Κατά Λουκάν κεφάλαιον 4 - Point of view

Εν τάχει

Κατά Λουκάν κεφάλαιον 4


Λκ. δ' 1-44

Οι πειρασμοί του Ιησού
1 Ἰησοῦς δὲ πλήρης Πνεύματος ῾Αγίου ὑπέστρεψεν ἀπὸ τοῦ ᾿Ιορδάνου, καὶ ἤγετο ἐν τῷ Πνεύματι εἰς τὴν ἔρημον  2 ἡμέρας τεσσαράκοντα πειραζόμενος ὑπὸ τοῦ διαβόλου, καὶ οὐκ ἔφαγεν οὐδὲν ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις· καὶ συντελεσθεισῶν αὐτῶν ὕστερον ἐπείνασε.  3 καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ διάβολος· εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, εἰπὲ τῷ λίθῳ τούτῳ ἵνα γένηται ἄρτος.  4 καὶ ἀπεκρίθη ὁ ᾿Ιησοῦς πρὸς αὐτὸν λέγων· γέγραπται ὅτι οὐκ ἐπ᾿ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ᾿ ἐπὶ παντὶ ρήματι ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος Θεοῦ.  5 Καὶ ἀναγαγὼν αὐτὸν ὁ διάβολος εἰς ὄρος ὑψηλὸν ἔδειξεν αὐτῷ πάσας τὰς βασιλείας τῆς οἰκουμένης ἐν στιγμῇ χρόνου,  6 καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ διάβολος· σοὶ δώσω τὴν ἐξουσίαν ταύτην ἅπασαν καὶ τὴν δόξαν αὐτῶν, ὅτι ἐμοὶ παραδέδοται, καὶ ᾧ ἐὰν θέλω δίδωμι αὐτήν.  7 σὺ οὖν ἐὰν προσκυνήσῃς ἐνώπιόν μου, ἔσται σου πᾶσα.  8 καὶ ἀποκριθεὶς αὐτῷ εἶπεν ὁ ᾿Ιησοῦς· ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ· γέγραπται γάρ, Κύριον τὸν Θεόν σου προσκυνήσεις καὶ αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις.  9 Καὶ ἤγαγεν αὐτὸν εἰς ῾Ιεροσόλυμα, καὶ ἔστησεν αὐτὸν ἐπὶ τὸ πτερύγιον τοῦ ἱεροῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ· εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, βάλε σεαυτὸν ἐντεῦθεν κάτω·  10 γέγραπται γὰρ ὅτι τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ ἐντελεῖται περὶ σοῦ τοῦ διαφυλάξαι σε,  11 καὶ ὅτι ἐπὶ χειρῶν ἀροῦσί σε, μήποτε προσκόψῃς πρὸς λίθον τὸν πόδα σου.  12 καὶ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι εἴρηται, οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον τὸν Θεόν σου.  13 Καὶ συντελέσας πάντα πειρασμὸν ὁ διάβολος ἀπέστη ἀπ᾿ αὐτοῦ ἄχρι καιροῦ.  1 Ο Ιησούς, λοιπόν, επέστρεψε πλήρης Πνεύματος Αγίου από τον Ιορδάνη και φερόταν με το Πνεύμα στην έρημο,  2 και για σαράντα ημέρες πειραζόταν από το Διάβολο. Και εκείνες τις ημέρες δεν έφαγε τίποτε, αλλά πείνασε όταν αυτές συντελέστηκαν.  3 Του είπε τότε ο Διάβολος: «Αν είσαι Υιός του Θεού, πες στο λίθο τούτο να γίνει άρτος».  4 Και ο Ιησούς αποκρίθηκε προς αυτόν: «Είναι γραμμένο: Με άρτο μόνο δε θα ζήσει ο άνθρωπος».  5 Και αφού τον έφερε πάνω, του έδειξε όλες τις βασιλείες της οικουμένης σε μια στιγμή του χρόνου,  6 και ο Διάβολος του είπε: «Σ’ εσένα θα δώσω όλη αυτήν την εξουσία και τη δόξα τους, γιατί έχει παραδοθεί σ’ εμένα και τη δίνω σ’ όποιον θέλω.  7 Αν λοιπόν εσύ προσκυνήσεις μπροστά μου, θα είναι όλη δική σου».  