Ανάμεσα στους αντιπάλους αυτού, πού μερικές φορές ονομάζεται ή "ορθόδοξη" ερμηνεία της κβαντικής θεωρίας, ο Σραίντινγκερ κατέχει ξεχωριστή θέση επειδή θέλησε ν’ αποδώσει την "αντικειμενική πραγματικότητα”, όχι στα σωμάτια άλλα στα κύματα και δεν είναι διατεθειμένος να ερμηνεύσει τα κύματα σαν "κύματα πιθανότητας μόνο".
Στη διατριβή του με τίτλο " Υπάρχουν Κβαντικά Άλματα; " προσπαθεί ν’ αρνηθεί ολωσδιόλου την ύπαρξη κβαντικών αλμάτων (σ’ αυτό το σημείο είναι συζητήσιμη ή καταλληλότητα του όρου "κβαντικό άλμα" και θα μπορούσε να αντικατασταθεί με το λιγότερο προκλητικό όρο "ασυνέχεια").
Λοιπόν, το έργο του Σραίντινγκερ περιέχει πρώτα απ’ όλα κάποια παρανόηση της συνηθισμένης ερμηνείας. Παραβλέπει το γεγονός πώς μόνο τα κύματα στο φασικό χώρο (ή οι "μήτρες μετασχηματισμού") είναι κύματα πιθανότητας στη συνηθισμένη ερμηνεία, ενώ τα τρισδιάστατα υλικά κύματα ή τα κύματα ακτινοβολίας δεν είναι. Τα τελευταία είναι τόσο πολύ ή τόσο λίγο "πραγματικά" όπως και τα σωμάτια, δεν έχουν καμιά άμεση σχέση με τα κύματα πιθανότητας, αλλά έχουν συνεχή πυκνότητα ενέργειας και ορμής, όπως και ένα ηλεκτρομαγνητικό πεδίο στη θεωρία του Μάξουελ. Σωστά, λοιπόν, τονίζει ό Σραίντινγκερ, πως σ’ αυτό το σημείο μπορούμε να φανταστούμε ότι οι διαδικασίες είναι περισσότερο συνεχείς από ό,τι είναι συνήθως.
Αυτή όμως η ερμηνεία δεν μπορεί να εξαλείψει το στοιχείο ασυνέχειας που βρίσκεται παντού στην ατομική φυσική, οποιοσδήποτε μετρητής διά σπινθηρισμών ή μετρητής Γκάιγκερ αποδείχνει αμέσως το στοιχείο αυτό.
Στη συνηθισμένη ερμηνεία της κβαντικής θεωρίας τούτο περιέχεται στη μετάβαση από το πιθανό στο πραγματικό. Ό ίδιος ο Σραίντινγκερ δεν κάνει καμιά αντιπρόταση για το πώς σκοπεύει να εισαγάγει το στοιχείο ασυνέχειας, το οποίο μπορεί να παρατηρηθεί παντού, κατά διαφορετικό τρόπο από τη συνηθισμένη ερμηνεία.
Τέλος, ή επίκριση πού εκφράσανε ο Αϊνστάιν, ο Λάουε και άλλοι σε κάμποσες διατριβές συγκεντρώνεται στο ερώτημα εάν η ερμηνεία της Σχολής της Κοπεγχάγης επιτρέπει μια μοναδική, αντικειμενική περιγραφή των φυσικών γεγονότων.
Τα κύρια επιχειρήματα τους μπορούν να διατυπωθούν με τους ακόλουθους όρους: Το μαθηματικό σχήμα της κβαντικής θεωρίας φαίνεται πως είναι τελείως επαρκής περιγραφή της στατιστικής των ατομικών φαινομένων. Αλλ’ ακόμα κι αν είναι πλήρως ορθές οι δηλώσεις της για την πιθανότητα των ατομικών περιστατικών, η ερμηνεία αυτή δεν περιγράφει τί πραγματικά συμβαίνει ανεξάρτητα από τις παρατηρήσεις ή ανάμεσα σ’ αυτές.
Κάτι όμως πρέπει να συμβαίνει, γι’ αυτό δεν μπορούμε ν’ αμφιβάλλουμε, αυτό το κάτι δεν είναι ανάγκη να περιγράφεται με τη βοήθεια ηλεκτρονίων ή κυμάτων ή φωτονίων, άλλα δν όμως δεν περιγραφεί κατά κάποιο τρόπο τότε δεν έχει συμπληρωθεί το έργο της Φυσικής. Δεν μπορούμε να παραδεχτούμε ότι το έργο αυτό αναφέρεται μονάχα στην πράξη της παρατήρησης. Ό φυσικός πρέπει να βάλει για αξίωμα στην επιστήμη του ότι μελετάει ένα κόσμο, πού δεν έφτιαξε αυτός ο ίδιος και που θα ήταν παρών, ουσιαστικά αμετάβλητος, ακόμη και αν αυτός δεν υπήρχε.
Κατά συνέπεια, ή ερμηνεία της Σχολής της Κοπεγχάγης δεν προσφέρει καμιά πραγματική κατανόηση των ατομικών φαινομένων.Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς ότι εκείνο πού ζητάει αυτή η επίκριση (των Αϊνστάιν κλπ) είναι πάλι η παλιά υλιστική οντολογία.
