια διαπίστωση, όπως κάθε φορά.. Ολοι ρε παιδί μου, άγιοι, όσιοι και προφήτες με κοιτάνε είτε με θλιμμένο είτε με αυστηρό ύφος. Ειδικά τώρα, με φάνηκε ότι όλοι κοιτούσαν τους υπόλοιπους απλά θλιμμένα και ειδικά εμένα αυστηρά, σα να μου λέγανε «τι θες εσύ εδώ αμαρτωλέ και τρισάθλιε;». Ειδικότερα δε ο δικός μου, ο αηΔημήτρης, με φάνηκε ότι με το ζόρι κρατιόταν μη με πετάξει το ακόντιο που κράταγε.
agios_dimitrios.jpg
Δεν ήταν και κηδεία να το φχαριστηθώ ρε παιδί μου. Αυτή η νεκρώσιμη ακολουθία με τρελαίνει, μεγάλο χιτ, μπορώ να την ακούω ώρες, περίεργο πράμα.
Κάποια στιγμή, έτσι όπως ήμουνα απορροφημένος στις σκέψεις μου, βλέπω ξαφνικά μπροστά μου έναν τύπο να κρατάει μπροστά στα μούτρα μου έναν καλαθάκι με λεφτά, ψιλολόγια δηλαδή, κάτι κέρματα και πού και πού κάνα πεντάευρο και να με κοιτάει επίμονα και χαμογελαστός.
Α! ωραία! Σκέφτηκα. Κοίτα εξέλιξη, μας μοιράζουν και λεφτά, να μας καλοπιάσουν να ξανάρθουμε μάλλον.







Απλωσα το χέρι να πάρω κάνα δίευρο ρωτώντας ταυτόχρονα τον τύπο:
«Παίρνουμε όσα θέλουμε;».
Τι είπα ρε παιδιά ο τάλας; Αμέσως η μισή εκκλησία, όσοι με άκουσαν τελοσπάντων, γύρισαν προς το μέρος μου κοιτώντας με σα να ήμουνα ο βελζεβούλης. Το βάσανο έσκυψε το κεφάλι κατακόκκινο και με τάραξε στην τσιμπιά.
«Ελα; τι είναι;» γύρισα και της είπα χαμηλόφωνα κι απορημένα.
Μου πάτησε με μίσος με τον τάκο το μικρό δάχτυλο, που ήξερε ότι με πονάει πολύ και ταυτόχρονα με μελάνιασε στα πλευρά γρυλλίζοντας μέσα από τα κατάλευκα δοντάκια της «ρίξε κάτι μέσα, δώσε ο,τι να ναι».
«Γιατί;» τη ρώτησα ατάραχος ενώ ο τύπος περίμενε με το δίσκο μπροστά μου κοιτώντας με βλέμμα δολοφονικό.
Η καημένη χώθηκε μέσα στο μπουφάν της από ντροπή και αναγκάστηκα να ρωτήσω το δισκοφόρο.
«Γιατί να δώσω;»
Εκείνος κόμπιασε λίγο και εκνευρισμένος φανερά με είπε ότι είναι για κάτι πολύτεκνες οικογένειες ή κάτι τέτοιο.
Στο μεταξύ η λειτουργία συνεχιζόταν κι αυτό βασικά ήταν που με εκνεύρισε ακόμη πιο πολύ και του το είπα καθαρά και φωναχτά.
«Καλά, εν μέσω της θείας, τονίζοντας το «θείας», λειτουργίας, βγάζεις δίσκο να μαζέψεις λεφτά; Για όποιο λόγο και να γίνεται, γιατί δε βάζεις μια πινακίδα στην είσοδο ή κάπου αλλού κι όποιος θέλει να δώσει;»
Κατά περίεργο τρόπο, η ατμόσφαιρα άρχισε να αλλάζει φανερά, έβλεπα βλέμματα συμπαράστασης έστω και αραιά κι αυτό μου έδωσε φόρα να συνεχίσω.
«Ανθρωπέ μου, ξέρεις τι κάνει αυτή την ώρα ο παπάς μέσα; Ξέρεις τι διαβάζει; Θα έπρεπε να ντρέπεσαι που διακόπτεις αυτή την ευχή για να μαζέψεις λεφτά».
Μπορεί και να ήξερε αν και δεν το πολυπίστευα, ότι ο παπάς εκείνη την ώρα έκανε προσπάθεια να «αγιάσει» το ψωμί και το κρασί, το «σώμα και αίμα» που θα κοινωνούσαν κάποιοι αργότερα αλλά δεν είπε τίποτε.
Μου φάνηκε έτοιμος να με ρίξει μπουνιά αλλά τα βλέμματα και οι γκριμάτσες συμπαράστασης γύρω μου αυξήθηκαν.
Ενας παππούς μάλιστα του είπε «καλά σου λέει, άντε, τι κοιτάς; προχώρα».
Κάνας χαμηλοσυνταξιούχος του τεβε θα ήταν και δε θα του είχε μείνει τίποτε απ' το εκας να ρίξει.
Ο δισκοφόρος έφυγε με το δίσκο πάντα προτεταμένο αλλά με μια κρυφή ματιά που έριξα δεν είδα παρά ελάχιστους να ρίχνουν λεφτά μέσα και μάλλον αυτοί δεν είχαν πάρει χαμπάρι τη στιχομυθία.
Μ' αυτά και μ' αυτά, ναι μεν γλίτωσα από περαιτέρω μελανιάσματα από το βάσανο αλλά ίσα που κατάλαβα ότι με είχε γελάσει με την ώρα. Είχε πάει εννιάμιση όταν τελείωσε η λειτουργία και με πιάναν κράμπες στα πόδια απ' την ορθοστασία, γέρος άνθρωπος.
Καλά να πάθω. Τι το θελα το στοίχημα ο γκαντέμης;

υ.γ.
Εδώ που τα λέμε, παναγιώτατε(!!!) - πιό άγιος κι απ' το θεό σα να λέμε - αρχιεπίσκοπε, σε αρέσει εσένα αυτή η "ζητιανιά" εν μέσω της "θείας" λειτουργίας; Δε σε φαίνεται λίγο ξεφτίλα;
Μήπως να πιάσει πάλι το αφεντικό σου κάνα φραγγέλιο;fraggelio1.JPG
via

Pages