(Τάδε έφη Καραγκιόζης)
Καλημέρα σας πέρα ως πέρα.
Κυρίες, κύριοι και μικρά παιδιά σήμερα δε θα παρακολουθήσετε καμία παράσταση. Πάρτε τηλέφωνο τα κανάλια να ‘ρθουνε, τηλεφωνήστε στην αστυνομία και καλέστε τα ασθενοφόρα. Εγώ από την παράγκα μου δεν κατεβαίνω. Έχω οπλίσει το ποτιστήρι και τους περιμένω.
Δεν τους χαρίζομαι πια ούτε πρόκειται να τους αφήσω να με ξαναπούν τεμπέλη. Δεν είμαι άνεργος, κωθώνια, άεργος είμαι και μάλιστα του χείριστου είδους: συνειδητοποιημένος.
Όσο δούλεψα στη ζωή μου δούλεψα. Τι γιατρός, τι φούρναρης, τι γραμματικός. Όλες τις δουλειές έχω κάνει. Φτάνει ως εδώ. Δώστε μου το εφάπαξ και τη σύνταξη μου να πάω να φυτέψω κολοκυθάκια έξω από το σαράι. Να με σβήσουν τα ασφαλιστικά ταμεία από τα τεφτέρια τους και ο ΟΑΕΔ από τα κατάστιχα του. Άλλωστε γραμμένο μ’ έχουν κι αυτοί. Ή μάλλον ούτε γραμμένο δε με έχουν.
Πήγα προχθές να πάρω το επίδομα ανεργίας.
«Καραγκιόζης Καραγκιοζόπουλος», τους λέω.
Ψάχνει η υπάλληλος δε με βρίσκει πουθενά. «Κύριε Καραγκιοζόπουλε», μου λέει κι εγώ κοιτάω πίσω μου να δω σε ποιόν κύριο μιλάει. «Για να μπείτε στο ταμείο ανεργίας πρέπει να έχετε 180 ένσημα τα τελευταία δύο χρόνια. Κι εσείς, απ’ ό,τι βλέπω, δεν έχετε ούτε μισό τα τελευταία 120 χρόνια.»
«Μας έφαγε ο κινηματογράφος και η τηλεόραση», της λέω, αλλά δεν το έπιασε το υπονοούμενο.
Φεύγω από ‘κει μέσα διαφωτισμένος. Πρέπει να δουλέψεις δυο χρόνια για να πάρεις ένα χρόνο επίδομα. Δύο προς ένα. Και σκέφτομαι: Εγώ είμαι σαράντα πέντε. Αν δουλέψω είκοσι χρόνια θα μπω στο ταμείο για δέκα χρόνια και μετά θα βγω στη σύνταξη. Μπες-βγες, μπες-βγες, όλο και κάτι θα καταφέρουμε.
Ποιος πάει για δουλειά όμως; Δεν είναι ότι είμαι τεμπέλης (ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΤΕΜΠΕΛΗΣ, ΑΓΛΑΪΑ), λογικά το βλέπω το πράγμα.
Πάω τις προάλλες να πιάσω δουλειά.
«Πόσα θα παίρνω;» ρωτάω τον Πατσά.
«Το βασικό», μου λέει.
«Και πόσα είναι ο βασικός;»
«Αν βγάλουμε τις εισφορές, τις κρατήσεις και τις κατακρατήσεις είναι… 400 ευρώ.»
«Δώρο Χριστουγέννων, Πάσχα, Αγίου Πνεύματος, Αγίων Σαράντα, αγίων και αποστόλων του κυρίου δεηθώμεν αμήν, θα παίρνω;»
«Ξέχνα ‘τα αυτά. Κοπήκαν όλα.»
«Ποιος γρουσούζης τα ‘κοψε;»
«Η Μέρκελ, η Λαγκάρντ, ο Νταλάρα...»
«Καλέ μου Πατσά, να δουλέψω θέλω, όχι να τραγουδήσω... Να δουλέψω στην Ελλάδα, όχι στη Γαλλία ή στη Γερμανία.»
«Τι Ελλάδα, τι Γερμανία, όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε.»
Άκουσα κι εγώ για καζάνι και νόμιζα ότι θα φάμε, αλλά τίποτα ο αθεόφοβος. 400 ευρώ κι ούτε κεφτέ παραπάνω.
