Πότε η εκκλησιαστική περιουσία ανήκει στον λαό; - Point of view

Εν τάχει

Πότε η εκκλησιαστική περιουσία ανήκει στον λαό;



του π. Γεώργιου Δ. Μεταλληνού
τ. Κοσμήτορα Θεολ Σχολης Παν/μίου Αθηνών

Το 1984, σε ανύποπτο δηλαδή χρόνο, έγραφα σε ένα κείμενό μου: Σχετικά με την κατοχή οποιωνδήποτε αγαθών «υπάρχει ένας χριστιανικός κανόνας, που δεν αφήνει περιθώρια για παρερμηνεία. Πρέπει και η απόκτησή τους και η χρήση τους να γίνονται σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, με τιμιότητα δηλαδή και δικαιοσύνη. Όσα προέρχονται από εκμετάλλευση ή αδικία ή απάτη κάθε μορφής, δεν μπορούν να καταξιωθούν χριστιανικά». (π. Γ.Δ.Μ., Ορθοδοξία και Κοινωνικοπολιτική διακονία, στο: Ορθόδοξη θεώρηση της Κοινωνίας, έκδ. ΜΗΝΥΜΑ, Αθήνα 1986, σ. 40).




Αν η αρχή αυτή αφορά σε κάθε άνθρωπο, πόσο μάλλον πρέπει να βρίσκει την εφαρμογή της στον χώρο του ίδιου του Χριστιανισμού, σχετικά με την εκκλησιαστική ( επισκοπική και μοναστηριακή) περιουσία. ΄Οχι ως καπιταλιστική συσσώρευση χρήματος, αλλά ως γεωκτησία, η περιουσία αυτή, κατά κανόνα, έχει «κατά Θεόν» πρόελευση (δωρεές, αφιερώματα των ίδιων των μοναχών στο μοναστήρι τους, πολιτειακές παροχές κ.τ.ό.). Και αυτό, διότι οι Επισκοπές και τα Μοναστήρια, σε δυσχείμερους μάλιστα καιρούς (παρατεινόμενη δουλεία), προσέφεραν τεράστιο κοινωνικό έργο, πού ο Λαός το εκτιμούσε απεριόριστα. Διότι τα Μοναστήρια ήταν αληθινή κολυμβήθρα πνευματικής και κοινωνικής αναγέννησης. Γι’ αυτό ο βαθύς γνώστης της Ορθοδοξίας, αείμνηστος καθηγητής Στήβεν Ράνσιμαν, έγραφε, ότι ήταν ευλογημένα τα χωριά που κοντά τους είχαν κάποιο μοναστήρι. Τα μοναστήρια μας αναδείχθηκαν σε αληθινή «κιβωτό του Γένους», σώζοντας και την πίστη του και τον τρόπο ζωής του, τον πολιτισμό του. Γι’ αυτό οι Βαυαροί το πρώτο που έκαμαν, μαζί με τα εγχώρια όργανά τους, για την προώθηση του εξευρωπαϊσμού μας, ήταν η διάλυση των μοναστηριών στην πλειοψηφία τους και η διαρπαγή της περιουσίας τους. Ήξεραν ότι στα Μοναστήρια σωζόταν κυριολεκτικά το Έθνος.

Πολύς λόγος γίνεται σήμερα, με συγκεκριμένη και όχι αβάσιμη αφορμή, για την μοναστηριακή περιουσία, με κυρίαρχη τάση τον λαϊκισμό: Να μοιραστεί η περιουσία τους στον λαό, ακούμε, αλλά δεν διευκρινίζεται ποιος είναι αυτός ο λαός. Δίκαιο, βέβαια, είναι το ερώτημα: Γιατί δεν μοιράζει το Κράτος την περιουσία του στον λαό; Πώς όμως; Έτσι άτακτα και αόριστα; Δεν είναι λίγες οι φορές, που ο εκκλησιαστικός χώρος παρεχώρησε μέρος της περιουσίας του στο Κράτος για την αντιμετώπιση κοινωνικών αναγκών. Π.χ. η προσφορά γης στους πρόσφυγες (Βύρωνας, Καισαριανή) ή για την ανέγερση εθνωφελών Ιδρυμάτων. Όλα τα γνωστά και μεγάλα ιδρύματα της Αθήνας κτίσθηκαν σε γη, που παρεχώρησε η Εκκλησία (Πανεπιστήμιο, Ακαδημία, νοσοκομεία). Στον λαό δεν πηγαίνουν –και δεν ανήκουν- όλα αυτά τα Ιδρύματα;