8 Και τότε αποκρίθηκε ο Ιησούς και του είπε: «Είναι γραμμένο: Κύριο το Θεό σου να προσκυνήσεις και αυτόν μόνο να λατρέψεις».  9 Τον έφερε τότε στην Ιερουσαλήμ και τον έστησε πάνω στο πτερύγιο του ναού και του είπε: «Αν είσαι Υιός του Θεού, ρίξε τον εαυτό σου από εδώ κάτω.  10 γιατί είναι γραμμένο: Στους αγγέλους του θα δώσει εντολή για σένα, να σε διαφυλάξουν,  11 καί: πάνω στα χέρια τους θα σε σηκώσουν, μην τυχόν σκοντάψεις σε λίθο το πόδι σου».  12 Και ο Ιησούς αποκρίθηκε και είπε σ’ αυτόν: «Έχει ειπωθεί: Δε θα πειράξεις Κύριο το Θεό σου».  13 Και αφού τέλειωσε κάθε πειρασμό, ο Διάβολος απομακρύνθηκε από αυτόν μέχρι τον κατάλληλο καιρό. 
Η αρχή της διακονίας στη Γαλιλαία
14 Καὶ ὑπέστρεψεν ὁ ᾿Ιησοῦς ἐν τῇ δυνάμει τοῦ Πνεύματος εἰς τὴν Γαλιλαίαν· καὶ φήμη ἐξῆλθε καθ᾿ ὅλης τῆς περιχώρου περὶ αὐτοῦ  15 καὶ αὐτὸς ἐδίδασκεν ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν δοξαζόμενος ὑπὸ πάντων.  14 Και μετά, ο Ιησούς επέστρεψε με τη δύναμη του Πνεύματος στη Γαλιλαία. Και φήμη εξήλθε γι’ αυτόν σε όλα τα περίχωρα.  15 Και αυτός δίδασκε μέσα στις συναγωγές τους και δοξαζόταν από όλους. 
Η απόρριψη του Ιησού στη Ναζαρέτ
16 Καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Ναζαρέτ, οὗ ἦν τεθραμμένος, καὶ εἰσῆλθε κατὰ τὸ εἰωθὸς αὐτῷ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων εἰς τὴν συναγωγήν, καὶ ἀνέστη ἀναγνῶναι.  17 καὶ ἐπεδόθη αὐτῷ βιβλίον ῾Ησαΐου τοῦ προφήτου, καὶ ἀναπτύξας τὸ βιβλίον εὗρε τὸν τόπον οὗ ἦν γεγραμμένον·  18 Πνεῦμα Κυρίου ἐπ᾿ ἐμέ, οὗ εἵνεκεν ἔχρισέ με, εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ἀπέσταλκέ με, ἰάσασθαι τοὺς συντετριμμένους τὴν καρδίαν,  19 κηρῦξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν καὶ τυφλοῖς ἀνάβλεψιν, ἀποστεῖλαι τεθραυσμένους ἐν ἀφέσει, κηρῦξαι ἐνιαυτὸν Κυρίου δεκτόν.  20 καὶ πτύξας τὸ βιβλίον ἀποδοὺς τῷ ὑπηρέτῃ ἐκάθισε· καὶ πάντων ἐν τῇ συναγωγῇ οἱ ὀφθαλμοὶ ἦσαν ἀτενίζοντες αὐτῷ.  21 ἤρξατο δὲ λέγειν πρὸς αὐτοὺς ὅτι σήμερον πεπλήρωται ἡ γραφὴ αὕτη ἐν τοῖς ὠσὶν ὑμῶν.  22 καὶ πάντες ἐμαρτύρουν αὐτῷ καὶ ἐθαύμαζον ἐπὶ τοῖς λόγοις τῆς χάριτος τοῖς ἐκπορευομένοις ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ καὶ ἔλεγον· οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ᾿Ιωσήφ;  23 καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· πάντως ἐρεῖτέ μοι τὴν παραβολὴν ταύτην· ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν· ὅσα ἠκούσαμεν γενόμενα ἐν τῇ Καπερναούμ, ποίησον καὶ ὧδε ἐν τῇ πατρίδι σου.  24 εἶπε δέ· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς προφήτης δεκτός ἐστιν ἐν τῇ πατρίδι αὐτοῦ.  