Βιογραφικά (384 – 322 π.Χ.)
Γεννήθηκε στα Στάγιρα της Μακεδονίας και πέθανε στη Χαλκίδα από χρόνιο στομαχικό νόσημα. Θεωρείται σαν ένας από τους διασημότερους και πιο μεγάλους Αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους, μαζί δε με τον Πλάτωνα αποτελούν τη φαεινή δυάδα του πνευματικού αρχαίου κόσμου. Ίσως να είναι και το πιο μεγάλο πνεύμα όλων γενικά των αιώνων και των εποχών.
Σε ηλικία 18 ετών ήρθε στην Αθήνα και γράφθηκε στη Σχολή του Πλάτωνα, όπου μαθήτευσε επί είκοσι ολόκληρα χρόνια. Το 342 π.Χ. ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος τον κάλεσε και του ανέθεσε τη διαπαιδαγώγηση του γιου του Αλέξανδρου, που ήταν τότε μόλις 13 ετών. Μετά όμως την αναχώρηση του τελευταίου για τη μεγάλη εκστρατεία του, το 335 π.Χ., γύρισε στην Αθήνα. Επειδή δε όλοι οι δημόσιοι χώροι της πόλης είχανε στο μεταξύ καταληφθεί από άλλους φιλοσόφους, ο Αριστοτέλης άρχισε να φιλοσοφεί, διδάσκοντας τους μαθητές του καθοδόν. Γι’ αυτό και η Σχολή του ονομάσθηκε `Περιπατητική`, και οι ανήκοντας σ` αυτή οπαδοί του `περιπατητικοί φιλόσοφοι`.
Κάποιες πηγές μας πληροφορούν ότι ο Αριστοτέλης ως άνθρωπος είχε πιστούς φίλους, αλλά και φοβερούς αντιπάλους (Επίκουρος, Τίμαιος, Ευβουλίδης κ.ά.), γιατί έβλεπαν με φθόνο την ανωτερότητά του και αισθάνονταν ότι η παρουσία του τους μηδένιζε. Γι’ αυτό τον διέβαλλαν με κάθε είδους συκοφαντίες. Τον παρουσίαζαν ως φιλάργυρο, φιλήδονο, ραδιούργο, μηχανορράφο, ακόμα ως οργανωτή δολοφονίας του Αλεξάνδρου κλπ. Όμως, όλα αυτά αναιρούνται από πολύ αξιόπιστες πηγές, που αποδεικνύουν τόσο ότι ο Αριστοτέλης υπήρξε η ενσάρκωση του ορθού μέτρου σ’ όλες τις εκδηλώσεις της ζωής του, όσο και την έμφυτη ευγένεια και τρυφερότητα της ψυχής του. Κάποιοι τον θεωρούσαν απλώς «ένσαρκη διάνοια», όμως η διαθήκη του δεν αφήνει αμφιβολία ότι υπήρξε ευγνώμων και στοργικός προς τους συνανθρώπους του άνθρωπος.
Για την εμφάνιση και τον τρόπο ζωής του φιλοσόφου, δεν μπορούμε ένα μιλήσουμε με σιγουριά. Μια αξιόπιστη παράδοση όμως, τον θέλει φαλακρό, με αδύνατα πόδια, μικρά μάτια και τραύλισμα στην ομιλία, αλλά ιδιαίτερα καλοντυμένο. Ορισμένοι κακόβουλοι εχθροί του τον παρουσιάζουν θηλυπρεπή και μαλθακό. Το μόνο που μπορούμε να πούμε με σιγουριά με βάση τις ρητές του απόψεις, είναι το ότι δεν υπήρξε ασκητικός στις συνήθειές του. Λέγεται ακόμη, ότι είχε ειρωνική διάθεση που καθρεφτιζόταν στην έκφρασή του. Τέλος ο Διογένης Λαέρτιος μνημονεύει πολλά ρητά που φανερώνουν το ετοιμόλογο πνεύμα του.