Η συμπεριφορά αυτή του εκκλησιαστικού χώρου συνιστά τρόπο υπάρξεως του εκκλησιαστικού σώματος, που έχει κατοχυρωθεί –και διαιωνίζεται- από τους εν Πνεύματι συνταχθέντες συνοδικούς Κανόνες της Εκκλησίας. Πίστη (Ορθοδοξία) και Κανόνες καθορίζουν και διαφυλάττουν τον τρόπο υπάρξεως του ορθοδόξου πιστού στους αιώνες. Με κάθε συντομία θα παρουσιαστεί η αστασίαστη παράδοση του εκκλησιαστικού σώματος για την χρήση και διάθεση της εκκλησιαστικής περιουσίας. Θα περιοριστώ σε κάποιους ιερούς κανόνες, που αναφέρονται στην καρδιά του προβληματισμού.
Ο Κανών 28 των Αγίων Αποστόλων ορίζει: «Πάντων των εκκλησιαστικών πραγμάτων ο Επίσκοπος εχέτω την φροντίδα και διοικείτω αυτά, ως του Θεού εφορώντος. Μη εξείναι δε αυτώ σφετερίζεσθαί τι εξ αυτών, ή συγγενέσιν ιδίοις τα του Θεού χαρίζεσθαι. Ει δε πένητες είεν, επιχορηγείτω ως πένησιν, αλλά μη προφάσει τούτων τα της Εκκλησίας απεμπολείτω». Κατά την ερμηνεία του μεγαλυτέρου Κανονολόγου μας, αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου (+1809) σε μία ελεύθερη και συντομευμένη χρήση της: «Ο Επίσκοπος έχει την φροντίδα όλων των πραγμάτων της Εκκλησίας, είτε χωραφιών και ακινήτων (απο)κτημάτων, είτε κειμηλίων και κινητών και τα «κυβερνά» (διαχειρίζεται) με φόβο και προσοχή, «στοχαζόμενος ότι έχει τον Θεόν έφορον και εξεταστήν εις την κυβέρνησιν (διαχείριση) αυτών». Όμως δεν έχει και την άδεια να τα οικειοποιείται και να λέγει, ότι είναι δικό του κάτι από αυτά, ή να τα χαρίζει σε συγγενείς του… Εάν δε οι συγγενείς του αυτοί είναι φτωχοί, ας δίνει και σ΄ αυτούς, επειδή όμως είναι φτωχοί και όχι ως συγγενείς του. Ας τους ελεεί από την ετήσια συγκομιδή και όχι εξ αιτίας τους να δικαιούται να πωλεί κάποιο από αυτά. Ο Επίσκοπος δηλαδή ή ο Ηγούμενος είναι όχι ιδιοκτήτες, αλλ’ απλοί «οικονόμοι» (διαχειριστές) των αγαθών, που ανήκουν στον Θεό και τον Λαό Του!


Το πνεύμα των αγίων Πατέρων μας
είναι «να μένουν αναφαίρετα τα κειμήλια και τα κτήματα» των Εκκλησιών και αυτό κατοχυρώνεται από ολόκληρη σειρά Κανόνων και Διατάξεων των Αγίων. Και το ερώτημα είναι: Γιατί; Από τους πρώτους ήδη χριστιανικούς αιώνες ο Επίσκοπος μένει στα πνευματικά, υπάρχει όμως ειδικός κληρικός, ο «οικονόμος», που «οικονομεί» (φροντίζει) τα εκκλησιαστικά πράγματα και κτήματα, «ίνα μη διασκορπίζωνται και κακώς εξοδεύωνται», χάνονται δηλαδή. Η Σύνοδος μάλιστα έχει την ευθύνη να ελέγχει και τιμωρεί τον Επίσκοπο, που αμελεί, φθάνοντας μέχρι την έκπτωσή του από τον επισκοπικό θρόνο. Τα ίδια ισχύουν και για τον Ηγούμενο, που κακώς διαχειρίζεται την μοναστηριακή περιουσία.



