Αν τα αίτια για τη σύγχρονη επιστήμη είναι αίτια διαδικασιών/αλυσιδωτών γεγονότων, για τον Αριστοτέλη είναι συμφυή των όντων και των φυσικών διεργασιών τους και μέλημα της επιστήμης είναι η ενδελεχής γνώση τους ώστε ολοκληρωμένα να απαντηθεί το «γιατί;»[19]. Συμφυής, επίσης, και κοινό γνώρισμα των ουσιών η κίνησις που δεν νοείται, απλά, ως μετατόπιση στο χώρο αλλά δηλώνει την οποιαδήποτε αλλαγή μπορούν να υποστούν τα φαινόμενα: γέννεση, ανάπτυξη, μεταβολή, αλλοίωση. Αυτές οι φύσεις αποτελούν το κύριο αντικείμενο μελέτης του Αριστοτέλη ο οποίος αντιλαμβανόταν την κίνηση (αυτοκίνηση) ως μετάβαση από την δύναμη στην ενέργεια, θεωρία με γενική εφαρμοσιμότητα[20]. Στον τακτοποιημένο κόσμο του Αριστοτέλη υπάρχει εξ ορισμού μια θέση για το καθετί και η εμπειρία δείχνει ότι οι μεταβολές των αντικειμένων, που συνίστανται από ύλη και μορφή, είναι προβλέψιμες γιατί, απλά, δρουν σύμφωνα με τη φύση τους. Οποιαδήποτε εξωτερική παρεμβολή αλλοιώνει τον χαρακτήρα τους και δεν μας αποκαλύπτει την αλήθεια του τέλους τους. Από την ταυτισμένη, λοιπόν, με την κίνηση φύση αποκλείονται τα τεχνητά αντικείμενα των οποίων η δράση/κίνηση εξαρτάται από εξωτερικούς παράγοντες[21]. Η χρήση εργαλείων και κατασκευασμένων αντικειμένων (που είναι συνδεδεμένα με τις ποιητικές μαθήσεις), εξάλλου, θα υποβάθμιζε, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, την αξία της θεωρητικής επιστήμης γιατί θα την απομάκρυνε από τον χώρο της καθαρής σκέψης και τη θέαση (θεωρία) της πραγματικότητας. Οποιαδήποτε ελεγχόμενη πειραματική διαδικασία ήταν ασύμβατη με τον τρόπο που ο Αριστοτέλης αντιλαμβανόταν την φύση και δεν θα απαντούσε στα ερωτήματα που έθετε για την κατανόησή της.
Τo πείραμα στην ιπποκρατική ιατρική
[1].G. E. R. Lloyd, Αρχαία ελληνική επιστήμ
η. Μέθοδοι και προβλήματα, τ. Α΄, μτφρ. Χλόη Μπαλλά, επιμ. Βασίλης Κάλφας, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1996: 129.
[2].Charles Coulston Gillespie, Στην κόψη της αλήθειας. Η εξέλιξη των επιστημονικών ιδεών από τον Γαλιλαίο ως τον Einstein, μτφρ. Δημοσθένης Κούρτοβικ, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1986: 16.
[3].Στο ίδιο: 17.
[4].“H μεγάλη ιδέα που αναζωογονήθηκε τον 12ο αιώνα, και επέτρεψε έκτοτε την άμεση ανάπτυξη της επιστήμης, ήταν η ορθολογική εξήγηση, όπως δίνεται στην τυπική ή γεωμετρική απόδειξη. Δηλαδή η ιδέα ότι το επιμέρους γεγονός εξηγείται όταν μπορεί να προαχθεί λογικά από μια γενικότερη αρχή…..αυτή η αντίληψη της ορθολογικής εξήγησης αναπτύσσεται πρώτα από τους λογικούς και τους φιλοσόφους που δεν ενδιαφέρονται κυρίως για τη φυσική επιστήμη, αλλά προσπαθούν να κατανοήσουν και να εκθέσουν τις αρχές, πρώτα της Logica vetus, ή ‘παλαιάς λογικής’, που βασιζόταν στον Βοήθιο, και αργότερα των Αναλυτικών υστέρων του Αριστοτέλη και διαφόρων έργων του Γαληνού. Αυτοί οι λογικοί εφαρμόζουν την διάκριση, που σε τελευταία ανάλυση πηγάζει από τον Αριστοτέλη, ανάμεσα στην εμπειρική γνώση του λόγου ή της αιτίας. (A. C. Crombie, Από τον Αυγουστίνο στον Γαλιλαίο. Η επιστήμη στον όψιμο Μεσαίωνα και στις αρχές των Νέων Χρόνων, τ. Β΄, μτφρ. Μαριλένα Ιατρίδου, Δημοσθένης Κούρτοβικ, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1992: 16, 17).