Το έργο του σε γενικές γραμμές
Ο Αριστοτέλης εισήγαγε στη φιλοσοφία και τις επιστήμες τον θετικισμό, κατά αντίθεση προς τον ιδεαλισμό του Πλάτωνα. Θεωρείται, εξάλλου, και σαν ο δημιουργός πλείστων όσων επιστημών, των οποίων και έθεσε έκτοτε τις σταθερές τους βάσεις, όπως είναι η φυσική και μεταφυσική, η ψυχολογία, η λογική, η ρητορική κ.α.
Τα έργα του μεγάλου αυτού φιλοσόφου έχει υπολογισθεί ότι ανέρχονται συνολικά σε 400, από τα οποία όμως δυστυχώς τα πλείστα όσα χάθηκαν. Από δε τα διασωθέντα σαν πιο σπουδαία θεωρούνται τα εξής: `Περί ουρανού`, `Περί γενέσεως και φθοράς`, `Μετεωρολογικά`, `Σοφιστικοί έλεγχοι`, `Περί ζώων` (γενέσεως, κινήσεως, μορίων), `Περί ψυχής`, `Περί ύπνου και εγρηγόρσεως`, `Περί μακροβιότητας και βραχυβιότητας`, `Μετά τα φυσικά`, `Ηθικά μεγάλα`, `Ηθικά Νικομάχεια`, `Πολιτικά`, `Αθηναίων Πολιτεία`, `Ρητορικά`, `Ποιητική` κ.λπ.
Η επίδραση του Αριστοτέλη στο πνεύμα των μεταγενέστερων υπήρξε τεράστια. Ακόμη και ως τις μέρες μας το φωτεινό μετέωρο της Αριστοτέλειας φιλοσοφίας και επιστήμης συναρπάζει τους ανθρώπους και αποσπά τον μεγάλο θαυμασμό τους. Ας σημειωθεί επίσης ότι η διδασκαλία του και ιδιαίτερα οι περί ηθικής και Θεού αντιλήψεις του χρησίμευσαν ως βάση για την οικοδόμηση της μετέπειτα θεολογικής επιστήμης των χριστιανών.
Γεγονός είναι πάντως ότι χωρίς τη συμβολή του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, όχι μόνο η νεώτερη διανόηση θα ήτανε αδύνατο να δημιουργηθεί και να εξελιχθεί, αλλά, και οι φυσικές ακόμη επιστήμες, είναι ζήτημα αν θα μπορούσαν να εξελιχθούν, όπως αυτές εξελίχθηκαν κατά τη σύγχρονη μας εποχή. Προξενεί πραγματική κατάπληξη σ` έναν μελετητή το πως ένας και μόνο άνθρωπος κατόρθωσε να συγκεντρώσει τέτοιο και τόσο μεγάλο πλήθος γνώσεων, να τις συναρμολογήσει, και να τις οργανώσει σ` ένα τέλειο σχεδόν σύστημα θεώρησης του κόσμου και των φαινομένων του (της φύσης και του βίου των ανθρώπων).
Πολύ χαρακτηριστική είναι και η γνωστή μας ρήση του Μ. Αλεξάνδρου, ο οποίος είπε: `Εις τον μεν πατέρα οφείλω το ζην, εις τον δε διδάσκαλο (τον Αριστοτέλη) το ευ ζην`.