Και λέω: Όσο και να δουλεύω τα Κολλητήρια δε χορταίνουν. Εγώ πάντα νηστικός μένω. Ε, αν είναι να ξεθεώνομαι στη δουλειά και να μένω νηστικός καλύτερα τότε να μη δουλεύω, να πεινάω ξεκούραστος. Και μου μένει χρόνος να κοιμάμαι για να ξεχνάω την πείνα μου.
Άσε και που να δούλευα τα πέντε ευρώ δε μου μένουν στην τσέπη.
Ευτυχώς ενοίκιο δεν πληρώνω. Την παράγκα την πήρα προίκα μαζί με την Αγλαΐα. Ή καλύτερα: Την Αγλαΐα την πήρα μαζί με την παράγκα.
Αλλά μου ‘ρχεται προχθές η ΔΕΗ. Ανοίγω με επιφύλαξη και ελπίδα και τι να δω ο αθεόφοβος; 350 ευρώ.
Πάω στην υπηρεσία να διαμαρτυρηθώ:
«Τι 350, ρε παιδιά, αφού δεν καίω ρεύμα στο σπίτι. Με γκαζόλαμπες διαβάζουν τα Κολλητήρια, γι’ αυτό είναι στουρνάρια.»
«Είναι τα πάγια», μου λένε στην υπηρεσία.
«Ποια πάγια;» και με λούζει κρύος ιδρώτας.
«Καταρχάς για την τηλεόραση», μου λένε.
«Αφού δεν έχω τηλεόραση. Μια σπασμένη κεραία έχω στα κεραμίδια κι αυτήν την άφησα για να απλώνει η Αγλαΐα τα σώβρακα.»
«Δεν έχει σημασία αν έχετε ή δεν έχετε. Όλοι μας πληρώνουμε και έχουμε το δικαίωμα, όποτε θέλουμε να βλέπουμε.»
«Πιο πολύ με υποχρέωση μου μοιάζει», σκέφτομαι, αλλά δεν το λέω. «Και τα υπόλοιπα που πρέπει να πληρώσω τι είναι;»
«Το χαράτσι», μου λένε.
Και πάνω που νόμιζα ότι κάναμε επανάσταση για να διώξουμε τους Τούρκους, να πάλι αρχίσανε τα τούρκικα.
«Τα δημοτικά τέλη», μου λένε.
Είναι, βλέπεις, η παράγκα μου σε καλή θέση, απέναντι από το σαράι. Είναι και ευρύχωρη, ευάερη, διαμπερής. Πλήρωνε, λοιπόν, προνομιούχε.
Μου ‘ρχεται μετά το νερό: 80 ευρώ.
Εμείς στο σπίτι πιάτα δεν πλένουμε, αφού δε συνηθίζουμε να τρώμε. Τα ρούχα δεν τα πλένουμε γιατί ξεθωριάζουν τα χρώματα. Μπάνιο κάνουμε μια φορά το δίμηνο και μπαίνουμε όλοι στο ίδιο νερό, ο ένας μετά τον άλλο. Αφού όταν φτάνει η σειρά μου –προηγούνται τα γυναικόπαιδα- νιώθω σαν γουρούνι που τσαλαβουτάει στη λασπουριά. Και για να πιούμε μην νομίζετε ότι κάνουμε υπερβολές. Με το δελτίο τους το δίνω το νερό. Κατοχή δεν έχουμε;
Καζανάκι απαγορεύεται να τραβηχτεί πριν από τις δώδεκα το βράδυ. Τα αφήνουμε να μαζεύονται στη λεκάνη και ακριβώς στις δώδεκα –με το ρολόι της εκκλησίας- εξαπολύεται το καθαρτήριο ύδωρ. Μια και καλή και ο θεός βοηθός μη μας βουλώσει.
Το γάδαρο μου δεν τον πλένω ποτέ. Έχει μάθει ο κακομοίρης και καθαρίζεται μόνος του, με τη γλώσσα, σαν να ‘ταν γάτος.
Και τους ρωτάω, το λοιπόν:
«Προς τι τα ογδόντα ευρώ. Δέκα ευρώ το γαλόνι έχει πάει; Ε, να πλενόμαστε με βενζίνη τότε.»
«Είναι το σπίτι πολλά τετραγωνικά», μου λένε.