[5].Δεν ήταν καινούργια ιδέα το «να εκφράζεται η ομαλή κίνηση αφηρημένα ως ποσοστό μεταβολής γεωμετρικών μεγεθών». Αλλά ο Γαλιλαίος πρώτος «ανέπτυξε την κρίση, τη διαίσθηση και το αίσθημα για το φυσικό, ώστε να διαλέξει να στοιχεία μιας φυσικής μέσα από αυτό το συνοθύλευμα μαθηματικών τεχνικών και φιλοσοφικών ισχυρισμών». Γιατί αφού «συνήγαγε τον κανόνα της ομαλής επιτάχυνσης» και «τον συμπεριέλαβε σε μια γενική διατύπωση» για την ταχύτητα, την απόσταση και το χρόνο, τον «εφάρμοσε στην πραγματική περίπτωση που εμφανίζεται στη φύση, και σ’ αυτό έγκειται η μεγαλοφυΐα του». (Στο ίδιο: 14). Όπως πολύ σωστά παρατηρεί ο Gillespie ο Γαλιλαίος «πέταξε από το σκελετό του κόσμου τις στιβάδες της αισθαντικότητας, της ευλαβικής ηθικής και των ψυχωφελών κηρυγμάτων, και άφησε ως αντικείμενο της έρευνας τα σκληρά ίσα κόκαλα της ευκλίδειας διάστασης, τον πλατωνισμό ξασπρισμένο, αποστειρωμένο από τις μυστικιστικές ανακολουθίες του κάτω από τον ήλιο της Τοσκάνης». (Gillespie: 43).
[6].Στο ίδιο: 78.
[7].«Στη βακωνική επιστήμη ο ορνιθοσκόπος δικαιώνεται, ενώ η μεγαλοφυΐα που ο στοχασμός της πάντοτε περιπλανιέται σε μακρινούς χώρους είναι ύποπτη….Αλλά ο ορθός λόγος εκδικήθηκε τον δογματικό εμπειρισμό του Bacon με τις συνθήκες του θανάτου του: έπαθε ψύξη, καθώς παραγέμιζε ένα κοτόπουλο με χιόνι –το πιο ξακουστό πείραμα που ξέρουμε ότι έκανε». (Στο ίδιο: 77).
[8].Ο γιατρός και φυσιολόγος William Harvey (1578 – 1657) γνωστός για τη θεωρία του για την κυκλοφορία του αίματος (Περί των κινήσεων της καρδιάς) «απέκρουε τον Bacon ως έναν που ‘’γράφει φιλοσοφία σαν λόρδος καγκελάριος’» τονίζοντας, έτσι, τη διαφορά «ανάμεσα σ’ αυτούς που ασκούν την επιστήμη και σ’ αυτούς που γράφουν για τις μεθόδους της». Ο ίδιος ο Bacon είχε απορρίψει την κυκλοφορία του αίματος αλλά και «τον μαγνητισμό του Gilbert, τον ήλιο του Κοπέρνικου και τους πλανήτες του Kepler. Και δεν κατάλαβε τον Γαλιλαίο….Με όλη την αβασάνιστη καταφρόνια του για τους αριστοτελικούς, έκανε τον εαυτό του Αριστοτέλη της φιλοσοφικής μπουρζουαζίας και υπέδειξε τη μέθοδό του ως βασιλικό δρόμο προς την επιστήμη για τις μέσες διάνοιες». (Στο ίδιο: 74).