Η επίδραση του Αριστοτέλη στον κόσμο
Αν υπάρχει ένας φιλόσοφος που κυριάρχησε στη σκέψη του δυτικού κόσμου, σε όλες τις περιόδους της ιστορίας του, αυτός είναι ο Αριστοτέλης ο Σταγειρίτης. Ωστόσο αυτή η πνευματική κυριαρχία του, αντίθετα από την ισοδύναμη πολιτική και στρατιωτική κυριαρχία του μαθητή του, Μεγάλου Αλεξάνδρου, δεν έγινε πραγματικότητα παρά ύστερα από μυθιστορηματικές συνθήκες και με πολύ βραδύ ρυθμό, αφού και ο ίδιος ο Αλέξανδρος, άθελά του, έγινε ο πρωταίτιος γι’ αυτή την καθυστέρηση. Γιατί με το έργο του Αλεξάνδρου και τις συνέπειες που είχε αυτό άλλαξαν ριζικά στις δομές τους, η ζωή, η σκέψη και η τέχνη, ώστε τα κλασικά κριτήρια του Αριστοτέλη να φαίνονται ανεπαρκή στην κοινωνική πραγματικότητα της Αλεξανδρινής εποχής. Έτσι δεν άσκησε άμεσα, σε βάθος και πλάτος, την επίδραση που θα περίμενε κανείς ότι θα ασκούσε η φιλοσοφία του, κυρίως με την ηθική, την πολιτική και την αισθητική θεωρία του.
Στην αρχή ο Αριστοτέλης επηρέασε άμεσα τους μαθητές του, κυρίως τον Θεόφραστο και τον Αριστόξενο τον Ταραντίνο και έμμεσα τον κύκλο του Περιπάτου, που ίδρυσε ο Θεόφραστος στην Αθήνα το 318. Το γεγονός ότι ο Αριστοτέλης είχε ήδη θεμελιώσει θεματολογικά και μεθοδολογικά πολλούς κλάδους του επιστητού συνέτεινε στο να ενθαρρυνθούν και να πάρουν τις απαραίτητες κατευθύνσεις αρκετοί περιπατητικοί, για να καλλιεργήσουν, παράλληλα με τη φιλοσοφία και τις ειδικές επιστήμες.
Ο Λύκων και ο Αρίστων ο Κείος είχαν την πρωτοβουλία για κάποια εκλαΐκευση της αριστοτελικής φιλοσοφίας. Η επίδραση του Αριστοτέλη αυτή την περίοδο φαίνεται και από μια σειρά σωζόμενα ψευδοαριστοτελικά έργα, που συγγραφείς τους είναι κάποιοι περιπατητικοί. Με το πέρασμα του χρόνου η επίδραση του Αριστοτέλη, ξεπερνώντας τα όρια του Περιπάτου, απλώθηκε και σε άλλες φιλοσοφικές σχολές. Για παράδειγμα αναφέρω το γεγονός ότι περίπου το 100 π.Χ. ο μεγάλος στωικός φιλόσοφος Ποσειδώνιος είχε δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αριστοτελική φιλοσοφία.
Το ενδιαφέρον για τη φιλοσοφία του Αριστοτέλη αναγεννήθηκε ουσιαστικά με την πρώτη συνολική έκδοση των αριστοτελικών έργων από τον Ανδρόνικο το Ρόδιο στη Ρώμη (περ. 40-30 π.Χ.), με βάση τα αυτόγραφα από το προσωπικό αρχείο του Αριστοτέλη, που μετά το θάνατο του Θεόφραστου τα είχαν αποθηκεύσει οι συγγενείς του μεγάλου φιλοσόφου στην Τρωάδα.
Ως την εποχή που έγινε αυτή η έκδοση, η αριστοτελική φιλοσοφία ήταν γνωστή από μερικά μόνο έργα, που είχαν κυκλοφορήσει σε περισσότερα χειρόγραφα, κυρίως από διαλόγους, όμοιους με τους πλατωνικούς, τους οποίους ο Αριστοτέλης, όπως και ο Πλάτων προόριζε για το ευρύτερο κοινό. Με αφετηρία τη συνολική έκδοση των αριστοτελικών έργων άρχισε η ευρύτερη και βαθύτερη επίδραση της σκέψης του Αριστοτέλη όχι μόνο στον κύκλο του Περιπάτου και των άλλων φιλοσοφικών σχολών αλλά και στη γενικότερη πνευματική ζωή του αρχαίου κόσμου. Επίσης, παράλληλα και ακριβώς με βάση την παραπάνω συνολική έκδοση, άρχισε η εντονότερη και διαρκέστερη φιλολογική και φιλοσοφική δραστηριότητα για την ερμηνεία και το σχολιασμό των αριστοτελικών έργων, καθώς και για συγκρίσεις και συσχετισμούς του αριστοτελικού συστήματος με τα άλλα.
