Λούντβιχ Βιτγκενστάιν (1889 -1951) - Point of view

Εν τάχει

Λούντβιχ Βιτγκενστάιν (1889 -1951)



Εισαγωγή

Wittgenstein-2 Αυστριακός φιλόσοφος,  με σημαντική συνεισφορά στον τομέα της αναλυτικής φιλοσοφίας και της λογικής. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους φιλοσόφους του 20ού αιώνα, ο μεγαλύτερος ίσως για την αγγλόφωνη φιλοσοφική κοινότητα. αλλά και από αυτούς που επέδρασαν στην εξέλιξη της φιλοσοφικής σκέψης του 20ου αιώνα.

Από το 1913 ο Βιτγκενστάϊν έζησε σε δημιουργική απομόνωση στη Νορβηγία, χωρίς όμως ποτέ να αποκοπεί από τα προβλήματα που απασχολούσαν τους πνευματικούς κύκλους της Βιέννης. Τότε επιδόθηκε στη σύνθεση του μεγάλου έργου της νεανικής του ηλικίας Λογικοφιλοσοφική Πραγματεία (Tractatus logicophilosophicus) και θεωρήθηκε πλέον σαν μία από τις πιο σημαίνουσες προσωπικότητες του περασμένου αιώνα.


Ίσως η πιο ρηξικέλευθη συνεισφορά της σκέψης του είναι η αντίληψη πως η φιλοσοφία δεν αποτελεί ένα σώμα θέσεων και θεωριών, αλλά μια δραστηριότητα, μια πρακτική, που στόχο έχει όχι την κατάκτηση ενός μεταφυσικού βάθους, αλλά τη διασάφηση του νοήματος. Αυτή η νέα αντίληψη για το φιλοσοφείν εκφράζεται με τον πιο παραστατικό τρόπο στην ίδια την αφοριστική και κατακερματισμένη γραφή του Βιτγκενστάιν.

Μοναχικός, ομοφυλόφιλος, επιδεικτικά σχεδόν αδιάφορος για τον ακαδημαϊκό χώρο, ασκητικός και ευάλωτος στην ανάγκη του για το ενδιαφέρον των φίλων, υπήρξε ένας από τους κορυφαίους σύγχρονους διανοητές. Με τις ιδέες του για τη λογική και τη γλώσσα αμφισβήτησε τις παραδεδομένες θέσεις και απέρριψε παραδοσιακές εναλλακτικές.

Το έργο του

Το χαρακτηριστικότερο στοιχείο της φιλοσοφικής του προσωπικότητας είναι ότι σε δύο φάσεις της ζωής του ολοκλήρωσε δύο «φιλοσοφικά συστήματα», που, παρά την κάποια συνέχεια τους, το δεύτερο αποτελεί κριτική και αναίρεση του πρώτου.

Στοιχείο της ιδιοτυπίας του αποτελεί επίσης το γεγονός ότι, ενώ ο ίδιος δεν ανήκε σε καμιά σχολή, θεωρήθηκε γενάρχης δύο σχολών, του «λογικού θετικισμού» και της «φιλοσοφίας της κοινής γλώσσας», που δέσποσαν στον αγγλόφωνο χώρο την τελευταία εξηκονταετία.

H μελέτη του σημαντικού έργου του Βιτγκενστάϊν παρουσιάζει μεγάλα προβλήματα στους ερευνητές και οι απόψεις του δύσκολα συνοψίζονται. Παρόλο που με τη δημοσίευση των καταλοίπων του δεν μπορεί πια κανείς να μιλά τόσο εύκολα για έναν «πρώιμο» και έναν «όψιμο» Βιτγκενστάϊν, οι θέσεις του ιχνηλατούνται ακόμα από τα δύο βασικά βιβλία του, με το πρόβλημα της συνέχειας ή ασυνέχειας τους σήμερα όσο ποτέ ανοικτό.

Με τη μελέτη εξάλλου των κειμένων του που θεωρούνται προπαρασκευαστικά της ύστερης φάσης του (Φιλοσοφικές Παρατηρήσεις [Philosophische Remerkungen], Φιλοσοφική Γραμματική [Philosophische Grammatik], To μπλε και το καφετί βιβλίο [The Blue and Brown Books] και άλλων) και την επανεκτίμηση της Πραγματείας, που δεν αντιμετωπίζεται σήμερα μόνο ως «βίβλος» κυρίως του λογικού θετικισμού, αλλά και ως ένα υπερβατικό βιβλίο για την ηθική, οι δύο φάσεις δε στεγανοποιούνται. O ίδιος, πάντως, φαίνεται να θεωρούσε το δεύτερο μεγάλο έργο του “Φιλοσοφικές Έρευνες” «αντιθετική συνέχεια» της Πραγματείας.