[9].Στο ίδιο: 60. Ο Gillespie, όμως, θεωρεί ότι η απόρριψη του παλαιού στα πλαίσια της επιστημονικής πρωτοτυπίας δεν ερμηνεύει ολοκληρωτικά αυτού του είδους την κριτική και προσθέτει το στοιχείο του φθόνου: «Αλλά ανάμεικτο με αυτό ήταν το λιγότερο επαινετό στοιχείο του φθόνου, που αισθάνονται όσοι δεν είναι βέβαιοι για τον εαυτό τους, φθόνου που προέρχεται όχι τόσο από τα λάθη της αυθεντίας όσο από την ανωτερότητα εκείνου που την έχει. Κατά συνέπεια, δεν υπήρχε τόσο ριζική ρήξη με την αρχαιότητα όσο αυτή που αντιπροσωπεύει ο νόμος για την πτώση των σωμάτων, αλλά μόνο ένας χλευασμός εις βάρος της». (Στο ίδιο: 60).
[10].During Ingemar, Ο Αριστοτέλης. Παρουσίαση και ερμηνεία της σκέψης του, τ. Α΄, μτφρ. Α. Γεωργίου – Κατσιβέλα, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1999: 71.
[11].D. Lindberg, Οι απαρχές της Δυτικής Επιστήμης, μτφρ. Η. Μαρκολέφας, Ε. Μ. Π., Αθήνα 1999: 76.
[12].Στο ίδιο: 76.
[13].Vegetti Mario, Ιστορία της αρχαίας Φιλοσοφίας, μτφρ. Γιάννης Α. Δημητρακόπουλος, Τραυλός 102003: 225.
[14].«Οι διαδικασίες αυτές αποσκοπούν στη δημιουργία μιας διάταξης και την πραγματοποίηση και τη διατήρηση ενός σχεδίου, το οποίο δεν έχει καμία σχέση με τη θεία πρόνοια αλλά, αντι
θέτως, ταυτίζεται με την ίδια τη φύση των πραγμάτων. Στον Τίμαιο ο Πλάτωνας κατέφυγε στον μύθο της ‘ψυχής του κόσμου’, με τον οποίο επιχειρούσε να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στην αταξία της εμπειρικής φύσης και την τάξη της τέλειας ιδεώδους φύσης. Στον Αριστοτέλη δεν χρειάζεται καν να επιχειρηθεί κάτι τέτοιο, δεδομένου ότι η φύση ανακτά όλη την αξία της και γίνεται και πάλι πρωτεύον αντικείμενο του φιλοσοφικού και επιστημονικού στοχασμού». (Στο ίδιο: 229, 230). Και με αυτή τη θεώρησή του ο Αριστοτέλης επιστρέφει στην ιωνική φιλοσοφική παράδοση.
[15].«Ο χώρος της γνώσης διαιρείται από τον Αριστοτέλη σε τρία μέρη: στο πρώτο ανήκουν οι ποιητικές μαθήσεις, στο δεύτερο οι πρακτικές και στο τρίτο οι θεωρητικές που είναι οι κατεξοχήν επιστήμες». (Στο ίδιο: 224). Οι ποιητικές είναι αυτές που έχουν να κάνουν με την κατασκευή των αντικειμένων, οι πρακτικές περιλαμβάνουν την ηθική, την πολιτική, τη ρητορική και τη διαλεκτική, τέλος οι θεωρητικές έχουν σαν αποκλειστικό σκοπό την απόκτηση γνώσης και καμία πρακτική χρησιμότητα. (Στο ίδιο: 225). «Οι θεωρητικές επιστήμες ταξινομούνται με βάση το είδος πραγματικότητας που έχουν ως αντικείμενο. Έτσι έχουμε την ομάδα των επιστημών της φύσης (φυσική και βιολογία)…την ομάδα των μαθηματικών επιστημών…[και] τέλος, την επιστήμη της μέγιστης αξίας, τη θεολογία….Μεταξύ της φυσικής και της θεολογίας βρίσκεται η αστρονομία». (Στο ίδιο: 225).