Από τον 1ο π.Χ. ως τον 6ο μ.Χ. αιώνα γράφτηκαν τα πλουσιότερα και γενικότερα πολύτιμα για το σύγχρονο κόσμο «Υπομνήματα» στα αριστοτελικά συγγράμματα, από σοφούς σχολιαστές, όπως ο Ανδρόνικος ο Ρόδιος, ο Αλέξανδρος ο Αφροδισιεύς, ο Αμμώνιος ο Ερμείου, ο Ολυμπιόδωρος, ο Δαμάσκιος, ο Σιμπλίκιος, ο Στέφανος ο Αλεξανδρεύς και ο Ιωάννης ο Φιλόπονος. Εξάλλου με τον εκλεκτικό Αντίοχο, τον Ασκαλωνίτη εγκαινιάστηκαν και οι προσπάθειες για το συμβιβασμό του αριστοτελικού με το πλατωνικό σύστημα, οι οποίες με τον τονισμό της ομοιότητας των δύο συστημάτων στους τελευταίους αιώνες του αρχαίου κόσμου και ύστερα από την παρακμή του Περιπάτου, είχαν ως αποτέλεσμα η αριστοτελική σκέψη να περάσει μόνιμα μέσα στις νεοπλατωνικές σχολές.
Στο Μεσαίωνα η αριστοτελική σκέψη άσκησε επίδραση όχι μόνο στο χριστιανικό κόσμο αλλά και στον ιουδαϊκό και τον ισλαμικό. Στην αρχή η φιλοσοφία του Αριστοτέλη -κυρίως τα λογικά συγγράμματά του σε συνδυασμό με τα μεταφυσικά και τελεολογικά κριτήρια της σκέψης του - φάνηκε πρόσφορη στους χριστιανούς, τόσο στους απολογητές και τους Πατέρες, που αναζητούσαν επιχειρήματα για να ενισχύσουν την πίστη, όσο και στην επίσημη Εκκλησία, στην Ανατολή και τη Δύση, η οποία είχε ανάγκη να διατυπώσει και να διασφαλίσει τα δόγματά της.
Σε όλη τη χριστιανική διανόηση, από την εποχή της γένεσής της ως τη σύγχρονη εποχή, η αριστοτελική σκέψη, με τις επιστημονικές υπηρεσίες που προσέφερε, μπόρεσε να επιβιώσει σε βαθμό υψηλότερο και από την πλατωνική σκέψη, παρόλο που οι χριστιανοί θεωρούσαν την τελευταία κατά κάποιο τρόπο συγγενική με το δικό τους μήνυμα αγάπης. Ήδη από τον 8ο αι. π.Χ. η αριστοτελική σκέψη άρχισε να απασχολεί την ισλαμική και την ιουδαϊκή πνευματική ζωή.
