«Η χρήση -ή η απουσία- πειραμάτων είναι θέμα προσφιλές σε όσους έχουν επιχειρήσει να συγκρίνουν ή να αντιδιαστείλουν την αρχαία ελληνική προς τη νεότερη επιστήμη». Ο Αριστοτέλης, κυρίως, -που κυριάρχησε ως αυθεντία στη φυσική για 2.000 περίπου χρόνια- δέχεται σφοδρότατη κριτική για την «αδυναμία» του να προσεγγίσει τη φύση και τους νόμους που την διέπουν χρησιμοποιώντας πειράματα που θα αποδείξουν ή θα ενισχύσουν τα θεωρήματά του. Αυτού του τύπου η κριτική είναι αναχρονιστική ή όχι; Πώς στοιχειοθετούσε ο Αριστοτέλης την επιστήμη της φυσικής και κατά πόσο η μεθοδολογία του ήταν εναρμονισμένη ή όχι με τις αντιλήψεις του; Αντίστοιχα ποια ήταν η επιστημονική μεθοδολογία της ιπποκρατικής ιατρικής και η φύση των ιατρικών «πειραμάτων»;
Τo πείραμα στη Φυσική του Αριστοτέλη
Οι Αρχαίοι Έλληνες ήταν αυτοί ακριβώς που διαμόρφωσαν την ορθολογική αντίληψη «ότι ο κόσμος είναι ένα τακτοποιημένο σύνολο και λειτουργεί με νόμους που μπορεί να τους ανακαλύψει το ανθρώπινο μυαλό». Η εκπληκτική αυτή σύλληψη ότι, δηλαδή, η «εννοιολογική…σκέψη…μεσολαβεί ανάμεσα στη συνείδηση και στη φύση» διέπει μέχρι και σήμερα την επιστήμη η οποία διαφοροποιείται από την αρχαία ως προς το ότι έγινε πιο συγκεκριμένη, επαγωγική, μετρική, πειραματική. Ήδη από τον 13o – 14ο αιώνα αναπτύσσονται νέες ιδέες (μέσα στο γοητευτικό περιβάλλον των αριστοτελικών θεωριών) για την εισαγωγή της επαγωγικής και μαθηματικής μεθόδου και του πειράματος στις φυσικές επιστήμες. Η κινητικότητα αυτή θα κορυφωθεί τον 17ο αιώνα με τον Γαλιλαίο (Galileo Galilei, 1564 – 1642) και τον νόμο για την πτώση των σωμάτων και θα συνεχιστεί με ξέφρενους ρυθμούς τον 18ο και 19ο αιώνα.
Ο Francis Bacon (1561 – 1626), σύγχρονος του Γαλιλαίου με το Novum Organum –τίτλος επιλεγμένος σε συνειδητή αντιδιαστολή με τον Όργανον του Αριστοτέλη- διαφοροποίησε μια για πάντα την επιστήμη από αυτήν της Αναγέννησης και της Αρχαίας Ελλάδας. Σύμφωνα με τον Bacon o επιστήμονας θα εφαρμόσει την επαγωγή με στοιχεία που θα αντλήσει από τις παρατηρήσεις του στη φύση αλλά, για να ισχύσει η αρχή του αποκλεισμού των άσχετων δεδομένων, θα πρέπει να βασιστεί «στην τεχνητή αναπαραγωγή της φύσης που είναι το πείραμα».
Έτσι, η «πειραματική φυσική», με την έμφαση που της προσέδωσε ο Bacon, καθίσταται συνώνυμη της «σύγχρονης φυσικής» και αιχμή του δόρατος της επιστήμης. Πολέμιος των «Ειδώλων του Θεάτρου» (των συστηματικών δογμάτων των φιλοσοφιών), ο Bacon, θα δώσει νέα ώθηση στην επιστήμη αλλά θα της στερήσει την υγιή αντίληψη της φαντασίας. Αν και παραδέχεται ότι υπάρχουν αναφορές στα έργα του Αριστοτέλη για πειράματα τον κατηγορεί ότι προσαρμόζει τα εμπειρικά δεδομένα στις απόψεις του.