Αυτά διαλευκαίνονται ακόμη περισσότερο από άλλους ιερούς Κανόνες, όπως λ.χ. ο 12ος της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου (787), που προσθέτει και άλλα ενδιαφέροντα: Όποιος δηλ. Επίσκοπος ή Ηγούμενος μοναστηριού δώσει κτήματα εκκλησιαστικά σε άρχοντες «ή με πωλησίαν ή με αλλαξίαν» (ανταλλαγή!!!), να ακυρώνεται η πράξη και τα πράγματα να επιστρέφονται στην Επισκοπή ή το Μοναστήρι. Αν δε τυχόν –παρατηρεί ο άγιος Νικόδημος- ο Αρχιερεύς ή ο Ηγούμενος προφασίζονται, ότι το χωράφι δεν δίνει εισόδημα ή κέρδος, αλλά μάλλον ζημία, ας το πουλούν, όχι σε άρχοντες και δυνάστες, αλλά σε κληρικούς ή γεωργούς, ανθρώπους δηλαδή «ταπεινούς και ευτελείς». Το γιατί το εξηγεί ο ίδιος Πατέρας: Τα πράγματα αυτά έχουν αφιερωθεί στον Θεόν και είναι «ιερά» και «πτωχικά». Προορίζονται δηλαδή για την κάλυψη των αναγκών των φτωχών. Δεν προορίζονται για άρχοντες, λοιπόν, ισχυρούς, που θα τα προσθέσουν στην δική τους περιουσία. Αν τα πάρουν όμως φτωχοί, τότε μπορεί να τα ξαναγοράσει από αυτούς η Εκκλησία, κάτι που δεν μπορεί να γίνει με τους πλούσιους. Δεν πρέπει «να αποξενώνονται» τα πράγματα από τον φυσικό τους χώρο, για να μπορούν να διατίθενται και πάλι για την κάλυψη των αναγκών άλλων φτωχών και εμπερίστατων.


Το πνεύμα της Ορθοδοξίας είναι, ότι η εκκλησιαστική και μοναστηριακή περιουσία ΠΡΕΠΕΙ να μένει στην Επισκοπή ή το Μοναστήρι, διότι τότε είναι πραγματικά «λαϊκή», ανήκει στον λαό. Όταν το ίδιοποιηθεί κάποιος, και μάλιστα «άρχοντας», δηλαδή ισχυρός, παύουν να ανήκουν στον λαό και γίνονται δική του ιδιοκτησία. Αυτό πρέπει να ισχύει και σήμερα. Τα μοναστηριακά κτήματα μπορούν να εκχωρούνται για κάποια χρόνια σε φτωχούς γεωργούς, για να τα καλλιεργούν και να διαθρέφουν την οικογένειά τους. Να μην χαριστούν όμως, διότι, όπως έχει συμβεί, οι γεωργοί θα τα πουλήσουν και τα χωράφια θα χαθούν. Μετά να επιστρέφονται πάλι εκεί, όπου ανήκουν, για την συμπαράσταση και σε άλλους. Μέσα σ’ αυτό το πνευματικό και φιλάνθρωπο κλίμα μπορεί να κινηθεί η διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας.


Διαβάζω συχνά, ότι κάποιοι περιμένουν τον «χωρισμό» Εκκλησίας-Πολιτείας, για να βρουν «νόμιμους» τρόπους διαρπαγής της εκκλησιαστικής περιουσίας, στο πνεύμα των Βαυαρών και των μετά τον Καποδίστρια (ήθελε την αξιοποίησή της) κρατικών ηγετών. Ξεχνούν όμως, ότι κατά το Σύνταγμα (άρθρο 17) προστατεύεται η ιδιοκτησία. Γιατί λοιπόν να μην επικαλεσθεί το Σύνταγμα και ο εκκλησιαστικός χώρος; Μήπως δεν δικαιώθηκαν οι Μονές, που προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, όταν ζημιώθηκαν περιουσιακά επί Ανδρέα Παπανδρέου – Αντώνη Τρίτση (1987); Ο «χωρισμός» θα είναι μόνιμος πονοκέφαλος για την Πολιτεία! Ο διοικητικός χωρισμός υπάρχει (ν. 590/1977, ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας μας). Ο «χωρισμός», ως αποσύνδεση της Ορθοδοξίας από την ζωή του ΄Εθνους -αυτόν στην ουσία θέλουν- θα είναι αδύνατος, διότι δεν θα λείπει ποτέ «η μαγιά» του Μακρυγιάννη, άρα ματαιοπονούν.