Άραβες και Εβραίοι φιλόσοφοι (Αβερρόης, Αβικέννας) μετέδωσαν στους λαούς της Ευρώπης το ενδιαφέρον για τη μελέτη του Αριστοτέλη, οποίος μέσα σε μερικούς αιώνες έγινε στη Δύση το μέτρο για όλα τα προβλήματα και ο «δάσκαλος των σοφών», όπως τον ύμνησε ο Δάντης. Στο 12ο και στο 13ο αιώνα, με την ακμή της σχολαστικής φιλοσοφίας, ο Αλβέρτος ο Μέγας και ο Θωμάς ο Ακινάτης πέτυχαν την ωριμότερη έκφραση σύνθεσης της εκκλησιαστικής διδασκαλίας με την αριστοτελική φιλοσοφία.<br />
Στην Αναγέννηση το ενδιαφέρον για την αριστοτελική σκέψη, αφού ξεπέρασε την προσήλωση που χαρακτήριζε τους σχολαστικούς, στράφηκε στη μελέτη των ίδιων των πηγών, σε μια περισσότερο δημιουργική σχέση με αυτές. Βέβαια για αναγέννηση των αριστοτελικών σπουδών με την ειδική σημασία του όρου δεν μπορεί να γίνει λόγος. Ωστόσο από τη μια ο Μελάγχθων προώθησε τη μελέτη του Αριστοτέλη στα προτεσταντικά πανεπιστήμια και από την άλλη οι Ιησουΐτες στήριξαν τις θέσεις τους με αριστοτελική μέθοδο. Ακόμη και εκείνοι που πήραν εντελώς νέες κατευθύνσεις, ξεκίνησαν από τη φιλοσοφία του Αριστοτέλη.
Με κριτικότερη στάση μελέτησαν το έργο του και οι πρωτεργάτες της νεότερης φιλοσοφίας και φυσικής, ο Γαλιλαίος, ο Καρτέσιος Ντεκάρτ κ.ά., καθώς αργότερα και ο Καντ, στην αναμέτρησή του με τις οντολογίες του Λάιμπνιτς και του Βολφ, που περιέχουν αξιόλογες αριστοτελικές σκέψεις.
Στην Ευρώπη, με την έντονη φιλοσοφική κίνηση από την αρχή του 19ου αιώνα, η διδασκαλία του Αριστοτέλη συνδέθηκε με τα νεότερα ρεύματα. Έτσι, ωφελήθηκαν από τις αριστοτελικές θεωρίες και την αριστοτελική μέθοδο τόσο ο Έγελος Χέγκελ όσο και ο αντίπαλός του ο Τρέντελεμπουργκ. Επίσης ο Μπολτσάνο και ο Μπρεντάνο, που άνοιξαν το δρόμο για να περάσει η αριστοτελική σκέψη στη φαινομενολογία του Χούσσερλ και στον υπαρξισμό του Χάιντεγκερ, στη θεωρία του αντικειμένου του Μάινογκ και στην απορητική οντολογία του Χάρτμαν, στη σύγχρονη βιολογία και στην κίνηση του νεοβιταλισμού, ακόμη στην ψυχανάλυση του Φρόιντ και τέλος στο νεοθετικισμό και στη γνωσιολογία της σύγχρονης αναλυτικής.
Για την ιστορία των ίδιων των συγγραμμάτων του Αριστοτέλη μπορεί να αναφερθεί συνοπτικά ότι, με βάση την πρώτη συνολική έκδοσή τους από τον Ανδρόνικο, τα χειρόγραφα αντιγράφονταν και πλήθαιναν από γενιά σε γενιά ως την ανακάλυψη της τυπογραφίας. Η πρώτη έντυπη έκδοσή τους έγινε το 1489 στη Βενετία. Η έκδοση εκείνη περιείχε μόνο τη λατινική μετάφραση και τα υπομνήματα του Αβερρόη. Λίγο αργότερα, το 1495, πάλι στη Βενετία, τυπώθηκε για πρώτη φορά το ελληνικό κείμενο. Ακολούθησαν πολλές άλλες εκδόσεις ως τη μεγάλη συνολική έκδοση της Ακαδημίας του Βερολίνου (1831-1870). Η ίδια Ακαδημία εξέδωσε, σε ειδική σειρά από 26 τόμους και τα αρχαία «Υπομνήματα» στα αριστοτελικά έργα.
Σήμερα τα αριστοτελικά κείμενα είναι προσιτά στα παγκόσμιο αναγνωστικό κοινό, τόσο σε κριτικές και ερμηνευτικές εκδόσεις, όσο και μεταφρασμένα και σχολιασμένα.