Και τα δύο έργα (Φιλοσοφικές Έρευνες – Πραγματεία) είναι γραμμένα σε ένα ιδιότυπο αφοριστικό και κάποτε ποιητικό ύφος, με τολμηρή χρήση των παρομοιώσεων και των μεταφορών που γοητεύει τον αναγνώστη, αλλά και δυσχεραίνει την κατανόηση. Μόνιμο πρόβλημα τους είναι η σφαίρα και τα όρια της γλώσσας και η «εξωτερική» και «εσωτερική» οροθέτηση του νοήματος. Και στα δύο ο συγγραφέας δεν αντιμετωπίζει τη φιλοσοφία ως επιστήμη, αλλά ως «δραστηριότητα» στο πρώτο και ως «γραμματική έρευνα» στο δεύτερο, με την έμφαση στη «θεραπευτική» λειτουργία της.

Λογικο-Φιλοσοφική Πραγματεία ( Tractatus Logico-Philosophicus)

Wittgenstein-1Το βασικό ερώτημα που τον απασχολεί στην Πραγματεία είναι «πώς είναι δυνατή η γλώσσα», πώς μπορεί κανείς, δηλαδή, να μιλά για τον κόσμο και να γίνεται κατανοητός. Για το Βιτγκενστάϊν τούτο είναι δυνατό γιατί υπάρχει ισομορφισμός ανάμεσα στα στοιχεία της γλώσσας και στα «απλά» στοιχεία του κόσμου που αποτελούν την ουσία του ή καλύτερα ανάμεσα στα «γεγονότα» που απαρτίζουν τον κόσμο και τις στοιχειακές προτάσεις.

Το νόημα του βιβλίου μπορεί να συνοψιστεί στα εξής: «Ό,τι μπορεί γενικά να ειπωθεί, μπορεί να ειπωθεί με σαφήνεια και για όσα δεν μπορεί να μιλά κανείς, γι’ αυτά πρέπει να σωπαίνει». Σκοπός του είναι να βάλει «ένα όριο στην έκφραση των σκέψεων».

Ήταν το μοναδικό έργο που δημοσίευσε ο Βιτγκενστάιν όσο ζούσε και μέσα από αυτό εγκαινιάστηκε μία νέα κατεύθυνση στη φιλοσοφία που αφορούσε στην ανάλυση της γλώσσας. Ο τίτλος του προτάθηκε από τον G. E. Moore και παραπέμπει στο έργο του Σπινόζα Tractatus Theologico-Politicus. Το κεντρικό θέμα του βιβλίου είναι η διάκριση ανάμεσα στο λέγειν και στο δεικνύναι.

Σύμφωνα με τον ίδιο τον Βιτγκενστάιν, το έργο του αφορά στα προβλήματα της φιλοσοφίας και πώς αυτά δημιουργήθηκαν από την παρανόηση της λογικής της γλώσσας. Εκεί στηρίζεται και η δημοφιλής καταληκτική φράση του βιβλίου “για όσα δεν μπορεί να μιλά κανείς καλύτερα να σωπαίνει”. Επιπλέον, με το Tractatus, εισάγεται η απεικονιστική θεωρία του Βιτγκενστάιν, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τον κόσμο σχηματίζοντας εικόνες των γεγονότων. Η δομή του έργου αποτελείται από αριθμημένες προτάσεις, συνήθως με τη μορφή αξιωμάτων και χωρίς να δικαιολογούνται.

Οι βασικές προτάσεις και κύριες θέσεις του έργου μπορούν να συνοψιστούν στα παρακάτω:

  • Ο κόσμος είναι όλα όσα συμβαίνουν.
  • Το γεγονός, είναι η ύπαρξη καταστάσεων πραγμάτων.
  • Κάθε σκέψη είναι μία λογική εικόνα των γεγονότων.
  • Η σκέψη είναι μια πρόταση με νόημα.
  • Η πρόταση είναι μια συνάρτηση αλήθειας των στοιχειωδών προτάσεων.
  • Για όσα δεν μπορεί να μιλά κανείς θα πρέπει να σωπαίνει.