Εμ, δεν μου το είχαν πει ότι πληρώνουμε το νερό με τα τετραγωνικά. Ούτε στη λίμνη του Μαραθώνα να έμενα.
Να το ‘ξερα τότε που μου προξενεύανε την Αγλαΐα και θα ‘χα πάρει το Λενάκι από απέναντι. Που ‘ταν νοστιμούλα κι είχε και μικρό σπίτι. Δύο επί δύο. Ο καμπινές μοιράζεται το νεροχύτη με την κουζίνα. Είναι και βολικό. Πλένεις τα πιάτα και κάνεις τη χρεία σου ταυτόχρονα.
Και πάνω που έχω τακτοποιήσει τους λογαριασμούς μου –κλέψε από ‘δω, βούτα από ‘κει- μου έρχονται τα τέλη κυκλοφορίας για το γάδαρο: 250 ευρώ. «Είναι παλιάς τεχνολογίας», λέει, «και μολύνει το περιβάλλον».
Δε λέω, το μολύνει. Κάνει κάτι κουράδες ο άτιμος που βρωμάνε δέκα χιλιόμετρα μακριά. Αλλά εγώ φταίω που δεν έχω λεφτά ν’ αγοράσω υβριδικό; Μουλάρι δηλαδή.
Ξεγελάω το Χατζαβάτη να μου δανείσει δυο χρυσές λίρες –που τις βρίσκει ο τζαναμπέτης;- να πληρώσω τους λογαριασμούς, να φάμε και κάνα φρούτο –έτσι τα λέω τα κρεμμύδια στα Κολλητήρια- και μου έρχεται τότε το εκκαθαριστικό της εφορίας, να πληρώσω άλλα χίλια-τόσα.
Ε, εκεί δε βαστάω πια. Ανεβαίνω στην ταράτσα, παίρνω και το καλό μου ποτιστήρι, το γεμίζω με νερό να ‘ναι βαρύ, και στήνω καρτέρι.
Δεν πρόκειται να κατέβω από ‘δω. Δουλειά έτσι κι αλλιώς δεν έχω. Ας κοπιάσουν να πληρωθούν.
Μονόν λαβέ, τελώνηδες και Σαδδουκαίοι. Το ποτιστήρι ξεχείλισε.
ΓελωτοποιόςΚαλημέρα σας πέρα ως πέρα.
Κυρίες, κύριοι και μικρά παιδιά σήμερα δε θα παρακολουθήσετε καμία παράσταση. Πάρτε τηλέφωνο τα κανάλια να ‘ρθουνε, τηλεφωνήστε στην αστυνομία και καλέστε τα ασθενοφόρα. Εγώ από την παράγκα μου δεν κατεβαίνω. Έχω οπλίσει το ποτιστήρι και τους περιμένω.
Δεν τους χαρίζομαι πια ούτε πρόκειται να τους αφήσω να με ξαναπούν τεμπέλη. Δεν είμαι άνεργος, κωθώνια, άεργος είμαι και μάλιστα του χείριστου είδους: συνειδητοποιημένος.
Όσο δούλεψα στη ζωή μου δούλεψα. Τι γιατρός, τι φούρναρης, τι γραμματικός. Όλες τις δουλειές έχω κάνει. Φτάνει ως εδώ. Δώστε μου το εφάπαξ και τη σύνταξη μου να πάω να φυτέψω κολοκυθάκια έξω από το σαράι. Να με σβήσουν τα ασφαλιστικά ταμεία από τα τεφτέρια τους και ο ΟΑΕΔ από τα κατάστιχα του. Άλλωστε γραμμένο μ’ έχουν κι αυτοί. Ή μάλλον ούτε γραμμένο δε με έχουν.
Πήγα προχθές να πάρω το επίδομα ανεργίας.
«Καραγκιόζης Καραγκιοζόπουλος», τους λέω.
Ψάχνει η υπάλληλος δε με βρίσκει πουθενά. «Κύριε Καραγκιοζόπουλε», μου λέει κι εγώ κοιτάω πίσω μου να δω σε ποιόν κύριο μιλάει. «Για να μπείτε στο ταμείο ανεργίας πρέπει να έχετε 180 ένσημα τα τελευταία δύο χρόνια. Κι εσείς, απ’ ό,τι βλέπω, δεν έχετε ούτε μισό τα τελευταία 120 χρόνια.»