Ο G. H. Lewes τον 19ο αιώνα (όπως και J. O. Thompson αργότερα) εκφράζεται, επίσης, υποτιμητικά για την «απουσία» πειραμάτων από την αρχαία ελληνική φυσική. Γενικά, «Σε όλα τα πεδία η στάση απέναντι στον Αριστοτέλη και την αρχαιότητα ήταν επαμφοτερίζουσα. Υπήρχε κριτική στις λεπτομέρειες, καθώς και ένα είδος τελετουργικής απόρριψης της αυθεντίας. Ως ένα βαθμό αυτό αποτελούσε μια υγιή επιδίωξη πρωτοτυπίας». Όμως, όπως όλα τα επιστημονικά εργαλεία, το πείραμα, χρησιμοποιήθηκε όταν η επιστημονική μέθοδος το απαιτούσε.
«Ο Αριστοτέλης γνώριζε ότι η μέθοδος πρέπει να κανονίζεται σύμφωνα με αυτό που είναι κάθε φορά το αντικείμενο της έρευνας και ξεκινούσε πάντοτε από την αρχή ότι η γνώση πρέπει να συμμορφώνεται προς τα πράγματα και όχι τα πράγματα προς τη γνώση. Από τα ίδια τα πράγματα, δηλαδή από τη γνώση μας για το πώς έχουν αυτά, ο Αριστοτέλης βγάζει τους κανόνες της επιστημονικής μεθόδου». Διακρίνουμε στην μέθοδό του τρία στάδια: α) έκθεση του υλικού που έχει στη διάθεσή του (ότι), β) ερώτηση για τη φύση του υλικού (διότι/αίτιο) και γ) σύνθεση του ορισμού για το αντικείμενο της έρευνάς του.
Διαπραγματεύεται προβληματισμούς της εποχής του καθώς και προβλήματα που ο ίδιος έθετε προσπαθώντας να δίνει όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένες απαντήσεις που να ικανοποιούν τη λογική του, αν και, πολλές φορές προχωρά σε γενικεύσεις και συμβιβαστικές λύσεις.
Σχεδόν πάντα αναζητά το τέλος (σκοπό) του όντος, που δηλώνει την πλήρη πραγμάτωσή του και, φυσικά, του είναι αδιανόητο να παρέμβει (με ελεγχόμενη διαδικασία) «βιάζοντας» τη διαδικασία αποκάλυψης της φύσης του. Κι αυτό για δύο λόγους: α) αν η ουσία του όντος αποκαλύπτεται στην αδέσμευτη κατάστασή του οποιαδήποτε επέμβαση θα αλλοίωνε την πραγματική του φύση και το μόνο που θα μαθαίναμε είναι ότι έχουμε τη δυνατότητα να παρέμβουμε «σε τέτοιο βαθμό που η φύση του να παραμείνει λανθάνουσα», β) αν πάλι δεν αλλοιωθεί η πραγματική του φύση τότε οι παρεμβάσεις μας είναι άσκοπες.
Για τον Αριστοτέλη «Το πείραμα, επομένως, δεν αποκαλύπτει για τις φύσεις των αντικειμένων τίποτα το οποίο θα μπορούσε να γίνει γνωστό με κάποιον καλύτερο τρόπο».
Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη φύσις είναι το σύνολο των αυτόνομων μεταβλητών πραγμάτων, «που είναι προικισμένα με ουσιώδη ύπαρξη αλλά ανήκουν στον κόσμο της ύλης και της κίνησης», αντικείμενα που έχουν, δηλαδή, «μια ενδογενή ικανότητα εκτέλεσης διαδικασιών»[. Και την επιστήμη που ασχολείται με αυτά την ονομάζει φυσική ή φυσική φιλοσοφία.