Οι αστρονομικές αντιλήψεις του Αριστοτέλη ίσχυαν μέχρι την Αναγέννηση με τη μορφή του γεωκεντρικού συστήματος του Πτολεμαίου και αντικαταστάθηκαν από το ηλιοκεντρικό σύστημα του Κοπέρνικου.
Η ζωολογία του με τη θέση περί αμεταβλητότητας των ειδών υποκαταστάθηκε από τη θεωρία της εξελίξεως του Δαρβίνου.
Η Λογική του Αριστοτέλη, την οποία ο μεγάλος φιλόσοφος αντιλαμβανόταν ως τμήμα της Ρητορικής, έχει υποκατασταθεί στην επιστήμη από τη Μαθηματική Λογική των Russell και Whithead
Η Ψυχολογία του ξεπεράστηκε μετά από 2.300 χρόνια, με την εισαγωγή από τον Freud της ψυχανάλυσης για θεραπευτικούς και άλλους σκοπούς.
Είναι προφανές ότι και η Φυσική ξεπέρασε από την εποχή του Γαλιλαίου και αργότερα του Νεύτωνα και του Λαβουαζιέ τις αντιλήψεις του Αριστοτέλη για την κίνηση των σωμάτων, τα τέσσερα θεμελιώδη στοιχεία της φύσης (φωτιά, νερό, Γη και αέρας), το χώρο, το χρόνο και το άπειρο, οι οποίες μάλλον εμπόδισαν την ανάπτυξη των σύγχρονων θετικών επιστημών.
Γιατί ο Αριστοτέλης είναι τόσο σημαντικός
O Αριστοτέλης αποτελεί το θεμέλιο όλης της μεταγενέστερης φιλοσοφίας. Σύμφωνα με τη διατύπωση ενός από τους εγκυρότερους σύγχρονους μελετητές του, «κανένας πριν από αυτόν δεν είχε συνεισφέρει τόσο πολύ στη γνώση και κανένας μετά από αυτόν δεν μπορεί να φιλοδοξεί να συναγωνιστεί τα επιτεύγματα του» (J. Barnes, O Αριστοτέλης, σ. 1).
Έως τον 17° αιώνα η ιστορία της φιλοσοφίας ταυτίζεται ουσιαστικά με τη διάδοση, την ερμηνεία και την κριτική του αριστοτελισμού. H εμβέλεια και η συστηματικότητα της αριστοτελικής σκέψης την έκαναν να λειτουργεί ως πρότυπο για τη φιλοσοφία της ύστερης ελληνικής αρχαιότητας, του Βυζαντίου, των Αράβων και του δυτικού Μεσαίωνα. Θαυμαστή είναι επομένως η προσαρμοστικότητα της αριστοτελικής σκέψης σε κάθε εποχή και σε κάθε πολιτισμό. Αυτό σημαίνει ότι οι άνθρωποι αναγνώριζαν πάντοτε θεμελιώδεις αλήθειες στο αριστοτελικό σύστημα σκέψης.
Ο Αριστοτέλης είναι ο πρώτος που σχεδίασε, ιεράρχησε και υλοποίησε μια πλήρη εγκυκλοπαίδεια της γνώσης. Καθιέρωσε τη διαίρεση της φιλοσοφίας και της επιστήμης στους κλάδους που και σήμερα μελετούμε. Είχε σημαντική συμβολή σε όλα τα γνωστικά πεδία, δεν περιφρόνησε καμία γνώση ή δεξιότητα, ενώ είναι ο ιδρυτής πολλών νέων επιστημονικών αντικειμένων: η λογική, η φυσική, η βιολογία, η ποιητική είναι δικά του δημιουργήματα. Επιπλέον, αντιλήφθηκε την ανάγκη να καταγραφούν σημαντικές κατακτήσεις του παρελθόντος με συστηματικό τρόπο: τα ποικίλα πολιτεύματα και οι νόμοι των ελληνικών πόλεων, η ιστορία των επιστημονικών κλάδων, οι νικητές των ολυμπιακών αγώνων (που αποτελούσαν για τους αρχαίους και ένα μέτρο χρονολόγησης του παρελθόντος). Στη σχολή του Αριστοτέλη οφείλουμε τις περισσότερες γνώσεις μας για τα πρώτα βήματα της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και επιστήμης.