«Μας έφαγε ο κινηματογράφος και η τηλεόραση», της λέω, αλλά δεν το έπιασε το υπονοούμενο.
Φεύγω από ‘κει μέσα διαφωτισμένος. Πρέπει να δουλέψεις δυο χρόνια για να πάρεις ένα χρόνο επίδομα. Δύο προς ένα. Και σκέφτομαι: Εγώ είμαι σαράντα πέντε. Αν δουλέψω είκοσι χρόνια θα μπω στο ταμείο για δέκα χρόνια και μετά θα βγω στη σύνταξη. Μπες-βγες, μπες-βγες, όλο και κάτι θα καταφέρουμε.
Ποιος πάει για δουλειά όμως; Δεν είναι ότι είμαι τεμπέλης (ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΤΕΜΠΕΛΗΣ, ΑΓΛΑΪΑ), λογικά το βλέπω το πράγμα.
Πάω τις προάλλες να πιάσω δουλειά.
«Πόσα θα παίρνω;» ρωτάω τον Πατσά.
«Το βασικό», μου λέει.
«Και πόσα είναι ο βασικός;»
«Αν βγάλουμε τις εισφορές, τις κρατήσεις και τις κατακρατήσεις είναι… 400 ευρώ.»
«Δώρο Χριστουγέννων, Πάσχα, Αγίου Πνεύματος, Αγίων Σαράντα, αγίων και αποστόλων του κυρίου δεηθώμεν αμήν, θα παίρνω;»
«Ξέχνα ‘τα αυτά. Κοπήκαν όλα.»
«Ποιος γρουσούζης τα ‘κοψε;»
«Η Μέρκελ, η Λαγκάρντ, ο Νταλάρα...»
«Καλέ μου Πατσά, να δουλέψω θέλω, όχι να τραγουδήσω... Να δουλέψω στην Ελλάδα, όχι στη Γαλλία ή στη Γερμανία.»
«Τι Ελλάδα, τι Γερμανία, όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε.»
Άκουσα κι εγώ για καζάνι και νόμιζα ότι θα φάμε, αλλά τίποτα ο αθεόφοβος. 400 ευρώ κι ούτε κεφτέ παραπάνω.
Και λέω: Όσο και να δουλεύω τα Κολλητήρια δε χορταίνουν. Εγώ πάντα νηστικός μένω. Ε, αν είναι να ξεθεώνομαι στη δουλειά και να μένω νηστικός καλύτερα τότε να μη δουλεύω, να πεινάω ξεκούραστος. Και μου μένει χρόνος να κοιμάμαι για να ξεχνάω την πείνα μου.
Άσε και που να δούλευα τα πέντε ευρώ δε μου μένουν στην τσέπη.
Ευτυχώς ενοίκιο δεν πληρώνω. Την παράγκα την πήρα προίκα μαζί με την Αγλαΐα. Ή καλύτερα: Την Αγλαΐα την πήρα μαζί με την παράγκα.
Αλλά μου ‘ρχεται προχθές η ΔΕΗ. Ανοίγω με επιφύλαξη και ελπίδα και τι να δω ο αθεόφοβος; 350 ευρώ.
Πάω στην υπηρεσία να διαμαρτυρηθώ:
«Τι 350, ρε παιδιά, αφού δεν καίω ρεύμα στο σπίτι. Με γκαζόλαμπες διαβάζουν τα Κολλητήρια, γι’ αυτό είναι στουρνάρια.»
«Είναι τα πάγια», μου λένε στην υπηρεσία.
«Ποια πάγια;» και με λούζει κρύος ιδρώτας.
«Καταρχάς για την τηλεόραση», μου λένε.
«Αφού δεν έχω τηλεόραση. Μια σπασμένη κεραία έχω στα κεραμίδια κι αυτήν την άφησα για να απλώνει η Αγλαΐα τα σώβρακα.»
«Δεν έχει σημασία αν έχετε ή δεν έχετε. Όλοι μας πληρώνουμε και έχουμε το δικαίωμα, όποτε θέλουμε να βλέπουμε.»
«Πιο πολύ με υποχρέωση μου μοιάζει», σκέφτομαι, αλλά δεν το λέω. «Και τα υπόλοιπα που πρέπει να πληρώσω τι είναι;»
«Το χαράτσι», μου λένε.
Και πάνω που νόμιζα ότι κάναμε επανάσταση για να διώξουμε τους Τούρκους, να πάλι αρχίσανε τα τούρκικα.