25 ἐπ᾿ ἀληθείας δὲ λέγω ὑμῖν, πολλαὶ χῆραι ἦσαν ἐν ταῖς ἡμέραις ᾿Ηλιοὺ ἐν τῷ ᾿Ισραήλ, ὅτε ἐκλείσθη ὁ οὐρανὸς ἐπὶ ἔτη τρία καὶ μῆνας ἕξ, ὡς ἐγένετο λιμὸς μέγας ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν,  26 καὶ πρὸς οὐδεμίαν αὐτῶν ἐπέμφθη ᾿Ηλίας εἰ μὴ εἰς Σάρεπτα τῆς Σιδωνίας πρὸς γυναῖκα χήραν.  27 καὶ πολλοὶ λεπροὶ ἦσαν ἐπὶ ᾿Ελισαίου τοῦ προφήτου ἐν τῷ ᾿Ισραήλ, καὶ οὐδεὶς αὐτῶν ἐκαθαρίσθη εἰ μὴ Νεεμὰν ὁ Σύρος.  28 καὶ ἐπλήσθησαν πάντες θυμοῦ ἐν τῇ συναγωγῇ ἀκούοντες ταῦτα,  29 καὶ ἀναστάντες ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω τῆς πόλεως καὶ ἤγαγον αὐτὸν ἕως ὀφρύος τοῦ ὄρους, ἐφ᾿ οὗ ἡ πόλις αὐτῶν ᾠκοδόμητο, εἰς τὸ κατακρημνίσαι αὐτόν.  30 αὐτὸς δὲ διελθὼν διὰ μέσου αὐτῶν ἐπορεύετο.  16 Και ήρθε στη Ναζαρέτ, όπου ήταν αναθρεμμένος, και εισήλθε κατά τη συνήθειά του την ημέρα του Σαββάτου στη συναγωγή και σηκώθηκε να διαβάσει.  17 Και του δόθηκε το βιβλίο του προφήτη Ησαΐα και, αφού ξετύλιξε το βιβλίο, βρήκε το μέρος όπου ήταν γραμμένο:  18 Πνεύμα Κυρίου είναι πάνω μου. Γι’ αυτό με έχρισε, για να ευαγγελίσω φτωχούς. Με έχει αποστείλει, για να κηρύξω σε αιχμαλώτους άφεση, και σε τυφλούς ανάβλεψη, να αποστείλω συντριμμένους με άφεση,  19 να κηρύξω έτος Κυρίου ευπρόσδεκτο.  20 Και αφού τύλιξε το βιβλίο, το απόδωσε στον υπηρέτη και κάθισε. και όλων τα μάτια μέσα στη συναγωγή τον ατένιζαν συνεχώς.  21 Άρχισε τότε να λέει προς αυτούς: «Σήμερα αυτή η γραφή έχει εκπληρωθεί στα αυτιά σας».  22 Και όλοι μαρτυρούσαν καλά γι’ αυτόν και θαύμαζαν απορώντας για τα λόγια της χάρης που έβγαιναν από το στόμα του και έλεγαν: « Αυτός δεν είναι γιος του Ιωσήφ;»  23 Και είπε προς αυτούς: «Πάντως θα μου πείτε αυτήν την παροιμία: “Γιατρέ, θεράπευσε τον εαυτό σου”. “Όσα ακούσαμε ότι έγιναν στην Καπερναούμ κάνε κι εδώ στην πατρίδα σου”».  24 Είπε τότε: «Αλήθεια σας λέω ότι κανείς προφήτης δεν είναι δεκτός στην πατρίδα του.  25 Αλήθεια σας λέω, επίσης, πολλές χήρες ήταν κατά τις ημέρες του Ηλία μέσα στο λαό Ισραήλ, όταν κλείστηκε ο ουρανός για τρία έτη και έξι μήνες, μόλις έγινε μεγάλος λιμός σε όλη τη χώρα,  26 και σε καμιά από αυτές δε στάλθηκε ο Ηλίας παρά μόνο στα Σάρεπτα της Σιδωνίας σε μια γυναίκα χήρα.  27 Και πολλοί λεπροί ήταν στο λαό Ισραήλ επί Ελισαίου του προφήτη, αλλά κανείς από αυτούς δεν καθαρίστηκε παρά μόνο ο Νεεμάν ο Σύρος».  28 Και γέμισαν όλοι με θυμό μέσα στη συναγωγή όταν άκουσαν αυτά  29 και, αφού σηκώθηκαν, τον έβγαλαν έξω από την πόλη και τον έφεραν ως την κορυφογραμμή του όρους πάνω στο οποίο η πόλη τους οικοδομήθηκε, ώστε να τον γκρεμίσουν κάτω.  30 Αυτός, όμως, πέρασε διαμέσου αυτών και πορευόταν. 