Και κάτι άλλο, μια και ο λόγος για διαχείριση περιουσιακών στοιχείων. Σε κάθε Μητρόπολη υπάρχει το «Μητροπολιτικό Συμβούλιο», που αποφασίζει γι’ αυτά. Σ’ αυτό μετέχουν ex officio και δύο κρατικοί υπάλληλοι (ανώτεροι): ένας δικαστικός και ένας οικονομικός. Αν συμβεί, λοιπόν, ποτέ κάποια ατασθαλία, σημαίνει ότι και αυτοί συγκατένευσαν. Ας το ξέρουμε, λοιπόν, όταν αναζητούμε ενόχους. Παπάδες και Ηγούμενοι μπορούν να «παραπλανήσουν» κρατικούς παράγοντες, όταν οι τελευταίοι στοχεύουν σε κάποιο δικό τους συμφέρον.


Οι πολιτικοί, ο λαϊκισμός και η Εκκλησιαστική περιουσία...






Γράφει ο Δημήτρης Γερούκαλης
Από μερίδα ανιστόρητων, αντικληρικών και εκσυγχρονιστών, οι οποίοι λεηλάτησαν τον εθνικό πλούτο, τίθεται κατά καιρούς το θέμα της Εκκλησιαστικής Περιουσίας.

Ας κάνουμε λοιπόν μία σύντομη ιστορική αναδρομή στο πολύπαθο αυτό θέμα.

Μετά την απελευθέρωση και τη δημιουργία του ελληνικού κράτους (1828), ενώ διατηρείται στη συνείδηση του πληρώματος της εκκλησίας η πίστη στο ιερό και αναπαλλοτρίωτο της εκκλησιαστικής περιουσίας, με διάφορα νομοθετήματα επιβάλλεται κατά καιρούς η αναγκαστική απαλλοτρίωση τμημάτων της.