Οι απαντήσεις της Σχολής της Κοπεγχάγης
Ποια όμως μπορεί να είναι η απάντηση από την άποψη της ερμηνείας της Σχολής της Κοπεγχάγης;
Μπορούμε να πούμε πώς ή Φυσική είναι μέρος της επιστήμης και σαν τέτοιο αποσκοπεί στην περιγραφή και κατανόηση της φύσης. Οποιοδήποτε είδος κατανόησης επιστημονικό ή όχι, εξαρτιέται από τη γλώσσα μας, από την επικοινωνία των ιδεών. Κάθε περιγραφή φαινομένων, πειραμάτων και των αποτελεσμάτων τους, στηρίζεται στη γλώσσα σαν το μοναδικό μέσον επικοινωνίας.
Οι λέξεις αυτής της γλώσσας αντιπροσωπεύουν τις έννοιες της καθημερινής ζωής, πού στην επιστημονική γλώσσα της Φυσικής μπορεί να εκλεπτυνθεί και να δώσει τις έννοιες της κλασικής φυσικής. Αυτές οι έννοιες αποτελούν τα μοναδικά εργαλεία για μια αναμφίβολη επικοινωνία σχετική με τα γεγονότα, με τη διοργάνωση των πειραμάτων και με τα αποτελέσματα τους.
Εάν, επομένως, ζητούν από τον ατομικό φυσικό να δώσει μια περιγραφή του τί πράγματι συμβαίνει στα πειράματα του, οι λέξεις "περιγραφή" και "πράγματι" και "συμβαίνει" μπορούν ν’ αναφέρονται μονάχα στις έννοιες της καθημερινής ζωής ή της κλασικής φυσικής.
Μόλις ο φυσικός εγκαταλείψει αυτή τη βάση, αμέσως χάνει τα μέσα για αναμφίβολη επικοινωνία και δεν μπορεί να συνεχίσει την επιστήμη του. Επομένως, κάθε δήλωση για το τί "πράγματι συνέβη" είναι δήλωση με λέξεις των κλασικών εννοιών και — εξαιτίας των θερμοδυναμικών σχέσεων και των σχέσεων απροσδιοριστίας — από την ίδια τη φύση της ατελής σε σχέση με τις λεπτομέρειες των εμπεριεχομένων ατομικών περιστατικών.
Η απαίτηση να "περιγράψει κανείς τί συμβαίνει" στην κβαντο-θεωρητική διαδικασία ανάμεσα σε δυο διαδοχικές παρατηρήσεις είναι αντίφαση in adjecto, γιατί ή λέξη "περιγράφω" αναφέρεται στη χρήση των κλασικών εννοιών, ενώ αυτές οι έννοιες δεν μπορούν να εφαρμοστούν στο διάστημα ανάμεσα στις παρατηρήσεις: μπορούν μονάχα να εφαρμοστούν στα σημεία της παρατήρησης.
Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να παρατηρήσουμε ότι ή ερμηνεία της κβαντικής θεωρίας από τη Σχολή της Κοπεγχάγης δεν είναι κατά κανένα τρόπο θετικιστική. Γιατί, ενώ ο θετικισμός θεωρεί σα στοιχεία πραγματικότητας τις αισθησιακές αντιλήψεις του παρατηρητή, στις οποίες και βασίζεται, η ερμηνεία της Σχολής της Κοπεγχάγης θεωρεί τα πράγματα και τις διαδικασίες, που είναι δυνατόν να περιγραφούν με τη βοήθεια κλασικών εννοιών, δηλ. το πραγματικό, σαν τα θεμέλια οποιασδήποτε φυσικής ερμηνείας.
Ταυτόχρονα, αντιλαμβανόμαστε ότι δεν μπορούμε ν’ αποφύγουμε τη στατιστική φύση των νόμων της μικροφυσικής, γιατί κάθε γνώση τού "αληθινού" είναι — εξαιτίας των κβαντο- θεωρητικών νόμων — από την ίδια της τη φύση ατελής γνώση.
Ή οντολογία τού υλισμού στηριζόταν στην αυταπάτη ότι το είδος ύπαρξης, ή άμεση "πραγματικότητα" τού γύρω μας κόσμου, μπορεί να επεκταθεί βεβιασμένα και στην ατομική κλίμακα. Αυτή όμως ή βεβιασμένη επέκταση είναι αδύνατη.
Μπορούμε να προσθέσουμε λίγες παρατηρήσεις σχετικά με την τυπική δομή όλων των αντιπροτάσεων πού έγιναν μέχρι τώρα ενάντια στην ερμηνεία της κβαντικής θεωρίας από τη Σχολή της Κοπεγχάγης. ‘Όλες αυτές οι προτάσεις υποχρεώθηκαν από μόνες τους να θυσιάσουν τις βασικές ιδιότητες συμμετρίας της κβαντικής θεωρίας (π.χ. τη συμμετρία ανάμεσα σε κύματα και σωμάτια ή ανάμεσα στη θέση και την ταχύτητα).
Επομένως, μπορούμε θαυμάσια να υποθέσουμε ότι δεν είναι δυνατό να αποφευχθεί η ερμηνεία της Σχολής της Κοπεγχάγης, αν θέλουμε να ισχύουν σα γνήσιο χαρακτηριστικό της φύσης αυτές οι ιδιότητες συμμετρίας — όπως το αναλλοίωτο του Λόρεντς στη θεωρία της σχετικότητας· και κάθε πείραμα που εκτελέστηκε έως τώρα υποστηρίζει αυτή την άποψη.
Απόσπασμα από το “Φυσική και Φιλοσοφία” του Βέρνερ Χάιζενμπεργκ