Ο Βιτγκενστάιν αναθεώρησε αργότερα αρκετές από τις ιδέες του έργου, αν και μετά την ολοκλήρωσή του, πίστευε πως είχε καταφέρει να λύσει όλα τα παραδοσιακά προβλήματα της φιλοσοφίας.
Η ζωή του

Ανήκε σε εξαιρετικά εύπορη και πολυμελή οικογένεια της Βιέννης που είχε ποικίλα καλλιτεχνικά (κυρίως μουσικά) και πνευματικά ενδιαφέροντα. O Βιτγκενστάϊν σπούδασε στο τεχνικό λύκειο του Βερολίνου μαθηματικά, φυσική και μηχανική, και κατά τη φοίτηση του (1908 -11) στην πολυτεχνική σχολή του Μάντσεστερ – όπου ασχολήθηκε θεωρητικά και πρακτικά με την αεροναυπηγική – ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για τα καθαρά μαθηματικά και τη θεμελίωση τους. To νέο αυτό ενδιαφέρον του τον οδήγησε, μέσο των έργων του Μπέρτραντ Ράσελ και του Γκόττλομπ Φρέγκε , στη φιλοσοφία.
Με την προτροπή του Φρέγκε γράφτηκε στο  Trinity College του Καίμπριτζ και σπούδασε (1912 -13) κοντά στο Ράσελ μαθηματική λογική, δείχνοντας παράλληλα ενδιαφέρον και για την ψυχολογία.
O Βιτγκενστάιν επισκέφτηκε τον Ράσελ στο Trinity College και σύντομα αποτέλεσε έναν από τους λίγους που παρακολουθούσαν τις διαλέξεις του. Παράλληλα, τον απασχολούσε και εκτός διδασκαλίας, προκαλώντας εκτεταμένες συζητήσεις μαζί του, πάνω σε πολλά φιλοσοφικά ζητήματα. Ο Βιτγκενστάιν, αποζητούσε επιπλέον την γνώμη του σχετικά με το αν διέθετε το απαραίτητο ταλέντο στη φιλοσοφία, προκειμένου να ασχοληθεί με αυτή.
Ο Ράσελ τελικά ενθάρρυνε τον Βιτγκενστάιν να συνεχίσει να ασχολείται με τη φιλοσοφία και το 1912 έγινε επίσημα δεκτός στο Trinity College του Καίμπριτζ με επόπτη καθηγητή τον Ράσελ.
Την ίδια περίοδο, ο Βιτγκενστάιν πείθεται πως στον ακαδημαϊκό περίγυρο του Καίμπριτζ δεν θα μπορούσε να παραγάγει ένα σημαντικό φιλοσοφικό έργο, όπως ο ίδιος το εννοούσε και αποφασίζει να απομονωθεί στη Νορβηγία προκειμένου να ολοκληρώσει το έργο του πάνω στη λογική.
Έτσι, τον Οκτώβριο του 1913, ο Βιτγκενστάιν εγκαταστάθηκε στο απομονωμένο χωριό Skjolden της Νορβηγίας, αποκομμένος και συγχρόνως απελευθερωμένος από τον αστικό τρόπο ζωής της Βιέννης ή του Καίμπριτζ. Στο διάστημα της παραμονής του υπήρξε πολύ παραγωγικός ενώ κατά διαστήματα διατηρούσε επικοινωνία δια αλληλογραφίας με τον Ράσελ σχολιάζοντας την πρόοδο του έργου του ή διευκρινίζοντας του κάποια σημεία του.
Μετά την κήρυξη του A’ Παγκόσμιου Πολέμου υπηρέτησε ως εθελοντής στον αυστριακό στρατό, αιχμαλωτίστηκε από τους Ιταλούς και τιμήθηκε για την γενναιότητα του. Μέσα στα πολεμικά χαρακώματα ολοκλήρωσε το έργο του με τον τίτλο Logisch-philosophische Tractatus.
Λόγω μιας εσωτερικής κρίσης  εργάστηκε και ως βοηθός κηπουρού σε ένα μοναστήρι και για δύο χρόνια έδωσε δημιουργική διέξοδο στα ενδιαφέροντα του για την αρχιτεκτονική και τη γλυπτική αναλαμβάνοντας την ανέγερση του γνωστού μεγάρου της μιας αδερφής του στη Βιέννη.
Το 1928 ο Βιτγκενστάϊν συνειδητοποίησε ότι είχε κάτι το δημιουργικό να προσφέρει και πάλι στη φιλοσοφία και ξαναγύρισε (1929) στο Καίμπριτζ, αναγορεύτηκε διδάκτορας με την Πραγματεία και άρχισε να διδάσκει με το δικό του ιδιόμορφο τρόπο και να συγγράφει.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στην Οξφόρδη και στο Καίμπριτζ, όπου ολοκλήρωσε το δεύτερο μεγάλο έργο του Φιλοσοφικές Έρευνες, που εκδόθηκε δύο χρόνια μετά το θάνατο του τόσο στα γερμανικά (Philosophische Untersuchungen), όσο και στα αγγλικά (Philosophical Investigations).
O Βιτγκενστάϊν είναι ο μοναδικός φιλόσοφος του 20ού αι., του οποίου η βιβλιογραφία περιέχει 3.000 περίπου τίτλους βιβλίων και άρθρων σε πολλές γλώσσες 33 μόλις χρόνια μετά το θάνατο του.
via

Pages