Ο άνθρωπος με το ακάθαρτο πνεύμα
31 Καὶ κατῆλθεν εἰς Καπερναοὺμ πόλιν τῆς Γαλιλαίας, καὶ ἦν διδάσκων αὐτοὺς ἐν τοῖς σάββασι·  32 καὶ ἐξεπλήσσοντο ἐπὶ τῇ διδαχῇ αὐτοῦ, ὅτι ἐν ἐξουσίᾳ ἦν ὁ λόγος αὐτοῦ.  33 Καὶ ἐν τῇ συναγωγῇ ἦν ἄνθρωπος ἔχων πνεῦμα δαιμονίου ἀκαθάρτου, καὶ ἀνέκραξε φωνῇ μεγάλῃ  34 λέγων· ἔα, τί ἡμῖν καὶ σοί, ᾿Ιησοῦ Ναζαρηνέ; ἦλθες ἀπολέσαι ἡμᾶς; οἶδά σε τίς εἶ, ὁ ἅγιος τοῦ Θεοῦ.  35 καὶ ἐπετίμησεν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς λέγων· φιμώθητι καὶ ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ. καὶ ρῖψαν αὐτὸν τὸ δαιμόνιον εἰς τὸ μέσον ἐξῆλθεν ἀπ᾿ αὐτοῦ, μηδὲν βλάψαν αὐτόν.  36 καὶ ἐγένετο θάμβος ἐπὶ πάντας, καὶ συνελάλουν πρὸς ἀλλήλους λέγοντες· τίς ὁ λόγος οὗτος, ὅτι ἐν ἐξουσίᾳ καὶ δυνάμει ἐπιτάσσει τοῖς ἀκαθάρτοις πνεύμασι, καὶ ἐξέρχονται;  37 καὶ ἐξεπορεύετο ἦχος περὶ αὐτοῦ εἰς πάντα τόπον τῆς περιχώρου.  31 Και μετά κατέβηκε στην Καπερναούμ, μια πόλη της Γαλιλαίας. και τους δίδασκε συνεχώς τα Σάββατα.  32 Και εκπλήττονταν για τη διδαχή του, γιατί ο λόγος του ήταν με εξουσία.  33 Και στη συναγωγή ήταν ένας άνθρωπος που είχε ακάθαρτο δαιμονικό πνεύμα και έκραξε δυνατά με μεγάλη φωνή:  34 «Ε, τι σχέση έχουμε εμείς κι εσύ, Ιησού Ναζαρηνέ; Ήρθες, για να μας καταστρέψεις; Σε ξέρω ποιος είσαι: ο Άγιος του Θεού».  35 Και ο Ιησούς το επιτίμησε, λέγοντας: «Φιμώσου και έξελθε από αυτόν». Και τότε, αφού το δαιμόνιο τον έριξε στο μέσο, εξήλθε από αυτόν, χωρίς καθόλου να τον βλάψει.  36 Και όλοι θαμπώθηκαν από θαυμασμό και συνομιλούσαν μεταξύ τους, λέγοντας: «Τι λόγος είναι αυτός που με εξουσία και δύναμη διατάζει τα ακάθαρτα πνεύματα και εξέρχονται;»  37 Και έβγαινε φήμη γι’ αυτόν σε κάθε τόπο των περιχώρων. 