[16].Στο ίδιο: 226.
[17].«Το μεγαλύτερο, όμως, πρόβλημα της αριστοτελικής γνωσιολογίας είναι ο τρόπος προσδιορισμού των προκείμενων προτάσεων της επιστημονικής απόδειξης. Οι αρχαί και οι ορισμοί, που αποτελούν αυτές τις προκείμενες, είναι πράγματα μη αποδείξιμα: και τούτο διότι οι υποτιθέμενες αποδείξεις με τις οποίες θα επιχειρούσε κανείς να τα αποδείξει, θα χρειάζονταν κι αυτές με τη σειρά τους άλλες προκείμενες για τη συγκρότηση των αποδείξεων των προκειμένων κ.ο.κ. επ’ άπειρον. Το μόνο που μπορεί να κάνει μία τέτοια τακτική είναι να αποδείξει εκκρεμείς όλες τις επιστημονικές αποδείξεις. Ένας άλλος τρόπος για να αποφύγει κανείς αυτό το αδιέξοδο θα ήταν να δεχθεί την ύπαρξη λίγων καθολικών αρχών της πραγματικότητας, όπως το Αγαθόν και το Έν του Πλάτωνα: σε αυτή την περίπτωση, όμως, θα αναιρείτο μία θεμελιώδης αριστοτελική θέση: η αυτονομία των επιμέρους επιστημών». (Στο ίδιο: 227).
[18].Στο ίδιο: 229. «η εμπειρία είναι για τον Αριστοτέλη κάτι πολύ διαφορετικό από αυτό που ονομάζει ‘έμπειρία’ η σύγχρονη πειραματική επιστήμη. Στον Αριστοτέλη απουσιάζει κάθε ιδέα ‘πειράματος’ η εμπειρία συνίσταται στην άμεση αισθητηριακή παρατήρηση….Ταυτόχρονα, όμως, περιλαμβάνει ισότιμα την κοινή γλωσσική χρήση και το σύνολο των παραδοσιακών δοξών. Τόσο η μία όσο και η άλλη νοούνται ως απόθεμα μη διακεκριμένων αληθειών, τις οποίες πρέπει να φέρουμε στο φως μέσω κατάλληλων οργάνων εννοιολογικής ανάλυσης (και αυτός είναι ένας από τους στόχους της αριστοτελικής διαλεκτικής». (Στο ίδιο: 229).
[19].«Αυτή τη θεωρία περί αιτίων ο Αριστοτέλης δεν την αποδεικνύει ούτε τη συναγάγει από καμία αρχή. Η θεωρία αυτή συνοψίζει τους τέσσερις βασικούς τύπους απαντήσεων που μπορούν να δοθούν στο ερώτημα: ‘γιατί;’. Αναφορικά με τα φυσικά όντα….Στα Φυσικά εντοπίζονται τέσσερα [αίτια]: το πρώτο είναι αυτό από το οποίο αποτελείται ένα πράγμα, η ύλη του (υλικόν αίτιον), το δεύτερο είναι αυτό που έκανε ένα πράγμα να γίνει αυτό που έγινε (ποιητικόν αίτιον), το τρίτο είναι το είδος η ουσία του πράγματος (μορφικόν αίτιον) τέλος το τέταρτο είναι αυτό εξαιτίας του οποίου λαμβάνει χώρα το γίγνεσθαι του πράγματος, ή αλλιώς το τέλος, ο σκοπός του γίγνεσθαι (τελικόν αίτιον)». (Στο ίδιο: 231). Από τα τέσσερα αίτια το ποιητικόν μόνο δεν είναι σύμφυτο των όντων.