Το μοντέλο για την προσέγγιση των επιστημών, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη είναι: προκείμενες αρχαί (αληθείς και αναγκαίες)-συλλογισμός-απόδειξη-συμπέρασμα. Στον μεταβλητό, όμως, κόσμο της φύσης υπάρχει δυσκολία εφαρμογής αυτού του γεωμετρικού μοντέλου και ο Αριστοτέλης βασίζεται σε ό,τι λαμβάνει χώρα ως επί το πολύ: «στις δομικές κανονικότητες της φύσης.
Οι κανονικότητες αυτές αποτελούν το αντίστοιχο της ‘αιδιότητας’ των αντικειμένων των μαθηματικών, της αστρονομίας και της θεολογίας στον κόσμο της φύσης». Πώς δημιουργούνται όμως οι προκείμενες θεμελιωμένες αρχαί που βάζουν σε λειτουργία το συλλογιστικό μοντέλο; Για τον Αριστοτέλη μία είναι η οδός και την χρησιμοποιεί με απόλυτη προσήλωση: η εμπειρία που οδηγεί σε γενίκευση και μέσω της απαγωγικής διαδικασίας σε επιστημονική προκείμενη.
Παρά το γεγονός ότι η άμεση αισθητηριακή παρακολούθηση (εμπειρία), μας ξεδιπλώνει «στα διάφορα επίπεδά της, ολόκληρη την πραγματικότητα και την αλήθεια της φύσης και του κόσμου»[18], δεν είναι δυνατόν να αποκλείσει τις αναξιόπιστες προκείμενες και, έτσι, μεταξύ αυτής και της γενίκευσης παρεμβάλλεται η έλλογη «ενόραση» που μπορεί να διακρίνει την ουσία από το συμβεβηκός (τυχαίο χαρακτηριστικό) του όντος. Αυτή του η προσήλωση στην εμπειρία θα οδηγήσει τον Αριστοτέλη, συχνά, σε λαθεμένα συμπεράσματα, αλλά, πρέπει να καταλάβουμε ότι αναζητά την αληθινή δομή των όντων (το αναγκαίο και αμετάβλητο) και όχι τους γενικούς νόμους των φαινομένων που θα επέτρεπαν την τεχνική παρέμβαση στη φύση. Για τον Αριστοτέλη η επιστήμη είναι «έξις αποδεικτική» και δεν θα μπορούσε να την συνδέσει με την τεχνολογία, γι αυτό, αφού εξακριβώσει το ότι προσπαθεί να συλλάβει το διότι, το αίτιο του όντος.
Αν τα αίτια για τη σύγχρονη επιστήμη είναι αίτια διαδικασιών/αλυσιδωτών γεγονότων, για τον Αριστοτέλη είναι συμφυή των όντων και των φυσικών διεργασιών τους και μέλημα της επιστήμης είναι η ενδελεχής γνώση τους ώστε ολοκληρωμένα να απαντηθεί το «γιατί;».
Συμφυής, επίσης, και κοινό γνώρισμα των ουσιών η κίνησις που δεν νοείται, απλά, ως μετατόπιση στο χώρο αλλά δηλώνει την οποιαδήποτε αλλαγή μπορούν να υποστούν τα φαινόμενα: γέννεση, ανάπτυξη, μεταβολή, αλλοίωση. Αυτές οι φύσεις αποτελούν το κύριο αντικείμενο μελέτης του Αριστοτέλη ο οποίος αντιλαμβανόταν την κίνηση (αυτοκίνηση) ως μετάβαση από την δύναμη στην ενέργεια, θεωρία με γενική εφαρμοσιμότητα.
Στον τακτοποιημένο κόσμο του Αριστοτέλη υπάρχει εξ ορισμού μια θέση για το καθετί και η εμπειρία δείχνει ότι οι μεταβολές των αντικειμένων, που συνίστανται από ύλη και μορφή, είναι προβλέψιμες γιατί, απλά, δρουν σύμφωνα με τη φύση τους. Οποιαδήποτε εξωτερική παρεμβολή αλλοιώνει τον χαρακτήρα τους και δεν μας αποκαλύπτει την αλήθεια του τέλους τους. Από την ταυτισμένη, λοιπόν, με την κίνηση φύση αποκλείονται τα τεχνητά αντικείμενα των οποίων η δράση/κίνηση εξαρτάται από εξωτερικούς παράγοντες.