«Τα δημοτικά τέλη», μου λένε.
Είναι, βλέπεις, η παράγκα μου σε καλή θέση, απέναντι από το σαράι. Είναι και ευρύχωρη, ευάερη, διαμπερής. Πλήρωνε, λοιπόν, προνομιούχε.
Μου ‘ρχεται μετά το νερό: 80 ευρώ.
Εμείς στο σπίτι πιάτα δεν πλένουμε, αφού δε συνηθίζουμε να τρώμε. Τα ρούχα δεν τα πλένουμε γιατί ξεθωριάζουν τα χρώματα. Μπάνιο κάνουμε μια φορά το δίμηνο και μπαίνουμε όλοι στο ίδιο νερό, ο ένας μετά τον άλλο. Αφού όταν φτάνει η σειρά μου –προηγούνται τα γυναικόπαιδα- νιώθω σαν γουρούνι που τσαλαβουτάει στη λασπουριά. Και για να πιούμε μην νομίζετε ότι κάνουμε υπερβολές. Με το δελτίο τους το δίνω το νερό. Κατοχή δεν έχουμε;
Καζανάκι απαγορεύεται να τραβηχτεί πριν από τις δώδεκα το βράδυ. Τα αφήνουμε να μαζεύονται στη λεκάνη και ακριβώς στις δώδεκα –με το ρολόι της εκκλησίας- εξαπολύεται το καθαρτήριο ύδωρ. Μια και καλή και ο θεός βοηθός μη μας βουλώσει.
Το γάδαρο μου δεν τον πλένω ποτέ. Έχει μάθει ο κακομοίρης και καθαρίζεται μόνος του, με τη γλώσσα, σαν να ‘ταν γάτος.
Και τους ρωτάω, το λοιπόν:
«Προς τι τα ογδόντα ευρώ. Δέκα ευρώ το γαλόνι έχει πάει; Ε, να πλενόμαστε με βενζίνη τότε.»
«Είναι το σπίτι πολλά τετραγωνικά», μου λένε.
Εμ, δεν μου το είχαν πει ότι πληρώνουμε το νερό με τα τετραγωνικά. Ούτε στη λίμνη του Μαραθώνα να έμενα.
Να το ‘ξερα τότε που μου προξενεύανε την Αγλαΐα και θα ‘χα πάρει το Λενάκι από απέναντι. Που ‘ταν νοστιμούλα κι είχε και μικρό σπίτι. Δύο επί δύο. Ο καμπινές μοιράζεται το νεροχύτη με την κουζίνα. Είναι και βολικό. Πλένεις τα πιάτα και κάνεις τη χρεία σου ταυτόχρονα.
Και πάνω που έχω τακτοποιήσει τους λογαριασμούς μου –κλέψε από ‘δω, βούτα από ‘κει- μου έρχονται τα τέλη κυκλοφορίας για το γάδαρο: 250 ευρώ. «Είναι παλιάς τεχνολογίας», λέει, «και μολύνει το περιβάλλον».
Δε λέω, το μολύνει. Κάνει κάτι κουράδες ο άτιμος που βρωμάνε δέκα χιλιόμετρα μακριά. Αλλά εγώ φταίω που δεν έχω λεφτά ν’ αγοράσω υβριδικό; Μουλάρι δηλαδή.
Ξεγελάω το Χατζαβάτη να μου δανείσει δυο χρυσές λίρες –που τις βρίσκει ο τζαναμπέτης;- να πληρώσω τους λογαριασμούς, να φάμε και κάνα φρούτο –έτσι τα λέω τα κρεμμύδια στα Κολλητήρια- και μου έρχεται τότε το εκκαθαριστικό της εφορίας, να πληρώσω άλλα χίλια-τόσα.
Ε, εκεί δε βαστάω πια. Ανεβαίνω στην ταράτσα, παίρνω και το καλό μου ποτιστήρι, το γεμίζω με νερό να ‘ναι βαρύ, και στήνω καρτέρι.
Δεν πρόκειται να κατέβω από ‘δω. Δουλειά έτσι κι αλλιώς δεν έχω. Ας κοπιάσουν να πληρωθούν.
Μονόν λαβέ, τελώνηδες και Σαδδουκαίοι. Το ποτιστήρι ξεχείλισε.