[20].Ο Αριστοτέλης πίστευε ότι το πρόβλημα της μεταβολής των αντικειμένων «θα μπορούσε να επιλυθεί με την υπόθεση ότι υπάρχουν τρεις κατηγορίες που σχετίζονται με το είναι: (1) το μη-είναι, (2) το είναι δυνάμει, και (3) το είναι εν ενεργεία. Αν αυτή η υπόθεση αληθεύει, τότε αυτή η μεταβολή λαμβάνει χώρα μεταξύ του δυνάμει και του ενεργεία είναι, χωρίς το μη-είναι να εισέρχεται στη διαδικασία. Ένας σπόρος, για παράδειγμα, είναι δυνάμει, αλλά όχι ενεργεία δέντρο, καθώς γίνεται δέντρο, γίνεται ενεργεία αυτό που ήταν ήδη δυνάμει…ένα βαρύ σώμα που συγκρατείται πάνω στη γη πέφτει για να εκπληρώσει το δυναμικό του (να βρεθεί με άλλα βαριά σώματα στο κέντρο του σύμπαντος), ένα κομμάτι μαρμάρου μπορεί δυνάμει να δεχτεί οποιοδήποτε σχήμα επιλέξει να του δώσει ο γλύπτης». (Lindberg: 75).
[21].Έτσι μπορούμε να κατανοήσουμε και τον διαχωρισμό των φυσικών επιστημών, σύμφωνα με το μοντέλο του Αριστοτέλη. Αν θεωρεί ως αντικείμενα της φύσης όσα εμπεριέχουν την αυτοκίνηση είναι φυσικό να διαχωρίζει και να αποκλείει από αυτήν όχι μόνο τα τεχνικά κατασκευασμένα αντικείμενα που κινούνται από εξωτερικούς παράγοντες αλλά και τα μαθηματικά και τα θεϊκά όντα που δεν έχουν καν κίνηση. (Vegetti: 230).
[22].Lloyd: 143.
[23].Στο ίδιο: 142. «Ο ίδιος ο Αριστοτέλης, όταν εξηγεί τον κεραυνό, τον συγκρίνει με το τρίξιμο των ξύλων στη φωτιά, και, αποδίδει και τα δύο φαινόμενα στην ‘ξηρή εκπνοή’ [Μετεωρολογικά 369a29 κ.ε.]». (Στο ίδιο: 141, 142).
[24].«ένα από τα παραδείγματα που χρησιμοποιεί εκεί [Μετεωρολογικά], για να στηρίξει την άποψή του ότι το ουράνιο τόξο προκαλείται από μια αντανάκλαση που δημιουργούν απειροελάχιστες σταγόνες νερού, είναι αυτό που συμβαίνει όταν ένας άνθρωπος ψεκάζει νερό σε ένα δωμάτιο στραμμένο στον ήλιο που εν μέρει το φωτίζει και εν μέρει το αφήνει στη σκιά….Η πλήρης εξέταση του φάσματος κάτω από πειραματικές συνθήκες ήταν αδύνατη πριν από την εφεύρεση των πρισμάτων. Είναι ωστόσο προφανές ότι από πολύ νωρίς οι Έλληνες εκμεταλλεύτηκαν όσες γνώσεις είχαν σχετικά με τα ουράνια τόξα που δημιουργούνται κάτω από άλλες τεχνητές συνθήκες, προκειμένου να εξηγήσουν το μετεωρολογικό φαινόμενο». (Στο ίδιο: 143).
[25].Lindberg, ό.π., τ. Β΄: 21.
[26].Λυπουρλής Δ., «Η ανάπτυξη των επιστημών», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Γ2, Εκδοτική Α.Ε., Αθήνα 1972: 521.
[27].«Στα αρχαία κείμενα σκιαγραφείται η μορφή του Έλληνος ιατρού. Απλοί τεχνίτες αρχικά («δημιουργοί»), περιοδευταί συνήθως, εγκαθιστούν προσωρινά «ιατρεία» για την άσκηση του επαγγέλματός τους και θεμελιώνουν το κύρος τους συνδέοντας την ιατρική με τη μορφή του ήρωος προστάτης τους, του Ασκληπιού. Αυτό θεωρείται ότι είναι το αληθινό περιεχόμενο της προσωνυμίας «Ασκληπιάδαι»: όχι ιερείς, αλλά απόγονοι του Ασκληπιού, προστατευόμενοι του θεού στην εκτέλεση του θεραπευτικού τους έργου». (Στο ίδιο: 521).