Ο Αριστοτέλης εγκαινίασε τον σύγχρονο τρόπο γραφής της φιλοσοφίας και εμπλούτισε όσο κανείς άλλος το λεξιλόγιο της. Οι αριστοτελικές πραγματείες ως προς την οργάνωση και τη λογική τους θυμίζουν σύγχρονα επιστημονικά συγγράμματα. Διαβάζοντας σήμερα τον Αριστοτέλη, δυσκολεύεται κανείς να συνειδητοποιήσει ότι τα κείμενα του γράφηκαν πριν από 2.500 χρόνια. H πλειονότητα άλλωστε των σύγχρονων φιλοσοφικών, λογικών και επιστημονικών όρων έλκει την καταγωγή της από τον Αριστοτέλη: ύλη, δύναμη, αρχή, τέλος, ουσία, κατηγορία, υποκείμενο, θεωρία, πράξη, επαγωγή, συλλογισμός, ορισμός, γένος, είδος, φυσική, ποιητική, εντελέχεια, είναι μερικοί από τους όρους που έπλασε ή μεταποίησε ο Αριστοτέλης για να αποκτήσει η επιστημονική γνώση το όργανο της.
Ολόκληρα τμήματα της φιλοσοφίας του Αριστοτέλη ισχύουν ακόμη και σήμερα. H αριστοτελική βιολογία ξεπεράστηκε μόλις τον 19° αιώνα. H τυπική λογική είναι πλήρως αριστοτελική, η φιλοσοφία της επιστήμης στηρίζεται στις δικές του βασικές διακρίσεις, ενώ η αριστοτελική ηθική και πολιτική φιλοσοφία έχει αναβιώσει στις μέρες μας και διατηρεί σημαντικούς υποστηρικτές. H ανάγνωση επομένως των πραγματειών του Αριστοτέλη δεν έχει μόνο ιστορικό ενδιαφέρον.
Η επίδραση της αριστοτελικής σκέψης είναι οικουμενική – υπερβαίνει εμφανώς τα όρια της καταγωγής της, τόσο ως προς τον τόπο όσο και ως προς τον χρόνο. Ίσως μάλιστα ο Αριστοτέλης να είναι το καλύτερο παράδειγμα για να αντιληφθεί κανείς τι πραγματικά σημαίνει οικουμενικός στοχαστής. Δεν νομίζω ότι υπάρχει στην ιστορία των ιδεών άλλη περίπτωση, όπου ένα σύστημα σκέψης υιοθετήθηκε από τόσο πολλούς και τόσο διαφορετικούς λαούς και πολιτισμούς, ή που άντεξε τόσο πολύ στο πέρασμα των αιώνων. Δεν είναι λοιπόν παράλογο ότι σε όποια χώρα του κόσμου υπάρχει γραπτή παράδοση, θα βρει κανείς διακριτά ίχνη της επίδρασης του Αριστοτέλη. Είναι μάλιστα σημαντικό ότι η οικουμενική επίδραση του Αριστοτέλη δεν επισκίασε την ελληνική προέλευση της σκέψης του. Ενώ τα ίχνη της κλασσικής ελληνικής παιδείας είναι ευδιάκριτα στα κείμενα του, η μεγάλη διάδοση της σκέψης του απέδειξε ότι τα κείμενα αυτά διέθεταν πολύ μεγαλύτερη εμβέλεια.
via