Θεραπεία πολλών αρρώστων
38 ᾿Αναστὰς δὲ ἐκ τῆς συναγωγῆς εἰσῆλθεν εἰς τὴν οἰκίαν Σίμωνος. πενθερὰ δὲ τοῦ Σίμωνος ἦν συνεχομένη πυρετῷ μεγάλῳ, καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν περὶ αὐτῆς.  39 καὶ ἐπιστὰς ἐπάνω αὐτῆς ἐπετίμησε τῷ πυρετῷ, καὶ ἀφῆκεν αὐτήν· παραχρῆμα δὲ ἀναστᾶσα διηκόνει αὐτοῖς.  40 Δύνοντος δὲ τοῦ ἡλίου πάντες ὅσοι εἶχον ἀσθενοῦντας νόσοις ποικίλαις ἤγαγον αὐτοὺς πρὸς αὐτόν· ὁ δὲ ἑνὶ ἑκάστῳ αὐτῶν τὰς χεῖρας ἐπιτιθεὶς ἐθεράπευσεν αὐτούς.  41 ἐξήρχετο δὲ καὶ δαιμόνια ἀπὸ πολλῶν κραυγάζοντα καὶ λέγοντα ὅτι σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ. καὶ ἐπιτιμῶν οὐκ εἴα αὐτὰ λαλεῖν, ὅτι ᾔδεισαν τὸν Χριστὸν αὐτὸν εἶναι.  38 Σηκώθηκε τότε από τη συναγωγή και εισήλθε στην οικία του Σίμωνα. Η πεθερά όμως του Σίμωνα υπόφερε από μεγάλο πυρετό, και τον παρακάλεσαν γι’ αυτή.  39 Και αφού στάθηκε από πάνω της, επιτίμησε τον πυρετό και την άφησε. εκείνη, τότε, αμέσως σηκώθηκε και τους διακονούσε.  40 Όταν λοιπόν έδυε ο ήλιος, όλοι όσοι είχαν ασθενείς με ποικίλες νόσους τους έφεραν προς αυτόν. Εκείνος έθεσε τα χέρια πάνω σε καθέναν από αυτούς ξεχωριστά, και τους θεράπευε.  41 Επιπλέον, και δαιμόνια εξέρχονταν από πολλούς, κραυγάζοντας και λέγοντας: «Εσύ είσαι ο Υιός του Θεού». Και εκείνος τα επιτιμούσε και δεν τα άφηνε να μιλούν, γιατί ήξεραν ότι αυτός είναι ο Χριστός. 
Ο Ιησούς περιοδεύει κηρύττοντας
42 Γενομένης δὲ ἡμέρας ἐξελθὼν ἐπορεύθη εἰς ἔρημον τόπον· καὶ οἱ ὄχλοι ἐπεζήτουν αὐτόν, καὶ ἦλθον ἕως αὐτοῦ καὶ κατεῖχον αὐτὸν τοῦ μὴ πορεύεσθαι ἀπ᾿ αὐτῶν.  43 ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτοὺς ὅτι καὶ ταῖς ἑτέραις πόλεσιν εὐαγγελίσασθαί με δεῖ τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ· ὅτι εἰς τοῦτο ἀπέσταλμαι.  44 καὶ ἦν κηρύσσων εἰς τὰς συναγωγὰς τῆς Γαλιλαίας.  42 Όταν λοιπόν ξημέρωσε, εξήλθε και πορεύτηκε σε έρημο τόπο. Και τα πλήθη τον επιζητούσαν και ήρθαν ως αυτού που βρισκόταν και ήθελαν να τον κρατήσουν, για να μη φύγει μακριά τους.  43 Εκείνος είπε προς αυτούς: «Πρέπει να ευαγγελίσω τη βασιλεία του Θεού και στις άλλες πόλεις, επειδή γι’ αυτό αποστάλθηκα».  44 Και κήρυττε συνεχώς στις συναγωγές της Ιουδαίας. 
1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18 19 20 21 22 23 24

Pages