[28].Lindberg: 170. «Σε όλη τη διάρκεια της ελληνικής αρχαιότητας (από τον 5ο αιώνα π.Χ. και μετά) οι ασθενείς μπορούσαν να αναζητήσουν βοήθεια σε λόγιους ιατρούς, αλλά και σε ιερείς-θεραπευτές στα ιερά του Ασκληπιού, μαίες, συλλέκτες βοτάνων. Επιπλέον, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι γραμμές που οροθετούσαν τους διάφορους τύπους θεραπευτών ήταν συγκεχυμένες –για παράδειγμα, η θεραπεία σε ιερά θα μπορούσε να συνδεθεί στενά με τη λόγια ιατρική. Ακόμη, είναι βέβαιο ότι οι ίδιοι οι ασθενείς πειραματίζονταν ενίοτε με εναλλακτικές μεθόδους θεραπείας, είτε ταυτόχρονα είτε στη σειρά….Έτσι η ιδέα του θεραπευτικού ονείρου παρέμεινε μέρος της ιατρικής, ακόμη και της ιπποκρατικής ιατρικής, σε όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας. Και ακόμη και αν οι θεϊκές επεμβάσεις αποκλείστηκαν, τα θρησκευτικά στοιχεία δεν εξαφανίστηκαν εντελώς. Στις πρώτες γραμμές του Ιπποκρατικού Όρκου, για να αναφέρουμε το απλούστερο παράδειγμα, ο ιατρός ορκίζεται στον Απόλλωνα και τον Ασκληπιό και καλεί τους θεούς και τις θεές ως μάρτυρες του όρκου του». (Στο ίδιο: 170).
[29].«Η ‘ιπποκρατική συλλογή’ (corpus hippocraticum) είναι ένα σύνολο κειμένων που αποδίδονται στον Ιπποκράτη τον Κώο. Τα κείμενα αυτά φαίνεται ότι συγκροτήθηκαν σε ενιαίο σώμα (ή συλλογή) στην Αλεξάνδρεια (γύρω στο 280 π.Χ.)….Στην πραγματικότητα, ούτε για ένα από τα έργα αυτά δεν υπάρχει απόλυτη βεβαιότητα ότι έχει γραφτεί από τον ίδιο τον Ιπποκράτη. Αντιθέτως, είναι μάλλον βέβαιο ότι δεν έχουν όλα τον ίδιο συγγραφέα». (Γ. Παπαδόπουλος κ.ά., «Η αρχαία ελληνική ιατρική», στο Γιάννης Χριστιανίδης κ.ά., Ελληνική Φιλοσοφία και Επιστήμη: Από την Αρχαιότητα έως τον 20ό Αιώνα. Οι Επιστήμες στην Αρχαία Ελλάδα, στο Βυζάντιο και στον Νεότερο Ελληνισμό, τ. Β΄, ΕΑΠ, Πάτρα 2000: 221). «Πολλοί από τους ιπποκρατικούς συγγραφείς υπερασπίστηκαν διάφορες απόψεις σχετικά με τη φύση της ιατρικής ως τέχνης ή επιστήμης, τη φύση και τις αιτίες της ασθένειας, τον τρόπο με τον οποίο η ανθρώπινη φύση σχετίζεται γενικά με το σύμπαν, και τις αρχές της θεραπευτικής αγωγής και της ίασης. Η δραστηριότητά τους αποτελούσε μέρος αυτού που μπορεί να θεωρηθεί ως φυσική φιλοσοφία με την ευρύτερη έννοια….Βρίσκονται τοποθετημένοι, με άλλα λόγια, στη διασταύρωση της θεραπευτικής τέχνης και της φιλοσοφικής αναζήτησης». (Lindeberg: 164, 165).