Η χρήση εργαλείων και κατασκευασμένων αντικειμένων (που είναι συνδεδεμένα με τις ποιητικές μαθήσεις), εξάλλου, θα υποβάθμιζε, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, την αξία της θεωρητικής επιστήμης γιατί θα την απομάκρυνε από τον χώρο της καθαρής σκέψης και τη θέαση (θεωρία) της πραγματικότητας. Οποιαδήποτε ελεγχόμενη πειραματική διαδικασία ήταν ασύμβατη με τον τρόπο που ο Αριστοτέλης αντιλαμβανόταν την φύση και δεν θα απαντούσε στα ερωτήματα που έθετε για την κατανόησή της.
Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι αν η φύση της μελέτης του Αριστοτέλη απέκλειε τα πειράματα δεν απέκλειε αυτό που ο Lloyd ονομάζει «σκόπιμη έρευνα». Στην προσπάθειά του ο Αριστοτέλης να εξηγήσει τα μετεωρολογικά φαινόμενα χρησιμοποιεί, ως επί το πλείστον, αναλογίες και όρους της καθημερινής εμπειρίας. Αυτή η πρακτική ήταν, γενικότερα, «για τους Έλληνες ένας δεύτερος πλους, μια δεύτερη κατά προτίμηση μέθοδος, και σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα η μοναδική εμπειρική μέθοδος που διέθεταν». Δεν απουσιάζουν, όμως, και οι διατυπώσεις σπάνιων φαινομένων, όπως αυτή της ερμηνείας του ουράνιου τόξου, κάτω από τεχνητές συνθήκες[24].
Ανακεφαλαιώνοντας ας δούμε κατά πόσο ευσταθούν ή είναι αναχρονιστικές οι επικρίσεις των νεότερων ερευνητών για την μεθοδολογία της αριστοτελικής φυσικής την οποία κάποιοι, υποτιμητικά, ονόμασαν «φυσική του γραφείου». Αν δεχτούμε ότι ανάμεσα στην «αντικειμενική» πραγματικότητα και στον ερευνητή παρεμβάλλεται η προβληματική του τελευταίου, ο τρόπος με τον οποίο θέτει το ερώτημα ο Αριστοτέλης και η επιστημονική μεθοδολογία που αναπτύσσει για την κατανόηση της φύσης τον φέρνει όσο πιο κοντά γίνεται στα αντικείμενα της έρευνάς του: την ουσία, τα αίτια και το τέλος των όντων .
Συνεπώς η, με οποιονδήποτε τρόπο, ποδηγέτηση της φύσης θα αποτελούσε εμπόδιο στον στόχο του και θα αλλοίωνε το αποτέλεσμα της έρευνάς του. Ήταν ικανοποιημένος όταν η εξήγηση ενός προβληματισμού διακρινόταν για την οικουμενικότητά της και ικανοποιούσε τη λογική του.
Η εμπειρία, η νοητική αφαίρεση, ο συλλογισμός είναι τα μόνα αποδεκτά εργαλεία του επιστημονικού οπλοστασίου του και είναι όλα εναρμονισμένα με τη φιλοσοφική στάση του για τη πρωτοκαθεδρία του νου. Φυσικά ο Αριστοτέλης προσκολλημένος στα εμπειρικά δεδομένα και τη θεωρητική επιχειρηματολογία ήταν εύκολο να υποπέσει στην διατύπωση γενικεύσεων και προκατασκευασμένων θεωριών τέλους. Όμως αυτό δεν το αντιλήφθηκαν οι ερευνητές παρά μόνο 2.000 χρόνια μετά τον θάνατό του. Τότε που η επιστήμη όρισε τις αφετηρίες της έξω από το μυαλό, στη φύση, και μετέτρεψε τον επιστήμονα σε ελεγκτή της ερευνητικής διαδικασίας.
Γιώτα Μαδούρα archive.gr