  • Η αντιβασιλεία του Όθωνα (αλλοεθνής και προτεσταντική) πιστεύοντας ότι η περιουσία της Εκκλησίας αποτελεί θησαυρό που κληροδοτήθηκε από τους προγόνους στο ελληνικό έθνος και λησμονώντας την ανεκτίμητη προσφορά των ορθοδόξων μοναστηριών στους παλαιότερους και στους ακόμα νωπούς τότε αγώνες της εθνικής παλιγγενεσίας, με τα βασιλικά διατάγματα του 1833 και 1834 απεφάσισε τη διάλυση 416 μοναστηριών και τη διάθεση της κινητής και ακίνητης περιουσίας τους με το πρόσχημα να συσταθεί το «Εκκλησιαστικό Ταμείο». Ήταν όμως τόσο κακή η σύσταση και οργάνωση του ταμείου αυτού, ώστε το μόνο που συνέβη ήταν η διαρπαγή της εκκλησιαστικής περουσίας και η πώληση –εκ μέρους επιτηδείων – ιερών σκευών και κειμηλίων στα παζάρια. Το 1836 η απαλλοτριωτική διάθεση της Αντιβασιλείας επεκτάθηκε και στην περιουσία των Μοναστηριών που διατηρήθηκαν σε λειτουργία «χάριν θεάρεστων έργων και προς οικοδομήν ιερών και αγαθοεργών καταστημάτων». Έτσι απαλλοτριώθηκαν υποχρεωτικά και άλλες μοναστηριακές εκτάσεις, ενώ σε όσες απέμειναν επιβλήθηκε βαρύτατη έμμεση φορολογία.
  • Στη διάρκεια της δεύτερης και τρίτης δεκαετίας του 20ου αιώνα, μετά τους Βαλκανικούς και τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο κυρίως δε έπειτα από τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922), το ελληνικό κράτος επέτεινε την απαλλοτριωτική του επιβολή σε βάρος της εκκλησιαστικής περιουσίας. Με τους νόμους 1072/1917 και 2050/1920 («αγροτικός νόμος») και άλλους μεταγενέστερους απαλλοτριώθηκαν αναγκαστικά πολλές μοναστηριακές εκτάσεις για την αποκατάσταση προσφύγων και ακτημόνων και για λόγους «προφανής ανάγκης και δημόσιας ασφαλείας». Είναι χαρακτηριστικό ότι στην περίοδο 1917 μέχρι 1930 απαλλοτριώθηκαν εκκλησιαστικές εκτάσεις αξίας άνω του ενός δισεκατομμυρίου προπολεμικών δραχμών και το Κράτος κατέβαλε στο Γενικό Εκκλησιαστικό Ταμείο μόνο το 4% (40 εκατομμύρια δραχμές). Τα υπόλοιπα 960 εκατομμύρια οφείλονται ακόμα! Τα περισσότερα μοναστήρια καταδικάστηκαν με τον τρόπο αυτό σε μαρασμό και λειψανδρία! Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τους υπολογισμούς κατά την πρώτη φάση μόνο το 50% της γεωργικής γης της εκκλησίας δόθηκε σε ακτήμονες, ενώ και η δεύτερη φάση που ολοκληρώθηκε γύρω στο 1930 ήταν εξίσου μεγάλο το κομμάτι της γης της εκκλησίας που απαλλοτριώθηκε.
  • Με το νόμο 4684/1931 περί «Οργανισμοί Διοικήσεως Εκκλησιαστικής και Μοναστηριακής Περιουσίας» αποφασίσθηκε από την Πολιτεία η ρευστοποίηση της ακίνητης περιουσίας των Μονών παρά τις επιφυλάξεις της Εκκλησίας. Ο, τι εισπράχθηκε από τη ρευστοποίηση σχεδόν στο σύνολο του εξανεμίστηκε εξαιτίας του Β Παγκοσμίου Πολέμου και της ξενικής κατοχής (1940-1944).
  • Με την από 18-09-1952 «Σύμβαση περί εξαγοράς υπό του Δημοσίου κτημάτων της Εκκλησίας προς αποκατάστασιν ακτημόνων γεωργικών κτηνοτρόφων», η Εκκλησία της Ελλάδας υποχρεώθηκε να παραχωρήσει στο Κράτος το 80% της καλλιεργούμενης ή καλλιεργίσιμης περιουσίας της με αντάλλαγμα να λάβει κάποια αστικά ακίνητα και 45.000.000 δραχμές νέας (τότε) εκδόσεως. Στη σύμβαση του 1952 περιέχεται η διακήρυξη του κράτους ότι η απαλλοτρίωση αυτή είναι η τελευταία και δεν πρόκειται να υπάρξει νεότερη στο μέλλον, ενώ υπάρχει και η δέσμευση ότι η Πολιτεία θα παρέχει κάθε αναγκαία υποστήριξη (υλική και τεχνική), ώστε η Εκκλησία να μπορέσει να αξιοποιήσει την εναπομείνουσα περιουσία της. Στην ίδια σύμβαση καθιερώθηκε και η «μισθοδοσία» των κληρικών από τον Κρατικό Προϋπολογισμό –του δε Αρχιεπισκόπου και των Μητροπολιτών από το έτος 1980 –ως υποχρέωσις του κράτους έναντι των μεγάλων παραχωρήσεων γης στις οποίες είχε προβεί η Εκκλησία της Ελλάδος κατά τη δεκαετία 1922-32. Δηλαδή, επειδή το Κράτος αδυνατούσε να καταβάλλει οποιοδήποτε αντίτιμο – όπως προέβλεπε ο νόμος του 1932 – συνεφωνήθη να μισθοδοτούνται επ’άπειρον οι κληρικοί και το Κράτος δεσμεύθηκε επ’αυτού.