[30].Farrington B., Η επιστήμη στην αρχαία Ελλάδα, μτφρ. Ν. Ραίση, Κάλβος, Αθήνα 1969: 84, 85.
[31].Στο ίδιο: 169.
[32].Παπαδόπουλος κ.ά.: 224 – 226. «Στα ιπποκρατικά κείμενα συναντάμε και άλλες τετράδες, οι οποίες φαίνονται να παίζουν σημαντικό ρόλο. Τέτοιες είναι τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, οι τέσσερις εποχές του έτους, οι τέσσερις ηλικίες του ανθρώπου (παιδί, νέος, ώριμος, γέροντας)….Η τετράδα έχει ιδιαίτερη σημασία στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία, ιδιαίτερα στη φιλοσοφία του Πυθαγόρα». (Στο ίδιο: 225).
[33].«…αυτό που αποκαλεί ο γιατρός της σχολής του Ιπποκράτη ‘όραση του μυαλού’ είναι κάτι ολότελα διαφορετικό απ’ αυτό που εννοούσε ο ΠΛάτωνας όταν χρησιμοποιούσε την ίδια έκφραση. Ο Πλάτωνας εννοούσε την παραγωγή που συνάγεται από ‘α πριόρι’ προϋποθέσεις. Ο γιατρός της σχολής του Ιπποκράτη είχε στο μυαλό του την κατανόηση των μη ορατών φαινομένων με βάση τα ορατά συμπτώματα». (Farrington: 86).
[34].Παπαδόπουλος κ.ά.: 251.
[35].Στο ίδιο: 235.
[36].Lindberg: 165.
[37].Lloyd: 165.
[38].Lindberg: 78.
Βιβλιογραφία
Λυπουρλής Δ., «Η ανάπτυξη των επιστημών», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Γ2, Εκδοτική Αθηνών Α. Ε., Αθήνα 1972.
Παπαδόπουλος κ.ά., «Η αρχαία ελληνική ιατρική», στο Χρηστίδης Γιάννης κ.ά., Ελληνική Φιλοσοφία και Επιστήμη: Από την Αρχαιότητα έως τον 20ό Αιώνα. Οι Επιστήμες στην Αρχαία Ελλάδα, στο Βυζάντιο και στον Νεότερο Ελληνισμό, τ. Β΄, ΕΑΠ, Πάτρα 2000.
Crombie A. C., Από τον Αυγουστίνο στον Γαλιλαίο. Η επιστήμη στον όψιμο Μεσαίωνα και στις αρχές των Νέων Χρόνων, τ. Β΄, μτφρ. Μαριλένα Ιατρίδου, Δημοσθένης Κούρτοβικ, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1992.
Farrington B., Η επιστήμη στην αρχαία Ελλάδα, μτφρ. Ν. Ραίση, Κάλβος, Αθήνα 1969.
Gillespie Charles Coulston, Στην κόψη της αλήθειας. Η εξέλιξη των επιστημονικών ιδεών από τον Γαλιλαίο ως τον Einstein, μτφρ. Δημοσθένης Κούρτοβικ, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1986.
Ingemar D., Ο Αριστοτέλης. Παρουσίαση και ερμηνεία της σκέψης του, μτφρ. Α. Γεωργίου-Κατσιβέλα, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1999.
Lindberg D., Οι απαρχές της Δυτικής Επιστήμης, μτφρ. Η. Μαρκολέφας, Ε.Μ.Π., Αθήνα 1999.
Lloyd G. E. R., Αρχαία ελληνική επιστήμη. Μέθοδοι και προβλήματα, τ. Α΄, μτφρ. Χλόη Μπαλλά, επιμ. Βασίλης Κάλφας, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1996.
Vegetti Mario, Ιστορία της αρχαίας Φιλοσοφίας, μτφρ. Γιάννης Α. Δημητρακόπουλος, Τραυλός, Αθήνα 102003.