Όταν το 1987 ψηφίστηκε από τη Βουλή ο νόμος 1700/87 (νόμος Τρίτση) που αποτελεί μία ακόμη προσπάθεια για την οριστική αποψίλωση της εκκλησιαστικής περιουσίας, δόθηκε «αφορμή να δημοσιευθούν σημαντικά κείμενα. Μεταξύ αυτών και ένα υπό τον τίτλο «ιδιοκτησιακό καθεστώς και αξιοποίηση της αγροτικής γης στην Ελλάδα» (περιοδικό «Εκκλησία»1-15/4/1987, σελίδες 254-55). Με αναμφισβήτητα στοιχεία, στηριγμένο σε μελέτη της Θ.Τσούμα και Δ.Τασιούλα που εκδόθηκε επισήμως από την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος λίγο αργότερα, το 1988, αποδεικνύεται ότι στο σύνολο της αγροτικής γης της Ελλάδος ανήκουν.



ΔΗΜΟΣΙΟ 43.598.000 στρέμματα

ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ 15.553.200 στρέμματα

ΕΚΚΛΗΣΙΑ 1.282.300 στρέμματα

ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΙ 1.098.400 στρέμματα



Από αυτά τα 1.282.300 στρέμματα ιδιοκτησίας της Εκκλσίας, το 367.000 είναι δασικές εκτάσεις, τα 745.400 βοσκότοποι και μόνο τα 169.000 γεωργική καλλιεργίσιμη γη. Δηλαδή οι καλλιεργίσιμες εκτάσεις της αντιστοιχούν μόλις στο 0.48% του συνόλου της γεωργικής γης της χώρας μας!

Και να ληφθεί υπόψη ότι κατά τη δεκαετία 1974-1983 «εγκαταλείπονται κάθε χρόνο από τους αγρότες και κτηνοτρόφους κατά μέσο όρο 162.400 αγροτικής γης ακαλλιέργητα και ανεκμετάλλευτα». Το 1983 υπολογίστηκαν ως 4.380.000 στρέμματα οι εγκαταλελειμμένες εκτάσεις γης (σχεδόν 3.5 φορές μεγαλύτερες από το σύνολο της γης που ανήκει στην εκκλησία, ενώ σήμερα θα είναι ασφαλώς πολύ περισσότερο).

Παρά ταύτα, στα μάτια κάποιων και η εναπομείνασα περιουσία φαντάζει μεγάλη. Δε λαμβάνεται όμως υπόψη ότι αυτή δεν ανήκει στην Κεντρική Διοίκηση (Ιερά Σύνοδο), αλλά σε περισσότερα από 10.000 εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα (Μητροπόλεις, Ναούς, Μονές, Προσκυνήματα, Ιδρύματα, Κληροδοτήματα και άλλα) το καθένα από τα οποία αγωνίζεται –μέσα από τον κυκεώνα των νομικών και διοικητικών δεσμεύσεων – να διαφυλάξει την κυριότητα και να αξιοποιήσει τα όσα του ανήκουν περιουσιακά στοιχεία, για το καλό του πληρώματος και της εκκλησίας.

Δηλαδή κάθε Μονή και κάθε Ιερός Ναός που είναι ΝΠΔΔ (Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου), μεριμνούν για τη συνήθη μικρή περιουσία που έχουν, φροντίζοντας για την έντιμη διαχείρισή της και τηρώντας τις αυστηρές διατάξεις που ισχύουν για τα νομικά πρόσωπα. Η διαχείριση αυτή υπόκειται σε τακτικό έλεγχο τόσο από την Εκκλησία όσο και από τα αρμόδια όργανα της Πολιτείας. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα κοινωνικής προσφοράς, όχι και το μοναδικό, αποτελεί η Ιερά Μονή Ασωμάτων Πετράκη (Αθήνα). Έχοντας στην ακτοχή της σημαντική περιουσία που την απέκτησε κατά τον 17ο και 18ο αιώνα με αγορές των ηγουμένων της (σώζονται στο αρχείο της τα σχετικά έγγραφα), αναδείχθηκε ο μεγαλύτερος κοινωνικός ευεργέτης των Αθηνών. Σε δωρηθέντα ακίνητα της έχουν ανεγερθεί:

  • η Ριζάρειος Σχολή,
  • η Ακαδημία Αθηνών,
  • το Αιγινήτειο Νοσοκομείο,
  • το Μετσόβειο Πολυτεχνείο,
  • το Σκοπευτήριο,
  • το Πτωχοκομείο,
  • η Μαράσλειος Ακαδημία,
  • το Θεραπευτήριο «Ευαγγελισμός»,
  • το Αρεταίειο νοσοκομείο,
  • η Αγγλική Αρχαιολογική Σχολή,
  • οι Αστυνομικές Σχολές στην οδό Μεσογείων,
  • το Νοσοκομείο Παίδων,
  • το Νοσοκομείο Συγγρού,
  • το Λαϊκό Νοσοκομείο «Σωτηρία»,
  • το Ασκληπιείο Βούλας,
  • η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη,
  • το Ορφανοτροφείο Βουλιαγμένης,
  • το ΠΙΚΠΑ Βούλας,
  • Ιπποκράτειος Νοσοκομείο,
  • Γηροκομείο,
  • Εθνική Βιβλιοθήκη,
  • Πανεπιστήμιο Αθηνών,
  • 142 Δημοτικά, Γυμνάσια και Λύκεια της Αττικής



και πολλά άλλα…



Βεβαίως, κανείς δε φρόντισε να μνημονεύονται αυτά, έστω σε μία επιγραφή επί των ανεγερθέντων κτηρίων.

Το πνεύμα της Ορθοδοξίας είναι, ότι η εκκλησιαστική και μοναστηριακή περιουσία ΠΡΕΠΕΙ να μένει στην Επισκοπή ή το Μοναστήρι, διότι τότε είναι πραγματικά «λαϊκή», ανήκει στο λαό. Όταν το ιδιοποιηθεί κάποιος, και μάλιστα «άρχοντας», δηλαδή ισχυρός, παύουν να ανήκουν στον λαό και γίνονται δική του ιδιοκτησία. Αυτό πρέπει να ισχύει και σήμερα. Τα μοναστηριακά κτήματα μπορούν να εκχωρούνται για κάποια χρόνια σε φτωχούς γεωργούς, για να τα καλλιεργούν και να διαθρέφουν την οικογένειά τους. Να μην χαριστούν όμως, διότι, όπως έχει συμβεί, οι γεωργοί θα τα πουλήσουν και τα χωράφια θα χαθούν. Μετά να επιστρέφονται πάλι εκεί, όπου ανήκουν, για την συμπαράσταση και σε άλλους. Μέσα σ’ αυτό το πνευματικό και φιλάνθρωπο κλίμα μπορεί να κινηθεί η διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας.

Διαβάζω συχνά, ό,τι κάποιοι περιμένουν τον «χωρισμό» της Εκκλησίας-Πολιτείας, για να βρουν «νόμιμους» τρόπους διαρπαγής της εκκλησιαστικής περιουσίας, στο πνεύμα των Βαυαρών και των μετά τον Καποδίστρια (ήθελε την αξιοποίηση της) κρατικών ηγετών. Ξεχνούν όμως, ότι κατά το Σύνταγμα (άρθρο 17) προστατεύεται η ιδιοκτησία. Γιατί λοιπόν να μην επικαλεσθεί το Σύνταγμα και ο εκκλησιαστικός χώρος; Μήπως δεν δικαιώθηκαν οι Μονές, που προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, όταν ζημιώθηκαν περιουσιακά επί Ανδρέα Παπανδρέου –Αντώνη Τρίτση (1987);

Ο «χωρισμός» θα είναι μόνιμος πονοκέφαλος για την Πολιτεία! Ο διοικητικός χωρισμός υπάρχει (ν. 590/1977, ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας μας.). Ο «χωρισμός», ως αποσύνδεση της Ορθοδοξίας από την ζωή του Έθνους –αυτόν στην ουσία θέλουν –θα είναι αδύνατος, διότι δεν θα λείπει ποτέ «η μαγιά» του Μακρυγιάννη, άρα ματαιοπονούν.





Δρ. Δημήτριος Κ. Γερούκαλης

Νευρολόγος –Ψυχίατρος

Pages